Στις 19 Φεβρουαρίου 1945 ξεκίνησε η μάχη της Ίβο Τζίμα, μία από τις πλέον πολύνεκρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το μικρό αυτό νησάκι στη μέση του Ειρηνικού ήταν πλέον το μόνο που απέμενε ανάμεσα στις αμερικανικές δυνάμεις και την κυρίως νησιωτική Ιαπωνία και δεν υπήρχε περιθώριο να παρακαμφθεί.
Για την κατάληψή του κινητοποιήθηκε μία πολύ μεγάλη αποβατική δύναμη Πεζοναυτών που απολαμβάνοντας απόλυτη αεροπορική κυριαρχία και με ατελείωτα πυρά υποστήριξης κατάφεραν να κάνουν απόβαση στο νησί και να το καταλάβουν μετά από μέρες πολύνεκρων μαχών ημέρα και νύχτα καταφέρνοντας να πιάσουν ελάχιστους αιχμάλωτους από τους 10.000 άντρες της ιαπωνικής φρουράς.
Η νίκη αυτή σήμανε την αρχή του τέλους για την Ιαπωνία. Μετά την Ίβο Τζίμα δεν απέμενε κανένα άλλο εμπόδιο μέχρι την ίδια την Ιαπωνία και πράγματι αμέσως μετά ξεκίνησε το σφυροκόπημα των νήσων της Ιαπωνίας, με αποβατικές ενέργειες, στρατηγικούς βομβαρδισμούς και ολοκλήρωση απόλυτου ναυτικού αποκλεισμού.
Με αφορμή την επέτειο αυτή αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο για περίοδο εκείνη σχετικά με τις τελευταίες φάσεις του πολέμου στον Ειρηνικό Ωκεανό, με έμφαση στην γέννηση των στρατηγικών μαζικών βομβαρδισμών, ένα πεδίο δράσης όπου αναδείχθηκε ο περιβόητος στρατηγός Λε Μέι που έχοντας ήδη αποδείξει την αξία του, ανέλαβε το σύνολο του συντονισμού του βομβαρδισμού της Ιαπωνίας.
To παρακάτω δημοσιεύθηκε στο τεύχος 123 της Π&Δ όπως κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1995.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΙ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΙ ENANTION ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ
H τελική ήττα των Ιαπώνων ήλθε μετά από τη σταδιακή εξάλειψη της στρατιωτικής ισχύος της χώρας και την παράλυση της οικονομικής και βιομηχανικής ζωής της. Και στα δύο συνέβαλαν οι στρατηγικοί βομβαρδισμοί εναντίον των ιαπωνικών πόλεων που, αν και δεν συγκρίνονται σε όγκο και αριθμό με αυτούς των γερμανικών, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ήταν σφοδρότεροι και καταστροφικότεροι.
Στο ακόλουθο άρθρο επιχειρούμε την παρουσίαση του εναέριου σφυροκοπήματος των ιαπωνικών νησιών, που με μαθηματική ακρίβεια οδήγησε στη συνθηκολόγηση. Μπορεί ο ατομικός βομβαρδισμός του Αυγούστου του “45 να έμεινε στην ιστορία, δεν ήταν όμως τελικά αυτός που νίκησε τους Ιάπωνες, αλλά οι τρομεροί βομβαρδισμοί του πρώτου εξαμήνου του 1945.
Του Θεόδωρου Ψυρρή
Τα αμερικανικά επιτελεία επιδίωξαν ουσιαστικά τον στρατηγικό βομβαρδισμό της Ιαπωνίας αμέσως μόλις φάνηκε ότι ο πόλεμος θα κρατούσε περισσότερο καιρό από όσο υπολογιζόταν αρχικά. Στόχος θα ήταν η καταστροφή της ιαπωνικής βιομηχανικής υποδομής, η εξάρθρωση της ραχοκοκκαλιάς της Ιαπωνίας, πριν αυτή προλάβει να αξιοποιήσει τις πρώτες ύλες που βρήκε στις νέες κτήσεις της στην Ινδοκίνα και γενικά την ‘πω Ανατολή.
Αυτό το ρόλο, της παρεμπόδισης της ροής πρώτων υλών ανέλαβε τελικά ο στόλος υποβρυχίων, αλλά και πάλι η τελική ήττα θα ερχόταν δύσκολα αν ο πόλεμος δεν μεταφερόταν στο μητροπολιτικό έδαφος της Ιαπωνίας. Όσες νίκες κι αν έκανε το αμερικάνικο ναυτικό, όσα ιαπωνικά πολεμικά κι αν βυθίζονταν, όσα νησιά κι αν καταλαμβάνονταν, η σύγκρουση θα έπρεπε να αγγίξει τον ιαπωνικό λαό έστω και από τον αέρα.
Αυτό συνέβαινε ήδη από το 1942 στην Ευρώπη, ενώ είχε επαναληφθεί το 1940 στη Μάχη της Αγγλίας. Βέβαια στην τελευταία περίπτωση δεν είχαμε ήττα των Άγγλων, αλλά ποτέ δεν ξέρουμε τι θα γινόταν αν οι Γερμανοί αποβιβάζονταν στην Αγγλία. Επειδή όλοι οι δρόμοι του Ειρηνικού οδηγούσαν στο Τόκιο, και με μόνη εναλλακτική επιλογή, προκειμένου να καμφθεί η Ιαπωνία, την απόβαση, οι Αμερικανοί αποφάσισαν να την εξασθενίσουν πλήττοντας τη βιομηχανία, αλλά και το ηθικό των Ιαπώνων.
Για την αποστολή αυτή επιλέχθηκε το τελειότερο δημιούργημα της αμερικανικής αεροπορικής βιομηχανίας, το μεγαλύτερο και βαρύτερο αεροσκάφος που μπήκε ποτέ σε παραγωγή μέχρι τότε, το βομβαρδιστικό B-29, ο διάδοχος των B-17 Flying Fortress και B-24 Liberator. Και τα δύο τελευταία δεν είχαν την απαιτούμενη ακτίνα δράσης για τον βομβαρδισμό της Ιαπωνίας, εκτός κι αν οι βάσεις από τις οποίες θα επιχειρούσαν ήταν πολύ κοντά σ’ αυτήν.
Το νέο στρατηγικό βομβαρδιστικό αποτελούσε την εποχή εκείνη τεχνολογικό επίτευγμα. Συμπιεζόμενοι χώροι και για τα 11 μέλη του πληρώματος, τέσσερις πανίσχυροι κινητήρες Wright R-3350 των 2.300 ίππων (18κύλινδροι με τις μεγαλύτερες σε διαστάσεις τετράφυλλες έλικες από κάθε άλλο αεροσκάφος), φορτίο βομβών άνω των 8 τόνων, τηλεκατευθυνόμενοι πυργίσκοι πολυβόλων και δυνατότητα βομβαρδισμού από ύψος 10.000 μέτρων περίπου, ήταν μερικά από τα ειδικά χαρακτηριστικά του αεροπλάνου.
Ευθύς εξαρχής οι επιτελείς αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το αεροσκάφος εναντίον του κυριότερου εχθρού των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας. Οι γερμανικοί ουρανοί ήδη ήταν κατακλεισμένοι από σχηματισμούς B-17, B-24, Lancaster και Halifax. Το υψηλό κόστος παραγωγής του B-29 καθιστούσε την αγορά μεγάλου αριθμού αεροσκαφών απαγορευτική οπότε δεν υπήρχε η δυνατότητα κάλυψης και των δύο μετώπων, Ευρώπης και Ειρηνικού. Όταν τα πρώτα B-29 άρχισαν να παραδίδονται στις μονάδες της Αεροπορίας, δεν υπήρχαν βάσεις απ’ όπου θα μπορούσαν να βομβαρδίσουν την Ιαπωνία παρά μόνο από την Κίνα.
OI ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ
H Κίνα όμως ήταν εντελώς απομονωμένη από θάλασσα λόγω του ότι οι Ιάπωνες κατείχαν όλα τα παράλια σε σημαντικό βάθος. Βάσεις με τις αναγκαίες εγκαταστάσεις για τη συντήρηση αυτών των πολύπλοκων αεροσκαφών δεν υπήρχαν φυσικά και όλα έπρεπε να δημιουργηθούν από το μηδέν. Αποφασίστηκε λοιπόν η αποστολή των κατάλληλων υλικών στην Ινδία (καύσιμα, ανταλλακτικά, κ.λπ.) ατμοπλοϊκώς και κατόπιν η μεταφορά τους στην Κίνα αεροπορικώς.
Τα πρώτα 38 B-29 προσγειώνονται στην Chakulia της Ινδίας τον Απρίλιο του 1944. Ανήκουν στην 40η Ομάδα Βομβαρδισμού. Από εκεί θα πρέπει να πετάξουν στην Κίνα, ενώ πριν από αυτό απαιτείται η μεταφορά καυσίμων για τη δημιουργία ενός μεγάλου αποθέματος. Φυσικά υπάρχει ένας τεράστιος στόλος μεταγωγικών γι” αυτή τη δουλειά αλλά και πάλι δεν επαρκεί για την υποστήριξη της αποστολής 405 B-29 στην Κίνα. Οι πρώτες αποστολές των πληρωμάτων αφορούν μεταφορές υλικών. Τότε παρουσιάζονται και τα πρώτα προβλήματα. Οι κινητήρες παρουσιάζουν σε ανησυχητικό βαθμό προβλήματα υπερθέρμανσης. Πολλά αεροσκάφη χάνονται γι” αυτό το λόγο. Άλλα χάνονται στα Ιμαλάια πέφτοντας στις ψηλές κορφές κατά τη διάρκεια πτήσεων μέσα σε πυκνή νέφωση. Όσο ο καιρός περνάει τα προβλήματα αυξάνονται και τα πληρώματα δυσανασχετούν.
H πρώτη αποστολή ξεκινά τελικά από την Ινδία με στόχο τον βομβαρδισμό του σιδηροδρομικού σταθμού Makasan στην Μπανγκόκ. Από τα 94 αεροσκάφη της 58ης τα 14 εγκατέλειψαν την αποστολή τους πριν φτάσουν στον στόχο λόγω προβλημάτων στους κινητήρες. Επίσης λόγω νέφωσης χρησιμοποιήθηκε ραντάρ για τον βομβαρδισμό του στόχου με αποτέλεσμα την προσβολή του από 18 μόλις βόμβες. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά μία τροπική καταιγίδα αναγκάζει 42 αεροσκάφη (5 από τα οποία καταστράφηκαν) να προσγειωθούν σε βοηθητικά αεροδρόμια.
Ιαπωνικό έδαφος βομβαρδίζεται για πρώτη φορά στις 15 Ιουνίου του 1944 όταν 68 B-29 βομβάρδισαν βιομηχανικές εγκαταστάσεις στη Γιαβάτα, χωρίς όμως αξιοσημείωτη επιτυχία, αφού η επιδρομή έγινε νύχτα και μόνο 47 αεροσκάφη έφτασαν στον στόχο. Τελικά τα αεροδρόμια στην Κίνα έγιναν διαθέσιμα και σε λίγο άρχισαν επιδρομές εναντίον στόχων στην Ταϊλάνδη, τη Βιρμανία, τη Μαντσουρία, τη Φορμόζα αλλά και την Ιαπωνία. Οι βομβαρδισμοί όμως εναντίον της Ιαπωνίας, που γίνονταν βράδυ και από μεγάλο ύψος ποτέ δεν είχαν τα απαιτούμενα αποτελέσματα, αφού το μεταφερόμενο οπλικό φορτίο ήταν αναγκαστικά μικρό λόγω απόστασης. Ήδη όμως η προσέγγιση και η προσβολή του συμπλέγματος των Μαριάννων από τις δυνάμεις του ναυάρχου Halsey από τις αρχές του 1944 θα έλυνε σύντομα το πρόβλημα, αφού από την άνοιξη του ίδιου χρόνου έγινε κατανοητό ότι τα αεροδρόμια των Μαριάννων θα ήταν αρκετά καταλληλότερα για χρήση από τα B-29.
Στις 14 Ιουνίου του 1944 ισχυρές δυνάμεις πεζοναυτών αποβιβάζονται στη Σαϊπάν. Ακολουθούν αιματηρές συγκρούσεις, αφού οι Ιάπωνες αμύνονταν “υστερικά” (απώλειες 30.000 άνδρες για τους Ιάπωνες, λιγότεροι από 3.000 για τους Αμερικανούς). Στις 21 Ιουνίου οι πεζοναύτες καταλαμβάνουν το αεροδρόμιο Ασλίτο, ενώ η ολική κατάληψη του νησιού ολοκληρώνεται μέχρι τις 13 Ιουλίου. H γειτονική Γκουάμ καταλαμβάνεται στις 10 Αυγούστου, ενώ δεν αργεί να πέσει και η Τινιάν.
Έκτοτε αρχίζει ένας τιτάνιος αγώνας των μονάδων του μηχανικού για την κατασκευή πέντε συνολικά μεγάλων βάσεων. Σταδιακά άρχισε η μεταφορά όλων των σμηνών B-29 της Κίνας στις Μαριάννες ταυτόχρονα με την άφιξη νεοσχηματισθέντων σμηνών.
ΜΑΡΙΑΝΝΕΣ. TO XPONIKO ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Στις 12 Οκτωβρίου του 1944, προσγειώνεται στο αεροδρόμιο Isley Field της Σαϊπάν, το πρώτο B-29. Κυβερνήτης του είναι ο στρατηγός Haywood “Possum” Hansell, διοικητής της 21 Ομάδας Βομβαρδισμού. Ακολουθούν πολλά ακόμη με πληρώματα που ανυπομονούν να αρχίσουν δράση. Την 1η Νοεμβρίου ένα φωτοαναγνωριστικό B-29 με κυβερνήτη τον σμηναγό Steakley εκτελεί μία πτήση πάνω από το Τόκιο και άλλες σημαντικές πόλεις της Ιαπωνίας. Αμέσως οι υπηρεσίες της αντικατασκοπείας και τα αεροπορικά επιτελεία καταστρώνουν τα πρώτα σχέδια.
Τελικά η πρώτη επιδρομή πραγματοποιείται στις 24 Νοεμβρίου μετά από πέντε συνεχείς αναβολές λόγω κακών καιρικών συνθηκών. 111 B-29 με 1.221 άντρες απογειώνονται με προορισμό το Τόκιο. H επιδρομή γίνεται ημέρα και από μεγάλο ύψος, όλες όμως οι βόμβες πέφτουν μακριά από τους στόχους. O λόγος είναι ότι πάνω από τα ιαπωνικά νησιά πνέουν ισχυροί άνεμοι που δυναμώνουν κοντά στην επιφάνεια. Οι άνεμοι αυτοί που ονομάστηκαν από τους μετεωρολόγους “Jet Streams”, ήταν η κύρια αιτία αστοχίας των βομβών των B-29. Αναφέρεται ότι ολόκληροι σχηματισμοί αποτύγχαναν να πλήξουν αποτελεσματικά στόχους μεγέθους πόλης! Εντούτοις σταδιακά η αποτελεσματικότητα των αποστολών αυξανόταν ανάλογα με την αύξηση της δύναμης των B-29 που έδρευαν στις Μαριάννες.
Το 1945 έφερε σημαντικές αλλαγές. Την ηγεσία της 21 Ομάδας ανέλαβε ο στρατηγός Curtis LeMay, ένας ικανότατος διοικητής που στην αρχή εφήρμοσε την τακτική του προκατόχου του, τον βομβαρδισμό ημέρα και από μεγάλο ύψος. Τα αποτελέσματα όμως παρέμεναν τα ίδια. Έτσι η τακτική άλλαξε. Τα B-29 θα πετούσαν τώρα σε ύψος 5.000-8.000 ποδών σε χαλαρούς σχηματισμούς πραγματοποιώντας μεμονωμένες επιθέσεις. Και το σημαντικότερο αφού ο LeMay διαπίστωσε ότι είναι αδύνατο να χτυπηθούν με ακρίβεια τα εργοστάσια, συμπέρανε ότι θα ήταν ευκολότερο να ισοπεδώνει την όλη περιοχή, σκοτώνοντας έτσι και το ανθρώπινο δυναμικό τους! Ακούγεται απάνθρωπο και έτσι είναι.
Τώρα πια τα B-29 μετέφεραν συχνότερα εμπρηστικές παρά εκρηκτικές βόμβες. H εκρηκτική βόμβα δεν θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα σε μία συνοικία από μία εμπρηστική, αφού η τελευταία θα την έκαιγε ολοκληρωτικά. Τα ιαπωνικά σπίτια ήταν φτιαγμένα από ξύλο και χαρτί ήταν συνεπώς κάτι παραπάνω από εύφλεκτα. H πρωτη επίθεση πραγματοποιείται στο Τόκιο στις 25 Φεβρουαρίου του 1945. Συνολικά 172 B-29 φορτωμένα με 450 τόνους εμπρηστικών βομβών επέδραμαν εναντίον της ιαπωνικής πρωτεύουσας και έκαψαν 20.000 κατοικίες, ευτυχώς χωρίς ανάλογο αριθμό θυμάτων.
Αποδείχτηκε ότι όταν η άφεση των βομβών γινόταν από σχετικά μικρά ύψη η εκτροπή τους λόγω ανέμου ήταν σαφώς πιο περιορισμένη, ενώ εξαλείφθηκαν ουσιαστικά και τα προβλήματα υπερθέρμανσης των κινητήρων και περιορίστηκε και η κατανάλωση σε καύσιμο, αφού δεν ήταν πλέον απαραίτητη η αναρρίχηση σε μεγάλα ύψη. Τα αποτελέσματα ήταν πολύ καλύτερα από μία παρόμοια επιδρομή που έγινε λίγες μέρες νωρίτερα, στις 17 Φεβρουαρίου με την παλιά μέθοδο στον ίδιο στόχο.
ΜΑΡΤΙΟΣ: O ΜΗΝΑΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Βρίσκοντας όλο και μικρότερη εναέρια αντίσταση ο LeMay διέταξε την αφαίρεση όλων των αμυντικών πυργίσκων εκτός του οπισθίου. Έτσι το αεροσκάφος μπορούσε να μεταφέρει περισσότερες βόμβες (έφταναν πια τους 9 τόνους) στη θέση των όπλων, των πυρομαχικών.και των πυργίσκων. Το βράδυ 9 με 10 Μαρτίου σημειώθηκε ο μεγαλύτερος και σκληρότερος βομβαρδισμός του Τόκιο μέχρι τότε, μία καταστροφή που όμοιά της δεν είχε ξανασυμβεί. 334 B-29 από αεροδρόμια στη Σαϊπάν, Γκουάμ και Τινιάν απογειώθηκαν για το Τόκιο, πριν δύσει ο ήλιος την 9η Μαρτίου. Ήταν φορτωμένα με έξι έως οκτώ τόνους εμπρηστικών βομβών (ναπάλμ) M 69 το καθένα. O στόχος -ένα τετράγωνο 3×4 μίλια, κοντά στο κέντρο του Τόκιο- ήταν σκεπασμένος με πυκνή νέφωση.
Όταν όμως τα B-29 έφυγαν, θα έλεγε κανείς ότι το Τόκιο ήταν ένα ηφαίστειο. Οι φλόγες έκαιγαν τα πάντα, ενώ οι κάτοικοι δεν είχαν προλάβει να κρυφτούν στα λιγοστά καταφύγια. Ακόμη και αυτοί που κατόρθωσαν όμως να φτάσουν εκεί πέθαναν από ασφυξία, αφού το οξυγόνο εξαφανίστηκε για λίγο πάνω από την πόλη. Τα αντιαεροπορικά πυροβόλα προξένησαν ζημιές σε 42 συνολικά αεροσκάφη. Μετά σίγησαν όταν καταβροχθίστηκαν από τις φλόγες. O γράφων συλλέγοντας στοιχεία από τη διαθέσιμη βιβλιογραφία δυσκολεύεται να περιγράψει το τι συνέβει εκείνη τη νύχτα, που φυσικά οι Ιάπωνες του Τόκιο ποτέ δεν ξέχασαν.
Παραθέτουμε ορισμένες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όπως το ότι οι πυροσβέστες και τα οχήματά τους καταστράφηκαν από τις φλόγες, τα νερά του ποταμού Σουμίντα που διασχίζει το Τόκιο έβρασαν (!), ενώ η θερμοκρασία στην πόλη λέγεται ότι έφτασε τους 2000 βαθμούς Φαρενάιτ. Τα B-29 “χοροπήδαγαν” από τα ισχυρά ανοδικά ρεύματα καυτού αέρα που αναπτύχθηκαν και οι πιλότοι δυσκολεύονταν στο να “κρατήσουν” τους σχηματισμούς τους, ενώ μία “θύελλα” φωτιάς με ταχύτητα 30 περίπου μιλίων την ώρα είχε ξεσπάσει στην πόλη.
Όσον αφορά τα αποτελέσματα, 16,5 τετραγωνικά μίλια πόλης ισοπεδώθηκαν κυριολεκτικά, 83.793 άτομα σκοτώθηκαν και 40.918 τραυματίστηκαν. Καταστράφηκαν 22 βιομηχανικοί στόχοι και 270.000 σπίτια, γεγονός που συνεπάγεται 1.000.000 άστεγους. Τα περίπου 40 ιαπωνικά αεροσκάφη αναχαίτισης κατάφεραν να καταρρίψουν 14 B-29, ενώ και πολλά από τα ίδια χάθηκαν από τη δράση καταδιωκτικών νυχτός P-61 Black Widow. H αμερικανική ηγεσία χαρακτήρισε την αποστολή επιτυχημένη, είχε άλλωστε καταστραφεί το 85% του προκαθορισμένου στόχου, ενώ εμείς θα την χαρακτηρίζαμε -το λιγότερο- απάνθρωπη. Το βράδυ της 11ης Μαρτίου τα B-29 ξεκινούν και πάλι.
Επόμενος στόχος η Ναγκόγια. 285 βαρυφορτωμένα βομβαρδιστικά θα ισοπεδώσουν δύο τετραγωνικά μίλια πόλης, με μόνη απώλεια ένα B-29. Στις 13 του ίδιου μήνα βομβαρδίζεται η Οσάκα. Απολογισμός 8 τετραγωνικά μίλια πυκνοκατοικημένων περιοχών κατεστραμμένα. H σειρά του Κόμπε ήρθε στις 18, και η έκτασή του μειώθηκε κατά τρία τετραγωνικά μίλια. Στις 19 ξανά η Ναγκόγια, που ο LeMay αποφάσισε ότι έπρεπε να ξαναβομβαρδιστεί.
Αυτή τη φορά τα B-29 ισοπέδωσαν τρία τετραγωνικά μίλια πόλης. Ευτυχώς για τους Ιάπωνες, σώθηκε το απόθεμα των εμπρηστικών βομβών που υπήρχε στις Μαριάννες. Κανείς δεν ξέρει πόσοι άμαχοι γλίτωσαν από ένα “μικρό” λογιστικό λάθος που ήθελε να στέλονται και αρκετές εκρηκτικές βόμβες μαζί με τις εμπρηστικές. Έτσι ο ΛεΜέι αναγκαστικά, προκειμένου να μην μείνουν άνεργοι οι πιλότοι, θα στείλει τα B-29 σε αποστολές υποστήριξης των χερσαίων τμημάτων που αποβιβάζονται στην Οκινάβα.
Τα βομβαρδιστικά πλήττουν τα αεροδρόμια Τατοϊαρί και ΟΪτα στην Οκινάβα, καθώς και ένα βιομηχανικό στόχο στην Ομούρα στο νησί Κιούσου, πάντα με εκρηκτικές βόμβες. Το Τόκιο ξαναβομβαρδίζεται στις 17 Μαρτίου, όχι βέβαια με τη σφοδρότητα της 9ης κάτω από ένα λαμπρό σεληνόφως. Μέσα σε 10 μέρες ο LeMay απέδειξε ότι το B-29 θα μπορούσε να κερδίσει μόνο του τον πόλεμο, σκοτώνοντας 120.000 Ιάπωνες και σκορπίζοντας σε συντρίμμια τις μεγαλύτερες πόλεις, με απώλεια 20 μόνο αεροσκαφών.
H ΣΥΝΕΧΕΙΑ EINAI AKOMH ΠΙΟ ΣΚΛΗΡΗ
H επιδρομή στο κέντρο του Τόκιο το βράδυ της 20ης Μαρτίου συγκρίνεται σε ένταση με αυτόν της 9ης. Από μία δύναμη 498 συνολικά Β-29,τα 464 έφτασαν και εξαπέλυσαν το φοβερό φορτίο τους πάνω από την πόλη. Οι Ιάπωνες κατάφεραν να καταρρίψουν 26 (ποσοστό απωλειών 5,6%) αλλά και να προξενήσουν σοβαρές ζημιές σε άλλα 100 (ποσοστό 21,3%). Εντούτοις δεν μετρίασαν την καταστροφή. Τα B-29 συνέχισαν την ισοπέδωση, αλλά αυτή τη φορά οι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν ευτυχώς απομακρυνθεί έγκαιρα. Τελικά η ‘νοιξη είχε μπει άσχημα για τους Ιάπωνες, αφού και σε αυτή την επιδρομή εξαφανίστηκαν 19 τετραγωνικά μίλια πόλης.
O Απρίλιος είναι ένας πιο ήσυχος μήνας με τη δράση των B-29 επικεντρωμένη εναντίον περιφερειακών βιομηχανικών στόχων και μικρότερων πόλεων. Σε λίγο όλη η ιαπωνική ύπαιθρος γνώριζε την καταστροφή. Στις 19 βομβαρδίζεται για πρώτη φορά η Γιοκοχάμα με αρκετές υλικές καταστροφές. O LeMay έχει αφήσει κατά μέρος τους φρενήρεις ρυθμούς βομβαρδισμού και προσπαθεί να συστηματοποιήσει τις επιδρομές. Για όλες τις μεγάλες πόλεις σχεδιάζονται επιδρομές με δύναμη 500 περίπου B-29 με 3.000 τόνους βομβών συνοδευόμενα από ανάλογο αριθμό P-51. Για τις δευτερεύουσες σχεδιάζονται άλλες με μικρότερη συμμετοχή (30 έως 200 B-29) και σταδιακά αρχίζουν να πραγματοποιούνται.
Από τις σημαντικότερες επιδρομές του ΜαΪου σημειώνουμε τον βομβαρδισμό του ναύσταθμου του Kure και των τριγύρω πολεμικών βιομηχανιών στις 5 ΜαΪου, και του εργοστασίου της Mitsubishi (κατασκευάστρια των Zero) στη Ναγκόγια στις 14 ΜαΪου. Στην τελευταία προκειμένου να χτυπηθεί ο στόχος χάθηκαν μαζί του τέσσερα τετραγωνικά μίλια πόλης. H σειρά του Τόκιο ξαναήρθε στις 23 ΜαΪου και οι Αμερικανοί προκειμένου να βρουν την αντιαεροπορική άμυνα απροετοίμαστη ξαναχτύπησαν στις 25. Στην επιδρομή αυτή, από τις φλόγες που κατέτρωγαν τη συνοικία Yamamote η φωτιά μεταδόθηκε στο Αυτοκρατορικό Ανάκτορο. O αγέρωχος Χιροχίτο έγινε και αυτός με τη σειρά του πρόσφυγας αναγκαζόμενος να ζήσει σ” ένα λιτό καταφύγιο που είχε κατασκευάσει ο Στρατός γι” αυτόν. Μετά και από αυτή την επιδρομή, είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς 56 τετραγωνικά μίλια του Τόκιο, μίας εξαιρετικά πυκνοκατοικημένης πόλης.
Εντούτοις οι Ιάπωνες φάνηκαν να βελτιώνονται στη νυχτερινή άμυνα και η επιδρομή της 29ης ΜαΪου εναντίον της Γιοκοχάμα πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας και από μεγάλο ύψος. Στην αποστολή αυτή που συμμετείχαν 459 B-29 επιτέθηκε αριθμός ιαπωνικών καταδιωκτικών. Τα συνοδά P-51D κατέρριψαν 29 από αυτά με απώλειες 3 P-51 και 4 B-29. Και πάλι όμως η πόλη ισοπεδώθηκε. Την 1η Ιουνίου 521 B-29 βομβάρδισαν κατά τη διάρκεια της ημέρας και από μεγάλο ύψος την Οσάκα, ενώ στις 5 του ίδιου μήνα βομβαρδίστηκε το Κόμπε, χωρίς όμως κανένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Μετά πάλι η Οσάκα, το Τόκιο, πάλι το Κόμπε κ.ο.κ. Όλες οι ιαπωνικές πόλεις βομβαρδίζονται ανηλεώς με προκαθορισμένη σειρά.
Από τις 17 Ιουνίου μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιο βομβαρδισμού μικρότερων πόλεων. Πάνω από 60 πόλεις (από την πόλη Φουκουόκα με 320.000 κατοίκους ως την πόλη Τσουρούκα με 31.000 κατοίκους), βομβαρδίζονται από τα B-29 και σε πολλές δεν υπάρχουν άξιες λόγου βιομηχανίες για να καταστραφούν. Απλά έπρεπε όλοι οι Ιάπωνες να δοκιμάσουν τον πόλεμο, σύμφωνα με τα επιτελεία. Το ίδιο σκηνικό συνεχίστηκε και την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου.
Θα ήταν ανώφελο να παραθέσουμε τις υπόλοιπες αποστολές των B-29. Αρκεί να πούμε ότι το πιο δύσκολο για τους Αμερικανούς ήταν να βρουν πια άλλους στόχους και όχι να τους καταστρέψουν. Όλοι μας ξέρουμε για τις πυρηνικές βόμβες του Αυγούστου. Ακόμη και τότε όμως B-29 με συμβατικό φορτίο ισοπέδωναν ό,τι είχε απομείνει όρθιο. H τελευταία επιδρομή B-29 με συμβατικό φορτίο έγινε στις 14 Αυγούστου του 1945.
Ήταν το αποτέλεσμα της πίεσης του στρατηγού Henrey H. Arnold, που είχε σαν σκοπό να στείλει 1000 βομβαρδιστικά εναντίον της ιαπωνικής πρωτεύουσας, δίνοντας στον πόλεμο ένα εντυπωσιακό τέλος (As big a finale as possible). Πράγματι, 1.014 αεροπλάνα (828 B-29 και 186 P-51) βομβάρδισαν για τελευταία φορά την ερειπωμένη πόλη χωρίς καμία απώλεια. Ούτε ένα αντιαεροπορικό βλήμα δεν έπεσε, ούτε ένα αεροσκάφος δεν σηκώθηκε. Πριν τα τελευταία αεροσκάφη της αποστολής επιστρέψουν στις Μαριάννες, ο πρόεδρος Τρούμαν ανακοίνωνε την άνευ όρων παράδοση της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
OI ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΤΑΚΤΙΚΕΣ
Οι πολεμικές επιχειρήσεις που εμπλέκουν βομβαρδιστικά αεροσκάφη δεν χρειάζονται μόνο σωστό σχεδιασμό αλλά και σωστές τακτικές για να αποδώσουν. Στην αρχή όπως αναφέραμε οι σχηματισμοί των B-29 βομβάρδιζαν κατά τη διάρκεια της ημέρας και από ύψος 30.000 ποδών. Αυτή την τακτική ακολουθούσαν τα σμήνη που έδρευαν στην Κίνα, αλλά και στις Μαριάννες. Αργότερα, την τακτική των χαμηλόϋψων νυχτερινών επιθέσεων υιοθέτησαν μόνο τα σμήνη των Μαριάννων. Κατά τις νυχτερινές επιθέσεις και όταν η δύναμη των B-29 ήταν μεγαλύτερη των 300 αεροσκαφών, προπορεύονταν των κύριων σχηματισμών 12 ειδικά τροποποιημένα B-29 σαν “ιχνηλάτες” (Pathfinders).
Τα πρώτα τέσσερα από αυτά έριχναν το φορτίο των εμπρηστικών βομβών που μετέφεραν στις τέσσερις γωνίες του στόχου (ο στόχος ήταν πάντα ένα τετράγωνο). Οι υπόλοιποι “ιχνηλάτες” προσπαθούσαν να ενώσουν τις γωνίες, σχηματίζοντας το τετράγωνο. Έτσι τα B-29 που ακολουθούσαν δεν δυσκολεύονταν ιδιαίτερα στο να πετύχουν το στόχο τους από τόσο χαμηλό ύψος. Σημειώνουμε ότι όταν τα πλήθη έφευγαν κυνηγημένα από την κύρια δύναμη, έβρισκαν τους δρόμους κλειστούς από φράγματα φωτιάς που είχαν υψώσει τα B-29 Pathfinders. Καμιά φορά οι δύο τελευταίοι της ομάδας ένωναν τις άκρες του τετραγώνου διαγώνια σχηματίζοντας ένα φλεγόμενο X.
Όταν καταλήφθηκε η Ίβο-Τζίμα δημιουργήθηκε σ” αυτό το μικρό ηφαιστειογενές νησί μία βάση που μπορούσαν τα B-29 να χρησιμοποιήσουν σαν αεροδρόμιο εναλλαγής για προσγείωση στο ενδιάμεσο της διαδρομής σε περιπτώσεις ανάγκης. Επίσης, στην Ίβο Τζίμα εγκαταστάθηκαν καταδιωκτικά P-51D τα οποία χρησιμοποιώντας απορριπτόμενες δεξαμενές καυσίμου μπορούσαν να συνοδεύουν τα B-29 μέχρι τον στόχο. P-51D, φορτωμένα με ρουκέτες δεν περίμεναν την εμπλοκή με ιαπωνικά καταδιωκτικά στον αέρα, αλλά πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε όλα τα αεροδρόμια. Έτσι στις αρχές του καλοκαιριού οι Αμερικανοί βρέθηκαν χωρίς αντίπαλο στον αέρα. H κατάληψη της Οκινάβα έφερε ακόμη πιο κοντά στην Ιαπωνία τα P-51, αφού τώρα έχουν να διανύσουν μόλις 350 μίλια για να φτάσουν στη βιομηχανική ζώνη Kyushu, η οποία απείχε από την Ίβο-Τζίμα 640 μίλια.
H ΙΑΠΩΝΙΚΗ AMYNA
Για τους Ιάπωνες ο από αέρος βομβαρδισμός της πατρίδας τους ήταν κάτι που ποτέ δεν φαντάστηκαν όταν ο πόλεμος άρχισε. Αυτός ήταν ο λόγος που ποτέ δεν συγκρότησαν ικανοποιητική αεράμυνα. Βέβαια έγιναν αρκετές αξιόλογες προσπάθειες, αλλά ποτέ η αεράμυνα τους δεν μπόρεσε να συγκριθεί με αυτήν της Γερμανίας, αφού βασίστηκε μόνο σε ορισμένα τακτικά μαχητικά ή βιαστικές μετατροπές τους.
H πρώτη επαφή των Ιαπώνων με το B-29 έγινε πολύ νωρίς, στις 26 Απριλίου 1944. Το αεροσκάφος με κυβερνήτη τον ταγματάρχη Charles H. Hansen εκτελούσε αποστολή μεταφοράς καυσίμων από την Ινδία στην Κίνα. Έξι Ki-43 Oscar του Ιαπωνικού Στρατού του επιτέθηκαν κάπου στα σύνορα Ινδίας-Βιρμανίας και παρά το ότι προξένησαν βλάβες στο αεροσκάφος και ελαφρούς τραυματισμούς στο πλήρωμα δεν κατόρθωσαν τελικά να το καταρρίψουν.και το B-29 μπόρεσε να διαφύγει. Όταν τα B-29 άρχισαν τις αποστολές πάνω από την Ιαπωνία, οι πιλότοι των καταδιωκτικών φάνηκαν να υποτιμούν τις επιδόσεις τους.
Στην αρχή πετούσαν στην ίδια πορεία με τους σχηματισμούς και έξω από την ακτίνα των αμυντικών πυροβόλων, δίνοντας στοιχεία ύψους και ταχύτητας στις αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες που είχαν μία πολύ καλή οργάνωση. Αργότερα εφάρμοσαν μία σειρά τακτικών για την αντιμετώπισή τους. Αρχικά πραγματοποιούσαν τις επιθέσεις τους στο κάτω μέρος των B-29 με μία απότομη βύθιση και κατόπιν άνοδο με πλήρη στοιχεία κινητήρος ρίχνοντας με το σύνολο των πολυβόλων τους. Δεν είχαν όμως επιτυχία αφού μην μπορώντας να υπολογίσουν σωστά την ταχύτητα του στόχου, τα βλήματά τους “έφευγαν” πίσω του. Το ίδιο συνέβαινε και όταν επιτίθονταν από το πλάι. Επιθέσεις στην ουρά του αντιπάλου ήταν πολύ επικίνδυνες λόγω της αποτελεσματικότητας του πίσω πολυβολητή.
Τελικά οι ιάπωνες αεροπόροι άρχισαν να επιτίθονται από μπροστά, όπου φάνηκε κάποια σχετική επιτυχία. Συχνά, ακόμη κι αν δεν κατέρριπταν τα B-29, τα τελευταία μπορούσαν να αχρηστευθούν από λίγα βλήματα. Επί παραδείγματι, λίγες σφαίρες στη συμπιεζόμενη καμπίνα και το B-29 έπρεπε να ματαιώσει και να επιστρέψει. Όταν τα P-51D άρχισαν να συνοδεύουν τα βομβαρδιστικά άρχισαν να μειώνονται και οι επιθέσεις των ιαπωνικών καταδιωκτικών, ενώ πολλά χάνονταν σε ανώφελες επιθέσεις εναντίον των Υπερφρουρίων και των P-51D. ‘ρχισαν λοιπόν τότε οι ιάπωνες χειριστές να εκτελούν επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον των βομβαρδιστικών.
Μπορεί αυτές οι αποστολές Kamikaze να μην έφερναν σημαντικά αποτελέσματα, σκόρπισαν όμως το φόβο και τον τρόμο στα αμερικανικά πληρώματα. Αναφέρονται περιπτώσεις κατάρριψης B-29 από πυρά μανιασμένων πολυβολητών άλλου B-29 που δεν έβλεπαν από τον τρόμο τίποτα. Στους τελευταίους μήνες αναφέρονται νυχτερινές επιθέσεις αεροσκαφών B-4M Betty εφοδιασμένων με πυραυλοκίνητα αεροσκάφη αυτοκτονίας Ohka (Baka). Το “μητρικό” Betty μ” έναν ισχυρό προβολέα φώτιζε το αμερικάνικο αεροσκάφος και το Baka έπεφτε επάνω του. Ούτε και αυτός ο συνδυασμός είχε επιτυχία, για δύο λόγους. Πρώτον, ήταν αργοκίνητος και δεύτερον τα B-29 καλύπτονταν πάντα από P-61.
Δυστυχώς για τους Ιάπωνες, η άμυνά τους ήταν εντελώς αναποτελεσματική. Για παράδειγμα μόνο η 40η Ομάδα Βομβαρδισμού με συνολικές απώλειες 32 B-29 σημείωσε 46, 5 καταρρίψεις εχθρικών καταδιωκτικών και 92 “πιθανές”, ενώ σε άλλα 64 προξένησε σοβαρές ζημιές. Είναι μία άσχημη αναλογία για τους Ιάπωνες, αν αναλογιστούμε τις θεαματικές επιτυχίες των Γερμανών εναντίον των B-17.
Ένα άλλο μέτρο αντιμετώπισης των B-29 ήταν η καταστροφή τους στις βάσεις τους στις Μαριάννες. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, και όταν η Ίβο-Τζίμα ήταν ακόμα στα χέρια των Ιαπώνων, βομβαρδιστικά τους επέδραμαν εναντίον των βάσεων των B-29. Αμέσως μόλις έγινε η πρώτη επιδρομή στο Τόκιο, οι Ιάπωνες απάντησαν με νυχτερινές επιδρομές, οι οποίες ήταν και αρκετά επιτυχημένες, αφού σε μία από αυτές καταστράφηκαν 20 B-29, ενώ ανάλογος ήταν ο αριθμός που καταστράφηκε ή υπέστη σοβαρές ζημιές και στις άλλες.
Κατά τη διάρκεια του διμήνου Δεκεμβρίου “44-Ιανουαρίου “45 οι ιαπωνικές αυτές επιθέσεις αποτέλεσαν τον σημαντικότερο ανασταλτικό παράγοντα της δράσης των B-29, μέχρι και την κατάληψη της Ίβο-Τζίμα από το Ναυτικό τον Μάρτιο. Δεν ήταν όμως το μόνο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι Αμερικανοί στις Μαριάννες. Μετά την κατάληψη των νησιών, μικρές ομάδες Ιαπώνων κατέφυγαν στις σπηλιές των βουνών. Οι Αμερικανοί δεν μπόρεσαν να τους εξολοθρεύσουν και αυτοί οι λιγοστοί επιζώντες Ιάπωνες άρχισαν τον ανταρτοπόλεμο εναντίον τους. Σε λίγο καιρό οι απώλειες των Αμερικανών σε άψυχο, αλλά και έμψυχο, υλικό αυξήθηκαν τόσο πολύ, που αναγκάστηκαν να μεταφέρουν στρατεύματα για την προστασία των βάσεων, αν και πάλι τα πληρώματα ζούσαν σ” ένα διαρκή φόβο για την ασφάλειά τους. Οι Ιάπωνες όταν η επιτήρηση των αεροδρομίων αυξήθηκε, άρχισαν να καταστρέφουν τα διάφορα ραδιοβοηθήματα, δυσκολεύοντας πάλι τη ζωή των πιλότων.
Σαν τελευταίο μέτρο αντίδρασης οι Ιάπωνες άρχισαν να εκτελούν εν ψυχρώ και δημόσια τους πιλότους των B-29 που έπεφταν στα χέρια τους, ακόμη και όταν η Ιαπωνία ήταν στις τελευταίες της στιγμές. Οκτώ πιλότοι εκτελέστηκαν στις 12 Αυγούστου του 1945 στην πόλη Fukuoka και άλλοι οκτώ στις 15 Αυγούστου στην ίδια πόλη, λίγες ώρες πριν τη συνθηκολόγηση.
…KAI TO NAYTIKO ENANTION ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ
Μετά το τέλος της αεροναυμαχίας της νήσου Λέιτε, το ιαπωνικό ναυτικό εκμηδενίστηκε και οι Αμερικανοί βρέθηκαν ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο στη θάλασσα. Τα ιαπωνικά πλοία -όσα απέμειναν- είχαν δέσει στα λιμάνια, τα θωρηκτά ήταν χωρίς οβίδες και με ζημιές που δεν ήταν δυνατό να αποκατασταθούν. Τα αεροπλανοφόρα βρέθηκαν χωρίς αεροπλάνα, αφού και τα τελευταία είχαν σταλεί στους kamikaze. Κι αν ακόμη υπήρχαν, πετρέλαιο δεν υπήρχε αρκετό ούτε καν για τη λειτουργία και την κίνηση ελαφρών σκαφών.
Το Αμερικανικό Ναυτικό μπορούσε απερίσπαστο να υποστηρίζει τις αποβάσεις στα τελευταία προπύργια της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας. Από τις αρχές του 1945 τα αμερικανικά σκάφη πλησίαζαν όλο και περισσότερο τις ιαπωνικές ακτές, και αφού σιγά-σιγά είχαν καταληφθεί όλα τα περιφερειακά νησιά και είχε δρομολογηθεί ένα σχέδιο απόβασης στην Ιαπωνία, αποφασίστηκε και το Ναυτικό να συμμετέχει σε στρατηγικούς βομβαρδισμούς.
Ήδη στο διάστημα από 16/2/1945 έως 16/3/1945 οι δυνάμεις κρούσης με τα ταχέα αεροπλανοφόρα κλάσης Essex πλησίασαν τη νήσο Kyushy. Σκοπός τους ήταν η παροχή στρατηγικής κάλυψης για τη διεξαγόμενη απόβαση στην Ίβο-Τζίμα. Στις 16 Φεβρουαρίου μία μαζική επιδρομή εναντίον στόχων στην Kyushy είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή 322 ιαπωνικών αεροσκαφών στον αέρα και 177 στο έδαφος.
Στο περιθώριο της επιδρομής αμερικανικά βομβαρδιστικά εντόπισαν και βύθισαν 1 αεροπλανοφόρο συνοδείας, 1 αντιτορπιλικό, 2 συνοδευτικά, 1 φορτηγό και 9 σκάφη της ακτοπλοΪας, με συνολικές απώλειες για την ημέρα 49 αεροπλάνων. Μία παρόμοιας κλίμακας επίθεση επαναλήφθηκε στις 25 Φεβρουαρίου από τη μοίρα του ναυάρχου Mitchel που σαν σκοπό είχε να καταστρέψει τα τελευταία Kamikaze στο έδαφος. Αυτή τη φορά τα αμερικανικά αεροπλάνα κατέστρεψαν 158 ιαπωνικά στο έδαφος και στον αέρα, ενώ βύθισαν και 5 μικρά πλοία, με μόνη απώλεια 9 καταδιωκτικά Hellcat.
Οι επιχειρήσεις στην Okinawa επικέντρωσαν το ενδιαφέρον του Ναυτικού και τα περισσότερα αεροπλανοφόρα βομβάρδιζαν τις ιαπωνικές θέσεις στο νησί. Έτσι σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην Okinawa δεν σημειώθηκαν σημαντικοί βομβαρδισμοι των ιαπωνικών νήσων από ναυτικά αεροσκάφη. Μετά το τέλος τους όμως, το σύνολο των αεροπλανοφόρων αποσύρθηκε στη νήσο Leyte για τρεις εβδομάδες και παρέμεινε εκεί για ανεφοδιασμό, επισκευές και ξεκούραση των πληρωμάτων.
Την 1η Ιουλίου ο 3ος Αμερικανικός Στόλος αποπλέει. Διοικητής ο ναύαρχος Halsey και στόχος, η Ιαπωνία. Στις 10 Ιουλίου αμερικανικά βομβαρδιστικά πλήττουν βιομηχανικές εγκαταστάσεις στο Τόκιο, με μεγαλύτερη ακρίβεια και μικρότερο κόστος σε απώλειες από τα B-29. Βομβαρδίζονται επίσης αεροδρόμια, τα οποία ούτως ή άλλως είχαν έλλειψη αεροσκαφών.
Στις επόμενες ημέρες γίνονται εντατικοί βομβαρδισμοί βορειότερα στη νήσο Honshu ή νοτιότερα στη νήσο Hokkaido. Στόχος τους η βιομηχανική υποδομή της χώρας, αφού πάντα πλήττονται εργοστάσια, αποθήκες, γέφυρες, δεξαμενές καυσίμων και όχι ο άμαχος πληθυσμός. Στις 17 Ιουλίου ο 3ος Στόλος συνενώνενται με τη Βρετανική Μοίρα του Ειρηνικού υπό τον ναύαρχο Rawling, με αποστολή τον από κοινού βομβαρδισμό της Ιαπωνίας.
H συνεργασία γίνεται πράξη την επόμενη μέρα, στις 18 Ιουλίου όταν βομβαρδίζεται ημέρα ο ναύσταθμος της Yokosuka με αεροπλάνα που φέρουν αμερικανικά και βρετανικά εθνόσημα. Βυθίζουν το παλιό θωρηκτό Nagato που χωρίς πετρέλαιο παρέμενε εκεί με την ελπίδα ότι θα χρησιμοποιούσε τα πυροβόλα του σε περίπτωση που ο Αμερικανοί έκαναν απόβαση εκεί κοντά.
Στις επόμενες μέρες οι επιδρομές από τους Αγγλοαμερικάνους συνεχίζονται σφοδρότερες, ενώ από τις 24 έως τις 25 Ιουλίου, γίνονται επιδρομές εναντίον του μεγαλύτερου ναυστάθμου της χώρας, του Kure. Μέσα στο ναύσταθμο βρίσκονται τα τελευταία υπολείμματα του ιαπωνικού στόλου. Οι Σύμμαχοι τα εντοπίζουν και σε λίγες ώρες βυθίζονται 22 πολεμικά πλοία πρώτης γραμμής, συνολικού εκτοπίσματος 285.000 τόνων. Ανάμεσά τους το θωρηκτό “Haruma”, τα υβριδικά θωρηκτά-αεροπλανοφόρα “Hise” και “Hyuga”, τα αεροπλανοφόρα “Amagi”, “Katsuragi” (νεότευκτο) και “Ryuho”, τα καταδρομικά “Tone”, “Oyoto”, “Setzu”, “Ivete”, “Ahoba” και “Izumo”. Ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τον ιαπωνικό στόλο. Τουλάχιστον οι Ιάπωνες δεν θα βρίσκονταν στην ατιμωτική θέση να παραδώσουν τα πλοία τους στους Αμερικανούς μετά από ένα μήνα.
Σημειώνουμε ότι οι απώλειες των Συμμάχων σε αεροσκάφη ήταν μηδαμινές αφού από τα ανεπαρκή ιαπωνικά πληρώματα ελάχιστοι ενδιαφέρθηκαν για την αντιαεροπορική άμυνα των πλοίων. Στις 28 Ιουλίου βομβαρδίζεται πάλι ο ναύσταθμος του Kure, με στόχο τις παράκτιες εγκαταστάσεις και αποθήκες υλικού, αλλά και τα διάφορα ελαφρά επιθετικά σκάφη (π.χ. τορπιλάκατοι) Kamikaze. Τώρα οι ενωμένοι στόλοι μπαίνουν στην Εσωτερική Ιαπωνική Θάλασσα, χτυπώντας αλύπητα τη ναυσιπλοΪα αλλά και κάθε ενδιαφέροντα στόχο.
Στις 30 Ιουλίου εξαπολύεται νέα μαζική επιδρομή εναντίον του Τόκιο. Ήταν η τρίτη φορά που γινόταν αυτό μέσα σε τρεις εβδομάδες. Πληροφορίες που φτάνουν στον Halsey αναφέρουν όταν τα τελευταία ιαπωνικά αεροσκάφη έχουν καταφύγει σε αεροδρόμια στη νήσο Honshu. Ανεβαίνοντας βόρεια ο Halsey ετοιμάζει μία εντυπωσιακή αεροπορική επιχείρηση με δύναμη 1500 βομβαρδιστικών και καταδιωκτικών που καταστρέφουν τα τελευταία ιαπωνικά αεροσκάφη στο έδαφος. Οι πιλότοι των τελευταίων είχαν καταφύγει εκεί για να γλιτώσουν τα αεροπλάνα τους από τα P-51 που δρούσαν από την Okinawa. Στις 9 και 10 Αυγούστου τα βλέπουν να καταστρέφονται χωρίς να έχουν καύσιμα για να τα απογειώσουν. Στις 13 Αυγούστου ο 3ος Στόλος βομβαρδίζει το Τόκιο για μία ακόμη φορά, ασχέτως αν οι στόχοι πλέον σπανίζουν. Στο διάστημα από 10 Ιουλίου ως 15 Αυγούστου, τα αεροπλανοφόρα του ναύαρχου Halsey έδωσαν τα τελειωτικά χτυπήματα στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου καταστρέφοντας 2.804 αεροπλάνα, βυθίζοντας 148 πολεμικά και 1.598 εμπορικά πλοία, και εκμηδενίζοντας την ιαπωνική βιομηχανία (κυρίως την πολεμική) και τις παράκτιες εγκαταστάσεις.
Τελικά αποδείχτηκε ότι και τα ναυτικά αεροσκάφη αποδίδουν ικανοποιητικά στους στρατηγικούς βομβαρδισμούς. Μάλιστα το κόστος (σε άντρες και υλικό) ήταν μικρότερο από ότι με τη χρήση των B-29, oι στόχοι πλήττονταν με μεγαλύτερη ακρίβεια και το αεροπλάνο δεν ήταν ένα δολοφονικό μέσο που προκαλούσε τεράστιες απώλειες στον άμαχο πληθυσμό. Και αυτό διότι τα ναυτικά βομβαρδιστικά (Avenger και Helldiver) πετούσαν σε χαμηλό ύψος και η ακρίβεια των βολών και των ρίψεών τους ήταν δεδομένη. Δεν χρειάζονταν να συντρίψουν μία πόλη για να καταστρέψουν τα εργοστάσια της.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Θα μας προξενεί κατάπληξη η σκληρότητα με την οποία οι Αμερικανοί βομβάρδιζαν τις ιαπωνικές πόλεις. Μετά την εμφάνιση των Καμικάζε τον Οκτώβριο του 1944, ο πόλεμος έγινε ολοκληρωτικός για τους Αμερικανούς. Δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι για να νικήσουν έπρεπε να εξαφανίσουν τους Ιάπωνες από προσώπου γης και όχι άδικα αφού δεν παραδίδονταν. Σε κάθε νησί που καταλάμβαναν οι Ιάπωνες πολεμούσαν μέχρι τον τελευταίο. Όσοι έμεναν αυτοκτονούσαν. Οι Αμερικανοί δεν έπιαναν παρά ελάχιστους αιχμαλώτους και πίστευαν ότι έχουν να κάνουν με “τρελούς”, με “κίτρινα παράσιτα”. Δεν είχαν κανένα ενδοιασμό τα πληρώματα των B-29 γι” αυτό που έκαναν. ‘λλωστε οι Ιάπωνες επιτέθηκαν άτιμα στο Περλ Χάρμπορ, και εκτελούσαν τους αιχμαλώτους που έπιαναν (στην ιστορία έχει μείνει ο “Δρόμος του Θανάτου” που έκαναν οι αιχμάλωτοι που πιάστηκαν στο Μπαταάν.
Οι Ιάπωνες πυροβολούσαν τα πληρώματα των B-29 που έπεφταν με αλεξίπτωτο ή τα εκτελούσαν φτάνοντας στο έδαφος. Όσον αφορά τη σχέση αποτελεσμάτων και αριθμών βλέπουμε ότι μόνο στο Τόκιο σκοτώθηκαν 97.031 άτομα και σε άλλες 63 πόλεις 86.336 συνολικά. Οι πόλεις Τόκιο, Οσάκα, Ναγκόγια, Κόμπε και Γιοκοχάμα καταστράφηκαν σε ποσοστό 40 έως 65%. Άλλες μικρότερες πόλεις καταστράφηκαν σε ποσοστό 60, 70 ή και 80%, και η Τογιάμα με πληθυσμό 127.860 (πριν φυσικά τους βομβαρδισμούς) κατά 99,5%. O αριθμός των θυμάτων περιορίστηκε μονάχα από τα επαρκή καταφύγια.
O συνολικός αριθμός των πόλεων που υπέστησαν το μένος των Αμερικανών ήταν 98. Μαζί με τα θύματα των ατομικών βομβαρδισμών, ο αριθμός των νεκρών ξεπέρασε τις 300.000 και των αγνοουμένων τις 24.000. Τα B-29 κατέστρεψαν περίπου 2.360.000 κατοικίες -εξαιρουμένων εργοστασίων και κυβερνητικών κτιρίων- δημιουργώντας 13 εκατομμύρια άστεγους.
H βιομηχανία καταστράφηκε σε ποσοστό 70%, ενώ τα όποια σημαντικά έργα υποδομής (γέφυρες, λιμάνια) σε βαθμό 100%. Όλη η Ιαπωνία ήταν ένας πελώριος σωρός από ερείπια το πρωί της 15ης Αυγούστου. Ξεφεύγοντας από τους αριθμούς ας δούμε τι επίδραση είχαν στο ηθικό των Ιαπώνων και στη διάθεσή τους να παραδοθούν οι βομβαρδισμοί. Υπήρχε βέβαια η “κλίκα” των στρατιωτικών που δεν ήθελε να ακούσει τίποτα για παράδοση.
Όμως ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Χιροχίτο, βλέποντας τη χώρα του να μην αντέχει άλλο κάλεσε σύσκεψη στις 22 Ιουνίου. Παρόντες ήταν ο Πρωθυπουργός Σουζούκι, ο υπουργός Εξωτερικών Τόγκο, Αμύνης Ανάμι, Ναυτικού Γιονάι, ο αρχηγός του Στρατού Ουμέτσου και του Ναυτικού Τογιόντα. Ευθύς τους ρώτησε το εξής: “Δεν είναι καιρός να σκεφτούμε τρόπους τερματισμού του πολέμου; Το σκέφτεται η κυβέρνηση και οι στρατιωτικοί;”.
Αμέσως μετά έστειλαν τον Πρίγκηπα Κονόγιε στη Μόσχα για να ζητήσει εγγράφως από τον Στάλιν τη διαμεσολάβησή του στον τερματισμό του πολέμου. O Στάλιν όμως χρησιμοποίησε το χαρτί σαν ισχυρό διπλωματικό μέσο στη συνδιάσκεψη του Πότσδαμ. O πόλεμος θα τελείωνε δύο μήνες βέβαια μετά. Σε επόμενο άρθρο θα αναφερθούμε και στις δύο ατομικές βόμβες που έπεσαν στην Ιαπωνία και σφράγισαν την τύχη της χώρας και το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
O ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ
Θα φανεί παράξενο αλλά η πρώτη επιδρομή εναντίον των ιαπωνικών νησιών έγινε τον Απρίλιο του 1942, τέσσερις μόλις μήνες μετά την επιδρομή στο Περλ Χάρμπορ, και ενώ η αμερικανική ισχύς βρισκόταν στο ναδίρ. Μετά την επιδρομή, ένα ιαπωνικό υποβρύχιο μακράς ακτίνας δράσης αναδύεται μπροστά στο λιμάνι του Los Angeles και αφού βάλλει μερικές οβίδες με τα πυροβόλα του, διαφεύγει ανενόχλητο. Μπορεί η καταστροφή των θωρηκτών στο Περλ Χάρμπορ να ήταν μία στρατιωτική ήττα, αλλά στο προαναφερόμενο γεγονός οι Ιάπωνες το παράκαναν. Χρειάζεται μία απόδειξη ότι η Ιαπωνία δεν είναι ανίκητη, όχι μόνο για τους Αμερικανούς που “τρέμουν” την απόβαση στην ήπειρό τους, αλλά και για τους Ιάπωνες που θεωρούν ότι ο Αυτοκράτορας είναι υπέρ πάντων, και ότι η νίκη επί των εχθρών τους είναι δεδομένη.
O Ρούσβελτ θέλει ένα βομβαρδισμό της ιαπωνικής πρωτεύουσας, όσο δύσκολο και να είναι αυτό. Το ζητά από το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο, παρουσία του Στρατηγού Μάρσαλ και του Ναυάρχου King στις 21 Δεκεμβρίου του 1941 και στην επιχείρηση δίνεται προτεραιότητα “A”. Διατίθονται λοιπόν όλα τα υπάρχοντα μέσα. Και δεν απαιτούνται λίγα. Δύο αεροπλανοφόρα, ένα εκ των οποίων είναι το νεότευκτο Hornet, τέσσερα βαριά καταδρομικά, οκτώ αντιτορπιλικά και αριθμός βοηθητικών σκαφών.
Το Hornet θα μεταφέρει 16 μέσα βομβαρδιστικά B-25 Mitchell, τα μόνα με επαρκή ακτίνα, ενώ το άλλο αεροπλανοφόρο, USS Enterprise θα παρέχει κάλυψη από αέρος στη μικρή αρμάδα. Τα B-25 είχαν υποστεί διάφορες μικρομετατροπές, όπως πρόσθετες εσωτερικές δεξαμενές καυσίμων, βοηθητικά συστήματα ναυτιλίας και καθόλου οπλισμό (στη θέση των πολυβόλων τοποθετήθηκαν ξύλινα ομοιώματα). Ως αρχηγός της αποστολής επιλέχθηκε ένας χαρισματικός πιλότος, ο James Harold “Jimmy” Doolittle (1896-1993), αντισυνταγματάρχης του Στρατού. Τα Hornet και Enterprise αποπλέουν την 1η Απριλίου 1942 από τους ναυστάθμους του Σαν Φρανσίσκο και Περλ Χάρμπορ αντίστοιχα. Διοικητής της ναυτικής μοίρας είναι ο ναύαρχος Halsey.
Συναντώνται στις 13 Απριλίου στον Βόρειο Ειρηνικό, και ακολουθούν μία ανάστροφη πορεία από αυτή που ακολούθησαν οι Ιάπωνες για την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Τα ξημερώματα όμως της 18ης Απριλίου πολεμικά της μοίρας συναντούν και βυθίζουν δύο ιαπωνικά αντιτορπιλικά που βρέθηκαν τυχαία στην πορεία τους. Αποφασίζεται τότε η εξαπόλυση των αεροσκαφών να γίνει εκείνη τη στιγμή, σε απόσταση 1300 km από τα ιαπωνικά νησιά (αντί των 800 km που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο), αφού είχαν επισημανθεί.
Στις 7:25 αρχίζουν να απογειώνονται τα πρώτα αεροσκάφη, και χωρίς να εντοπιστούν πλησιάζουν τους στόχους τους. Πάνω από την ιαπωνική πρωτεύουσα δεν πετά κανένα αεροσκάφος, ενώ τα λιγοστά πυροβόλα που υπήρχαν είχαν δεσμευτεί λόγω του ότι μόλις είχε τελειώσει μία άσκηση αντιαεροπορικής άμυνας με συμμετοχή βομβαρδιστικών. Όταν στις 12.00 13 αεροσκάφη εμφανίζονται πάνω από την πόλη του Τόκιο, την βομβαρδίζουν εντελώς ανενόχλητα και μόλις την τελευταία στιγμή μερικές ομοβροντίες καταρρίπτουν ένα B-25 και προκαλούν ζημιές σε άλλο ένα που θα πέσει λίγο αργότερα. Πλήγματα αναφέρονται σε χαλυβουργείες, εργοστάσια και αποθήκες στρατιωτικού υλικού. Τρία B-25 ρίχνουν τις βόμβες τους στη Ναγκόγια, Οσάκα και το Κόμπε, μάλλον συμβολικά και όχι με κάποιον ουσιαστικό στόχο.
Τα αεροσκάφη έχουν τώρα πάνω από 100 χιλιόμετρα για να φτάσουν στην Κίνα, σε κάποια άγνωστα αεροδρόμια που δεν τα βρίσκουν ποτέ. Φτάνοντας πάνω από έδαφος ελεγχόμενο από τους Κινέζους, τα πληρώματα εγκαταλείπουν τα αεροσκάφη τους με αλεξίπτωτα, ενώ τέσσερα προσγειώνονται δύσκολα και καταστρέφονται. Ένα μόνο κατορθώνει να φτάσει στο Βλαδιβοστόκ. O πρώτος αυτός βομβαρδισμός του Τόκιο, μπορεί από τακτική ή στρατηγική άποψη να μην πέτυχε πάρα πολλά, αλλά τουλάχιστον ήταν μία τονωτική ένεση στο ανύπαρκτο αμερικανικό ηθικό.
Οι Ιάπωνες ενοχλήθηκαν αρκετά, και μάλιστα εκτέλεσαν τους βομβαρδιστές των δύο πληρωμάτων που συνέλαβαν σαν εγκληματίες πολέμου. Εντούτοις όμως δεν φρόντισαν να αναπτύξουν ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, ούτε προσπάθησαν να βελτιώσουν την αντιαεροπορική τους άμυνα. Και αυτό αποδείχτηκε μοιραίο όταν τα B-29 ισοπέδωναν τις ιαπωνικές πόλεις.
H ΠΑΡ” ΟΛΙΓΟΝ BPETANIKH ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
O Τσόρτσιλ ήταν αποφασισμένος να πιέσει τη Βουλή έτσι ώστε αγγλικές δυνάμεις να συμμετέχουν στη σχεδιαζόμενη εισβολή στις ιαπωνικές νήσους. Έπρεπε όμως πρώτα να απελευθερωθούν οι αγγλικές κτήσεις στην ‘πω Ανατολή (Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Χονγκ-Κονγκ). Έτσι μονάχα τρεις μεραρχίες θα ήταν διαθέσιμες, ίσως πέντε στις αρχές του 1946. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να απαιτήσουν ισότιμη κατοχή της Ιαπωνίας μεταπολεμικά, όπως είχε συμφωνηθεί για τη Γερμανία. Σχεδιάστηκε λοιπόν από κοινού βομβαρδισμός, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της Ευρώπης.
Ήδη δύο Lancaster MKI είχαν αρχίσει να δοκιμάζονται με μία σειρά μετατροπών έτσι ώστε να αυξηθεί η ακτίνα τους. Αφαιρέθηκε ο ραχιαίος πυργίσκος και προστέθηκε σε όλο το μήκος της ατράκτου μία “καμπούρα” που περιείχε μία δεξαμενή καυσίμου χωρητικότητας 5.455 λίτρων για να μπορέσουν τα αεροσκάφη να ακολουθούν τα B-29 στις Μαριάννες. Έγιναν και άλλες διάφορες μικρομετατροπές, το αεροσκάφος όμως είχε απαράδεκτη πτητική συμπεριφορά και έτσι τα σχέδια για ένα μακράς ακτίνας Lancaster απέτυχαν.
Τα σχέδια της αγγλικής αεροπορίας ήταν η δημιουργία 20 σμηνών στρατηγικού βομβαρδισμού συνολικής δύναμης 400 αεροσκαφών, εκ των οποίων τα μισά περίπου θα επανδρώνονταν από πληρώματα προερχόμενα από την Κοινοπολιτεία. Μετά όμως τη διάσκεψη της Γιάλτας οι Αμερικανοί ξεκαθάρισαν στους Βρετανούς ότι για να αναπτυχθεί αυτή η δύναμη θα έπρεπε οι τελευταίοι να βρουν τα αεροδρόμια και να δημιουργήσουν την απαιτούμενη υποδομή (ήδη είχαν αρχίσει να υπάρχουν διαφορές για τη μελλοντική κυριαρχία του κόσμου από τους Συμμάχους).
Μετά όμως από συνεχείς πιέσεις και εκκλήσεις του Τσόρτσιλ κατά τη διάρκεια των μαχών της Οκινάουα, ο στρατηγός Μάρσαλ υποσχέθηκε στις 12 Ιουνίου του 1945 μία βάση για τα αγγλικά βομβαρδιστικά. O Τσόρτσιλ εκμεταλλεύτηκε χωρίς καθυστέρηση το γεγονός και αμέσως η νέα δύναμη άρχισε να συγκροτείται και να εκπαιδεύονται πληρώματα. Φυσικά θα βασίζονταν πάνω στη δύναμη βομβαρδισμού της Γερμανίας και τα αεροσκάφη θα ήταν Lancaster και Halifax. Τελικά όμως τα γεγονότα πρόλαβαν τους ‘γγλους και η λήξη του πολέμου ήρθε πριν τα αγγλικά βομβαρδιστικά πετάξουν πάνω από το Τόκιο.