Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη, Αντιστρατήγου ε.α., διδάκτορος Διεθνών Σχέσεων, διευθυντή μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών
Και ξαφνικά μετά την πτήση του ρωσικού βαλλιστικού πυραύλου Oreshnik εμφανιστήκαν τα δημοσιεύματα «εμείς σας τα λέγαμε, μην υπερβαίνετε τα όρια, μη τσιγκλάτε τους Ρώσους, οδηγούμαστε τώρα σε πυρηνικό αφανισμό». Σκέψεις δηλαδή και βάσιμες ανησυχίες που όμως αγνοούν ότι οι πόλεμοι είναι κυρίως αντιπαραθέσεις ανθρώπινης βούλησης άρα και ψυχολογικών επιχειρήσεων. Μάλιστα οι ψυχολογικές επιχειρήσεις δεν κατευθύνονται μόνο στους αντιπάλους αλλά στους συμμάχους, στους φίλους τους και στους ουδέτερους.
Τα ίδια με τα προαναφερθέντα επιχειρήματα, ακούγονταν τη δεκαετία του 1980 από καλόπιστους, αφελείς αλλά και εγκάθετους όταν οι Αμερικανοί -με τη σύμφωνη γνώμη και παρότρυνση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων- απεφάσισαν την ανάπτυξη των πυραύλων cruise και Persing στην Ευρώπη. Σημειωτέον ότι οι παραπάνω πύραυλοι αναπτύχθηκαν ως αντιστάθμισμα στην προηγηθείσα ανάπτυξη των σοβιετικών Intermediate-Range Ballistic Missile (IRBM)[1] πυραύλων SS-20 (RSD-10 Pioneer) προγόνων του ομόσταυλου διάσημου από προχθές Oreshnik. Μάλιστα το σύνθημα που κυριαρχούσε στις ειρηνιστικές πορείες στη Δυτική Ευρώπη ήταν «καλύτερα κόκκινοι παρά νεκροί». Ευτυχώς αμφότερα τα κακά απεφεύχθησαν.
Πεντάγωνο: άοπλος μέσου βεληνεκούς πύραυλος, έκδοση του RS-26 έπληξε το Ντνίπρο της Ουκρανίας
Σίγουρα όμως όταν μιλάμε για κίνδυνο πυρηνικού αφανισμού δεν μπορούμε να εφησυχάζουμε με ιστορικές αναδρομές και αφορισμούς του κακού, ούτε να θεωρούμε ότι οι «άλλοι» μπλοφάρουν. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και μάλλον θα αυξάνεται καθώς αυξάνονται οι χώρες που διαθέτουν τέτοια συστήματα και ειδικά αν ανεύθυνα καθεστώτα θεωρήσουν εγγυημένη την αξιοπιστία της απειλής χρήσης των πυρηνικών όπλων.
Φυσικά όλοι μας ελπίζουμε στην επίτευξη μιας παύσης των εχθροπραξιών στην Ουκρανία η οποία αργότερα θα συνοδευθεί από μια «έντιμη» ειρήνη. «’Έντιμη» όσο προσδιορίζει η διαφορά ισχύος των αντιπάλων πλευρών και η βούληση συνέχισης του αγώνα και δυστυχώς όχι όπως ορίζει το διεθνές δίκαιο με όλες τις ατέλειες του.
Βεβαίως, ευρισκόμενοι -και ευτυχώς- «έξω από το χορό», δικαιούμαστε να προτρέπουμε όλα τα μέρη (εισβολέα και θύμα) να προχωρήσουν σε αμοιβαίες παραχωρήσεις για το «καλό» της παγκόσμιας ειρήνης. Από τη δική μας πλευρά πάντως, ορθώς πράξαμε, όταν για την κυριότητα 2 άγονων βραχονησίδων (των Ιμίων), ριψοκινδυνέψαμε να αναφλέξουμε όλη την Ανατολική Μεσόγειο! Οι Ουκρανοί όμως οφείλουν ένεκα της παγκόσμιας ειρήνης να αποδεχθούν την απώλεια του 20% περίπου των εδαφών τους… Κατ’ αναλογία προσπαθήστε να αντιληφθείτε τι μπορεί να σκέπτονταν οι φιλήσυχοι Ευρωπαίοι για εμάς το 1974, 1987, 1996 και 2020, δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις ελληνοτουρκικής κρίσης!
Συγχρόνως συχνά ακούμε να επαναλαμβάνονται αιτιάσεις για τα «ιστορικά δικαιώματα» των Ρώσων στην Ουκρανία, τη οποία θεωρούν κοιτίδα τους, «τα σύνορα της καρδιάς τους» και για την ύπαρξη πραγματικά πολυπληθών και ενίοτε πλειονοτικών ρωσόφωνων μειονοτήτων σε ορισμένες περιοχές της χώρας. Πραγματικά τραγικές καταστάσεις, μπερδεμένα συναισθήματα, αδυναμία εντοπισμού της μιας και πραγματικής αντικειμενικής αλήθειας (που μάλλον δεν υπάρχει). Τι απομένει λοιπόν; Το συμφέρον εκάστου είναι ο οδηγός της τοποθέτησης του χωρίς να υπάρχει εγγύηση της επιτυχίας της οποιασδήποτε επιλογής (ως γνωστόν οι προηγούμενες αποδόσεις των «επενδύσεων» μας δεν εξασφαλίζουν τις μελλοντικές). Προσωπικά έχω συχνά επαναλάβει την ανάγκη της σύμπραξης με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», δηλαδή αυτής του νικητού, έχοντας μάλιστα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της επιβράβευσης σου.
Αναμφίβολα, προϊόντος του χρόνου, εντοπίζονται ενέργειες που θα έπρεπε να έχουν αποφευχθεί και αναφέρομαι στην υπερβολική αυτοπεποίθηση της Δύσης για πλήρη έλεγχο της Ουκρανίας. Χωρίς να έχει διδαχθεί από το «Μακρύ Τηλεγράφημα» του Kennan και την ανταμοιβή της προσεκτικής πολιτικής της ανάσχεσης, προχώρησε σε ανεύθυνες και μη καλά υπολογισμένες και σπασμωδικές ενέργειες για να αποσπάσει την Ουκρανία από τη ρωσική επιρροή. Δεν αντιλήφτηκε ότι το δευτερεύον για αυτή ζήτημα του ουκρανικού προσανατολισμού, συνιστούσε μείζονα απειλή για τη Μόσχα και συνέχισε «άτσαλα» τις προσπάθειες της. Όταν δε τελικά τα ρωσικά τεθωρακισμένα διέβησαν τα σύνορα της Ουκρανίας, οι χειρότεροι εφιάλτες του κατευνασμού του Χίτλερ και των Σοβιετικών εισβολών σε Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία ξαναζωντάνεψαν, καθώς διαπιστώθηκαν και οι αμυντικές αδυναμίες μας. Βλέπουμε δηλαδή πως οι αναμνήσεις και βιώματα μας επηρεάζουν και μας καθοδηγούν ακόμη και σήμερα ενώ πολλά παρελθοντικά συμπεράσματα (η αναγκαιότητα της πολυδάπανης οικοδόμησης αμυντικής ισχύος), λησμονούνται.
Ας έρθουμε όμως ξανά στο σήμερα: Από στρατιωτικής πλευράς, ο πόλεμος φθοράς που εξελίσσεται εδώ και 2 χρόνια στις πεδιάδες της Ουκρανίας φαίνεται ότι ευνοεί τη ρωσική πλευρά που λόγω διαφόρων πλεονεκτημάτων μπορεί να κινητοποιεί (θυσιάζει) περισσότερες δυνάμεις από ότι το Κίεβο. Αυτή η εξέλιξη έχει γίνει ορατή εδώ και μήνες στις δυτικές πρωτεύουσες και μάλλον δεν είναι ανατρέψιμη με την παραχώρηση επιπλέον πολεμικού υλικού ή πλέον σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Κατά κάποιο τρόπο, η Ουκρανία φαίνεται ότι σταδιακά αντιμετωπίζει την τραγική μοίρα της ηρωικής Φινλανδίας υποτασσόμενη στη δυναμική των αριθμών.
Σίγουρα οι δηλώσεις του νεοεκλεγέντος Προέδρου Trump δημιουργούν εύλογες ανησυχίες στο Κίεβο που ενισχύονται από την αργή αλλά σταθερή εξέλιξη των επιχειρήσεων σε βάρος της Ουκρανίας. Έχει μάλιστα διεθνώς δημιουργηθεί η εντύπωση, περί μιας επικείμενης μείωσης (ή και διακοπής) της αμερικανικής βοήθειας, που θα έχει όμως ολέθρια αποτελέσματα στην ουκρανική άμυνα. Η δικαιολογημένη αυτή εντύπωση μπορεί να οδηγήσει σε μια απρόβλεπτη και αιφνιδιαστική κατάρρευση της ουκρανικής αντίστασης καθώς συσσωρεύεται η απόγνωση, η κούραση και οι απώλειες των τριών ετών πολέμου.
Η Μόσχα αντιλαμβανόμενη την κατάσταση και διαθέτουσα τις απαραίτητες αντοχές και εφεδρείες, αναμένεται να εντείνει τη στρατιωτική της πίεση τους επόμενους δύο μήνες. Η αποδέσμευση χρήσης δυτικών οπλικών συστημάτων για προσβολή στρατιωτικών στόχων σε ρωσικό έδαφος, δεν μπορεί να ανατρέψει τη στρατιωτική κατάσταση καθόσον δεν διατίθεται ο ικανός αριθμός όπλων (ίσως να μην επαρκεί και το σύνολο των δυτικών αποθεμάτων για ένα τέτοιο αποτέλεσμα) και αφετέρου απουσιάζουν τα ουκρανικά στρατεύματα ελιγμού που θα εκμεταλλευτούν τα πυραυλικά αυτά πλήγματα.
Εδώ προκύπτει το ερώτημα, γιατί υπήρξε η «άκαιρη» αυτή αποδέσμευση δεδομένης και της προφανούς κατανόησης ότι δεν θα υπήρχε σημαντικό επιχειρησιακό αποτέλεσμα και μάλλον θα ωθείτο η Μόσχα σε σκληρή αντίδραση; Η απάντηση ότι επιδιώκεται από τον απερχόμενο Αμερικανό Πρόεδρο, η μεγαλύτερη δυνατή εμπλοκή της Δύσης και η επακόλουθη ρωσική αντίδραση που θα έκανε μια μεταγενέστερη δυνατή απεμπλοκή αδύνατη, μάλλον δεν πείθει χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί.
Βέβαια εμφανίστηκε και η θεωρία της αποκλιμάκωσης μέσω της κλιμάκωσης. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ο φόβος της πυρηνικής κλιμάκωσης που εντάθηκε πρόσφατα, πιθανόν να διευκολύνει μια προσωρινή -τουλάχιστον- κατάπαυση των εχθροπραξιών. Συγχρόνως, τα δυτικά κράτη διαπιστώνουν ότι έχουν υπερβεί τα όρια της υποστήριξης τους προς την Ουκρανία στη βάση υπολογισμών κόστους και εφικτού αποτελέσματος. Σε αυτές τις συνθήκες, ο φόβος της πυρηνικής σύγκρουσης παρέχει μια βάσιμη δικαιολογία αμοιβαίας αυτοσυγκράτησης (Ρωσίας-Δύσης) που θα επισφραγιστεί με μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που εκόντες-άκοντες θα αποδεχθούν οι Ουκρανοί.
Πριν όμως από αυτή την εξέλιξη πιθανόν να απαιτηθούν περαιτέρω ελεγχόμενες ενέργειες πυρηνικού εκφοβισμού εκ μέρους της Ρωσίας, στις οποίες η Δύση θα απαντήσει με αποφασιστικότητα καθώς ουδείς επιθυμεί να συρθεί σε διαπραγματεύσεις εμφανιζόμενος ότι έχει τρομοκρατηθεί από τον κίνδυνο της κλιμάκωσης. Ευελπιστούμε ότι θα υπάρχει μια ελάχιστη επαφή, αλληλοενημέρωση και δικλείδες ασφαλείας στη διάρκεια αυτής της επικίνδυνης αλλά προσεκτικής επίδειξης αποφασιστικότητας και καταστροφικής ικανότητας.
Εκτιμούμε ότι σε πρώτη φάση θα αποφευχθούν τα χειρότερα (πυρηνικό ατύχημα) και εν συνεχεία θα επιτευχθεί μια κατάπαυση των εχθροπραξιών. Συχνά αναφέρεται η παύση των εχθροπραξιών στη χερσόνησο της Κορέας (1953), ως ένα πετυχημένο υπόδειγμα προσωρινής ειρήνευσης χωρίς την ύπαρξη συνθήκης ειρήνευσης και τελικής λύσης. Μη λησμονούμε όμως ότι οι αιματηρότερες μάχες έγιναν λίγο πριν την έναρξη της εκεχειρίας σε μια προσπάθεια αμφοτέρων για απόκτηση εδαφικών πλεονεκτημάτων. Επίσης, παρά την μακροχρόνια διατήρηση της εύθραυστης αυτής εκεχειρίας, η χερσόνησος της Κορέας παραμένει η πιο στρατιωτικοποιημένη περιοχή της υδρογείου και μια σοβαρότατη εστία πιθανού ξεσπάσματος ενός ολοκληρωτικού πολέμου με πυρηνικές πλέον προεκτάσεις. Μάλιστα η μακροημέρευση της δυναστείας των Κιμ στην Βόρειο Κορέα (3 διαδοχικοί ηγέτες, από το 1945 έως σήμερα) θέτει σε δοκιμασία το επιχείρημα της προσμονής καλύτερων ημερών μετά την αποδήμηση του Πούτιν.
Η στάση της Ελλάδας
Οι πιθανολογούμενες αρνητικές εξελίξεις σε βάρος της Ουκρανίας ενδυναμώνουν τις εσωτερικές φωνές κριτικής κατά της ελληνικής κυβέρνησης για τις θέσεις που έλαβε κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης και ειδικά για την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο. Επισείεται κιόλας το ενδεχόμενο μιας «τιμωρητικής» στάσης της Μόσχας προς τη χώρα μας με ολέθριες συνέπειες για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Η υπόθεση αυτή παραλείπει δύο παράγοντες και μια πραγματικότητα που ρυθμίζουν τις διεθνείς σχέσεις. Πρώτον, η στάση των μεγάλων δυνάμεων δεν καθορίζεται από την διάθεση επιβράβευσης ή τιμωρίας αλλά από την εκτίμηση των εθνικών συμφερόντων, με όλα τα λάθη και ατέλειες που μπορεί να έχει αυτή η διαδικασία. Αν η εξωτερική πολιτική της Μόσχας ελάμβανε υπόψη τον αριθμό των ρωσικοτουρκικών πολέμων, μάλλον δεν θα προχωρούσε ποτέ στην πώληση των S-400 στην Άγκυρα. Δεύτερον, τις περισσότερες φορές δεν είναι παραγωγικό να λαμβάνεις ίσες αποστάσεις από την πλευρά του «αστυφύλακα» και «χωροφύλακα» και να περιμένεις την επιβράβευση σου εκ από τις δύο πλευρές! Και η πραγματικότητα της ζωής αλλά και των διεθνών σχέσεων επιβάλει τη διακινδύνευση.
Το ερώτημα όμως είναι τι κάνουμε, ως κράτος σήμερα; Αναμφίβολα η σταθερότητα -σε βάθος χρόνου- επιβραβεύεται καίτοι συχνά προβάλλονται τα επιχειρήματα υπέρ της «απρόβλεπτης αντίδρασης» ή της «μη θεώρησης σου ως δεδομένου». Πραγματικά είναι πολύ δύσκολη η εξισορρόπηση μεταξύ «δεδομένου», «αξιόπιστου», «καιροσκόπου» και δεν είναι μόνο οι πολιτικές-διπλωματικές ικανότητες που οδηγούν στην επιτυχία αλλά και το «ειδικό μας βάρος», τη συγκεκριμένη στιγμή έναντι του συγκεκριμένου αντιπάλου.
Η ένταξη μας σε δύο οργανισμούς, ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση, καθοδηγούν εν πολλοίς τις επιλογές και μας διευκολύνουν παρέχοντας μια «ομπρέλα» κάλυψης των επιλογών μας. Παράλληλα, η ζωτικής σημασίας και βασική στήριξη στην επίκληση του διεθνούς δικαίου, για τα ημέτερα προβλήματα, καθιστά μονόδρομο την απόλυτη στήριξη μας στο Κίεβο. Η πραγματικότητα αυτή είναι γνωστή, σε φίλους και συμμάχους γεγονός που καθιστά δυσκολότερη τη διεκδίκηση αυξημένων ανταλλαγμάτων.
Αντιστράτηγος ε.α. Ιπ. Δασκαλάκης: Γιατί στέλνει η Ελλάδα όπλα στην Ουκρανία
Η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να υποστηρίζει έντονα την απόσυρση όλων των ρωσικών στρατευμάτων από την Κριμαία και την Ανατολική Ουκρανία. Ακόμη και αν η ίδια η Ουκρανία αποδεχθεί την οριστική απώλεια της Κριμαίας εμείς θα πρέπει να υποστηρίζουμε την απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής (ρωσικών) και τη δημιουργία μιας «Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας» στη πολύπαθη χερσόνησο ( η επίκληση αυτής της «αδόκιμης» πρότασης έγινε μόνο και μόνο για να καταδείξει την ορθή και αναπόφευκτη έλκυση των θέσεων μας από τις μακροχρόνιες θέσεις μας για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος).
[1] Ως Intermediate-Range Ballistic Missile (IRBM) χαρακτηρίζονται τα κατευθυνόμενα βλήματα με βεληνεκές μεταξύ 1.000 έως 5.500 χιλιομέτρων. Τα οπλικά αυτά συστήματα (μόνο τα εκτοξευόμενα από το έδαφος) απαγορεύθηκαν με τη διμερή (ΗΠΑ-ΕΣΣΔ) Συνθήκη Intermediate-Range Nuclear Forces (INF) που υπογράφθηκε το 1987 και επικυρώθηκε και τέθηκε σε ισχύ το επόμενο έτος. Ο βασικός λόγος της σύναψης της, ήταν ότι τα συγκεκριμένα οπλικά συστήματα κρίθηκαν αποσταθεροποιητικά καθώς δημιουργούσαν πειρασμό εξαπόλυσης «πρώτου πλήγματος», ως δύσκολα εντοπιζόμενα και με μικρό σχετικά χρόνο πτήσεως. Η Συνθήκη δεν ισχύει πλέον μετά την μονομερή αμερικανική απόσυρση το 2019, καθώς ισχυρίσθηκε παραβιάσεις εκ μέρους της Μόσχας αλλά και τη μη συμπερίληψη νέων εμφανιζομένων πυρηνικών δυνάμεων (Κίνα).