Τα «βήματα» που έχει κάνει η Ελλάδα για την απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο με μια σειρά έργα που είτε έχουν ολοκληρωθεί είτε βαίνουν προς ολοκλήρωση, τα οποία και την έχουν φέρει πιο μπροστά στην «κούρσα» για απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο εν συγκρίσει με αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπογράμμισε ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα Τζέφρι Πάιατ, σε συνάντηση που είχε με δημοσιογράφους στη Θεσσαλονίκη.
«Μακάρι οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να έβλεπαν τόσο μπροστά όσο η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τα βήματα που έχει κάνει πάνω από μια δεκαετία τώρα για να διαφοροποιηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τζέφρι Πάιατ, ο οποίος πραγματοποιεί από το πρωί την τελευταία του επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, ως πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ελλάδα, καθώς ολοκληρώνει σε λιγότερο από έναν μήνα τη θητεία του ως ο μακροβιότερος Αμερικανός πρέσβης στη χώρα μας.
«Η Ελλάδα έχει τον αγωγό TAP, έχει τη Ρεβυθούσα, έχει τον IGB κοντά στην ολοκλήρωση, όπως και τον FSRU της Αλεξανδρούπολης. Η Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από ορισμένες πολύ μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες που δεν έλαβαν την έγκαιρη απόφαση που πήρε η ελληνική κυβέρνηση για να τερματίσει την εξάρτηση και την ευαλωτότητα από τη Ρωσία», σημείωσε ο κ. Πάιατ.
«Η αγορά LNG είναι παγκόσμια. Το αέριο θα πάει εκεί που το στέλνει η αγορά. Από αυτή την άποψη, το ενδιαφέρον μας για την Ελλάδα δεν είναι πρωτίστως εμπορικό», σημείωσε και εξήγησε: «Το ενεργειακό μας συμφέρον είναι να υποστηρίξουμε την απολύτως σωστή ατζέντα του (Έλληνα) πρωθυπουργού για την ενεργειακή μετάβαση, στην οποία το αέριο διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο βοηθώντας να γίνει το άλμα από το “βρώμικο” και επιβλαβές για το κλίμα σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, που έχει ως βάση τον άνθρακα, σε ένα σύστημα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Και σ’ αυτό, το φυσικό αέριο παίζει ρόλο ως μια “γέφυρα”. Ενδιαφερόμαστε, επίσης, να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να υποστηρίξουμε το συμφέρον της Ευρώπης να απαλλαγεί από την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο».
Αφού επισήμανε ότι «υπάρχουν μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπου το βιομηχανικό μοντέλο οργανώνεται γύρω από τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία», ο Αμερικανός πρέσβης υπογράμμισε πως πολλές χώρες, όπως η Βουλγαρία και κράτη των Δυτικών Βαλκανίων, καταλαβαίνουν πλέον πολύ πιο ξεκάθαρα μετά την 24η Φεβρουαρίου (ημερομηνία έναρξης του πολέμου στην Ουκρανία), ότι δεν θέλουν να έχουν τη Ρωσία ως μονοπωλιακό προμηθευτή τους.
Σε ερώτηση αν υπάρχει ενδιαφέρον από αμερικανικές εταιρείες για τα νέα πρότζεκτ που προωθούνται σε ό,τι αφορά τους νέους πλωτούς σταθμούς αποθήκευσης και αεριοποίησης LNG (FSRU)- για τους οποίους υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον μετά και τις εξελίξεις στην Ουκρανία-, ο κ. Πάιατ απάντησε πως υπάρχει σχετική επικοινωνία -χωρίς να μπει σε περισσότερες λεπτομέρειες-, υπενθυμίζοντας πως «οι ΗΠΑ είναι ο κορυφαίος εξαγωγέας LNG στον κόσμο και οι αμερικανικές εταιρείες έχουν μεγάλη παράδοση στη συνεργασία με αντίστοιχες εταιρείες εδώ στην Ελλάδα».
Ο κ. Πάιατ, ο οποίος έχει επισκεφθεί την Αλεξανδρούπολη περισσότερες φορές από κάθε άλλο Αμερικανό πρέσβη στη διάρκεια της θητείας του, αναφέρθηκε για ακόμη μια φορά στον στρατηγικό ρόλο της πόλης και της περιοχής, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη του Διαδρόμου Βορρά- Νότου «ειδικά σε ένα περιβάλλον όπου έχουμε να κάνουμε με μια ρεβιζιονιστική Ρωσία», όπως χαρακτηριστικά είπε.
Ερωτηθείς δε για την Καβάλα και τις διαδικασίες ιδιωτικοποίησης του λιμανιού της που βρίσκονται σε εξέλιξη, με την αμερικανική εταιρεία BLACK SUMMIT να είναι μεταξύ των πλειοδοτών, ο Αμερικανός πρέσβης σημείωσε: «Αν μπορώ να εκφράσω μια μικρή απογοήτευση είναι ότι αυτές οι διαδικασίες με το ΤΑΙΠΕΔ χρειάζονται χρόνο και νομίζω ότι υπάρχει ο κίνδυνος -όπως πάντα με αυτές τις ιδιωτικοποιήσεις- να χαθεί το ενδιαφέρον των επενδυτών εάν διαρκέσουν πάρα πολύ. Επομένως, είναι σημαντικό να ολοκληρωθούν».
Ο κ. Πάιατ χαρακτήρισε «πολύ σημαντικά» τα ενεργειακά έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα καθώς, όπως είπε, «δεν είναι σημαντικά μόνο για την Ελλάδα αλλά για ολόκληρη την περιοχή», ενώ έκανε επίσης ιδιαίτερη μνεία στην πολύ σημαντική επέκταση των αμερικανικών επενδύσεων στην περιοχή, που καθιστούν την Ελλάδα «πύλη» για επενδύσεις σε μια αγορά 30 εκατομμυρίων ανθρώπων κ.ά.