Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν εργασίες για τη δημιουργία επιβατικών δικινητηρίων υψηλής ταχύτητας και δυνατότητας μεταφοράς 10 έως 12 ατόμων. Πρωτοπόρος στην κατηγορία υπήρξε το ZiG-1 του Γάλλου μηχανικού André Laville, ο οποίος δούλεψε στο Κεντρικό Γραφείο Σχεδιασμού του εργοστασίου No.89 στην ΕΣΣΔ. Σε αυτό το χαμηλοπτέρυγο αεροσκάφος που δεν είχε ανασυρόμενο σύστημα προσγειώσεως, δόθηκε υψίστη σημασία στην αεροδυναμική του γραμμή με λεία άτρακτο, με εσωτερικά πριτσίνια και με φέρινγκ στα σημεία ενώσεως των πτερύγων με τα ατρακτίδια των κινητήρων.
Σε δοκιμές που διεξήχθησαν την άνοιξη του 1935, το πρωτότυπο με κινητήρες M-17F, έπιασε ταχύτητα 284 χμλ/ώρα, κάτι που εκείνη την εποχή αξιολογήθηκε ως εξέχον αποτέλεσμα. Τα αεροσκάφη παραγωγής, χάρη σε μια σειρά βελτιώσεων που έλαβαν, είχαν ακόμη καλύτερη ταχύτητα, έως και 320 χλμ/ώρα.
Όλα αυτά τα καλά χαρακτηριστικά αμβλύνθηκαν ελαφρώς προς στα τέλη του 1936, όταν μια άλλη σχεδίαση, το δικινητήριο επιβατικό Stal-7 τέθηκε υπό δοκιμή. Το συγκεκριμένο αεροσκάφος προέκυψε στο Ερευνητικό Ινστιτούτο της Πολιτικής Αεροπορίας, με τον πολιτικό μετανάστη Robert Ludwigovich Bartini ως επικεφαλής σχεδιαστή.
Παράλληλα με τα Stal-7 και PS-89 (όπως ονομαζόταν το ZiG-1), κατασκευαζόταν και άλλο επιβατικό, το ANT-35 (PS-35). Κοινό στοιχείο των τριών ήταν η πιο συμπιεσμένη άτρακτος για την επίτευξη υψηλοτέρας ταχύτητας. Τα PS-89 και ANT-35 ήταν σημαντικώς κατώτερα από το Stal-7 όσον αφορά την πτητική τους απόδοση. Το τελευταίο υπήρξε σε ένα και μοναδικό πρωτότυπο. Το PS-89 φτιάχτηκε σε οκτώ αντίτυπα (μαζί με το πρωτότυπο), τα οποία ετέθησαν στη διάθεση της Aeroflot για πτήσεις Μόσχας-Συμφερουπόλεως, ενώ το ΑΝΤ-35 σε εννέα. Οκτώ από αυτά χρησιμοποιήθηκαν επίσης από την Aeroflot, αν και όχι για μεγάλο χρονικό διάστημα, διότι, εκτός της ικανοποιητικής ταχύτητάς του, κρίθηκε άβολο ως αεροσκάφος.
Ο σχεδιασμός του δωδεκαθεσίου Stal-7 ξεκίνησε το Μάϊο του 1934 σύμφωνα με τις προδιαγραφές που είχε θέσει η Κύρια Διεύθυνση της Πολιτικής Αεροπορίας, αιτώντας την εγκατάσταση των αδειοδοτημένων υδρόψυκτων κινητήρων Hispano-Suiza (στην ΕΣΣΔ ονομάστηκαν αργότερα M-100). Ο σκοπός δεν ήταν άλλος από την επίτευξη υψηλοτέρων ταχυτήτων.
Το Δεκέμβριο του 1934, το Stal-7 βγήκε από το τμήμα συναρμολογήσεως του εργοστασίου Πειραματικού Σχεδιασμού του Ερευνητικού Ινστιτούτου της Πολιτικής Αεροπορίας. Οι μικρής αναλογίας διαστάσεων πτέρυγες είχαν τη μορφή του «αντιστρόφου γλάρου» (όπως δηλαδή ήταν σχηματικώς και οι πτέρυγες του Ju.87). Η άτρακτος ήταν σχεδόν τριγωνική, ελαχιστοποιώντας έτσι την αεροδυναμική παρέμβαση. Η συγκεκριμένη σχεδίαση είχε επίσης μειονεκτήματα, αλλά ο Βartini θεωρούσε πως τα πλεονεκτήματα υπερερούσαν. Η διάταξη των πτερύγων επέτρεπε την τοποθέτηση των δεξαμενών καυσίμου στο κεντρικό τμήμα τους, κάτι που θεωρείτο αναγκαίο για πτήσεις μεγάλων αποστάσεων.
Άλλη εξωτερική διαφορά ήταν οι διαφανείς επιφάνειες του θαλάμου διακυβερνήσεως οι οποίες είχαν κλίση προς τα εμπρός. Δεν είναι σαφές τι όφελος απέφερε ο συγκεκριμένος σχεδιασμός και οι απόψεις διίστανται ως προς αυτό. Η επικρατέστερη και πιθανότερη όλων σχετίζεται με τη βελτίωση της ορατότητας. Η άτρακτος ήταν μονοκόματη και εξ ολοκλήρου μεταλλική με δομή αποτελουμένη από χαλύβδινους συγκολλημένους σωλήνες.
Η συνέχεια στο Military History