Η «Κόκκινη Ορχήστρα» ήταν το μεγαλύτερο δίκτυο κατασκοπείας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ανήκε στις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες. Εκτός του ότι απλωνόταν σε ολόκληρο τον κόσμο και συνέλεγε τεράστιο όγκο πληροφοριών, οι οποίες έφθαναν διαμέσου των εκατοντάδων πομπών στη Μόσχα, οι Σοβιετικοί είχαν επιτύχει το ακατόρθωτο. Να χρηματοδοτείται το δίκτυό τους, από τους ίδιους τους Γερμανούς!
Εμπνευστής αυτής της πραγματικά ευφυούς κίνησης ήταν ο Λέοπολντ Τρέπερ, ένας από τους σημαντικότερους Σοβιετικούς κατασκόπους της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου, ο οποίος από το 1940 ήταν ο αρχηγός της περιβόητης «Κόκκινης Ορχήστρας», προσωνύμιο το οποίο απέδωσαν οι Γερμανοί διώκτες του. Κατά τον πόλεμο ο αριθμός των Σοβιετικών πρακτόρων που ενεργούσαν πίσω από τις γερμανικές γραμμές ήταν περίπου 150.000 άνδρες και γυναίκες.
Η «πατρότητα» των Σοβιετικών Μυστικών Υπηρεσιών με τη μορφή που έφεραν στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανήκει στον Βιζίνσκι, έναν από τους πρωτεργάτες της περιόδου των γενικών εκκαθαρίσεων, για την εγκαθίδρυση του καθεστώτος των Μπολσεβίκων. Από εκείνη την περίοδο μέχρι και λίγο πριν την έναρξη του Β’ ΠΠ, συγκεκριμένα το 1939 που ανέλαβε τα ηνία των ρωσικών υπηρεσιών ο Λαυρέντι Μπέρια, είχαν πραγματοποιηθεί κάποιες αλλαγές, αλλά η βασική δομή ήταν η ίδια.
Οι Σοβιετικές Μυστικές Υπηρεσίες λειτουργούσαν βάσει των προτύπων του συγκεντρωτικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα το κέντρο διοίκησης να βρίσκεται στη Μόσχα και να αποφασίζει σχεδόν για όλες τις κινήσεις των επιμέρους δικτύων που βρίσκονταν στις διάφορες χώρες «ενδιαφέροντος».
Ο πέραν του δέοντος γραφειοκρατικός χαρακτήρας των Σοβιετικών Μυστικών Υπηρεσιών αποδεικνύεται αφενός από την αδυναμία των επιμέρους δικτύων εκτός Ρωσίας να λάβουν σημαντικές αποφάσεις και αφετέρου από τις πολλές μεταβολές και ανακατατάξεις που πραγματοποιήθηκαν σε διοικητικό επίπεδο έως ότου αποφασισθεί το ποιος θα έχει τον έλεγχο της κεντρικής υπηρεσίας πληροφοριών. Η στρατιωτική ή η πολιτική ηγεσία;
Ωστόσο η γενική εποπτεία ανήκε στη NKVD (Narodny Kommissariat Vnutrennikh Del: People’s Commissariat of Internal Affairs), η οποία αποτελούνταν από την UR (Directorate of Intelligence), UK (Directorate of Counter-Intelligence), USP (Secret-Political Directorate) και UKMK (Directorate of the Commandant of the Moscow Kremlin).
Περίπου στα μέσα του πολέμου αναμορφώθηκε και διασπάστηκε σε δύο τομείς, την MGB και την MGD. Ο κλάδος όμως εκείνος που ασχολούνταν αποκλειστικά με το δίκτυο των πρακτόρων ήταν η GRU που ανήκε στις Ένοπλες Δυνάμεις και είχε ως αποστολή τη διεξαγωγή κατασκοπείας σε παγκόσμια κλίμακα σε συνεργασία πάντα με την MGB.
Αν και επίσημα ως GRU ιδρύθηκε το 1943, η δράση της ξεκίνησε από το 1939 με την ονομασία «Διεύθυνση Πληροφοριών του Γενικού Επιτελείου» και περιελάβανε τα επιμέρους δίκτυα της Δυτικής Ευρώπης, των ΗΠΑ, της Ανατολής καθώς και διάφορα τμήματα υποστήριξης όπως το τμήμα Πλαστών Εγγράφων.
Εν κατακλείδι η επιλογή των κατασκόπων-στελεχών που θα αναλάμβαναν αποστολές υψίστης σημασίας, όπως η οργάνωση δικτύων εκτός των συνόρων της Ρωσίας, γινόταν από τη NKVD. Μια από τις πλέον μεγάλες επιτυχίες των Σοβιετικών Μυστικών Υπηρεσιών ήταν η οργάνωση του περίφημου δικτύου κατασκοπείας της Δυτικής Ευρώπης που οι Γερμανοί ονόμασαν «Κόκκινη Ορχήστρα» και έδρασε σε Βέλγιο, Γαλλία, Ολλανδία και Ελβετία. Δημιουργός του περίφημου δικτύου ήταν ο περιβόητος Σοβιετικός πράκτορας Λέοπολντ Τρέπερ…
Ο «μαέστρος» της «Κόκκινης Ορχήστρας»
Ο Λέοπολντ Τρέπερ ήταν γόνος Πολωνών Εβραίων και γεννήθηκε στην κωμόπολη Νόβι Ταργκ, που βρίσκεται δυτικά της Κρακοβίας στην Πολωνία, στις 23 Φεβρουαρίου του 1904. Λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του, η οικογένειά του μετακόμισε στη Βιέννη. Την περίοδο της ενηλικίωσής του πραγματοποιεί σπουδές ιστορίας και λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια της Κρακοβίας και της Λεμβέργης, ενώ μετά τα γεγονότα της Οκτωβριανής Επανάστασης πρόσκειται πολιτικά στους Μπολσεβίκους.
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης εργάζεται σε χυτήρια μετάλλου και ξεκινά τη δράση του ως ενεργό μέλος του εργατικού κινήματος. Η συμμετοχή του σε μια διαδήλωση στη Σιλεσία είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη σύλληψή του, από την πολωνική αστυνομία, και την καταδίκη του σε οκτώ μήνες φυλάκιση. Μετά την αποφυλάκισή του στα τέλη του 1926 μεταβαίνει στην Παλαιστίνη, όπου αλλάζει το όνομά του σε Λέιμπα Νταμπ και γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Για τη δράση του συλλαμβάνεται από τις βρετανικές αρχές, διότι και η Παλαιστίνη εκείνη την εποχή τελούσε υπό βρετανική κατοχή.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 μεταβαίνει στη Γαλλία και έρχεται σε επαφή με την ρωσική Υπηρεσία Πληροφοριών όπου και στρατολογείται. Αρχικά αναλαμβάνει μικρής σημασίας αποστολές, από τις οποίες όμως αντιλαμβάνονται οι ανώτεροί του την έμφυτη κλίση του στον τομέα της κατασκοπείας. Σύμφωνα με τις αξιολογήσεις, θεωρείται προσεκτικός, γρήγορος και αποτελεσματικός στη συλλογή πληροφοριών.
Κατά τη διάρκεια μιας αποστολής στο Παρίσι αναγνωρίζεται από πληροφοριοδότη της γαλλικής αστυνομίας αλλά καταφέρνει να διαφύγει στη Ρωσία. Εκεί εκπαιδεύεται στην ρωσική Στρατιωτική Ακαδημία από όπου αποφοιτά το 1935. Την ίδια χρονιά μεταβαίνει στο Παρίσι όπου αναλαμβάνει αποστολές κινούμενος μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας.
Το 1938 εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες ως Καναδός πολίτης, με σκοπό να οργανώσει ένα νέο δίκτυο κατασκοπείας. Εκεί συναντιέται με τον Λέο Γκρόσφογκελ, ο οποίος είναι γνωστός του από την Παλαιστίνη. Από κοινού ιδρύουν τη «βιτρίνα» του κατασκοπευτικού δικτύου, που είναι μια εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγών κατασκευής αδιάβροχων.
Μέσα στον επόμενο χρόνο η «εταιρεία» αποκτά «υποκαταστήματα» σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με κύριο αντικείμενο ενασχόλησής της την παρακολούθηση των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Εκείνη την εποχή οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας ήταν κάτι περισσότερο από φιλικές, σε σημείο που οι μυστικές υπηρεσίες τους να συνεργαζόταν.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι σχέσεις των δύο χωρών είχαν βελτιωθεί άρδην μετά την υπογραφή του συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, το 1939, όπου οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει το διαμελισμό της Πολωνίας μεταξύ τους. Με την είσοδο των Γερμανών στις Βρυξέλλες, οι Τρέπερ και Γκρόσφογκελ έρχονται σε άμεση επαφή με τους Γερμανούς πράκτορες και κινούνται με άνεση στα μέρη όπου συχνάζουν οι Γερμανοί επιτελείς. Από αυτούς αποσπούν τεχνηέντως πληροφορίες που αποδεικνύουν το μυστικό σχέδιο της κεραυνοβόλου επίθεσης με την ονομασία «Blitzkrieg» που ετοίμαζε η γερμανική ηγεσία.
Στο μεταξύ στις Βρυξέλλες φθάνουν άλλοι δύο Σοβιετικοί πράκτορες, ο Μιχαήλ Μακάροφ που είναι ανιψιός του Ρώσου υπουργού Μολότοφ (ψευδώνυμο που στα ρωσικά σημαίνει σφυρί), και ο Σουκούλοφ. Ο δεύτερος έφερε διαβατήριο Ουρουγουάης και ήταν γνωστός με το όνομα Κεντ. Παράλληλα ο Τρέπερ γίνεται επίσημα διοικητής του δικτύου κατασκοπείας της Δυτικής Ευρώπης και μεταβαίνει στη Γαλλία αφήνοντας το δίκτυο των Βρυξελλών στους Μακάροφ και Σουκούλοφ. Μαζί με τον Τρέπερ μεταβαίνει στη Γαλλία και ο Γκρόσφογκελ, ενώ την ομάδα ενισχύει και ο επίσης πολωνικής καταγωγής Σοβιετικός πράκτορας Χίλερ Κατζ. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο οι πληροφοριοδότες του Τρέπερ, ο οποίος πλέον κυκλοφορεί με το ψευδώνυμο Ζαν Ζίλπερ, έχουν διεισδύσει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της γαλλικής πρωτεύουσας.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία έρχεται το Μάιο του 1941 όταν αποστέλλεται μήνυμα στη Μόσχα που αναφέρει την απόφαση των Γερμανών να επιτεθούν κατά της Ρωσίας. Παρόμοιες αναφορές φθάνουν στη Μόσχα και από το Σοβιετικό δίκτυο κατασκοπείας στην Ιαπωνία. Αν και υπήρχε μεγάλη εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Τρέπερ από τον ίδιο τον Στάλιν, στη συγκεκριμένη περίπτωση θεώρησε ότι ο Τρέπερ έπεσε θύμα παραπλάνησης των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Δυστυχώς, βέβαια, για τον Στάλιν και για ολόκληρη τη Ρωσία, ο Τρέπερ δικαιώθηκε πανηγυρικά μερικές ημέρες αργότερα, όταν στις 22 Ιουνίου του 1941 οι γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στην Ρωσία. Από το σημείο αυτό και μετά, ο Στάλιν εκτιμά ακόμη περισσότερο τη δουλειά του Τρέπερ και στέλνονται επιπλέον κονδύλια ώστε να οργανωθεί ακόμη καλύτερα το δίκτυο κατασκοπείας στην περιοχή της Δυτικής Ευρώπης.
Ο Τρέπερ, στην προσπάθειά του να κατασκευάσει όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερη «βιτρίνα» για το δίκτυο, νοικιάζει πολυτελή γραφεία σε κεντρική περιοχή του Παρισιού, και ακολουθώντας τη νόμιμη οδό εγγράφει στο εμπορικό επιμελητήριο την εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγών με την ονομασία «Σιμέξκο».
Παράλληλα όμως νοικιάζει με ψευδή ονόματα και άλλα δέκα διαμερίσματα μέσα στο Παρίσι, στα οποία πραγματοποιούνταν οι συναντήσεις των πρακτόρων και φυλασσόταν το υλικό δολιοφθορών της οργάνωσης.
Το 1941, από λάθος καταστρέφεται ένας πομπός που βρισκόταν εγκατεστημένος στο Βερολίνο, και ο Τρέπερ μεταβαίνει εκεί ώστε να διερευνήσει εάν όντως επρόκειτο για λάθος του χειριστή ή δολιοφθορά. Αν και τελικά διαπιστώνει ότι ήταν βλάβη, μετά από συνεννόηση με τους ανωτέρους του στη Μόσχα αποφασίζει ότι όλες οι πληροφορίες θα μεταδίδονται πρώτα στις Βρυξέλλες και, εφόσον αξιολογηθούν, εν συνεχεία θα αναμεταδίδονται στη Μόσχα. Μέχρι εκείνη την περίοδο η γερμανική αντικατασκοπεία, αν και είχε αρκετές ενδείξεις για τη δράση Σοβιετικών πρακτόρων στην Ευρώπη, δεν είχε κάποια απόδειξη.
Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν με τον εντοπισμό των εκπομπών ενός πομπού κάπου στη Βαλτική. Έκτοτε ξεκινά μια μεγάλης έκτασης επιχείρηση που υποστηρίζεται από ευέλικτες μηχανοκίνητες μονάδες, στο σύνολό τους μοτοσικλετιστές, από επίγειους σταθμούς εφοδιασμένους με ραδιογωνιόμετρα καθώς και από αεροσκάφη κυρίως Ju 52, που ήταν εφοδιασμένα με ανάλογες συσκευές.
Κυριολεκτικά, οι γερμανικές δυνάμεις «χτένισαν» τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις, αλλά παρόλο που εντοπίζονταν εκπομπές από πομπούς, δεν μπορούσαν να βρουν την ακριβή τους θέση, διότι εξέπεμπαν για μικρό χρονικό διάστημα.
Ο μόνος πομπός που εξέπεμπε σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ήταν αυτός που είχε αρχικά εντοπισθεί στην περιοχή της Βαλτικής. Και πάλι όμως ο χρόνος μετάδοσής του ήταν μικρός. Βάσει λογικής οι επιτελείς της γερμανικής αντικατασκοπείας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο πομπός πρέπει να βρίσκεται στις βελγικές ακτές. Πολλά από τα μηνύματα του πομπού υποκλέπτονται και μαγνητοφωνούνται, αλλά είναι κωδικοποιημένα και οι Γερμανοί αναλυτές δεν μπορούν να τα αποκρυπτογραφήσουν.
Τον εντοπισμό του πομπού αναλαμβάνει ειδική ομάδα με επικεφαλής τον Γερμανό λοχαγό Χάρι Πίπε, ο οποίος βρισκόταν στο Βέλγιο. Ο Πίπε μεταβαίνει στις Βρυξέλλες ως Ολλανδός έμπορος με την ονομασία Ρίμπερτ και νοικιάζει γραφεία για την «εταιρεία» του σε ένα κτίριο όπου, κατά διαβολική σύμπτωση, βρίσκεται και η εταιρεία «Σιμέξκο». Φυσικά ούτε ο Πίπε ή Ρίμπερτ αλλά ούτε και ο Σουκούλοφ ή Κεντ, που χαιρετιούνται καθημερινά, υποψιάζονται κάτι. Παράλληλα, το κέντρο και τα προάστια των Βρυξελλών «χτενίζονται» από τους άντρες της γερμανικής αντικατασκοπείας που κυκλοφορούν με συμβατικά αυτοκίνητα εφοδιασμένα με ραδιογωνιόμετρα. Στόχος τους τα ρετιρέ των πολυώροφων οικιών που πίστευαν ότι θα χρησιμοποιούσαν οι Σοβιετικοί κατάσκοποι, διότι τους πρόσφεραν ευκολία στο να διαφύγουν σε περίπτωση εντοπισμού.
Τελικά, οι έρευνες αποφέρουν καρπούς και ο πομπός εντοπίζεται στην περιοχή Έτερμπεκ των Βρυξελλών. Ο εντοπισμός όμως της ακριβούς θέσης δεν ήταν εφικτός, αφενός λόγω της μικρής διάρκειας εκπομπής του και αφετέρου διότι η περιοχή ήταν πυκνοκατοικημένη και υπήρχαν αρκετά πολυώροφα κτίρια. Ο Πίπε ενημερώνεται για τις εξελίξεις και αποφασίζει να περιπολεί ένα συμβατικό αυτοκίνητο εξοπλισμένο με ισχυρό ραδιογωνιόμετρο, πραγματοποιώντας κυκλική πορεία από έξω προς και μέσα και αντίθετα στην περιοχή Έτερμπεκ, ώστε να εντοπίσουν σε ποιο σημείο το σήμα του πομπού γίνεται πιο ισχυρό. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1941, ένα τυχαίο γεγονός ήταν η αιτία της αρχής του τέλους του τομέα του Βελγίου.
Ενώ το γερμανικό όχημα παρακολούθησης βρισκόταν στην οδό Άτρεμπατ της περιοχής Έτερμπεκ και το ραδιογωνιόμετρο είχε «πιάσει» την εκπομπή του πομπού, ξαφνικά χάθηκε λόγω διακοπής ρεύματος. Το γεγονός αυτό σήμαινε ότι ο πομπός βρισκόταν στο συγκεκριμένο οικοδομικό τετράγωνο. Αμέσως φθάνει στην περιοχή ο Πίπε, ο οποίος μαζί με τους άντρες της ομάδας ερευνούν την περιοχή και εντοπίζουν τρία σπίτια στα οποία θα μπορούσε να βρίσκεται ο πομπός.
Η όλη επιχείρηση πρέπει να πραγματοποιηθεί με απόλυτη μυστικότητα. Για να μην υπάρχει καμία περίπτωση αποτυχίας, αποφασίζεται να ερευνηθούν ταυτόχρονα και τα τρία κτίρια. Στις 02:30 π.μ. της 13ης Δεκεμβρίου, ο Πίπε με περίπου 35 άντρες, εκ των οποίων οι δέκα εφοδιασμένοι με φορητές συσκευές εντοπισμού πομπών, εισβάλλουν στα τρία σπίτια. Κατά την εισβολή στο σπίτι της οδού Άτρεμπατ αριθμός 101, οι Γερμανοί που βρίσκονταν διασκορπισμένοι έξω από το κτίριο αντιλαμβάνονται ότι ένας άντρας προσπαθεί να διαφύγει από το πίσω μέρος του σπιτιού. Τελικά ο άντρας συλλαμβάνεται και γρήγορα αποκαλύπτεται ότι είναι ο «ιδιοκτήτης» του πομπού.
Ο άντρας, που ονομάζεται Κάρλος Άλαμο και φέρει -σύμφωνα με τα χαρτιά του- υπηκοότητα Ουρουγουάης, δεν είναι άλλος από τον λοχαγό του Ερυθρού Στρατού Μιχαήλ Μακάροφ, το νούμερο δύο στην ιεραρχία του δικτύου του Βελγίου. Παράλληλα οι άντρες του Πίπε συλλαμβάνουν και δύο γυναίκες, οι οποίες όμως αποδείχτηκε ότι δεν ήταν σχετικές με την υπόθεση.
Στις μετέπειτα έρευνες, στο υπόγειο του σπιτιού βρέθηκαν ένα χημικό εργαστήριο, πλαστά έγγραφα, φωτογραφίες από παρακολουθήσεις γερμανικών εγκαταστάσεων, εκρηκτικά, βαλσαμωμένα ποντίκια, που στο εσωτερικό τους είχαν τοποθετηθεί εκρηκτικές ύλες, καθώς και…
Η συνέχεια στο Military History