Στο κρίσιμο ερώτημα αν κερδίζει η Ρωσία στην Ουκρανία η απάντηση είναι διπλή. Σαφώς «ναι» αν μετρήσουμε τα εδαφικά οφέλη της, αλλά και «όχι» αν δούμε πόσο αυτά έχουν περιοριστεί. Υπάρχει βέβαια το γενικότερο θέμα αποτίμησης της εισβολής για τη Μόσχα, δηλαδή τι άλλο έχει χάσει (ή κερδίσει) σε διεθνές κύρος, σε κυρώσεις, σε απώλεια αγορών, επενδύσεων, θέσεων εργασίας, σε ήπια ισχύ, σε ηθικό πλεονέκτημα, τι κόστος έχει σε ανθρώπινες απώλειες, νεκρούς και τραυματίες, τι φθορά έχει υποστεί στις ένοπλες δυνάμεις της κ.ο.κ. Αντίστοιχα πρέπει να γίνει αποτίμηση και για την Ουκρανία.
Ας μείνουμε όπως προς το παρόν στο εδαφικό σκέλος, αυτό που είναι και πιο εύκολο να αποτυπωθεί σε ένα χάρτη. Ο παρακάτω λοιπόν, δείχνει αδρά με ροζ χρώμα τι εκτάσεις ελέγχει σήμερα η Ρωσία, με μπλε τι ήλεγχε αλλά το έχουν ξανακερδίσει οι Ουκρανοί, ενώ με διαγραμμισμένο κόκκινο φαίνονται οι περιοχές της Κριμαίας, του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ που είχαν ανακηρύξει την αυτονομία τους οι φιλορώσοι από το 2014. Ας δούμε αναλυτικά όμως τις εξελίξεις στα 3 μέτωπα, Βόρειο, Νότιο, Ανατολικό.
ΝΟΤΙΑ ΟΥΚΡΑΝΙΑ: Οι πρώτες μέρες της εισβολής λοιπόν προσέφεραν στην Ρωσία σημαντικές ουκρανικές εκτάσεις και πολυμέτωπα. Στο Νότο, με εκκίνηση την Κριμαία που κατείχε από το 2014, κατάφερε να φθάσει στο Δνείπερο, να καταλάβει τη Χερσώνα και να αγκιστρωθεί και πέρα από αυτή στην δυτική όχθη του ποταμού, στο μόνο σημείο που τον έχει περάσει (ο οποίος είναι το κεντρικό φυσικό ορόσημο της χώρας). Οι μεγάλες μάχες γύρω από το Μικολάγιεφ (ή Νικολάγιεφ) ένα σημαντικό ουκρανικό λιμάνι μέσω ποτάμιας πρόσβασης ήταν το κρίσιμο σημείο όπου τα ρωσικά στρατεύματα «φρέναραν». Αν είχαν καταφέρει να καταλάβουν την πόλη, η πορεία προς την Οδησσό ήταν ανοιχτή ώστε μετά να φθάσουν στα σύνορα με την Υπερδνειστερία την οποία επίσης ελέγχουν, αποκόπτοντας πλήρως την Ουκρανία από τη Μαύρη Θάλασσα, κάτι που θα “μίκραινε” σαφώς το Κίεβο σε έκταση και σε οικονομική ανάπτυξη.
Αυτό δεν έγινε κατορθωτό, αλλά το αντίθετο, στο Νότιο τμήμα η Ρωσία είχε δύο μικρές σε στρατιωτική αξία ήττες, αλλά σημαντικές από πλευράς εικόνας της. Αρχικά η βύθιση του καταδρομικού Moskva εξέθεσε την αντίληψη ότι η… Μόσχα ελέγχει πλήρως τη Μαύρη Θάλασσα. Στη συνέχεια, η ρωσική οπισθοχώρηση από το Φιδονήσι, μια μικροσκοπική νησίδα με γεωγραφικά όμως νευραλγική θέση, επιβεβαίωσε την αδυναμία να μπλοκαριστούν οι ουκρανικές αεροναυτικές επιχειρήσεις. Στο ίδιο πεδίο μαχών, πλέον η Ουκρανία έχει εξαπολύσει αντεπίθεση, κερδίζοντας αργά αρκετές περιοχές δυτικά του Δνείπερου. Αρχικός ουκρανικός στόχος είναι βέβαια η Χερσώνα, την οποία επιχειρούν να απομονώσουν, βομβαρδίζοντας τις γέφυρες που επιτρέπουν στην Ρωσία να μεταφέρει ενισχύσεις.
ΒΟΡΕΙΑ ΟΥΚΡΑΝΙΑ: Εδώ είχαμε την πολύ εντυπωσιακή διείσδυση μέσω Λευκορωσίας που έφθασε στις παρυφές του Κιέβου, ξεκινώντας από την κατάληψη του Τσερνόμπιλ. Το Κίεβο πιέστηκε έτσι σε λαβίδα, δυτικά και ανατολικά, με την ανατολική προέλαση να φθάνει κάποια στιγμή στην περίφημη «φάλαγγα χιλιομέτρων» των ρωσικών αρμάτων. Μια φάλαγγα όμως που εγκλωβίστηκε σε μια μόνο κύρια οδική πρόσβαση, ξέμεινε από καύσιμα, παρενοχλήθηκε από μικρές ουκρανικές καταδρομές και τελικά ποτέ δεν μπόρεσε να υλοποιήσει μια πειστική αιχμή κατά του Κιέβου, που ιδανικά για τη Ρωσία θα έφερνε την κατάρρευση της κυβέρνησης Ζελένσκι. Από πλευράς εντυπώσεων αλλά και στρατιωτικής ισχύος εκεί ίσως κρίθηκε ο πόλεμος.
Πάντα στο Βορρά, οι Ρωσικές δυνάμεις έφθασαν στα περίχωρα του Σούμι, του Χαρκόβου, αλλά και πάλι δεν κατάφεραν να κερδίσουν μια μεγάλη πόλη της περιοχής, που θα τους επέτρεπε και την αγκίστρωση εκεί και την δημιουργία ενός οχυρωμένου σημείου. Έτσι υποχώρησαν από τις αρχές Μαίου, παραχωρώντας το μεγαλύτερο μέρος των κατακτήσεων τους στην περιοχή. Σήμερα, 4 μήνες μετά, στα ανατολικά του Χαρκόβου έχει ξεκινήσει Ουκρανική αντεπίθεση που σημειώνει επιτυχίες, έχει απελευθερώσει το Κουπιάνσκ και το Ιζιούμ, έχει περάσει τον ποταμό Οσκίλ και πιέζει προς Λουχάνσκ.
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΟΥΚΡΑΝΙΑ: Στο κεντρικό-ανατολικό μέτωπο τώρα, η Ρωσία είχε εκκίνηση από τις περιοχές των αυτονομιστών, σε Λουχάνσκ και Ντονέτσκ (μαζί και τα δύο τα ονομάζουμε Ντονμπάς), όπου αυτές οι δύο διοικητικές περιφέρειες είχαν από το 2014 κοπεί περίπου στη μέση: με το ανατολικό τους κομμάτι να έχει κηρύξει αυτονομία και το δυτικό να το ελέγχει το Κίεβο, με ένα αιματηρό πόλεμο χαρακωμάτων και βομβαρδισμών να διεξάγεται έκτοτε. Στο πεδίο αυτό η Ρωσία κατάφερε σημαντική προώθηση, κατέλαβε στο πιο νότιο κομμάτι του τη Μαριούπολη και απεκατέστησε επαφή με την προώθηση από την Κριμαία, ενώ έχει πιέσει σημαντικά προς την κατεύθυνση του Κραματόρσκ τους τελευταίους μήνες, αλλά με μια πολύ αργή προέλαση με μεγάλες εκατέρωθεν απώλειες.
Εδώ και πάλι είχαμε κομβικά σημεία του πολέμου. Αρχικά η πολιορκία της Μαριούπολης απασχόλησε πολλά ρωσικά στρατεύματα. Η πολιορκία ήταν δεδομένο ότι θα κατέληγε σε ουκρανική ήττα, αλλά η φθορά που επέφεραν στα Ρωσικά αποθέματα και δυνάμεις ήταν σημαντική. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε ένας μύθος αντίστασης που το Κίεβο καλλιέργησε έντονα εντός της Ουκρανίας αλλά και διεθνώς. Κρατώντας μάλιστα πάνω από 2,5 μήνες -έληξε στις 20 Μαίου με παράδοση των τελευταίων Ουκρανών- καθυστέρησε σημαντικά τη ρωσική επέκταση, που προσπαθούσε να εκκαθαρίσει την πόλη. Δευτερογενές αποτέλεσμα της πολιορκίας ήταν η “αναβάθμιση” από πλευράς κύρους ημιαυτόνομων ουκρανικών σχηματισμών που πολέμησαν εκεί, όπως το “Τάγμα Αζόφ”, που παγίωσαν έτσι την ακραία ιδεολογία τους αλλά και γενικότερα τη “σκληρή γραμμή” έναντι της Ρωσίας. Η Ουκρανία βέβαια στα επόμενα χρόνια θα δυσκολευθεί να αποσείσει την επιρροή αυτών των μονάδων και αντιλήψεων, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.
Το δεύτερο σημείο είναι βέβαια η ρωσική προώθηση στο κέντρο του Ντονμπάς, η όποια όπως είπαμε «σέρνεται» περίπου 3 μήνες. Θα μάθουμε μετά τον πόλεμο πόσο ανθρώπινο κόστος είχε, αλλά οι Ουκρανοί και εδώ «πούλησαν» ακριβά κάθε χιλιόμετρο που παραχώρησαν, ενώ απέφυγαν -έστω και την τελευταία στιγμή- την περικύκλωση σημαντικών μονάδων τους. Έχασαν πολύ κόσμο, και πολύ υλικό, αλλά το ρωσικό σχέδιο για κατάληψη ολόκληρου του Ντονμπάς δεν απέδωσε, προς το παρόν πάντα. Για τη Ρωσία η κατάληψη του Ντονμπάς έιναι και στρατηγικός στόχος, και έχει ανακοινωθεί ως τέτοιος από τον ίδιο τον Πούτιν. Άρα οποιαδήποτε υποχώρηση εκεί, είναι και μια σημαντική απώλεια κύρους.
Συνοψίζοντας
Η Ρωσία, οργανώνοντας μια εισβολή σε 3 μέτωπα, ήλπιζε σε μια γρήγορη κατάρρευση της Ουκρανίας, κυρίως από το «σοκ» της πολυμέτωπης προέλασης που πίστευε ότι θα έφερνε τον πανικό και την πλήρη αποδιοργάνωση των ουκρανικών δυνάμεων. Αυτό όμως δεν συνέβη στο πρώτο σημαντικό 20μερο του πολέμου, και από εκεί και πέρα τόσο η δυτική βοήθεια, η αρκετά καλή -όπως αποδείχθηκε- οργάνωση των Ουκρανών, που είχαν κάνει την προετοιμασία τους και δεν «βγήκαν» στα ανοιχτά να συγκρουστούν με τις ρωσικές επελάσεις, διαλέγοντας την άμυνα σε αστικές ζώνες, κατάφερε να μετασχηματίσει τον πόλεμο όχι σε νικηφόρο αλλά σε φθοράς.
Και στη αμοιβαία φθορά, η ρωσική υστέρηση άφθονων ετοιμοπόλεμων στρατευμάτων, άφθονων πυρομαχικών ακριβείας, καλού συντονισμού, έμπειρων επιτελών, γενικότερα υποδομών εφεδρείας, η αδυναμία να επιβληθεί αεροπορική κυριαρχία, η κακή κατάσταση της επιμελητείας, η μη πρόβλεψη ότι ο πόλεμος μπορεί να παραταθεί αποδείχθηκαν καταλυτικές. Στην πορεία των 7 μήνων επιχειρήσεων, ο ρωσικός στρατός εμφανίστηκε πολύ κατώτερος από αυτό που η Δύση πίστευε. Με τη διαφθορά και την έλλειψη κονδυλίων, το νεποτισμό και τη χαμηλής ποιότητας βιαστική εκπαίδευση να υποσκάπτουν μακροχρόνια το ηθικό και την αποτελεσματικότητα του. Ενώ ακόμη δεν έχει βρεθεί ένα μοντέρνο δόγμα επίθεσης, και αντίθετα παραμένει η ρωσική προέλαση “προσδεδεμένη” στην μαζική χρήση πυροβολικού και στις τοπικές αιχμές μικρών αποσπασμάτων, που αναζητούν το ρήγμα στις ουκρανικές γραμμές.
Από ουκρανικής πλευράς προκαλούν εντυπώσεις δύο κυρίως στοιχεία. Το πρώτο είναι η συσπείρωση του ουκρανικού λαού που μετείχε μαζικά στην πολεμική προσπάθεια. Το επιχείρημα ότι “οι Ουκρανοί είναι πλέον οι μισθοφόροι της Δύσης” είναι αφελές. Πράγματι η Δύση τροφοδοτεί αφειδώς με όπλα -αν και στην αρχή όχι ιδιαίτερα βαριά- την Ουκρανία. Αλλά αυτό δεν επαρκεί για να πείσει τους Ουκρανούς να συρρέουν στην πρώτη γραμμή. Λαός με αναζήτηση ταυτότητας, στη ρωσική εισβολή είδε την “αναγνώριση” του ως πολιτισμική οντότητα που δέχεται επίθεση. Το παράδοξο αυτό η Ρωσία δεν μπόρεσε να το μετρήσει, πως δηλαδή η δική της επιθετική ενέργεια θα καταξίωνε τον ουκρανικό εθνικισμό, που είναι έντονα νεωτερικός, δίνοντας στον ουκρανικό λαό λόγο και πάθος αντίστασης. Ακόμη και στις ανατολικές περιοχές της χώρας που είναι έντονα ρωσόφωνες και πολιτισμικά πολύ κοντά στη Μόσχα, η ρωσική εισβολή δεν ήταν καλοδεχούμενη στην βιαιότητα και τραχύτητα της. Έτσι οι Ουκρανοί αντιστάθηκαν και συνεχίζουν, με τεράστιο βέβαια φόρο αίματος και καταστροφής.
Το δεύτερο στοιχείο που θέλει μελέτη είναι το πόσο γρήγορα οι Ουκρανοί κατάφεραν να αξιοποιήσουν τα δυτικά όπλα. Άγνωστα τους, με οδηγίες σε γλώσσα που δεν ξέρουν, με εκπαίδευση ωρών ή έστω λίγων εβδομάδων για τα πιο σύνθετα συστήματα. Κι όμως, τα αξιοποίησαν, όχι βέβαια στο 100% των δυνατοτήτων τους, αλλά αρκετά για να κάνουν τον ρωσικό στρατό να κομπιάσει, αντιμέτωπος με έναν όγκο πυρός που δεν περίμενε και δεν είχε απάντηση. Χαμηλού κόστους φορητά αντιαρματικά τις πρώτες εβδομάδες εξουδετέρωναν τις ρωσικές φάλαγγες, υψηλής ποιότητας δυτική στοχοποίηση έδωσε αποτελέσματα (όπως π.χ. στη βύθιση του Moskva), φορητά αντιαεροπορικά απέτρεψαν την εύκολη αεραπόβαση, σήμερα πυρά ακριβείας πυροβολικού από συστήματα HIMARS, PzH 2000, Caesar, Krab, Μ-109, ταλαιπωρούν συνεχώς κάθε ρωσική επίθεση. Μεγάλο ερώτημα λοιπόν είναι, πως θα αντιδρούσε ο ρωσικός στρατός αν βρισκόταν αντιμέτωπος με έμπειρα νατοϊκά στρατεύματα, που τα ίδια όπλα τα αξιοποιούν εδώ και πολλά χρόνια και έχουν πλήρη γνώση των δυνατοτήτων τους.
Επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα: Κερδίζει η Ρωσία; Πάντα στο χάρτη ναι. Έχει καταλάβει χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα της Ουκρανίας, την έχει τραυματίσει σοβαρά και ίσως μπορεί να διατηρήσει τα κέρδη της. Αν όμως επιθυμεί την υπέρβαση και την εκ νέου έναρξη ισχυρών επιθετικών επιχειρήσεων, πρέπει να βρει τους πόρους, ανθρώπινους και υλικούς, πρέπει να θέσει ένα σαφή στόχο εδαφικό και κυρίως πολιτικό, πρέπει να καταφέρει να μπλοκάρει την δυτική ροή εφοδίων και ενίσχυσης. Πάρα πολλά.
Και μεγάλα ως προκρίματα για τη σημερινή πολιτική σκηνή της Μόσχας που δείχνει -από όσα μπορούμε να διακρίνουμε- αδυναμία στην αποδοχή της πραγματικότητας, αδυναμία στην στρατηγική ανάλυση, αδυναμία στην «πολεμική επένδυση», αδυναμία στο να αναλάβει τις θυσίες που απαιτεί ο ολοκληρωτικός πόλεμος (και όχι οι πολιτικαντισμοί περί «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης»). Έχοντας βέβαια και την ευθύνη τερματισμού ή συνέχισης αυτής της άθλιας εμπλοκής που οι ίδιοι άρχισαν.
Πέρα από το μέτρημα εδαφών, αρμάτων, αεροσκαφών, πυρομαχικών: Η σημερινή στρατιωτική δομή της Ρωσίας δεν έχει τη στόφα ενός Στρατάρχη Ζούκοφ, ή ενός Κόνιεφ, ή ενός Ροκοσόφσκι, που διοίκησαν με ατσάλινη πυγμή τεράστια σώματα στρατού στις πιο δύσκολες μάχες του 20ου αιώνα. Δεν υπάρχει καν το διάσημο σοβιετικό επιτελείο “Στάβκα” του 2ου Παγκοσμίου, που από την πρώτη μέρα της ναζιστικής εισβολής το 1941, σχεδίαζε αντεπιθέσεις. Αν κάτι έχει χάσει αμυντικά η Ρωσία, πέρα από κύρος, στο συγκεκριμένο άδικο πόλεμο που έχει ξεκινήσει είναι αυτό: Την ικανότητα της, έστω μέσω μιας κτηνώδους διαδικασίας, να παράγει στρατιωτικούς ηγέτες που να μπορούν να ανιχνεύσουν το πραγματικά ζητούμενο σε ένα πεδίο μάχης και να αναζητήσουν την νίκη, ή έστω την αντίσταση, χωρίς κανένα ενδοιασμό. Και αυτό δεν αναπληρώνεται εύκολα.