Μετά την Κατοχή καταρτίσθηκε σύμφωνα με τις συντακτικές πράξεις 73 και 90/1945 το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου στην χώρα μας, με αποστολή να δικάσει τους υπαίτιους Γερμανούς, Αυστριακούς, Ιταλούς, Βούλγαρους και Αλβανούς της Τσαμουριάς εγκληματίες πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό ζητήθηκε από την αρμόδια συμμαχική Επιτροπή να εκδοθούν όσοι εγκλημάτησαν σε βάρος του ελληνικού λαού. Παρά το γεγονός ότι είχαν διεξαχθεί ανακρίσεις από τις οποίες προέκυψε σημαντικό υλικό για τους εξακριβωμένους εγκληματίες πολέμου που έδρασαν στην Ελλάδα, τελικά οι σύμμαχοι δεν το έλαβαν σοβαρά υπόψη και παρέδωσαν ελάχιστους στις ελληνικές αρχές.
Ειδικότερα σε ότι αφορά τους Γερμανούς, τον Οκτώβριο του 1946, το συμβούλιο του ελληνικού γραφείου εγκληματιών πολέμου συσκέφθηκε σχετικά με τους Γερμανούς στρατιωτικούς που διετέλεσαν διοικητές των γερμανικών στρατευμάτων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Οι τέσσερις διοικητές (Στούντεντ, Αντρέ, Μπρόγιερ, Μύλλερ) παραπέμφθηκαν με βάση τις δικογραφίες που είχαν σχηματισθεί, σε δικαστήρια με την προβλεπόμενη από τις διεθνείς συμφωνίες περί εγκληματιών πολέμου σύνθεση. Με το ίδιο βούλευμα οριζόταν η δίκη των στρατηγών Μπρούνο Όσβαλντ Μπρόγιερ (General der Fallschirmtruppe Bruno Bräuer), και Φρειδερίκου Γουλιέλμου Μύλλερ (General Friedrich Wilhelm Müller) οι οποίοι βρισκόταν ήδη στα χέρια της ελληνικής δικαιοσύνης, ενώ για τους υπόλοιπους διαβιβάσθηκαν στην κεντρική υπηρεσία που χειριζόταν τα ζητήματα εγκληματιών πολέμου και έδρευε στο Λονδίνο τα απαιτούμενα έγγραφα για την έκδοσή τους στην Ελλάδα.
Λίγους μήνες αργότερα παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές ο στρατηγός Αλεξάντερ Αντρέ (General der Flieger Alexander Andrae), ενώ απορρίφθηκε το αίτημα για τον πτέραρχο Κουρτ Στούντεντ (Generaloberst-Luftwaffe Kurt Arthur Benno Student) με το επιχείρημα ότι το ταξίδι στην Ελλάδα θα επιδείνωνε την κατάσταση της υγείας του. Παρόλα αυτά ο Στούντεντ ήδη είχε δικαστεί στο Βρετανικό Στρατοδικείο στο Λίνεμπουργκ. Ωστόσο ένας από τους πλέον διαβόητους εγκληματίες πολέμου σε ότι αφορά την χώρας ήταν ο επιλοχίας των Ες Ες (SS: Schutzstaffel, ελληνιστί Μοίρα Ασφαλείας) Φριτς Σούμπερτ που υπηρέτησε με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην Κρήτη και τη Μακεδονία από τον Αύγουστο 1941 έως τον Σεπτέμβριο 1944 και ήταν υπαίτιος για εκτελέσεις εκατοντάδων Ελλήνων. Ο Σούμπερτ συνελήφθη με πραγματικά μυθιστορηματικό τρόπο χάρη στην οξυδέρκεια των αστυνομικών που υπηρετούσαν στο Κέντρο Αλλοδαπών. Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι αυτής της πραγματικά μεγάλη επιτυχίας της τότε Αστυνομίας Πόλεων ξεκινώντας από το ποιός ήταν ο επιλοχίας Σούμπερτ.
Ο Φριτς Σούμπερτ ήταν Γερμανός και γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1897 στο Ντόρτμουντ, ήταν παντρεμένος αλλά άτεκνος και η σύζυγός είχε χάσει τα ίχνη έως και το 1950 που απευθύνθηκε στις γερμανικές αρχές όπου και πληροφορήθηκε ότι συνελήφθη στις Ελλάδα και δικάσθηκε ως εγκληματίας πολέμου. Σύμφωνα με αρχεία της εποχής ο Σούμπερτ το 1934 είχε εγγραφεί ως μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος NSDAP (National Socialist German Workers Party) με αριθμό μητρώου 3397778, ενώ στα γερμανικά αρχεία της Βέρμαχτ βρέθηκε το στρατιωτικό του μητρώο σχετικά με την υπηρεσία του στην Ελλάδα, στο οποίο δεν αναφέρεται ότι ήταν μέλος της Γκεστάπο (Geheime Staatpolizei, ελληνιστή μυστικής αστυνομίας), όπως έχει αναφερθεί στο παρελθόν σε διάφορα δημοσιεύματα του τύπου. Ο Σούμπερτ είχε υπηρετήσει στην SD (Sicherheitsdienst) την υπηρεσία ασφαλείας και κατασκοπείας των Ες Ες και συγκεκριμένα στο κλιμάκιο που ασχολούνταν με τα Βαλκάνια στην διάρκεια του μεσοπολέμου.
Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύθηκε για να λάβει μέρος στην μάχη της Κρήτης το 1941 με το βαθμό του λοχία (Scharführer) του ενόπλου τμήματος των Ες Ες (Waffen SS). Με την μετάβαση του στην Κρήτη τα ίχνη του εντοπίζονται το καλοκαίρι του 1941 στο Ρέθυμνο, όπου έχει αναλάβει καθήκοντα διερμηνέα του Γερμανού φρούραρχου της πόλης. Το γεγονός ότι ο Σούμπερτ γνώριζε ελληνικά ήταν η αιτία να δημιουργηθούν κάποιες φήμες που έκαναν λόγο περί ελληνικής του καταγωγής. Ελέγετο ότι ο Σούμπερτ εκτός από ελληνικά μιλούσε και τουρκικά και συνομιλούσε σε αυτή την γλώσσα με ηλικιωμένους Μικρασιάτες που ζούσαν στο Ρέθυμνο. Επίσης κυκλοφορούσαν και κάποιες άλλες φήμες που έλεγαν ότι ο ίδιος εκμυστηρεύθηκε σε Έλληνες ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος Κωνσταντινίδης, το οποίο το άλλαξε όταν ήταν νέος και υπό την προστασία του Γερμανού προξένου στη Σμύρνη και μετέβη με την βοήθεια του πρόξενου στην Γερμανία για να σπουδάσει. Επιπλέον είχε ακουστεί ότι μετά το τέλος των σπουδών επέστρεψε στη Σμύρνη και υπηρέτησε στον Τουρκικό στρατό το οποίο μάλλον είναι μάλλον ανακριβές και οφείλεται στο γεγονός ότι η φυσιογνωμία του θύμιζε ανατολίτη, οι ντόπιοι του κόλλησαν το προσωνύμιο ο «Τούρκος».
Μέχρι τα μέσα του 1942 ο Σούμπερτ σταδιακά αφήνει στην άκρη τα καθήκοντα της διερμηνείας και παρότι χαμηλόβαθμός υπαξιωματικός τοποθετήθηκε επικεφαλής ομάδας της οποίας η βάση ήταν στο χωριό Αυγενική (στο νομό Ηρακλείου) και είχε ως αποστολή την «επιβολή» της τάξης στους υπόδουλους έλληνες. Με απλά λόγια η ομάδα του Σουμπέρτ κατέστη πολύ σύντομα ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής διότι προέβαιναν σε ακρότητες (εκτελέσεις, βασανιστήρια, λεηλασίες) σε τέτοιο βαθμό που προκάλεσε την έντονη διαμαρτυρία των κατοίκων προς τις γερμανικές αρχές του Ηρακλείου με αποτέλεσμα ο φρούραρχος, στρατηγός Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ να διατάξει τη σύλληψη του ανεξέλεγκτου γερμανού λοχία.
Έργα και ημέρες… του Σούμπερτ στην Ελλάδα
Η απόφαση του στρατηγού Μύλλερ να φυλακίσει τον Σούμπερτ ικανοποίησε για λίγο την τοπική κοινωνία του Ηρακλείου, αλλά ο Σούμπερτ αποφυλακίσθηκε μόλις ένα μήνα μετά, το φθινόπωρο του 1943, με έμμεση παρέμβαση του στρατιωτικού διοικητή Κρήτης στρατηγού Μπρούνο Μπρόιερ. Η συμπάθεια του Μπρόιερ στο πρόσωπο του Σούμπερτ ήταν εμφανής από την στιγμή που όχι μόνο μεθόδευσε την αποφυλάκισή του, αλλά τον προήγαγε και στο βαθμό του επιλοχία (Oberscharführer). Παράλληλα ο Μπρόιερ έδωσε το πράσινο φως στον Φριτς Σούμπερτ να συγκροτήσει μια ειδική ομάδα καταστολής γνωστή ως Jagdkommando Schubert (ελληνιστί Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ) η οποία είχε ως αποστολή την καταδίωξη ανταρτών.
Στην ομάδα αυτή συμμετείχαν γύρω περίπου 100 άτομα μεταξύ αυτών και κρητικοί κατάδικοι που αποφυλακίστηκαν ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή τους στην ομάδα του Σούμπερτ. Η ομάδα των «Κυνηγών Σούμπερτ» που αποκαλούνταν από τον κρητικό λαό περιφρονητικά «Σουμπερίτες» έκαναν απίστευτες θηριωδίες. Συνολικά υπολογίζεται ότι κατά την διάρκεια του πολέμου ο Σούμπερτ είναι υπεύθυνος για τον θάνατο περισσοτέρων από 270 αμάχων τους οποίους είτε εκτέλεσε ο ίδιο είτε διέταξε την εκτέλεση τους.
Ως πρώτο θύμα του Σούμπερτ έχει καταγραφεί ο Π. Παπαδάκης ο οποίος εφονεύθη στις 27 Αυγούστου 1941 στο Όρος Ρεθύμνης με την κατηγορία ότι έκρυβε Άγγλους. Τον Ιούνιο 1942, ξαναχτύπησε εκ νέου για να εκδικηθεί τις εκτελέσεις ελλήνων δοσίλογων από τους άνδρες κρητικού οπλαρχηγού Μπαντουβά.
Ειδικότερα ο Σούμπερτ εκτέλεσε τους Ι. Μανουσάκη και Μ. Γρυπάρη με την κατηγορία υπόθαλψης Άγγλων, τον Εμμ. Μακράκη επειδή έκρυβε όπλα, και τον Μ. Μαυρουδή. Στις 26 Ιουνίου 1942 εκτέλεσε στο χωριό Αυγενική τους Α. Τζιράκη, Ι. Ξυλούρη, Μ. Λυδάκη και Ελ. Λυδάκη με την «κατηγορία» ότι ήταν συγγενείς ανταρτών. Τον Ιούλιο του 1942 στην περιοχή Άγιος Σύλλας βασάνισε τον Ε. Καραγιωργάκη και στην συνέχεια διέταξε την εκτέλεση του μαζί με άλλος κατοίκους του χωρίου και στην συνέχεια οι άνδρες του για να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους έβαλαν φωτιά σε σπίτια.
Στις 9 Ιουλίου, ο Σούμπερτ επικεφαλής ομάδας κρούσης επιτέθηκε στο λημέρι της ομάδας του καπετάν Πετρακογιώργη, στη θέση Παπά-Πέραμα στην περιοχή Τεμενένι ο οποίος διέφυγε διότι ο υπενωμοτάρχης Σ. Περάκης τον άφησε να περάσει απαρατήρητος από του άνδρες του Σούμπερτ. Ωστόσο δοσίλογοι πρόδωσαν τον Περάκη τον οποίο βασάνισε σκληρά ο Σούμπερτ και στην συνέχεια τον φυλάκισε. Στην περίοδο Αύγουστος 1941 – Ιούνιος 1942 που ουσιαστικά χάνονται τα ίχνη του από την ενεργό δράση και πιθανολογείται ότι χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα και αλλάζοντας περιοχές συνέλεγε πληροφορίες για τις ομάδες των ανταρτών (συνδέσμους, κρησφύγετα, πιθανούς στόχους κ.α.). Τον Αύγουστο 1943 αναλαμβάνει επανέρχεται και πάλι στο προσκήνιο και πραγματοποιεί ειδεχθή εγκλήματα στο χωριό Ροδάκινο.
Ειδικότερα έκαψε δώδεκα σπίτια που ανήκαν σε υπόπτους ως αντάρτες, εκτέλεσε τους γέροντες Χ. Λουκογιάννη, Ν. Λουκογιάννη και Σ. Φρόνιμο και έκαψε ζωντανή μέσα σε φούρνο την Σ. Καπετανάκη. Την παραμονή του δεκαπενταύγουστου του1943 σκότωσε τους Ν. και Η. Μπομπολάκη στις Βουκολιές διότι άκουγαν στο ραδιόφωνο ελληνικές πατριωτικές εκπομπές από το εξωτερικό, ενώ στις 23 του ίδιου μήνα έβγαλε από τις φυλακές των Χανίων και σκότωσε τρεις έλληνες, υπόδικους για φόνους δοσίλογων. Στις 13 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στις Βουκολιές και εκτέλεσε τον Μ. Χριστοδουλάκη με την κατηγορία ότι έκρυβε όπλα, ενώ στις 25 Σεπτεμβρίου από τις φυλακές Ηρακλείου παρέλαβε τέσσερις υπόδικους που κρατούνταν διότι είχαν εκτελέσει δοσίλογους…
Η συνέχεια στο Military History