Τις τελευταίες μέρες, στελέχη της απερχόμενης αμερικανικής κυβέρνησης, δίνουν συνεντεύξεις σε μεγάλα ΜΜΕ, κάνοντας έτσι και ένα εν μέρει απολογισμό της θητείας τους. Όπου αναδεικνύεται μια πολύ σημαντική εξιστόρηση, για το που είχε φθάσει ο κίνδυνος το 2022 να χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά όπλα η Ρωσία στην εισβολή της στην Ουκρανία, όταν αντιμετώπισε τη μεγάλη ουκρανική αντεπίθεση.
Έτσι όπως αναφέρεται σε άρθρο του David Ignatius, στη Washington Post, σχετικά με το ρόλο του σύμβουλου Εθνικής Ασφαλείας του Προέδρου Μπάιντεν, του Jake Sullivan, στη φάση της ρωσικής οπισθοχώρησης το 2022, η Μόσχα ήταν σε πανικό και είχαν αρχίσει οι σκέψεις -όπως και οι προετοιμασίες- για πιθανή χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων στο πεδίο της μάχης. Αυτό το είχαν πληροφορηθεί και οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, όπου δημιουργήθηκε η αναμενόμενη αναταραχή, για το πως θα μπορούσαν να αποτρέψουν μια τέτοια καταστροφική εξέλιξη.
Στις 23 Οκτωβρίου 2022, υπήρξε δραματική εξέλιξη, όταν ο Ρώσος υπουργός Άμυνας εκείνη την εποχή, ο Σεργκέι Σοϊγκού, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Αμερικανό όμολογο του, τον Λόιντ Όστιν, λέγοντας του πως είχε πληροφορίες, πως ήταν οι Ουκρανοί που ετοιμάζονταν να χρησιμοποιήσουν μια “βρώμικη βόμβα” (έτσι χαρακτηρίζονται βόμβες που κάνουν διασπορά ραδιενεργών υλικών, “βρωμίζοντας” μια περιοχή με υψηλά ποσοστά ραδιενέργειας, χωρίς όμως να προκαλείται πυρηνική έκρηξη). Η αμερικανική πλευρά δεν ήταν σίγουρη αν αυτό το τηλεφώνημα εξέφραζε πράγματι την ρωσική πεποίθηση ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, ή το έκαναν ώστε να έχουν μια δικαιολογία να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά, ως υποτίθεται “απάντηση” σε μια ουκρανική επίθεση με ραδιενεργό υλικό.
Η αμερικανική αντίδραση ήταν τριπλή. Αρχικά μεσολάβησαν ώστε να πάει στην Ουκρανία ο επικεφαλής της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, ο Rafael Grossi, ώστε να διερευνήσει τις ρωσικές καταγγελίες, όπως και έγινε, χωρίς να βρει κάποιο στοιχείο που να τις επαληθεύουν. Σε δεύτερο επίπεδο έγιναν τόσο δημόσια, όσο και μέσω απευθείας επαφών σε υψηλό επίπεδο, σοβαρές προειδοποιήσεις από τις ΗΠΑ στη Μόσχα να μην διανοηθεί να κάνει χρήση πυρηνικών. Υπήρξε αυστηρή επιστολή του Μπάιντεν προς τον Πούτιν και συνάντηση των επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών των δύο χωρών, όπου διευκρινίσθηκε από αμερικανικής πλευράς, πως “χρήση ρωσικών πυρηνικών εντός Ουκρανίας, θα σήμαινε πως οι ΗΠΑ θα κατέστρεφαν οι ίδιες, τις εκεί ρωσικές δυνάμεις”!
Τέλος τρίτη αμερικανική δράση, ήταν η διπλωματική επικοινωνία με τον ηγέτη της Κίνας, Σι Τζινπινγκ, στον οποίον παρασχέθηκαν και οι αμερικανικές πληροφορίες για τις ρωσικές σκέψεις για χρήση πυρηνικών. Έτσι ο Χι μεσολάβησε στον Πούτιν, προειδοποιώντας τον από τη δική του πλευρά να μην προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση. Αντίστοιχη κινητοποίηση έγινε και με τον Ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι, ο οποίος και αυτός επικοινώνησε με τη Μόσχα. Οι επαφές αυτές εξηγούν και ανακοινώσεις των ημερών, που ανέφεραν πως “ο κόσμος αντιτίθεται στην χρήση και την απειλή πυρηνικών όπλων”.
Από την πλευρά του, σε συνέντευξη που έδωσε στον Demetri Sevastopulo, στους Financial Times, o υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, επιβεβαίωσε πως υπήρχε ρωσική σκέψη για πυρηνικά, έστω και αν η πιθανότητα για χρήση τους ήταν μικρή: “Ακόμη και αν η πιθανότητα πάει από το 5% στο 15%, αν αυτό αφορά πυρηνικά όπλα, τίποτε δεν είναι πιο σημαντικό” λέει χαρακτηριστικά ο Μπλίνκεν, ενώ επίσης μιλά για την κινεζική διαμεσολάβηση προς τη Ρωσία.
Η παράμετρος Πριγκόζιν
Πίσω στo άρθρο της Washington Post, ένας σύμβουλος του Sullivan, o Tom Wright, εξήγησε πως τον Ιούνιο του 2023, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν μάθει πως ο επικεφαλής της οργάνωσης Wagner, ο Γιεβγκένι Πριγκόζιν, ετοιμαζόταν να… βαδίσει προς τη Μόσχα για να αμφισβητήσει τον Πούτιν. Εδώ η αμερικανική ηγεσία προβληματίστηκε, αλλά αποφάσισαν να μην εμπλακούν με την υπόθεση, καθώς το ρίσκο ήταν πολύ μεγάλο. Αν επικρατούσε ο Πριγκόζιν θα ήταν χειρότερο για τις ΗΠΑ από την διακυβέρνηση Πούτιν, ενώ αν ο Πούτιν θεωρούσε πως ο Πριγκόζιν ήταν “όργανο των Αμερικανών”, κι αυτό μπορεί να προκαλούσε πυρηνική αντίδραση από την Μόσχα.
Πέρα από τις παραπάνω αναφορές, και άλλες αμερικανικές πηγές, καταλήγουν πως η πρόσεγγιση της κυβέρνησης Μπάιντεν στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν υπό συνεχή μελέτη και αξιολόγηση της κατάστασης στη Ρωσία. Όπου λαμβάνονταν υπόψη οι ρωσικές “αντοχές” στην όποια παραχώρηση δυτικών όπλων στο Κίεβο και γινόταν μια βηματική προσέγγιση κάθε φορά, ώστε να μην εξωθηθεί η Ρωσία σε κάποια υπέρμετρη αντίδραση. Εφόσον ισχύει αυτό, εξηγείται και σε αρκετό βαθμό το γιατί η ροή διαφόρων όπλων και συστημάτων και πυρομαχικών προς την Ουκρανία είχε στην τριετία από την έναρξη του πολέμου αποσπασματική φύση (τουλάχιστον ως προς τα βαρέα-σημαντικά όπλα), με μικρές ποσότητες να φθάνουν ανά διαστήματα και με μεγάλες καθυστερήσεις π.χ. στην παραχώρηση μαχητικών αεροσκαφών, παρά τις ουκρανικές εκκλήσεις.
Σε “μονομαχία” καλεί τη Δύση ο Πούτιν μεταξύ πυραύλου Oreshnik και αντιαεροπορικής άμυνας!
Επίσης, οι παραπάνω αναφορές δείχνουν πως παρόλη τη δημόσια αντιπαράθεση Ρωσίας με τις ΗΠΑ και τις δυτικές χώρες, υπήρχε -και αυτό είναι αναμενόμενο- ένα πλούσιο παρασκήνιο επαφών μεταξύ τους αλλά και μεσόλαβηση άλλων μεγάλων χωρών, όπως η Κίνα και η Ινδία. Κινήσεις που θα μάθουμε χρόνια αργότερα την πλήρη έκταση τους, αλλά πολύ πιθανά κατάφεραν να αποφύγουν αυτό που ήταν ο παγκόσμιος φόβος, δηλαδή τη ραγδαία κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία και κυρίως την “διάχυση” της σε περισσότερες χώρες.