MARTIN B-57: Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Αν και οι ΗΠΑ δε συνηθίζουν να αγοράζουν πολεμικά αεροπλάνα άλλων χωρών, το Canberra ήταν τόσο καλό που έκαναν μια εξαίρεση. Αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου της Κορέας (1950), η USAF διαπίστωσε με τρόμο ότι δεν είχε υπό εξέλιξη ούτε ένα πρόγραμμα τακτικού βομβαρδιστικού για αντικατάσταση του ελικοφόρου Β-26.
Πάνω στη βιασύνη της, διεξήγαγε το Φεβρουάριο του 1951 ένα συγκριτικό fly-off με τη συμμετοχή πέντε αεροσκαφών: του Β-45 Tornado, του ναυτικού Savage, του ΧΒ-51 και δύο ξένων τύπων, του Canberra και του καναδικού CF-100. Μετά από μια πολύ εντυπωσιακή επίδειξη από τον Beamont, για την οποία μιλήσαμε στο προηγούμενο τεύχος, το βρετανικό αεροπλάνο παραγγέλθηκε αμέσως.
Πολύ θετικό στοιχείο στην αξιολόγηση αποδείχθηκε επίσης η πεντάωρη αυτονομία του Canberra (έναντι μόλις 3,5 ωρών του ΧΒ-51, που αποτελούσε το βασικό του ανταγωνιστή), άκρως απαραίτητη για την αποστολή εγγύς υποστήριξης της USAF. Καθώς, δηλαδή, οι βασικοί στόχοι εδώ δε θα ήταν σταθεροί αλλά κινούμενοι, δεν αρκούσε μία ή δύο διελεύσεις για την καταστροφή τους, παρά απαιτούνταν πολύωρη παραμονή πάνω από το πεδίο της μάχης (βέβαια, η 8ωρη αυτονομία του θρυλικού Β-26 ήταν ανέφικτη για τζετ).
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: Επειδή η Ε.Ε. ήταν απασχολημένη με τις παραγγελίες της RAF, αναγκαστικά έπρεπε να κατασκευαστεί ο τύπος κατόπιν αδείας στις ΗΠΑ. Το έργο ανέλαβε η Martin (η μεγάλη χαμένη του διαγωνισμού, αφού το ΧΒ-51 ήταν δικό της), τα αεροπλάνα της οποίας θα έφεραν τον κωδικό B-57. Έτσι, το Canberra γινόταν το πρώτο ξένο πολεμικό αεροπλάνο που θα κατασκευαζόταν στην Αμερική μετά τον Α’ Π.Π.!
Για τους Αμερικανούς, το τρίτο μέλος του πληρώματος δε χρειαζόταν και εξαρχής παραλείφθηκε. Ενώ όμως ο χρόνος πίεζε ασφυκτικά, κάποιοι αξιωματούχοι άρχισαν να προτείνουν επιπλέον αλλαγές! Σε πρώτη φάση (Β-57Α) θα υιοθετούνταν οι επίσης βρετανικής σχεδίασης κινητήρες Buick J65 των 3.300 κιλών και σε δεύτερη φάση (Β-57Β) νέο κόκπιτ με αμερικανικά όργανα, καλύπτρα ορατότητας 360 μοιρών, πλήρωμα σε διάταξη tandem (ο ένας πίσω από τον άλλο), επανασχεδιασμένα αερόφρενα, σταθερός οπλισμός οκτώ πολυβόλων (αργότερα τεσσάρων πυροβόλων) στην πτέρυγα, περιστρεφόμενος μηχανισμός άφεσης βομβών («δάνειο» από το ακυρωθέν ΧΒ-51), RWR και το πάρα πολύ προηγμένο σύστημα ναυτιλίας/βομβαρδισμού Shoran, για χαμηλού ύψους κρούση ημέρα και νύκτα, με οποιονδήποτε καιρό.
Αργότερα, στο Β-57Β επρόκειτο να προστεθεί και επιπλέον εξοπλισμός πτήσης (TACAN, ασύρματος UHF, IFF, VOR-ILS, εκτινασσόμενα καθίσματα τύπου zero-zero κλπ.). Φυσικά, από όλα τα παραπάνω προκύπτει πως το «οριστικό» Β-57Β ήταν ένα εντελώς νέο αεροσκάφος, που παρά την αξία του είχε μεγαλύτερο βάρος (55.000 λίβρες) και υστερούσε αισθητά σε ταχύτητα, οροφή και εμβέλεια έναντι του Canberra και του Β-57Α.
Η τραγωδία όμως χτύπησε εντελώς αναπάντεχα το πρόγραμμα το Δεκέμβριο του 1951, όταν το ένα από τα δύο Canberra (ΧΒ-57) που είχαν δώσει οι Aγγλοι στη Martin για δοκιμές συνετρίβη, χωρίς μάλιστα ο ιπτάμενος μηχανικός να προλάβει να το εγκαταλείψει. Το θανατηφόρο ατύχημα συνέβη λόγω αποκόλλησης του εξωτερικού τμήματος της μίας ημιπτέρυγας σε κλειστή στροφή με φόρτιση 4,8 g στις 10.000 πόδια (θεωρητικά, δηλαδή, εντός των ορίων του φακέλου πτήσης του αεροπλάνου).
Αμέσως αντέδρασε δυναμικά το ισχυρό αντιβρετανικό κατεστημένο της Ουάσινγκτον, που δέκα μήνες πριν είχε εξοργιστεί με την επιλογή του Canberra, και παρουσίασε το αεροπλάνο ως επικίνδυνο. Μερίδα του Τύπου συντάχτηκε μαζί του. Αυτές οι φωνές έπιασαν τόπο, τουλάχιστον εν μέρει (μια πλήρης ακύρωση αποφεύχθηκε, γιατί θα οδηγούσε σε χρεοκοπία τη Martin) και τον Ιούνιο του 1952 η Αεροπορία μετά από επανεξέταση του ζητήματος αναγκάστηκε να παραγγείλει παράλληλα (σε 294 μονάδες) το Β-66.
Αυτό ήταν μια χερσαία έκδοση του ναυτικού βομβαρδιστικού A3D Skywarrior, που όχι μόνο κόστιζε τα διπλάσια χρήματα από το Β-57, αλλά την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμη πετάξει! Τελικά, μετά και από περαιτέρω αδικαιολόγητες καθυστερήσεις (λόγω της ολιγωρίας των πολυάριθμων υποκατασκευαστών), το πρώτο από τα 75 Β-57Α πέταξε στις 20/7/1953 (κατά τραγική ειρωνεία με τη λήξη του πολέμου της Κορέας, για τον οποίο όπως είπαμε σχεδιάστηκε) και το πρώτο από τα 202 βελτιωμένα Β-57Β στις αρχές του επόμενου έτους (τα πρώτα 90 από τα Β-57Β έφεραν στις πτέρυγες οκτώ πολυβόλα των 12,7 χιλιοστών και τα υπόλοιπα 112 τέσσερα πυροβόλα Μ39 των 20 χιλιοστών).
Είναι αξιοσημείωτο το ότι τα 67 από τα Β-57Α δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στον αρχικό τους ρόλο, αλλά μετατράπηκαν αμέσως σε αναγνωριστικά, με τον κωδικό RB-57A. Κατασκευάστηκαν επίσης οι εξής τρεις εκδόσεις άλλων ρόλων μέχρι το 1959: 38 εκπαιδευτικά B-57C με διπλά χειριστήρια αλλά πλήρεις επιχειρησιακές δυνατότητες, 20 αναγνωριστικά πολύ μεγάλου ύψους πτήσης RB-57D (με ισχυρότερους κινητήρες J57 των 4.990 κιλών, δυνατότητα εναέριου ανεφοδιασμού, εκπέτασμα πτερύγων 32,3 μέτρα και επιχειρησιακή οροφή 65.000 πόδια) και 68 ρυμουλκά στόχων Β-57Ε, ανεβάζοντας έτσι το συνολικό αριθμό των Β-57 που βγήκαν καινούργια από το εργοστάσιο σε 403 μονάδες και το συνολικό αριθμό των Canberra σε 1.376.
Όλες οι μεταγενέστερες εκδόσεις του τύπου προήλθαν από μετασκευή: Μόνο έξι Β-57Ε μετατράπηκαν σε χαμηλού ύψους αναγνωριστικά, με τον κωδικό RB-57E. Χάρη σε ραντάρ αποφυγής του αναγλύφου (TFR), νέες κάμερες, υπέρυθρους αισθητήρες και εξοπλισμό ELINT-SIGINT, προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στο Βιετνάμ επί οκτώ χρόνια (1963-1971), περισσότερο διάστημα από οποιαδήποτε άλλη παραλλαγή του τύπου.
Τα 21 RB-57F του 1962 ήταν κατασκοπευτικά που πετούσαν στις 75.000 πόδια, χάρη σε πτέρυγα 37,32 μέτρων, σχεδόν διπλάσια σε εκπέτασμα από των περισσότερων Canberra! Όμως τα περίεργα αυτής της εξωτικής παραλλαγής δε σταματούσαν εδώ: Το προωστικό σύστημα ήταν δύο τουρμποφάν TF33 των 8.165 κιλών (σε ξανασχεδιασμένα και πολύ μεγαλύτερα ατρακτίδια) και δύο βοηθητικοί τουρμποτζέτ J60 των 1.500 κιλών (κάτω από την πτέρυγα), με αποτέλεσμα η συνολική διαθέσιμη ώση (19.330 κιλά) να είναι τελικά υπερτριπλάσια από των περισσότερων Canberra (5.900 κιλά)!
Ο προηγμένος εξοπλισμός τους περιλάμβανε, εκτός από φωτομηχανές, πανίσχυρα SLAR (ραντάρ πλευρικής σάρωσης). Για τα 16 υπερσύγχρονα βομβαρδιστικά B-57G του 1969, την «έσχατη» έκδοση κρούσης του Β3/45, μιλάμε παρακάτω (Βιετνάμ). Τέλος, τα 68 EB-57A/B/D/E ήταν αεροσκάφη ηλεκτρονικού πολέμου (ECM) και αποτελούν την τελευταία έκδοση του Β-57 που αποσύρθηκε από τις ΗΠΑ (το 1979 από τη USAF και το 1982 από την Εθνοφρουρά της πολιτείας του Βερμόντ). Κάποια μεμονωμένα αεροπλάνα έφεραν επίσης τους κωδικούς NB-57 και WB-57, που σημαίνει ότι χρησιμοποιούνταν για καθαρά ερευνητικούς σκοπούς, π.χ., για λογαριασμό της NASA.
Η είσοδος σε υπηρεσία του Β-57 στη USAF δεν ήταν μόνο καθυστερημένη, αλλά συνοδεύτηκε και από πολλά προβλήματα. Ο τύπος κατέστη επιχειρησιακός το Μάρτιο του 1954 στην αεροπορική βάση Shaw της Ν. Καρολίνας και μέχρι το 1957 (όταν δηλαδή συμπληρώθηκαν οι πρώτες 100.000 ώρες επιχειρησιακής χρήσης) είχαν χαθεί σε ατυχήματα 33 αεροσκάφη, ένα πολύ υψηλό ποσοστό ακόμη και για την εποχή εκείνη (ο αντίστοιχος αριθμός των άλλων βομβαρδιστικών της USAF ήταν 14 Β-47, 7 Β-52, 12 Β-58 και 14 Β-66).
Παρόμοιος ήταν μόνο ο αντίστοιχος δείκτης του Β-45, με 30 χαμένα αεροπλάνα τις πρώτες 100.000 ώρες, όμως εκεί επρόκειτο για το πρώτο τζετ βομβαρδιστικό της USAF, με αναμενόμενη συνεπώς μια απότομη μετάβαση σε αυτό από τα ελικοφόρα. Συνολικά, στα 28 χρόνια χρήσης του Β-57 από Αεροπορία και Εθνοφρουρά (1954-1982), όχι λιγότερα από 137 αεροσκάφη (ποσοστό 34% όσων παραδόθηκαν) χάθηκαν σε ατυχήματα, πολλά από τα οποία ήταν δυστυχώς θανατηφόρα.
Το 1955 άρχισε η ανάπτυξη του Β-57 στην Ευρώπη (USAFE). Έτσι, το τακτικό αναγνωριστικό RB-57A στάλθηκε στο Ραμστάιν της Δυτικής Γερμανίας (μάλιστα στην ουγγρική κρίση του 1956 ένα αεροπλάνο καταρρίφθηκε πάνω από την Ανατολική Ευρώπη από SAM) και αμέσως μετά ακολούθησε το βομβαρδιστικό B-57B στο Laon της Γαλλίας. Το 1957 το Β-57Β και το B-57C, σε ρόλο πυρηνικής κρούσης, αναπτύχθηκαν στη Ν. Κορέα, στην Οκινάβα και στην Ιαπωνία και από εκεί το Σεπτέμβριο του 1958 υποστήριξαν (χωρίς όμως να ρίξουν βόμβες) την Ταϊβάν στην κρίση του νησιού Κουεμόι (βλ.: τεύχος 160).
Τέλος, ήδη αναφέραμε ότι το 1959 25 μεταχειρισμένα Β-57B παραχωρήθηκαν στο Πακιστάν (ακολούθησαν και δύο δανεικά RB-57F). Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η δράση του αναγνωριστικού RB-57D, το οποίο έφτασε στην 4080 Πτέρυγα Στρατηγικής Αναγνώρισης της SAC το Μάιο του 1956 (έναν ολόκληρο χρόνο πριν από το πρώτο U-2, που αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο από τη CIA) και επί μία τετραετία «όργωνε» την ΕΣΣΔ, ιδίως σε ρόλο συλλογής δειγμάτων αέρα μετά από πυρηνικές δοκιμές.
Αν και μετά το περίφημο επεισόδιο Powers (1/5/1960) σταμάτησαν οριστικά οι αμερικανικές διεισδύσεις στο σοβιετικό εναέριο χώρο, οι κατασκοπευτικές πτήσεις του RB-57D πάνω από την Ερυθρά Κίνα συνεχίστηκαν μέχρι το 1963 (όταν η έκδοση αυτή καθηλώθηκε για πάντα, λόγω δομικής καταπόνησης της πτέρυγας) με δύο ή τρία αεροπλάνα που έφεραν εθνόσημα της Αεροπορίας της Ταϊβάν (η οποία ως εκ τούτου θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ως η 19η χώρα-χρήστης του αεροπλάνου).
Αυγή μίας νέας εποχής: Σαν σήμερα ή πρώτη κατάρριψη αεροσκάφους από πύραυλο εδάφους αέρος
Όμως το σημαντικότερο κεφάλαιο της σταδιοδρομίας του Β-57 γράφηκε στο Βιετνάμ. Ο μυθικός ταξίαρχος Chuck Yeager, που πέταξε αρκετές αποστολές με το Β-57Β στο «βρόμικο πόλεμο», θυμάται: «It was perfect for our work. It was damned effective as a light bomber (ήταν τέλειο για τη δουλειά μας. Ήταν απίστευτα αποτελεσματικό ως ελαφρύ βομβαρδιστικό)..»
Αναφέραμε παραπάνω ότι αναγνωριστικά Β-57 είχαν αναπτυχθεί στην περιοχή της ΝΑ. Ασίας ήδη από το 1963, ενώ τα βομβαρδιστικά ακολούθησαν το φθινόπωρο του 1964. Στις 1/11/1964 και πριν ακόμη αρχίσουν οι επιχειρήσεις κρούσης, όλμοι των Βιετκόνγκ κατέστρεψαν 5 Β-57 και προξένησαν ζημιές σε άλλα 15 στο αεροδρόμιο Bien Hoa, το βασικό ορμητήριο του τύπου.
Το βάπτισμα του πυρός ήλθε τελικά στις αρχές του επόμενου έτους: Στις 19/2/1965, το Β-57Β πραγματοποίησε την πρώτη αποστολή βομβαρδισμού της USAF με αεροσκάφη τζετ στο Βιετνάμ (είχαν προηγηθεί ελικοφόρα), πλήττοντας επιτυχώς στρατόπεδα των Βιετκόνγκ κοντά στα σύνορα με την Καμπότζη. Αν και η εμβέλεια του αεροπλάνου δεν του επέτρεπε να πλήττει με άνεση το Bορρά, συμμετείχε στην έναρξη της φοβερής στρατηγικής επιχείρησης «Rolling Thunder», στις 2/3/1965.
Την ημέρα εκείνη, 20 Β-57Β μαζί με μαχητικά-βομβαρδιστικά F-100 Super Sabre και F-105 Thunderchief επέδραμαν για πρώτη φορά βορείως του 17ου παραλλήλου. Aλλη μια σημαντική ημερομηνία ήταν η 3/4/1965, όταν το Β-57 πραγματοποίησε την πρώτη νυκτερινή επίθεση των Αμερικανών στο περίφημο Μονοπάτι Ho Chi Minch, που τροφοδοτούσε ασταμάτητα με εφόδια τους Βιετκόνγκ.
Την ίδια χρονιά (1965), το Β-57 άρχισε να χρησιμοποιείται και από την Αεροπορία του Νοτίου Βιετνάμ. Μέχρι το 1969, μόνο τα αμερικανικά Β-57 είχαν πραγματοποιήσει 31.802 εξόδους (15.488 στο Ν. Βιετνάμ, 3.089 στο Β. Βιετνάμ και 13.225 στο Λάος) με τίμημα 31 απώλειες (0,97 ανά 1.000 εξόδους) και τα αναγνωριστικά RB-57 άλλες 5.752 εξόδους (5.581 Ν. Βιετνάμ, 52 Β. Βιετνάμ, 119 Λάος) με τίμημα δύο απώλειες (0,35 ανά 1.000 εξόδους). Έτσι, την περίοδο αυτή (που ήταν και εκείνη της πιο έντονης χρήσης του), το Β-57 έφτασε συνολικά στο Βιετνάμ τις 37.754 εξόδους και τις 33 πολεμικές απώλειες, ενώ πολλά αεροσκάφη «έγραψαν» 8.000 ώρες πτήσης.
Το 1969, 16 B-57B συμμετείχαν στο άκρως απόρρητο πρόγραμμα «Τροπικό Φεγγάρι» και μετά από εκτεταμένη και πολυέξοδη μετασκευή προέκυψε το «Ultimate Night Intruder», το B-57G. Το πολύ περίεργο ρύγχος του φιλοξενούσε «hi-tech» αισθητήρες που οι δημιουργοί του Β3/45 δε θα μπορούσαν ούτε καν να ονειρευτούν: ραντάρ AN/APQ-139, ανιχνευτή υπερύθρων (FLIR) AN/AAS-26, αποστασιόμετρο λέιζερ και τηλεόραση χαμηλού επιπέδου φωτισμού (LLLTV).
Όσο για τον οπλισμό, ήταν εξίσου πρωτοποριακός, αφού περιλάμβανε την «έξυπνη» βόμβα Paveway. Κατευθυνόμενο προς το στόχο με ακτίνα λέιζερ (LGB), το βάρος 227 κιλών όπλο είχε περιθώριο λάθους μόνο 4,5 μέτρα. Δοκιμάστηκε επίσης σε κάποιο αεροσκάφος (όχι όμως επιχειρησιακά) το υψηλής ταχυβολίας πυροβόλο Μ61 στην κοιλιά, ενώ μια άλλη ιδέα ήταν 52 Μ60 (!) που έβαλλαν προς τα κάτω σε διαφορετικές γωνίες.
Η χρησιμοποίηση των 16 B-57G στη μάχη, από το Σεπτέμβριο του 1970 μέχρι τον Απρίλιο του 1972 (λίγο πριν από την έναρξη της επιχείρησης «Linebacker»), υπήρξε φοβερά επιτυχής. Μόνο μία απώλεια σημειώθηκε (πάνω από το Λάος), στις 12/12/1970, και αυτή οφειλόταν όχι σε κατάρριψη, αλλά σε εναέρια σύγκρουση. Όμως, τα τεράστια προβλήματα συντήρησης οδήγησαν πρόωρα τους βετεράνους πίσω στις ΗΠΑ, αρχικά στην Εθνοφρουρά του Κάνσας και κατόπιν (1974) σε αποθήκευση στην Davis-Monthan.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. K. Delve-P. Green-J. Clemons, English Electric Canberra, Midland Counties
2. R. Mikesh, Martin B-57 Canberra, Schiffer
3. Roland Beamont, Flying the RAF’s first jet bomber, The Rolls-Royce Magazine (number 34, September 1987)
4. Roland Beamont, Testing early jets, Airlife
5. Roland Beamont, Fighter test piliot, PSL
6. J. Breihan-S. Piet-R. Mason, Martin Aircraft 1909-1960, Narkiewich-Thompson
7. B. Gunston, Jet bombers, Osprey
8. M. Taylor, Jet bombers, Hamlyn
9. F. Mason, The british bomber since 1914, Putnam
10. H. King, The world’s bombers, Putnam
11. C. Bishop (ed.), The Aerospace encyclopedia of air warfare (vol. 2), AP
12. Chuck Yeager-Leo Janos, Yeager (An autobiography), Bantam Books
13. Ν. Aντερτον, Τζετ βομβαρδιστικά, Σαμούχος