Η εκπαίδευση ενός πιλότου μαχητικού αεροσκάφους είναι μια χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία, που απαιτεί σημαντικούς πόρους από το κάθε κράτος, ενώ οι χειριστές επιλέγονται μέσα από μια μακρά και επίπονη διαδικασία αξιολόγησης. Στην Ελλάδα, η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) επενδύει εκατομμύρια ευρώ για την εκπαίδευση κάθε πιλότου, από τη βασική στην Σχολή Ικάρων έως την εξειδικευμένη σε μαχητικά όπως τα F-16 ή τα Rafale.
Το κόστος αυτό περιλαμβάνει εκπαιδευτικές πτήσεις διαφόρων επιπέδων και δυσκολίας, προσομοιωτές, συντήρηση αεροσκαφών, καύσιμα και εξοπλισμό, ενώ ο χρόνος που απαιτείται για να γίνει ένας πιλότος πλήρως επιχειρησιακός μπορεί να ξεπερνά τα πέντε χρόνια. Πέρα από το οικονομικό κόστος, οι πιλότοι αποτελούν πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, καθώς κατέχουν εξειδικευμένες γνώσεις, τακτικές και δεξιότητες που είναι δύσκολο να αντικατασταθούν. Έτσι η απώλεια ενός σε εχθρικό έδαφος, δεν είναι μόνο μια ανθρωπιστική τραγωδία, αλλά και δυσαναπλήρωτο κενό μαχητικότητας.
Ακόμη η αιχμαλωσία ενός πιλότου ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Καθώς κατέχουν ευαίσθητες πληροφορίες για τις επιχειρησιακές τακτικές, την τεχνολογία και τα επιχειρησιακά σχέδια, που μπορούν να εκμεταλλευτούν οι αντίπαλοι. Επιπλέον, σε περιπτώσεις όπου ο εχθρός δεν σέβεται τις διεθνείς συνθήκες για την προστασία των αιχμαλώτων πολέμου, όπως η Σύμβαση της Γενεύης, οι πιλότοι μπορεί να υποστούν κακομεταχείριση, έως και κίνδυνο ζωής.
Οπότε για πολλούς λόγους η διάσωση τους είναι μεγάλης προτεραιότητας. Αποτρέπει την αποκάλυψη κρίσιμων πληροφοριών, διατηρεί την ετοιμότητα της αεροπορίας, ενώ ενισχύει το ηθικό των χειριστών που ξέρουν πως αν καταρριφθούν, θα υπάρξει προσπάθεια να επιστρέψουν με ασφάλεια, κάτι που ενισχύει την αποφασιστικότητά τους να εκτελούν αποστολές υψηλού κινδύνου.
Πως σας φαίνεται ένα τέτοιο gunship CSAR HH-60Μ για την Πολεμική Αεροπορία;
Τι είναι το Combat Search and Rescue (CSAR);
Έτσι ονομάζονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που αποσκοπούν στην ανάκτηση πιλότων ή άλλου προσωπικού που έχουν καταρριφθεί ή απομονωθεί σε εχθρικό έδαφος. Οι αποστολές περιλαμβάνουν τον εντοπισμό του προσωπικού, την προσέγγιση της περιοχής και την ασφαλή μεταφορά του σε φιλικό έδαφος, συχνά υπό εχθρικά πυρά. Το CSAR απαιτεί κυρίως εξειδικευμένα ελικόπτερα με συστήματα αυτοπροστασίας, όπως ανιχνευτές εισερχόμενων πυραύλων και εκτοξευτές φωτοβολίδων, καθώς και προηγμένα συστήματα πλοήγησης και επικοινωνιών. Επιπλέον, χρειάζεται ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό, όπως διασώστες μάχης και πληρώματα ικανά να επιχειρούν σε υψηλού κινδύνου συνθήκες.
Οι αποστολές CSAR πολλές φορές είναι εξαιρετικά σύνθετες και περιλαμβάνουν συντονισμό πολλαπλών μέσων, όπως ελικόπτερα, μαχητικά αεροσκάφη για κάλυψη, αεροσκάφη εναέριου ανεφοδιασμού και αερομεταφερόμενα κέντρα διοίκησης. Η επιτυχία τους εξαρτάται από την ταχύτητα, την ακρίβεια και την ικανότητα αποφυγής των εχθρικών απειλών.
Από το Βιετνάμ στο σήμερα
Οι αποστολές CSAR διαμορφώθηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Εκεί οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν την ανάγκη διάσωσης πιλότων που καταρρίφθηκαν στο Βόρειο Βιετνάμ, το Λάος και την Καμπότζη. Η Αμερικανική Αεροπορία και το Ναυτικό ανέπτυξαν εξειδικευμένες μονάδες CSAR, χρησιμοποιώντας ελικόπτερα όπως το Sikorsky HH-3 Jolly Green Giant σε διάφορες παραλλαγές. Αυτά ήταν εξοπλισμένα με επιπλέον θωράκιση και πολυβόλα, ενώ υποστηρίζονταν από μαχητικά, ανάμεσα τους και τα ευκίνητα A-1 Skyraider, για την καταστολή των εχθρικών απειλών στο έδαφος.
ΑΝΑΛΥΣΗ: UH-60M CSAR/SAR για την Πολεμική μας Αεροπορία, μια ματιά στα S-70M SAR της Ρουμανίας
Μια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η διάσωση του πιλότου Roger Locher το 1972. Ο Locher, χειριστής F-4 Phantom, καταρρίφθηκε από MiG-21 και παρέμεινε κρυμμένος για 23 ημέρες σε εχθρικό έδαφος, 40 μίλια από το Ανόι. Η διάσωσή του από ελικόπτερο HH-53, υπό έντονα εχθρικά πυρά, απαιτούσε συντονισμό μαχητικών και ελικοπτέρων, καθώς και ακριβή πλοήγηση. Ενώ η διάσωση, πάλι το 1972,του πλοηγού Iceal Hambleton, ενός EB-66, ήταν η μεγαλύτερη και πιο πολύπλοκη της περιόδου, αλλά κόστισε πέντε αεροσκάφη, έντεκα νεκρούς και δύο αιχμαλώτους, υποδεικνύοντας το υψηλό ρίσκο τέτοιων αποστολών.
Στον Πόλεμο του Κόλπου το 1991, το CSAR εξελίχθηκε με τη χρήση προηγμένων τεχνολογιών. Οι συμμαχικές δυνάμεις αντιμετώπισαν την ανάγκη διάσωσης πιλότων στο Ιράκ και το Κουβέιτ, όπου τα ιρακινά αντιαεροπορικά συστήματα ήταν σημαντική απειλή. Τα ελικόπτερα HH-60G Pave Hawk, με σύγχρονα για την εποχή συστήματα νυχτερινής όρασης και ραντάρ, διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο. Μια γνωστή περίπτωση ήταν η διάσωση του Devon Jones στις 21 Ιανουαρίου 1991, πιλότου F-14 Tomcat, που καταρρίφθηκε από ιρακινό πύραυλο. Ελικόπτερα MH-53J με υποστήριξη A-10 Thunderbolt II, ανέκτησαν τον πιλότο υπό την απειλή εχθρικών δυνάμεων.
Μια ακόμα περίπτωση ήταν η διάσωση του Scott O’Grady το 1995 στη Βοσνία. Ο πιλότος F-16, καταρρίφθηκε από πύραυλο SA-6 και παρέμεινε κρυμμένος για έξι ημέρες πριν διασωθεί από ελικόπτερα CH-53 και πεζοναύτες των ΗΠΑ. Η επιχείρηση υποστηρίχθηκε από μαχητικά F-16 και A-10, που εξουδετέρωσαν εχθρικές θέσεις, αποδεικνύοντας την ανάγκη συντονισμού πολλαπλών μέσων.
Στις 7 Ιανουαρίου 2018, ένα σαουδαραβικό Panavia Tornado συνετρίβη στην επαρχία Σαάντα. Οι Χούθι ισχυρίστηκαν ότι το κατέρριψαν με πύραυλο, ενώ η Σαουδική Αεροπορία ανέφερε τεχνική βλάβη. Οι χειριστές, Fahd bin Mohammed Al-Haqbani και Abdullah bin Hamad Al-Zir, εκτινάχθηκαν πάνω από εχθρικό έδαφος. Η διάσωση οργανώθηκε από τη Σαουδική Αεροπορία, χρησιμοποιώντας ελικόπτερα Airbus H225 Cougar, με υποστήριξη ελικοπτέρων AH-64 Apache για την καταστολή εχθρικών πυρών. Οι πιλότοι ανακτήθηκαν εντός λίγων ωρών, παρά τις δυσκολίες της ορεινής περιοχής.
Στις 14 Φεβρουαρίου 2020, ένα ακόμα σαουδαραβικό Panavia Tornado καταρρίφθηκε από πύραυλο των Χούθι στην επαρχία Αλ Τζαούφ. Οι πιλότοι εκτινάχθηκαν, αλλά συνελήφθησαν από τους Χούθι πριν οργανωθεί αποστολή CSAR, υποδεικνύοντας την ανάγκη ταχύτερης απόκρισης. Μια επιπλέον περίπτωση καταγράφηκε, ένα σαουδαραβικό F-15 καταρρίφθηκε στην Υεμένη. Οι πιλότοι διασώθηκαν από ελικόπτερο H225M Caracal, με υποστήριξη μαχητικών F-15, που εξουδετέρωσαν εχθρικές θέσεις. Η επιχείρηση ήταν επιτυχής, αλλά υπογράμμισε την ανάγκη για ελικόπτερα με προηγμένα συστήματα αυτοπροστασίας και ικανότητα ταχείας απόκρισης.
Οι απώλειες όμως κατά τις επιχειρήσεις CSAR δεν είναι λίγες. Έτσι, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Red Wings στο Αφγανιστάν το 2005, ο Αμερικανός SEAL, Marcus Luttrell, ήταν ο μοναδικός επιζών από ομάδα τεσσάρων ανδρών που δέχθηκε επίθεση από Ταλιμπάν. Ένα ελικόπτερο Chinook που στάλθηκε για τη διάσωση καταρρίφθηκε από RPG, με αποτέλεσμα τον θάνατο 16 ανδρών. Παρά τις απώλειες, μια δεύτερη αποστολή CSAR, με ελικόπτερα HH-60G και υποστήριξη μαχητικών, ανέκτησε τον Luttrell μετά από συντονισμό με τοπικούς Αφγανούς που τον προστάτευσαν.
ΕΚΤΑΚΤΟ: Καταρρίφθηκε σαουδαραβικό Tornado από τους Χούθι, το πλήρωμα διεσώθη με επιχείρηση CSAR
Ελλάδα: Super Puma και οι περιορισμοί τους
Στην Ελλάδα, η Πολεμική Αεροπορία αναλαμβάνει αποστολές CSAR κυρίως με τα ελικόπτερα AS332 Super Puma, που μπήκαν σε υπηρεσία τη δεκαετία του 1990. Τα Super Puma είναι κατάλληλα για αποστολές έρευνας και διάσωσης (SAR) σε καιρό ειρήνης, αλλά η έλλειψη ανιχνευτών εισερχόμενων πυραύλων, εκτοξευτών φωτοβολίδων και θωράκισης τα καθιστά ευάλωτα σε αντιαεροπορικά πυρά και πυραύλους. Επιπλέον, τα συστήματα πλοήγησης και επικοινωνιών τους δεν είναι πλήρως προσαρμοσμένα για πολεμικές επιχειρήσεις σε ακραίες συνθήκες.
Νέο ελικόπτερο SAR/CSAR για την Πολεμική Αεροπορία, “κόντρα” HH-60M με AW139
Πρόσφατα, η ΠΑ κάνει προσπάθεια να αυξήσει την διαθεσιμότητα των 12 Super Puma, με σχεδόν τα μισά να είναι επιχειρησιακά σήμερα. Δυστυχώς ο Κλάδος έχασε την ευκαιρία να αποκτήσει κάποια ελικόπτερα CSAR HH-60 νέας γενιάς, τα οποία θα προστίθονταν στην παραγγελία που έκανε η Αεροπορία Στρατού. Τα HH-60Μ, βασισμένα στο UH-60 Black Hawk, είναι εξοπλισμένα με συστήματα αυτοπροστασίας και θωράκιση, καθιστώντας τα κατάλληλα για αποστολές CSAR. Βέβαια δεν θα ήταν επιπέδου του πολύ πιο εξειδικευμένου HH-60W Jolly Green II, που αγοράζει τώρα η Αμερικανική Αεροπορία για αντικατάσταση των HH-60G.
Έτσι η ελληνική αυτή απόφαση αντικατοπτρίζει την έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για το CSAR, ενώ προβληματίζει και η πρόθεση που είχε ακουστεί για προμήθεια AW139, ένος άλλου τύπου ελικοπτέρου ιταλικής παραγωγής, που υποτίθεται παρά τις πολιτικές του καταβολές, θα αναλάμβανε και το σύνθετο ρόλο διάσωσης-έρευνας μάχης. Κάτι που στην ίδια την Ιταλία, εκτελούν τα πολύ εξειδικευμένα HH-101.
Η περίπτωση των HH-60G Pave Hawk
Η Αμερικανική Αεροπορία είναι σε φάση απόσυρσης ελικοπτέρων HH-60G Pave Hawk πρώτης γενιάς, τα οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να ζητήσει μέσω του προγράμματος Excess Defense Articles (EDA), δηλαδή ως παραχώρηση δωρεάν ή σε συμβολικό τίμημα. Το HH-60G, βασισμένο στο UH-60 Black Hawk, είναι σχεδιασμένο για αποστολές CSAR. Διαθέτει συστήματα αυτοπροστασίας, όπως ανιχνευτές πυραύλων, εκτοξευτές φωτοβολίδων και αντίμετρα υπερύθρων, καθώς και θωράκιση για προστασία από πυρά ελαφρών όπλων. Είναι εξοπλισμένο με συστήματα νυχτερινής όρασης, ραντάρ και προηγμένα μέσα επικοινωνίας, επιτρέποντας επιχειρήσεις σε δύσκολες συνθήκες.
Η αυτονομία του HH-60G φτάνει τα 360 ναυτικά μίλια, με δυνατότητα εναέριου ανεφοδιασμού, ενώ μπορεί να μεταφέρει πολυβόλα 7,62 ή 12,7 χιλιοστών για αυτοάμυνα. Το ελικόπτερο έχει αποδειχθεί αξιόπιστο σε αποστολές CSAR στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και αλλού. Παρά την ηλικία τους, τα HH-60G πρώτης γενιάς παραμένουν ικανά, αν και απαιτούν συντήρηση και πιθανές αναβαθμίσεις σε συστήματα πλοήγησης και επικοινωνιών.
Η απόκτηση κάποιου αριθμού επιχειρησιακών HH-60G θα μπορούσε να ενισχύσει τη δυνατότητα CSAR της ΠΑ με χαμηλό κόστος, καθώς η Ελλάδα έχει ήδη υποδομές συντήρησης ελικοπτέρων του τύπου. Ωστόσο, η ενσωμάτωσή τους απαιτεί εκ νέου εκπαίδευση πληρωμάτων, υποδομές συντήρησης μέσα στις Μοίρες της ΠΑ και πιθανές αναβαθμίσεις (στα συστήματα επικοινωνιών), που συνεπάγονται επιπλέον δαπάνες. Οπότε η χώρα μας θα πρέπει να εξετάσει το κόστος σε σχέση με τα οφέλη, καθώς και την ικανότητα συντήρησης των ελικοπτέρων μακροπρόθεσμα.