Η σχέση μεταξύ Ρωσίας και Ιράν, που συχνά παρουσιάζεται ως στρατηγική συμμαχία, έχει αποκτήσει νέες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ωστόσο, πρόσφατες δηλώσεις από Ιρανούς αξιωματούχους αποκαλύπτουν βαθιά δυσαρέσκεια για την ανισορροπία της.
Η συνεργασία μεταξύ Ρωσίας/ΕΣΣΔ και Ιράν έχει ρίζες: Μετά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, υπήρξε αρχική προσέγγιση καθώς το ισλαμικό πλέον Ιράν, απομονωμένο από τη Δύση λόγω των κυρώσεων, αναζητούσε στρατιωτική και τεχνολογική υποστήριξη. Η Μόσχα, από την πλευρά της, είδε στο Ιράν έναν χρήσιμο εταίρο για την προώθηση των γεωπολιτικών της συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, οπότε έγιναν οι πρώτες πωλήσεις όπλων, όπως μαχητικά MiG-29 και Su-24. Η διμερής συνεργασία ενισχύθηκε περαιτέρω κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στη Συρία, όπου μαζί στήριξαν το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ και πολέμησαν το Ισλαμικό κράτος.
Πιο πρόσφατα, από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το 2022, το Ιράν έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο σημαντικούς προμηθευτές όπλων για της Μόσχα. Τα drones Shahed, ιδιαίτερα τα μοντέλα 131 και 136, γνωστά για το χαμηλό τους κόστος και την ικανότητά τους να πλήττουν στόχους με ακρίβεια σε μεγάλες αποστάσεις, έχουν χρησιμοποιηθεί εκτενώς για επιθέσεις κατά ουκρανικών υποδομών και στρατιωτικών στόχων. Πλέον η Ρωσία παράγει τα μοντέλα σε δικά της εργοστάσια μαζικά, οπότε έχει μειώσει τις εισαγωγές από την Τεχεράνη. Αλλά Ιρανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι βοήθησαν στην εκπαίδευση των χειριστών τους, αλλά και προσέφεραν τεχνογνωσία για την εγχώρια παραγωγή τους. Επιπλέον, το Ιράν έχει προμηθεύσει τη Ρωσία με βαλλιστικούς πυραύλους, οι οποίοι, ενίσχυσαν σημαντικά τnν πολεμική προσπάθεια. Η παροχή αυτών των όπλων έχει επιτρέψει στη Ρωσία να συνεχίσει τις επιχειρήσεις της, παρά τις απώλειες σε εξοπλισμό και τις διεθνείς κυρώσεις που έχουν περιορίσει την πρόσβασή της σε προηγμένες τεχνολογίες.

Παρά την εκτεταμένη υποστήριξη που έχει προσφέρει το Ιράν, η Ρωσία φαίνεται να μην ανταποδίδει με τον τρόπο που η Τεχεράνη θα περίμενε. Σύμφωνα με τον Ali Motahari, πρώην αντιπρόεδρο της Ιρανικής Βουλής, η Μόσχα έχει αρνηθεί να προμηθεύσει το Ιράν με το προηγμένο αντιαεροπορικό σύστημα S-400, ένα από τα πιο ισχυρά συστήματα αεράμυνας διεθνώς. Η δήλωση του, υπογραμμίζει την απογοήτευση του Ιράν, καθώς η Ρωσία έχει πουλήσει το ίδιο σύστημα σε χώρες “όπως η Τουρκία”, οι οποίες δεν έχουν προσφέρει παρόμοια υποστήριξη στη Μόσχα. Ο Motahari υπονοεί ότι η άρνηση αυτή οφείλεται σε γεωπολιτικές πιέσεις, ιδιαίτερα στην επιθυμία της Ρωσίας να αποφύγει την ενίσχυση του Ιράν σε σημείο που θα μπορούσε να απειλήσει το Ισραήλ, οπότε σχολιάζει ειρωνικά την “στρατηγική συνεργασία με το Ιράν, όπως την εννοεί ο Πούτιν”.
Επιπλέον, η Ρωσία φαίνεται να καθυστερεί την πώληση μαχητικών αεροσκάφων Su-35, τα οποία η Τεχεράνη επιθυμεί διακαώς για να εκσυγχρονίσει την απαρχαιωμένη αεροπορία της. Άλλωστε το Ιράν, που αντιμετωπίζει περιορισμούς στην ανάπτυξη της δικής του αεροπορικής τεχνολογίας λόγω των κυρώσεων, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ξένους προμηθευτές για την ενίσχυση των αμυντικών του ικανοτήτων.

Η ρωσική “απόσταση”
Η απόφαση της Ρωσίας να μην προμηθεύσει το Ιράν με S-400 ή Su-35, αλλά και η τελείως “χλιαρή” αντίδραση της Μόσχας στην πρόσφατη ισραηλινή και αμερικανική επίθεση, που περιορίστηκε σε φραστικές καταδίκες, με τον Πούτιν να θυμίζει πως “στην συμφωνία συνεργασίας που έχουμε με το Ιράν, δεν περιλαμβάνεται στρατιωτική στήριξη”, μπορεί να αποδοθεί σε μια σειρά από γεωπολιτικούς και στρατηγικούς παράγοντες.
Πρώτον, η Ρωσία διατηρεί μια λεπτή ισορροπία στις σχέσεις της με το Ισραήλ, παρά τη στήριξή της σε εχθρικά του καθεστώτα, όπως της Συρίας του Άσαντ και του Ιράν. Το Ισραήλ, με την ισχυρή του στρατιωτική παρουσία και την επιρροή του στη διεθνή σκηνή, αποτελεί έναν παράγοντα που η Μόσχα δεν μπορεί να αγνοήσει. Οπότε μια παροχή προηγμένων όπλων στο Ιράν, ενδέχεται να προκαλέσει την αντίδραση του Ισραήλ, αλλά και να παράγει ένταση στη Μέση Ανατολή, όπου η Ρωσία επίσης έχει κάνει μεγάλα ανοίγματα, ειδικά στις χώρες του Κόλπου.
Δεύτερον, η Ρωσία φαίνεται να προτιμά να διατηρεί το Ιράν σε θέση εξάρτησης, αντί να το ενισχύσει σε σημείο που θα μπορούσε να καταστεί αυτόνομος ή ακόμη και ανταγωνιστικός παίκτης. Αυτή η στρατηγική δεν είναι καινούργια, καθώς η Ρωσία έχει ιστορικά χρησιμοποιήσει παρόμοιες τακτικές με άλλους συμμάχους της, προσφέροντας αρκετά για να τους κρατήσει κοντά, αλλά όχι τόσο ώστε να έχουν τη δυνατότητα μεταπήδησης σε άλλο “πάτρωνα”.
Τρίτο, αυτή την περίοδο η Ρωσία δεν έχει μεγάλο περίσσευμα οπλικών συστημάτων για εξαγωγή. Τα Su-35 είναι βασικά για τη διατήρηση μιας στοιχειώδους ισορροπίας απέναντι στη Δύση, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία καταναλώνει πολύτιμες ώρες από τον υπάρχοντα στόλο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους S-400, που είναι το κύριο αντιβαλλιστικό όπλο της Μόσχας αυτή τη στιγμή αλλά και βασικό στην αντιμετώπιση των αμερικανικών ATACMS, των SCALP κ.ο.κ. που έχουν προκαλέσει σημαντικές απώλειες στις ρωσικές δυνάμεις. Οπότε η όποια μεταφορά όπλων στο Ιράν, δεν μπορεί να είναι μαζική και γρήγορη.
Τέταρτο και ίσως πιο σημαντικό: Η Μόσχα αυτή την περιόδο είναι σε φάση αναδίπλωσης των φιλοδοξιών της στην Μέση Ανατολή, μετά την σοβαρή υποχώρηση που αναγκάστηκε να υποστεί στην Συρία, με την ξαφνική άνοδο και κυριαρχία των τζιχαντιστών του Αλ Σάρα και την κατάρρευση του Άσαντ. Οπότε η “επιστροφή” της, που σαφώς είναι επιθυμητό να υλοποιηθεί, δύσκολα θα γινόταν σε φάση υπερέντασης και πολεμικής εξέλιξης, με ανάμιξη μάλιστα και των ΗΠΑ. Έτσι η Ρωσία φαίνεται να διαλέξε να μείνει “μακριά” από την στήριξη του Ιράν στην πρόσφατη κρίση, μέχρι να αξιολογήσει το που και πως αυτή ισορροπεί, βλέποντας και ποιό είναι το πιθανό τοπίο εξελίξεων εντός Ιράν.
Παρενθετικά εδώ φάνηκε πως τόσο η ομάδα των χωρών BRICS, όσο και εκείνης του Οργανισμού για τη Συνεργασία της Σαγκάης, δηλαδή δύο υπερεθνικές δομές όπου “συναντώνται” Ρωσία και Ιράν, απέχουν ακόμη πολύ από το να παράγουν κάποιους “αυτοματισμούς” αλληλοϋποστήριξης σε περιόδους έντασης. Καθώς όλες οι μετέχουσες χώρες, αρνήθηκαν να βοηθήσουν ανοιχτά το Ιράν στην πολεμική του κρίση, παρότι είναι μέλος και των δύο δομών.
Για το Ιράν πάντως που έχει επενδύσει σημαντικούς πόρους στη στήριξη της Ρωσίας, (π.χ. για την εξέλιξη του πυρηνικού του προγράμματος στο τομέα της παραγωγής ενέργειας), η άρνηση της Μόσχας για ουσιαστική γεωπολιτική στήριξη και παροχή όπλων, μπορεί να οδηγήσει σε επανεκτίμηση της διμερούς συνεργασίας. Ήδη, υπάρχουν ενδείξεις ότι εξετάζει εναλλακτικές πηγές για την προμήθεια όπλων, όπως την Κίνα, η οποία έχει δείξει προθυμία να συνεργαστεί με την Τεχεράνη σε διάφορους τομείς, αλλά και αυτή στο δικό της προσεκτικό ρυθμό. Εδώ μάλιστα ήδη υπάρχουν φήμες, πως το Ιράν θέλει να αγοράσει κινεζικά μαχητικά J-10, αντί των ρωσικών Su-35.
Παράλληλα, η στάση της Ρωσίας ενισχύει την εικόνα της ως ενός “αναξιόπιστου εταίρου”, κάτι που μπορεί να έχει ευρύτερες επιπτώσεις στις διεθνείς της σχέσεις. Και αντίστοιχα η Μόσχα, που ήδη αντιμετωπίζει θέματα διεθνούς αποξένωσης λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, κινδυνεύει να δει την ιρανική ψυχρότητα, αλλά και την απροθυμία άλλων χωρών να την προσεγγίσουν περαιτέρω, αν δεν μπορεί να ικανοποιήσει το ρόλο της ως “υπερδύναμη που προστρέχει σε κάθε ανάγκη”. Όπως δηλαδή είχε κάνει η ΕΣΣΔ σε παλαιότερες κρίσεις στην Μέση Ανατολή, στηρίζοντας σημαντικά τις αραβικές χώρες που είχαν τότε συνασπιστεί εναντίον του Ισραήλ. Μια εποχή όμως, που έχει περάσει και ίσως και ξεχαστεί…