Δεν είναι, ασφαλώς, κάποιο μυστικό η αδυναμία του εκδότη της “ΠΤΗΣΗΣ”, Φαίδωνος Καραϊωσηφίδη, στο μυθικό Phantom. Όπου στην στήλη Phantom Phriday, μας φιλοδώρησε με μια φωτογραφία ενός από τα ιστορικότερα Phantom όλων των εποχών, στην έσχατη από τις πολλές ενσαρκώσεις του.
Τι ήταν όμως στ’ αλήθεια αυτό το εξωτικό αεροσκάφος με την ελκυστική βαφή;
Το θρυλικό Phantom με αριθμό FY (Fiscal Year = οικονομικό έτος) 62-12200 άρχισε τη ζωή του ως F-4B του Ναυτικού των ΗΠΑ. Aγοράστηκε (μαζί με άλλο ένα) από τη γραμμή παραγωγής της McDonnell Aircraft Corporation στο St. Louis του Missouri, από την USAF (και γι’ αυτό και δεν έλαβε, όπως συμβαίνει με όλα τα ιπτάμενα μέσα του Υπουργείου Ναυτικών των ΗΠΑ – ήτοι του Ναυτικού και του Σώματος των Πεζοναυτών – Bureau of Aeronautics number, κατά σύντμηση BuAer No. ή BuNo, αλλά FY No.) με προορισμό να γίνει το πρωτότυπο της πρώτης αναγνωριστικής εκδόσεως, δηλαδή το YRF-4C για την USAF. Ήταν το 266ο Phantom που κατασκευάστηκε.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η αρίθμηση των ιπταμένων μέσων τηςΑεροπορίας (USAF) και του Στρατού των ΗΠΑ με FY numbers εκκινεί εκ νέου σε κάθε οικονομικό έτος και αφορά στα μέσα, των οποίων η χρηματοδότηση εγκρίθηκε από τον αμυντικό προϋπολογισμό του οικείου οικονομικού έτους, ενώ η παράδοση μπορεί να έγινε το ίδιο έτος (σύνηθες σε ρυθμούς παραγωγής εποχής Βιετνάμ) ή και πολλά έτη αργότερα (ο κανόνας στην εποχή των F-22 & F-35).
Ακόμη και έτσι, το γεγονός ότι με τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ του οικονομικού έτους 1962 χρηματοδοτήθηκε η κατασκευή τουλάχιστον 12.200 airframes (όπως υποδηλοί η αρίθμηση του περί ου ο λόγος αεροσκάφους) δίνει σαφή εικόνα των τιτανίων, ιστορικώς ανυπέρβλητων παραγωγικών δυνατοτήτων της πολεμικής βιομηχανίας των ΗΠΑ κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, και προφανώς κάνει όχι μόνο την οικονομία πλήρους πολεμικής κινητοποιήσεως της σημερινής Ρωσίας, αλλά και τον εξοπλιστικό παροξυσμό της σημερινής Κίνας να ωχριά συγκριτικώς.
Το FY number είναι η “ταυτότητα” ενός εναερίου μέσου, και το εξατομικεύει πλήρως. FY numbers λαμβάνουν και τα αεροσκάφη εξαγωγής, όταν πρόκειται για τύπους σε υπηρεσία με την USAF ή παραλλαγές αυτών, ακόμη και όταν δεν αγοράσθηκαν με πιστώσεις FMS, ήτοι ακόμη και σε περιπτώσεις που αναθέτουσα αρχή της ξένης προμήθειας δεν ήταν η ίδια η USAF (παράδειγμα: Τα 40 F-16C/D Block 30 του προγράμματος Peace Xenia I της ΠΑ, που αγοράσθηκαν με εμπορική συμφωνία του Ελληνικού Δημοσίου με τη General Dynamics).

Αντίθετα, η αρίθμηση των εναερίων μέσων Ναυτικού και Πεζοναυτών με BuAer numbers (BuNo), οι οποίοι επίσης αποτελούν την “ταυτότητα” ενός εκάστου αεροσκάφους και το εξατομικεύουν πλήρως, είναι ενιαία από το 1940 και δεν εκκινεί εκ νέου για κάθε οικονομικό έτος. Αρίθμηση BuAer No. (ή BuNo) έχουν και τα αεροσκάφη εξαγωγής που παρήχθησαν για ξένους πελάτες, αλλά αφορούν σε τύπους εν υπηρεσία με το Αμερικανικό Ναυτικό ή το Σώμα των Πεζοναυτών (παράδειγμα: Τα A-7H/TA-7H Corsair II της ΠΑ).

Όσον αφορά στο ιστορικό πλαίσιο εκφοράς της προμήθειας, υπενθυμίζεται ότι στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 1960, ο σπάνιας παιδείας φιλελεύθερος ιδεαλιστής και χαρισματικός ρήτορας, Δημοκρατικός, John F. Kennedy, επικράτησε του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Ρεπουμπλικανού Richard Nixon, ενός επίσης σπάνιας συγκρότησης ανδρός, για να ηγηθεί μιας κατά κυριολεξία κυβέρνησης τεχνοκρατών, των λαμπρότερων πνευμάτων της Αμερικής κατά την εποχή εκείνη. Μέλος της «χρυσής» ομάδος του λεγομένου “Camelot” ήταν και ο υπουργός Αμύνης, Robert Strange McNamara. Ένα διευθυντικό στέλεχος της Ford Motor Company, που υποσχόταν να καταστήσει τις προμήθειες του Πενταγώνου αποδοτικές και ορθολογικές όσο της αυτοκινητοβιομηχανίας.

Ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής προμηθειών του εξαιρετικώς προβεβλημένου ανδρός ήταν η ομοιοτυπία μεταξύ των επιμέρους κλάδων των ενόπλων δυνάμεων ως μέσο επίτευξης οικονομιών κλίμακος, αναφορικά με το κόστος α) έρευνας και εξέλιξης, β) παραγωγής, γ) εκπαίδευσης ιπταμένου και τεχνικού προσωπικού και και δ) υποστήριξης εφοδιαστικής αλυσίδος για όλον τον κύκλο ζωής του μέσου. Πράγματι, η πολιτική του αυτή στέφθηκε από λαμπρές επιτυχίες: Επί των ημερών του (Μάρτιος 1962) η USAF υιοθέτησε ως νέο στάνταρντ μαχητικό της (υπό τον χαρακτηρισμό F-110A Spectre, και ακολούθως βάσει ενιαίας ονοματολογίας των κλάδων ως F-4C) το βαρύ αναχαιτιστικό παντός καιρού F4H Phantom II του Ναυτικού (τότε με διαφορά το ανωτάτων επιδόσεων τακτικό πολεμικό αεροσκάφος στη Γη). Το δρόμο προς την USAF βρήκε – και πάλι επί υπουργίας McNamara – και το θαυμάσιο, ιδιοφυές ελαφρό ναυτικό βομβαρδιστικό ακριβείας, Vought A-7 Corsair II.

Η υιοθέτηση, τουναντίον, του Grumman/General Dynamics F-111B από το Ναυτικό και το Σώμα των Πεζοναυτών, στο πλαίσιο πάντα της επιδίωξης της ομοιοτυπίας κατά τα ανωτέρω, απέτυχε οικτρά, όπως η “Π” έχει ιστορήσει σε εκτενές σχετικό άρθρο της.
F-14 Tomcat: Πως γεννήθηκε μέσα από μια «εξέγερση των Ναυάρχων», μέρος Α’
F-14 Tomcat: Πως γεννήθηκε μέσα από μια «εξέγερση των Ναυάρχων», μέρος Β’
H USAF, βλέποντας τις συγκλονιστικές επιδόσεις του Phantom ως εχέγγυο επιβιωσιμότητος και το τεράστιο μέγιστο μεικτό βάρος του ως θαυμάσια βάση για ένα αναγνωριστικό αεροσκάφος πολυφασματικών αισθητήρων και ικανής εμβελείας, τελείως άλλης τάξεως επιχειρησιακών ικανοτήτων σε σχέση με τους υπηρετούντες τύπους, ζήτησε την εξέλιξη μιας αναγνωριστικής έκδοσης (αρχικώς υπό τον κωδικό YRF-110Α Spectre και έπειτα υπό την ενιαία διακλαδική ονοματολογία YRF-4C Phantom II) ως αντικαταστάτου αρχικώς των υποηχητικών Douglas RB-66 Destroyer & Republic RF-84F Thunderflash. Το νέο αναγνωριστικό επρόκειτο, σε δεύτερο χρόνο, να αντικαταστήσει και τον “βασιλιά των τακτικών αναγνωριστικών”, McDonnell RF-101C Voodoo, όχι όμως πριν ο τελευταίος γράψει χρυσοίς γράμμασιν αεροπορική ιστορία πάνω από την Κούβα και το Βόρειο Βιετνάμ.

Πράγματι, στις 29/5/1962, τέσσερα έτη και δύο ημέρες μετά την ιστορική πρώτη πτήση του Phantom (F4H), η McDonnell έλαβε επιστολή προθέσεων (Letter of Intent, LOI) για δύο πρωτότυπα του αναγνωριστικού YRF-110A (FY 62-12200 & 62-12201), ακολούθως YRF-4C.

Το 62-12200 πέταξε για πρώτη φορά την 8/8/1963, με τον William “Bill” Ross στα χειριστήρια. Αν και έφερε το τροποποιημένο ρύγχος που προοριζόταν για το τελικό RF-4C, έφερε περιορισμένο φωτογραφικό εξοπλισμό και χρησιμοποιήθηκε προεχόντως ως σκάφος αεροδυναμικών δοκιμών. Αμφότερα τα YRF-4C (62-12200 και 62-12201) χρησιμοποιήθηκαν αμιγώς ως αεροσκάφη δοκιμών και δεν εισήλθαν ποτέ σε υπηρεσία με μονάδες της USAF.

Το 62-12200 έγινε κατά τον τρόπο αυτό ο γενάρχης μιας δυναστείας των πλέον ικανών και διαδεδομένων υπερηχητικών τακτικών αναγνωριστικών της ιστορίας: Το RF-4C (Μodel 98DH στην ορολογία της McDonnell) παρήχθη στον – εκπληκτικό όσο και αξεπέραστο για εξειδικευμένο αναγνωριστικό υπερηχητικό τζετ – αριθμό των 503 μονάδων για την USAF, και μάλιστα με κονδύλια εννέα οικονομικών ετών (1963 ως και 1972, με το 1970 να είναι το μόνο έτος για το οποίο δεν ζητήθηκαν κονδύλια για το αναντικατάστατο αναγνωριστικό). Ορισμένες πηγές που αναφέρουν παραγωγή 505 αεροσκαφών, προφανώς συνυπολογίζουν και τα δύο YRF-4C στο σύνολο.


Κατόπιν πολλών και ουσιαστικών αναβαθμίσεων, το αειθαλές εμβληματικό αναγνωριστικό του Δυτικού Κόσμου υπηρέτησε ως το 1991 στην Ευρώπη (USAFE, 26th TRW, Zweibrücken, Γερμανία), ως το 1990 στην Κορέα (PACAF, 460th TRG, Taegu, Νότιος Κορέα) και ως το 1993 (!) στις τακτικές αεροπορικές δυνάμεις των ηπειρωτικών ΗΠΑ (TAC, 67th TRW, Bergstrom AFB, Texas), μαζί με δύο εναπομείνασες μοίρες αναγνώρισης της Εθνοφρουράς των Πολιτειών της Nevada και της Alabama (ANG).
Άλλαξε για πάντα τη μορφή των επιχειρήσεων τακτικής αναγνώρισης, παρέχοντας ένα συνδυασμό πολυφασματικών αισθητήρων (φωτομηχανές πρόσθιες, πλάγιες και πανοραμικές, infra red line scanner, Side-Looking Airborne Radar) που ουδέποτε είχε σταθεί δυνατό να συγκεντρωθεί σε ένα μόνο μέσο (χωρίς βεβαίως να φέρονται κατ’ ανάγκη πάντοτε ταυτόχρονα). Κατέστησε έτσι δυνατή, σε ορισμένο βαθμό, την έγκαιρη προειδοποίηση για μεγάλης κλίμακος προετοιμασίες επίθεσης δυνητικού αντιπάλου, και μάλιστα σε ικανό γεωγραφικό βάθος, χωρίς ανάγκη υπέρπτησης της εχθρικής χώρας, και άρα χωρίς τους εντεύθεν κινδύνους για το αεροσκάφος, αλλά και για τη διεθνή ειρήνη.

Το RF-4C δεν παρήχθη για εξαγωγές. Ωστόσο, μικροί αριθμοί μεταχειρισμένων αεροσκαφών της USAF μεταβιβάστηκαν σε συμμαχικά έθνη, με την Ισπανία να λαμβάνει 4 αεροσκάφη το 1978 και άλλα 8 το 1989, και τη Νότιο Κορέα περί τα 12 αεροσκάφη το 1990, με τη διάλυση της τελευταίας τοπικής μονάδος της USAF (460th Tactical Reconnaisance Group). Άλλα δύο αεροσκάφη της USAF παραδόθηκαν προσωρινά ως χρησιδάνειο (Αύγουστος 1970 – Μάρτιος 1971, “Operation Night Light”) στο Ισραήλ, εν αναμονή της άφιξης των πρώτων RF-4E του.


Το πραγματικό μοντέλο εξαγωγής, RF-4E Phantom II (Μodel 98LG στην ορολογία της McDonnell), συνδύαζε το ρύγχος του RF-4C με το σκάφος και το προωστικό σκεύος του F-4E. Παρήχθη σε άνω των 150 μονάδων, περιλαμβανομένων 88 για τη Γερμανία (αρχικό πελάτη, που αναζητούσε έγκαιρη προειδοποίηση υπό το σοκ της εισβολής του ΣτΒ στην Τσεχοσλοβακία το 1968, οι προετοιμασίες της οποίας πέρασαν απαρατήρητες από το ΝΑΤΟ!), 27 για το Ιράν (συν άλλα 11 που δεν παραδόθηκαν λόγω Ισλαμικής Επαναστάσεως), 18 για το Ισραήλ, 8 για την Ελλάδα και 8 για την Τουρκία. Στο ανωτέρω σύνολο δεν περιλαμβάνονται 14 RF-4EJ για την Ιαπωνία (που πάντως παρήχθησαν στο St. Louis, και όχι από τη Mitsubishi όπως τα F-4EJ), ούτε βεβαίως τα πολύ μεταγενέστερα RF-4EJ Kai, που προέρχονται από μετατροπή F-4EJ και έχουν το ρύγχος του F-4E, με τα τρία εναλλακτικά συστήματα αναγνώρισης να φέρονται αποκλειστικώς σε ατρακτίδια.


Επισημαίνεται εδώ ότι το RF-4B Phantom II (Μodel 98DH στην ορολογία της McDonnell), μακρόβια αναγνωριστική έκδοση για το Σώμα των Πεζοναυτών – με σημαντική πολεμική δράση στο Βιετνάμ, ακολούθως και περιορισμένη χρήση από αεροπλανοφόρα κλάσεως Midway – έπεται του RF-4C της USAF χρονικώς και εξελικτικώς, παρά την περί του αντιθέτου εντύπωση που δίδει η αλληλουχία των γραμμάτων/κωδικών. Πέταξε για πρώτη φορά την 12/3/1965 και παρήχθη σε 46 μονάδες, αποκλειστικά για το Σώμα των Πεζοναυτών, στο οποίο υπηρέτησε ευδοκίμως ως το 1990, αρχικώς σε τρεις μεικτές Μοίρες αναγνώρισης/ηλεκτρονικού πολέμου (VMCJ-1/2/3) και τελικώς σε μια ενιαία Μοίρα φωτοαναγνώρισης (VMFP-3). Από τις τάξεις της τελευταίας συγκροτούνταν αποσπάσματα, για να καλύπτουν τις ανάγκες τακτικής αναγνώρισης των πτερύγων μάχης αεροπλανοφόρων που υπηρετούσαν στα σκάφη κλάσεως Midway κατά τις δεκαετίες ’70 και ’80, καθώς τα RF-8G Crusader συνεπλήρωναν βαθμηδόν τις ώρες πτήσεως τους και αποσύρονταν, ενώ τα επιβλητικά RA-5C Vigilante (και οι διάδοχοί τους, F-14A Tomcat με ατρακτίδιο TARPS) μπορούσαν να επιχειρούν μόνο από τα supercarriers (κλάσεις Forrestal και μεταγενέστερες).

Ακολούθως, και μετά το πέρας των δοκιμών για τις ανάγκες του προγράμματος του RF-4C, το ίδιο αυτό αεροσκάφος (62-12200) επέστρεψε στο St. Louis και διασκευάσθηκε στο (πρώτο) πρωτότυπο του F-4E, πρώτης εκδόσεως με πυροβόλο, έγινε δηλαδή το (πρώτο) YF-4E (Μodel 98HN στην ορολογία της McDonnell), ένα γκροτέσκ σε όψη αεροσκάφος με το εξάκαννο πυροβόλο Gatling General Electric Μ61 Vulcan των 20 mm να προεξέχει από το… οπτικό παράθυρο της πρόσθιας φωτομηχανής, και εισαγωγές αέρος πάνω από το ρύγχος να λειτουργούν ως μηχανισμός ψύξεως για το πυροβόλο, σε μια διάταξη που οπτικώς τουλάχιστον ομοίαζε με ιδιοκατασκευές επαρχιακού μηχανουργείου. Πέταξε για πρώτη φορά την 7/8/1965.
Αρχικώς, η κατασκευάστρια αναφερόταν στο αεροσκάφος ως “F-4 TFS” (=Tactical Fighter Support). Περαιτέρω αναβάθμιση αποτέλεσαν οι νέοι, αυξημένης ώσης (17.900 λιβρών με πλήρη μετάκαυση) κινητήρες General Electric J79-GE-J1B (πρωτότυπο των GE-10 για τα F-4J του Ναυτικού και των GE-17 για τα F-4E της USAF), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν το Φεβρουάριο του 1966. Η επίσημη ονομασία άλλαξε από YRF-4C σε YF-4E την 20/4/1967. Για την σκόπευση του πυροβόλου, και δεδομένου ότι καμιά έκδοση του Phantom δεν έφερε ως τότε πυροβόλο, το 62-12200 έλαβε προσωρινώς α) το γυροσκοπικό σκοπευτικό, με λειτουργία υπολογισμού προπορείας βλημάτων πυροβόλου, του F-100D Super Sabre και β) το βραχείας ακτίνας ραδιοαποστασιόμετρο AN/APG-30 της Sperry, που εξόπλιζε τα… F-86Ε Sabre της εποχής του Κορεατικού Πολέμου, καθώς και τα πρώτα, αποκλειστικώς μαχητικά ημέρας, F-8A Crusader.

Καθώς το αεροσκάφος διατηρούσε το μικρής διαμέτρου ρύγχος του RF-4C, το οποίο προοριζόταν για τη φιλοξενία του ραντάρ παρακολούθησης αναγλύφου Texas Instruments AN/APQ-99 της αναγνωριστικής έκδοσης, αδυνατούσε να φέρει το ραντάρ ελέγχου πυρός Westinghouse AN/APQ-120, το οποίο απετέλεσε τον τελικό εξοπλισμό του F-4E.

Το AN/APQ-120 υστερούσε σε εμβέλεια έναντι των προκατόχων του (Hughes ΑΝ/ΑPQ-100 του F-4C & AN/APQ-109 του F-4D), καθώς το πυροβόλο υπό το ρύγχος καθιστούσε αναγκαίον έναν κώνο μικρότερης διαμέτρου (70 cm αντί 81 cm) από τις προηγούμενες εκδόσεις μαχητικού (αν και μεγαλύτερης σε σχέση με των αναγνωριστικών εκδόσεων), συνεπώς και μικρότερης διαμέτρου κεραία. Γενικώς, το ραντάρ AN/APQ-120 υστερούσε σοβαρότατα του συγχρόνου του AN/APG-59, της ιδίας κατασκευάστριας (Westinghouse), το οποίο εξόπλιζε το ναυτικό F-4J και τα βρετανικά F-4K/M και ήταν το πρώτο ραντάρ μαχητικού με ικανότητα look-down/shoot down (έστω περιορισμένη) στην ιστορία, και αναμφίβολα το καλύτερο ραντάρ τακτικού μαχητικού της εποχής του.


Την τελική διαμόρφωση ρύγχους του F-4E (κώνο ραντάρ συν περιλήπτη πυροβόλου Μ61) έφερε το δεύτερο YF-4E (63-7445, με πυροβόλο αλλά χωρίς το ραντάρ AN/APQ-120) και το τρίτο YF-4E (65-0713, με πυροβόλο και με το ραντάρ παραγωγής). Η πρώτη παρτίδα παραγωγής, αποτελούμενη από 96 -Ε, παραγγέλθηκε ήδη τον Αύγουστο του 1966 ως μέρος συμβάσεως για F-4D (το οποίο συνέχισε να παράγεται παράλληλα με το -Ε και εντός του οικονομικού έτους 1967 για να καλύψει τις αστρονομικές απώλειες της κρεατομηχανής του Βιετνάμ…). Το πρώτο F-4E παραγωγής (66-0284) πέταξε την 30.06.1967.
Το 1968 δοκιμάσθηκε στο 62-12200 ένα πηδάλιο διεύθυνσης (rudder) από βηρύλλιο, κατόπιν πρότασης του Air Force Flight Dynamics Laboratory (AFFDL), για εξοικονόμηση βάρους της τάξεως του 34,6% σε σχέση με το αλουμίνιο.

Την ίδια περίοδο, η USAF δοκίμαζε στο ίδιο αεροσκάφος σταθερά slats ελιγμών στο χείλος προσβολής, υπό το πρόγραμμα Agile Eagle IV, με σκοπό τη διατήρηση του ελέγχου σε υψηλές γωνίες προσβολής, αλλά και πολύ μικρότερο κύκλο στροφής, κατόπιν της οδυνηρής εμπειρίας του Βιετνάμ έναντι των MiG-17/21. Δοκιμάσθηκαν επίσης πηδάλια ύψους – βάθους με σχισμές στα χείλη προσβολής για αποτελεσματικότερο έλεγχο, ιδίως ενόψει της προσθήκης του βάρους του πυροβόλου στο ρύγχος, τα οποία ακολούθως υιοθετήθηκαν στα F-4E παραγωγής ήδη από το δεύτερο αεροσκάφος (66-0285). Στο -Ε προστέθηκε και μια έβδομη, ουραία εσωτερική δεξαμενή καυσίμου 98 γαλλονίων, για να ισοσκελίσει το αυξημένο βάρος του ρύγχους λόγω του Μ61.


Το 62-12200 έγινε λοιπόν ο “γενάρχης” του πρακτικώς εσχάτου Phantom για την USAF, του F-4E (Μodel 98HO στην ορολογία της McDonnell), το οποίο στάθηκε η ραχοκοκαλιά των τακτικών της δυνάμεων για τουλάχιστον 15 χρόνια, σε όλους τους νοητούς ρόλους, και σε όλα τα θέατρα επιχειρήσεων του κόσμου.
Εκατοντάδες υπηρετούσαν υπό την Αστερόεσσα ως τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, απολύτως εντεταγμένα στα πολεμικά σχέδια της USAF και διαρκώς πανέτοιμα για υπερπόντια ανάπτυξη. Η έκδοση παρήχθη συνολικά σε 1.387 μονάδες, εκ των οποίων 993 για παραγγελίες της USAF (περισσότερες από κάθε άλλη έκδοση) και 394 για εξαγωγικούς πελάτες. Τεράστιος αριθμός F-4E της USAF μεταβιβάστηκε ακολούθως σε πλείονες φιλικές ή συμμαχικές χώρες, προεχόντως στην Τουρκία και στο Ισραήλ.


Το F-4E αποτέλεσε λοιπόν το κύριο εξαγωγικό μοντέλο του Phantom: Με την εξαίρεση των 2+50 F-4Κ (Phantom FG Mk. 1) για το Βασιλικό Ναυτικό και των 2+116 F-4M (Phantom FGR Mk. 2) για τη Βασιλική Αεροπορία αντίστοιχα, των 15 μεταχειρισμένων F-4J (UK) επίσης για τη Βασιλική Αεροπορία πολύ αργότερα, των 40 μεταχειρισμένων F-4C για την Ισπανία, των 92 συνολικά μεταχειρισμένων F-4D για την Νότιο Κορέα (που παραχωρήθηκαν εν μέρει ως αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση 36 νοτιοκορεατικών F-5A στο Νότιο Βιετνάμ) και των 32 νέας κατασκευής F-4D που προμηθεύτηκε το Ιράν εν αναμονή της διαθεσιμότητος του -Ε, το σύνολο των Phantom που εξήχθησαν ήταν F-4E.


F-4E ήταν όμως, επί της ουσίας, και οι (αρχικώς) υποβαθμισμένες εκδόσεις F-4F (175 μονάδες) για τη Γερμανία και F-4EJ (140 μονάδες) για την Ιαπωνία, όλα αεροσκάφη νέας κατασκευής, που γνώρισαν ευδόκιμη υπηρεσία τεσσάρων ακεραίων δεκαετιών, παρά το γεγονός ότι οι δύο βιομηχανικώς υπερανεπτυγμένες χώρες είχαν προ πολλού στη διάθεσή τους ανώτερους τύπους τακτικών αεροσκαφών. Και στις δύο κάποτε αεροπορικές υπερδυνάμεις, το Phantom λατρεύτηκε από αεροπόρους και κοινό, και είναι αντικείμενο πάνδημης νοσταλγίας.


Τέλος, βάση το F-4E είχε και το έσχατο αεροσκάφος καταστολής αεράμυνας της USAF, F-4G Wild Weasel V, το οποίο προήλθε από μετατροπή 116 (ακολούθησαν και άλλα, προς αναπλήρωση απωλειών) F-4E οικονομικού έτους 1969, το οποίο δεν ξεπεράστηκε ποτέ στο ρόλο του, και ο τύποις διάδοχός του, F-16C/D Block 50 με ατρακτίδιο HTS, δεν διαθέτει παρά αμελητέο κλάσμα των δυνατοτήτων του.

Η εξέλιξη του 62-12200
Το 1972, η Αεροπορία και η McDonnell Douglas (η McDonnell Aircraft Corporation of St. Louis, Mo. είχε στο μεταξύ συγχωνευθεί, το 1967, με τη Douglas Aircraft Company of El Segundo, Ca., πασίγνωστη για τα επιβατικά της και τα ναυτικά βομβαρδιστικά της) επέλεξαν το YF-4E 62-12200 ως το σκάφος δοκιμών για το πειραματικό πρόγραμμα Survivable Flight Control System (SFCS). Το εν λόγω πρόγραμμα περιγράφεται στην τελική αναφορά (AFFDL-TR-73-105) ολοκλήρωσής του ως εξής:
“Το Survivable Flight Control System (SFCS) είναι ένα τριών αξόνων fly-by-wire (FBW) κύριο σύστημα ελέγχου πτήσεως, το οποίο χρησιμοποιεί δευτερεύοντες μηχανισμούς κινήσεως για να παρέχει εντολές θέσεως στους μηχανισμούς κινήσεως των επιφανειών ελέγχου του αεροσκάφους. Στο σύστημα fly-by-wire, ηλεκτρικοί αισθητήρες υπολογίζουν τις εντολές του χειριστού, υπό μορφή κινήσεων του χειριστηρίου και των ποδωστηρίων, και την απόκριση (στις εντολές) του διανύσματος πτήσεως του αεροσκάφους σε πρόνευση (pitch), διατοιχισμό (roll) και εκτροπή (yaw). Ηλεκτρονικοί υπολογιστές επεξεργάζονται το σύνολο των δεδομένων των αισθητήρων και ενεργούν ούτως ώστε να παρέχουν ηλεκτρικά σήματα, τα οποία κινούν τις κύριες επιφάνειες ελέγχου, όπως τα πηδάλια κλίσεως (ailerons), κατά τρόπον ώστε να παραγάγουν την επιθυμητή κίνηση του αεροσκάφους. Σε περίπτωση ολικής αστοχίας των υπολογιστών ή δυσλειτουργίας των αισθητήρων, παρέχεται ένα απευθείας ηλεκτρικό κύκλωμα, καλούμενο “ηλεκτρική εφεδρική διαμόρφωση”, για να επιτρέψει στο χειριστή ασφαλή επιστροφή στη βάση και προσγείωση. Η τελική διαμόρφωση του SFCS παρέχει πραγματικό fly-by-wire έλεγχο όλων των κυρίων επιφανειών ελέγχου πτήσεως, χωρίς κανέναν μηχανικό έλεγχο σε οποιονδήποτε άξονα.”
Η Φάση Ι του SFCS διενεργήθηκε στο εργαστήριο με προσομοιώσεις επί του εδάφους. Δοκιμές εν πτήσει διεξήχθησαν στη Φάση ΙΙ. Το πρόγραμμα πτητικών δοκιμών διαιρέθηκε σε τρία υπο-στάδια:
- Φάση IIA- Εξέλιξη και αξιολόγηση του SFCS με χρήση ενός τετραπλού (πλεονασματικού για λόγους ασφαλείας) αναλογικού fly-by-wire συστήματος ελέγχου πτήσεως τριών αξόνων με προσωρινό μηχανικό εφεδρικό σύστημα ελέγχου.
- Φάση IIB- Αξιολόγηση του SFCS με χρήση του αναλογικού fly-by-wire συστήματος ελέγχου πτήσεως τριών αξόνων χωρίς πλέον το προσωρινό μηχανικό εφεδρικό σύστημα ελέγχου.
- Φάση IIC- Πτήσεις αξιολόγησης και επίδειξης από την Αεροπορία (USAF).
Το 62-12200 πραγματοποίησε την πρώτη πτήση του στο πλαίσιο της Φάσεως IIA από τις εγκαταστάσεις της McDonnell (Lambert Field) στο St. Louis του Missouri την 29/4/1972. Την ημέρα εκείνη έγινε το πρώτο μαχητικό αεροσκάφος που πέταξε με αναλογικό σύστημα ελέγχου πτήσεως fly-by-wire.
Ωστόσο, η διάκριση του πρώτου μαχητικού (και πιθανώς πρώτου αεροσκάφους οιουδήποτε τύπου στον κόσμο), το οποίο πέταξε με ψηφιακό σύστημα ελέγχου πτήσεως fly-by-wire (ελάχιστες ημέρες αργότερα, την 25/5/1972) ανήκει σε ένα τροποποιημένο από τη NASA Vought F-8C Crusader. Υπενθυμίζεται ότι, μεταξύ των τύπων αεροσκαφών που παρήχθησαν στη συνέχεια μαζικώς, το General Dynamics YF-16 (πρώτη πτήση 20/1/1974) ήταν το πρώτο με αναλογικό σύστημα ελέγχου πτήσεως fly-by-wire, ενώ το McDonnell Douglas / Northrop F-18A Hornet (πρώτη πτήση 18/11/1978) ήταν αντίστοιχα το πρώτο με ψηφιακό σύστημα ελέγχου πτήσεως fly-by-wire (ο πρόγονος Northrop YF-17 είχε ακόμη μηχανικό σύστημα ελέγχου πτήσεως).


Ακολούθως οι δοκιμές συνεχίστηκαν στην Edwards AFB, California, όπου και το Air Force Flight Test Center, για την απόκτηση εμπιστοσύνης στην αξιοπιστία του αναλογικού fly-by-wire συστήματος ελέγχου πτήσεως.
Το μηχανικό back-up σύστημα ελέγχου πτήσεως αφαιρέθηκε στη συνέχεια, μετά την 27η πτήση του αεροσκάφους την 8/9/1972, και το α/φ παραγματοποίησε την πρώτη του πλήρως fly-by-wire πτήση στις 22/1/1973, σηματοδοτώντας την έναρξη της φάσεως ΙΙΒ. Στο πλαίσιο της τελευταίας το αεροσκάφος πραγματοποίησε 19 πτήσεις συνολικής διαρκείας 18,3 ωρών, με την τελευταία να λαμβάνει χώρα την 7/5/1973. Κατά τη φάση αυτή των δοκιμών, το 62-12200 έγινε το πρώτο αεροσκάφος με fly-by-wire που έφθασε τη ταχύτητα των 2 Mach.

Η φάση IIC διαιρέθηκε σε στάδια αξιολόγησης και επίδειξης. Το πρώτο εκκίνησε ήδη την 21/3/1973 και ολοκληρώθηκε την 8/5/1973 κατόπιν 21 πτήσεων. Το στάδιο επίδειξης αφετηριάσθηκε την 25/4/1973 και ολοκληρώθηκε την 31/5/1973. Δεκατρείς χειριστές από τις τάξεις της USAF, του Σώματος των Πεζοναυτών και της NASA έλαβαν μέρος, ως επί το πλείστον από την πίσω θέση. Με την ολοκλήρωση το αεροσκάφος επέστρεψε στο St. Louis.

Με το σύστημα fly-by-wire δοκιμασμένο, το αεροσκάφος ήταν πλέον η φυσική επιλογή για έρευνα στο πεδίο των CCV (control-configured vehicles), στο πλαίσιο του προγράμματος Precision Aircraft Control Technology (PACT), υπό την αιγίδα της USAF και της McDonnell Douglas. Για τις ανάγκες του προγράμματος, προστέθηκαν στο αεροσκάφος, αυχενικώς επί των εισαγωγών αέρος για τους κινητήρες, δύο canards των 3,7 τ.μ. με αφαιρούμενες εξωτερικές επιφάνειες, ώστε να είναι δυνατή η μείωσή του εμβαδού τους στο ήμισυ περίπου.
Κάθε canard κινείτο από έναν μηχανισμό κίνησης προερχόμενο από τα πηδάλια ύψους – βάθους του F-15 παραγωγής, ο οποίος παρείχε ένα μηχανικό φάσμα κίνησης 20 μοιρών ανύψωσης του χείλους προσβολής και 30 μοιρών καθόδου αυτού. Ωστόσο, το σύστημα ελέγχου πτήσεως περιόριζε την κίνηση των canards σε +/-10 μοίρες. Επιπλέον, προστέθηκαν σταθερά slats χείλους προσβολής, τόσο στο έσω όσο και στο έξω (αναδιπλούμενο) τμήμα κάθε ημιπτέρυγος. Υπενθυμίζεται, σε αντιδιαστολή, ότι στα όψιμα F-4E παραγωγής (πλην των ιαπωνικών F-4EJ), και σε όλα τα F-4F & F-4G, τα slats χειλέων προσβολής είναι σταθερά μόνο στο έξω (αναδιπλούμενο) τμήμα εκάστης ημιπτέρυγος, και αναδιπλούμενα (με τρεις ευκρινείς υδραυλικούς γρύλους στην κάτω επιφάνεια εκάστης έσω ημιπτέρυγος) στο έσω. Στη φωτογραφική τεκμηρίωση, τα slats είναι εμφανή από το μπλε χρώμα και το ζωηρό κοντράστ του προς το βασικό λευκό.

Περαιτέρω, προστέθηκε έρμα στην ουρά του αεροσκάφους, στην περιοχή της εβδόμης εσωτερικής δεξαμενής καυσίμου, ώστε το κέντρο βάρους του να μετακινηθεί προς τα πίσω και να διαταραχθεί εσκεμμένα η σχεδιαστικώς εγγενής σταθερότητά του, ώστε να σταθεί δυνατό να μελετηθεί η δυνατότητα ελέγχου σε διευρυμένο φάσμα ελιγμών, με το συνδυασμό του συστήματος ελέγχου πτήσεως fly-by-wire και των προσθέτων επιφανειών ελέγχου.
Οι πρώτες πτήσεις, χωρίς τα canards, πραγματοποιήθηκαν στο St. Louis, αρχής γενομένης από την 12/6/1974. Οκτώ ημέρες αργότερα το αεροσκάφος μετέβη στην Edwards AFB για περαιτέρω πτητικές δοκιμές. Εκεί τοποθετήθηκαν τα canards, και η πρώτη πτήση με αυτά έγινε την 5/7/1974, με τον δοκιμαστή πιλότο της McDonnell Douglas, Bill Brinks στα χειριστήρια. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος, 30 συνολικώς πτήσεων, το αεροσκάφος πραγματοποίησε 22 πτήσεις με canards πλήρους εκπετάσματος και με slats χειλέων προσβολής, δύο πτήσεις με canards πλήρους εκπετάσματος αλλά χωρίς slats χειλέων προσβολής και μία μοναδική πτήση με canards μειωμένου εκπετάσματος και slats χειλέων προσβολής. Με την ολοκλήρωση του προγράμματος PACT/CCV, το 62-12200 επέστρεψε στο St. Louis για αποθήκευση, και δεν ξαναπέταξε ποτέ πια.
Το πρόγραμμα PACT/CCV ήταν αμιγώς πειραματικό. Δεν αφορούσε σε κάποια επιχειρησιακή προδιαγραφή της USAF ή άλλου χρήστη, ούτε συνιστούσε πρόταση αναβάθμισης υπηρετούντων αεροσκαφών από την κατασκευάστρια εταιρεία.

Μετά από χρόνια αποθήκευσης του αεροσκάφους, ο μηχανικός του Air Force Flight Dynamics Laboratory (AFFDL) James Morris, που είχε προφανώς κάποια εμπλοκή με το πρόγραμμα SFCS, πληροφορήθηκε από φίλους στη McDonnell Douglas ότι το ιστορικό 62-12200 θα πωληθεί για σκραπ. Ο Morris κατόρθωσε να πείσει το Εθνικό Μουσείο της USAF (Wright-Patterson AFB, Dayton, Ohio, όπου άλλωστε και η έδρα του AFFDL) να δεχθεί το αεροσκάφος ως δωρεά στα τέλη του 1978. Το πρόβλημα ήταν πλέον η μεταφορά και το κόστος της. Ο Morris είχε την ιδέα να θέσει το ζήτημα, πιθανώς με την άνεση κάποιας γνωριμίας, στον Διοικητή του 273ου Λόχου Βαρέων Μεταφορών του Στρατού των ΗΠΑ, που ήδρευε στο ιστορικό Fort Sill της Oklahoma και ήταν εξοπλισμένος με τους ιπτάμενους γερανούς Sikorsky CH-54B Tarhe, δηλαδή με τα μεγίστης – τότε – ανυψωτικής δύναμης μέσα στο Δυτικό Κόσμο.

Ο Διοικητής θεώρησε το έργο ως θαυμάσια άσκηση για τους άνδρες του, και έστειλε ένα Tarhe με ένα ελικόπτερο συνοδείας στο Lambert Field για να περισυλλέξει το έκθεμα. Στις 9/1/1979 το ιστορικό αεροσκάφος είχε παραδοθεί με ασφάλεια στο Εθνικό Μουσείο της USAF. Ευρίσκεται ακόμη εκεί, αλλά σε αποθήκευση, λόγω του μεγάλου αριθμού των εκθεμάτων με πιθανώς συναρπαστικότερη τεχνολογική ή επιχειρησιακή ιστορία.

Το ελκυστικό στην όψη αεροσκάφος – θέμα της εργασίας μας υπήρξε ουσιαστικά η μήτρα για άνω του ημίσεως των συνολικώς παραχθέντων Phantom (RF-4C, RF-4B, F-4E, F-4F, F-4EJ, F-4G), και μάλιστα εκδόσεων με ανυπέρβλητη σημασία για το διεθνή συσχετισμό των δυνάμεων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο στα πλέον κρίσιμα γεωγραφικά σημεία διεπαφής Ανατολής – Δύσεως. Ενώ στάθηκε κατά το τελευταίο στάδιο της μυθιστορηματικής σταδιοδρομίας του όχημα για έρευνα αιχμής, τα πορίσματα της οποίας καρπώθηκε τόσο η πολεμική όσο και η πολιτική αεροπορία.
Σήμερα τα συστήματος ελέγχου πτήσεως fly-by-wire είναι ο κανόνας. Αντικατέστησαν τα παλαιότερα αμιγώς υδραυλικά συστήματα, παρέχοντας στους αεροναυπηγούς την ευχέρεια σχεδιασμού αεροσκαφών με μειωμένη εγγενή ευστάθεια, άρα με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες αλλαγής στάσεως κατά την πτήση. Τα συστήματα fly-by-wire είναι ασφαλέστερα λόγω της πλεοναστικής σχεδίασής τους, με πλείονα εφεδρικά κανάλια. Εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ευελιξία, καθώς οι υπολογιστές μπορούν να ενεργούν περισσότερους διορθωτικούς χειρισμούς από ότι ο χειριστής του αεροσκάφους. Για τα επιβατικά αεροσκάφη, εξασφαλίζουν λιγότερες αναταράξεις. Εξοικονομούν βάρος σε σχέση με τα αμιγώς υδραυλικά συστήματα, υπέρ του ωφελίμου φορτίου ή της ποσότητος μεταφερομένου καυσίμου.
To YF-4E CCV θα θυμίζει πάντοτε ότι τα αυτονόητα της σήμερον υπερέβαιναν, προ μισού αιώνος, τη στάθμη της τεχνικής. Και κατέστησαν δυνατά μόνο χάρη στην αφοσίωση κορυφαίων μηχανικών, στο θάρρος δοκιμαστών πιλότων και στη σοφία νομοθετών, οι οποίοι με συνέπεια χρηματοδοτούσαν αδιάλειπτα στιβαρούς, πλήρως στελεχωμένους ερευνητικούς οργανισμούς επιδιδομένους στη βασική και εφηρμοσμένη έρευνα, χωρίς να αξιώνουν αποτελέσματα από τη μια μέρα στην άλλη και χωρίς να θωπεύουν τα αυτιά αμαθών με λαϊκίστικες κραυγές για “σπατάλες”.