Υπάρχει στην Ελλάδα-αλλά και διεθνώς- μια παρεξήγηση για το πως λειτουργεί η διεθνής διπλωματία και μεγάλοι υπερεθνικοί οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ. Και αυτή είναι πως πολλοί περιμένουν συγκεκριμένους «αυτοματισμούς» στη δράση τους και μεγάλη «ταχύτητα» απόκρισης. Δεν είναι έτσι. Η διεθνής διπλωματία έχει δικούς της ρυθμούς, μεθόδους δράσης, πολύ παρασκηνιακή διαπραγμάτευση και συνεννόηση και δεν είναι σίγουρο πως θα ικανοποιήσει τον καθένα μας, που ζητά το «απόλυτο και τώρα».
Στα γεγονότα της Πύλας λοιπόν στην νεκρή ζώνη, στην Κύπρο που έγιναν την Παρασκευή 18 Αυγούστου, όπου Τουρκοκύπριοι επιτέθηκαν κατά της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ, ακούστηκε έντονα σε Ελλάδα και Κύπρο το εξής: Πως στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Ρωσία είναι έτοιμη να μην εγκρίνει σχετικό καταδικαστικό ψήφισμα, ώστε να «τιμωρήσει» την Λευκωσία, γιατί οι διμερείς σχέσεις τους έχουν ψυχρανθεί. Η φήμη αυτή ξεκίνησε καθώς η ρωσική αντιπροσωπεία ζήτησε αναβολή έκδοσης του σχετικού ψηφίσματος έως τη Δευτέρα 21 Αυγούστου “για να αποκτηθεί μια απολύτως σαφής εικόνα για το τι συνέβη”.
Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ: καταδίκασε τις επιθέσεις σε κυανοκρανούς στην Κύπρο
Με αφορμή αυτό κυκλοφόρησαν μάλιστα στο ενδιάμεσο (κυρίως το Σαββατοκύριακο 19-20 Αυγούστου) δεκάδες δημοσιεύματα και πομπώδεις αναλύσεις που δήλωναν κατηγορηματικά πως “η Ρωσία μπλόκαρε το ψήφισμα”, πως “η Μόσχα τάχθηκε υπέρ του Ερντογάν” πως “η Ρωσία προσπαθεί να ρίξει στα μαλακά την Τουρκία” πως “ακολουθεί το σχέδιο της Τουρκίας” και πως όλα αυτά έγιναν με “απόφαση Πούτιν”.
Τι έγινε τελικά; Τη Δευτέρα 21 Αυγούστου βγήκε η σχετική ανακοίνωση Τύπου από το Συμβούλιο Ασφαλείας (προφανώς με ρωσική έγκριση). Και όχι μόνο στο κείμενο καταδικάζεται η τουρκοκυπριακή πλευρά, αλλά δηλώνεται πως οι ενέργειες της παραβιάζουν το status quo στη νεκρή ζώνη που ελέγχεται από τον ΟΗΕ, καταγράφεται πως είναι καταδικαστέες οι επιθέσεις στα μέλη της UNFICYP (της ειρηνευτικής δύναμης) και πως τέτοιες πράξεις μπορεί να συνιστούν έγκλημα κατά το διεθνές δίκαιο.
Η φρασεολογία μάλιστα της ανακοίνωσης ήταν τόσο αυστηρή (για τα διπλωματικά δεδομένα), που ο ίδιος ο Ερντογάν τη χαρακτήρισε «απαράδεκτη» και κατηγόρησε το Συμβούλιο Ασφαλείας πως έχει «χάσει την ουδετερότητα του έναντι των Τουρκοκυπρίων»! Στο ίδιο τόνο το ψευδοκράτος διαμαρτυρήθηκε πως ποτέ η UNFICYP δεν ζήτησε την άδεια του για τις δράσεις της, και πως πλέον είναι και… προκλητική! Αντίθετα βέβαια, το Κυπριακό κράτος εξέφρασε την επιδοκιμασία του για τη στάση του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ν. Χριστοδουλίδης: Η διεθνής κοινότητα έδωσε ξεκάθαρη απάντηση στην Τουρκία
Έτσι λοιπόν μέσα σε 3 ημέρες έγινε ακόμη μια “ελληνικής υφής” άσκηση παραδοξολογίας. Βαρύγδουπες δηλώσεις, μακροσκελείς αναλύσεις ειδικών, αναμεταδόσεις, σχόλια, όλα συμφωνούσαν πως Ρωσία και Τουρκία είναι πλέον ομοτράπεζοι στο Κυπριακό. Και μόλις όλα αυτά διαψεύσθηκαν, δεν είδαμε ούτε μια προσπάθεια αιτιολόγησης γιατί όσα γράφησαν ήταν τόσο λάθος.
Τι άλλες υποθέσεις έως και “βεβαιότητες” ακούστηκαν; Πως η Ρωσία «έστειλε 50.000 Ρώσους που ζούσαν στην ελεύθερη Κύπρο, να μετακινηθούν στα Κατεχόμενα», πάλι υποτίθεται για να τιμωρήσει τη Λευκωσία. Μόνο που οι πράγματι πολλοί Ρώσοι που έχουν μετακινηθεί στα κατεχόμενα δεν το κάνουν γιατί «το παρήγγειλε ο Πούτιν». Αντίθετα εκεί έχουν βρει μια δική τους ασφαλή «γκρίζα ζώνη», όπου μερικοί έχουν φθάσει πρόσφατα, για να αποφύγουν οι γόνοι τους την υποχρεωτική επιστράτευση στη Ρωσία, και άλλοι για να αποφύγουν τις διεθνείς κυρώσεις στις περιουσίες τους, που έχουν επιβληθεί λόγω πολέμου στην Ουκρανία, από δυτικές χώρες. Έτσι μέσω Κατεχομένων «κρύβουν» τις συναλλαγές τους, αγοράζουν σπίτια και πιθανά νομιμοποιούν χρήμα σε μια από τις πολλές… ευκολίες που προσφέρει η Τουρκοκυπριακή ζώνη (ανταγωνιζόμενη βέβαια παρόμοιες παλαιότερες διευκολύνσεις που έβρισκαν Ρώσοι και άλλοι στις ελεύθερες περιοχές, όταν η Κύπρος είχε γίνει για πολλά χρόνια “θέρετρο” χαλάρωσης της ρωσικής και βαλκανικής ολιγαρχίας).
«Αθώοι» λοιπόν οι Ρώσοι; Όχι, καθώς τα στοιχεία που είναι σαφώς υπαρκτά είναι η ψύχρανση σχέσεων Μόσχας-Λευκωσίας, αντιθετικά η σύσφιξη σχέσεων Μόσχας-Άγκυρας, η έντονη κριτική -ενίοτε σε εξωφρενικούς τόνους- που δέχεται η Αθήνα από τη Ρωσία, για την δική μας συσπείρωση με την Ουκρανία. Όλα αυτά είναι δεδομένα. Σηματοδοτούν όμως μια «αυτόματη» αλλαγή της ρωσικής πολιτικής στην Κύπρο; Η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό η ίδια από σοβιετικής εποχής και σταθερά κατά της τουρκικής εισβολής;
Ξανά εδώ να θυμίσουμε πως η διεθνής πολιτική έχει δικό της ρυθμό και συνισταμένες. Αν η Ρωσία αλλάξει ριζικά πολιτική στο Κυπριακό υπέρ της Τουρκίας, προφανώς θα κάνει ένα τεράστιο δώρο στην Άγκυρα. Και θα είναι και έως «οριστικό» καθώς δύσκολα θα μπορεί να το πάρει πίσω. Γιατί να το κάνει όμως και σε τέτοια συγκυρία; Καθώς με την Τουρκία συναινούν σε πολλά, αλλά έμμεσα συγκρούονται στην Ουκρανία (εκεί όπου η Τουρκία πουλά όπλα), αντιπαλεύουν στην Συρία (με διαφορετικές ατζέντες ο καθένας στην επέμβαση του), διαφωνούν στον Καύκασο, όπου η Τουρκία επιδιώκει να πάρει σημαντικό ρόλο, σε μια ζώνη που η Μόσχα θεωρεί δική της σφαίρα επιρροής.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία λοιπόν ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας, υπάρχει αμοιβαία καχυποψία, υπάρχει ιστορική παράδοση που δεν επιτρέπει την εύκολη συμπόρευση. Και όλα αυτά έπρεπε να ληφθούν υπόψη στο εγχώριο “σώμα ανάλυσης”, αλλά δυστυχώς κυριάρχησαν οι εύκολες και τελικά αναληθείς “προφητείες”. Οι οποίες πουλάνε όμως μαζικά σε ένα κοινό πεινασμένο για απολυτότητες.
Είναι όμως αυτό απόλυτη εγγύηση για το μέλλον; Επίσης όχι. Η Ρωσία σίγουρα αξιολογεί εκ νέου τις διεθνείς της σχέσεις, αλλάζει σταδιακά ισορροπίες, μετακινείται ίσως προς την «Ανατολή». Και βλέπουμε στην τρέχουσα ρωσική πολιτική μια επανάληψη της σοβιετικής εξωστρέφειας του ’60, όπου η τότε σοσιαλιστική Μόσχα επιδίωκε κυρίως την περιφερειακή αντιπαράθεση με το Δυτικό κέντρο. Προσφέροντας εκείνα τα χρόνια στήριξη σε αντιαποικιακά και απελευθερωτικά κινήματα σε Ασία και Αφρική και Λατινική Αμερική, προβάλλοντας ένα πρόσωπο «ειρήνευσης» απέναντι στον αμερικανικό παρεμβατισμό (ο οποίος γινόταν πολύ κυνικά με στήριξη αυταρχικών καθεστώτων). Μια διαδικασία δηλαδή τοπικής και πολυμέτωπης υπονόμευσης που δεν έφθανε όμως στην απευθείας αντιπαράθεση.
Για παράδειγμα, σήμερα η Ρωσία μέσω οργάνωσης Wagner αναβιώνει (πολύ πιο κακότεχνα βέβαια), την πολιτική των «στρατιωτικών συμβούλων» κυρίως από την Κούβα, που είχαν πλημμυρίσει την Αφρική το ’60. Ενώ με την συμμετοχή της στην συσπείρωση των BRICS έμμεσα καλλιεργεί οικονομικά αντίβαρα στην κυριαρχία του δολαρίου. Και βέβαια προσεταιρίζεται σταδιακά τη νατοϊκή Τουρκία και το “μαύρο πρόβατο” Ιράν, ώστε να αυξήσει την ταραχή στις ισορροπίες ισχύος στην Κεντρική Ασία και την Μέση Ανατολή.
Σε όλα αυτά όμως, ο βηματισμός και ο ρυθμός αλλαγής παραμένουν σημαντικά και δεν είναι καν δεδομένη η πλήρης μεταστροφή. Οπότε πιθανό είναι η ρωσική στάση για το Κυπριακό να μην αλλάξει ουσιαστικά, τόσο από ιστορικές καταβολές, όσο κυρίως από διάθεση ελέγχου της τουρκικής υπέρβασης (και όχι από κάποια υποβόσκουσα φιλελληνική διάθεση).
Προς το παρόν πάντα συμπέρασμα; Θα πρέπει να παρακολουθούμε πιο στενά τα μηνύματα που στέλνει η Ρωσία προς το διεθνές περιβάλλον. Τα οποία δεν εξαντλούνται στις φραστικές κορώνες του Ντμίτρι Μεντβέντεφ ή στις υψηλών τόνων απολυτότητες της κ. Ζαχάροβα από το υπουργείο Εξωτερικών. Είναι πολύ περισσότεροι οι “δείκτες” που κάθε χώρα, πόσο μάλλον μια του ρωσικού μεγέθους, προβάλλει και αναμένει αντιδράσεις.
Μια τελευταία νύξη προς συζήτηση. Η Ρωσία έχει καταδικάσει έντονα την ελληνική ταύτιση με την Ουκρανία και τις αποστολές πολεμικού υλικού που έχουμε κάνει προς τα εκεί. Και το ίδιο θα πράξει τώρα που δεχθήκαμε και τον Ζελένσκι στην Αθήνα και προετοιμάζουμε ένα νέο γύρο βοήθειας. Πέρα από τη φραστική καταδίκη όμως, τι άλλο έχει κάνει η Ρωσία, πρακτικό, απτό, σαφές, εις βάρος μας, που θα ήταν και αναμενόμενο μετά από τέτοια απότομη ψυχρότητα στις σχέσεις μας; Υπάρχει βέβαια μια “κατάταξη” της Ελλάδας, στις “μη φιλικές χώρες”, υπάρχει και άρνηση εξυπηρέτησης των ρωσικών οπλικών συστημάτων που κατέχουμε (που έτσι κι αλλιώς είχαν εδώ και πάρα πολλά χρόνια αφεθεί στη μοίρα τους). Κάτι άλλο όμως; Μια βουτιά π.χ. στον δροσερό Λακωνικό κόλπο ίσως μας δώσει τη διαύγεια αναζήτησης για περαιτέρω στοιχεία που θα δείχνουν και ένα άλλο πολυκύμαντο υπόβαθρο ελληνορωσικών σχέσεων.