Των Κώστα Γρίβα, Μανώλη Κυπραίου
Σήμερα είναι η επέτειος της έναρξης μίας εκ των πλέον σημαντικών πολεμικών αναμετρήσεων την περίοδο μετά τον Β’ ΠΠ που καθόρισε ουσιαστικά το σημερινό στάτους κβο στην Μέση Ανατολή, η ενορχηστρωμένη μαζική επίθεση στο Ισραήλ από έναν ευρύ αραβικό συνασπισμό με το βάρος των επιχειρήσεων να σηκώνουν η Αίγυπτος και η Συρία.
Παρά τον μακροχρόνιο σχεδιασμό και προετοιμασία και παρά τις μεγάλες αρχικές επιτυχίες των Αράβων, δεν κατάφεραν να επικρατήσουν των Ισραηλινών με αποτέλεσμα αφενός μεν η ύπαρξη του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή όχι απλώς ως κράτος αλλά ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη να εδραιωθεί οριστικά και την αραβική επίθεση να αποτυγχάνει παταγωδώς με τεράστιες απώλειες.
Για την περίσταση αναδημοσιεύουμε ένα εκτενές ιστορικό αφιέρωμα για τον συγκεκριμένο πόλεμο που δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο τεύχος 106 της Π&Δ που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1993.
Με την ευκαιρία της επετείου από τον πόλεμο του Γιομ-Κιπούρ, που αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις της σύγχρονης εποχής, παρουσιάζουμε τις ιδιαιτερότητες και τα διδάγματα που προέκυψαν από τη διεξαγωγή του. Αυτά ευτυχώς, υπό το πρίσμα των νέων εξελίξεων, που φαίνεται να υπόσχονται την εδραίωση μιας μόνιμης ειρήνης στη τόσο ταλαιπωρημένη από τους συνεχείς πολέμους Μέση Ανατολή.
O πόλεμος του Γιομ-Κιπούρ υπήρξε η πέμπτη πολεμική αναμέτρηση μεταξύ Ισραηλινών και Αράβων, από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Είχαν προηγηθεί ο πόλεμος του 49, η εκστρατεία του Σινά το ΄56, ο πόλεμος των 6 Ημερών το ΄67, και ο πόλεμος φθοράς κατά τη διάρκεια των ετών 1969-1970. Τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα από όλες τις παραπάνω συρράξεις, με καταλυτικές συνέπειες στην ιστορία της Μέσης Ανατολής είχε ο πόλεμος των 6 Ημερών με τον οποίο οι Ισραηλινοί ολοκλήρωσαν την επιτυχία τους του 1949. Με μια σαρωτική επίθεση τότε, κατέστρεψαν ουσιαστικά τις αραβικές ένοπλες δυνάμεις και υπερδιπλασίασαν τα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη, καταλαμβάνοντας τα υψώματα του Γκολάν, την Δυτική όχθη του Ιορδάνη, τη Λωρίδα της Γάζας και την αχανή Χερσόνησο του Σινά.
Οι κατακτήσεις αυτές εξάλειψαν σε μεγάλο βάθος τα τεράστια εδαφικά μειονεκτήματα που αντιμετώπιζε το Ισραηλινό κράτος και του προσέφεραν για πρώτη φορά στην ιστορία του στρατηγική ασφάλεια. Προ του πολέμου του ’67 η έλλειψη στρατηγικού βάθους της χώρας αποτελούσε μια δυσάρεστη κατάσταση για τους Ισραηλινούς. Οι Σύριοι από τα υψώματα του Γκολάν που δέσποζαν της κοιλάδας του Ιορδάνη, πέρα από το ότι παρενοχλούσαν τους ισραηλινούς οικισμούς, με συνεχή πυρά πυροβολικού, θα μπορούσαν εύκολα να εισέλθουν στα ισραηλινά εδάφη σε υποθετική μελλοντική επίθεσή τους. Ταυτόσημη ήταν η κατάσταση και στα υπόλοιπα σύνορα.
Τα ισραηλινά εδάφη αποτελούσαν μια στενή γραμμή ανάμεσα στη Λωρίδα της Γάζας και τη θάλασσα από την μία και την Δυτική όχθη του Ιορδάνη από την άλλη. Σύμφωνα με τις ισραηλινές ανησυχίες τυχόν προέλαση των αραβικών δυνάμεων θα μπορούσε να κόψει τη χώρα στα δύο. Εξαπολύοντας τον κεραυνοβόλο πόλεμο των 6 Ημερών, το Ισραήλ έδωσε λύση σε αυτά τα προβλήματα.
Απέκτησε, μια μικρή έστω, φυσική κάλυψη από τη Συρία με την κατάληψη του Γκολάν, τα σύνορά του με την Ιορδανία ήταν πια το φυσικό σύνορο του Ιορδάνη ποταμού, και η κατοχή του Σινά δημιούργησε ένα τεράστιο “μαξιλάρι” που θα μπορούσε να απορροφήσει την αιγυπτιακή επίθεση πριν αυτή φθάσει τα κυρίως ισραηλινά εδάφη. Το ίδιο δε το κανάλι του Σουέζ αποτελούσε ένα επιπρόσθετο φυσικό εμπόδιο. Επίσης τα χρονικά περιθώρια για έγκαιρη αντίδραση σε αεροπορική εισβολή από την Αίγυπτο τετραπλασιάστηκαν, φθάνοντας από τα 4 στα 16 λεπτά. Οι πετρελαιοπηγές του Σινά ήταν ένα επιπλέον “δώρο” για τους Ισραηλινούς.
Όμως η αστραπιαία όσο και απρόσμενη νίκη του ’67 δεν στερούνταν μειονεκτημάτων, κυρίως μακροπρόθεσμων. Αρχίζοντας από τα λιγότερο σημαντικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο “μαξιλάρι” του Σινά υπάρχει και αντίλογος. Ενώ στο παρελθόν οι κινήσεις αιγυπτιακών δυνάμεων στη χερσόνησο, που εύκολα ανιχνεύονταν από τους Ισραηλινούς, αποτελούσαν την ασφαλή ένδειξη ότι “κάτι συμβαίνει”, μετά τον πόλεμο γινόταν πιο δύσκολα αντιληπτές και ερμηνεύσιμες πίσω από το κανάλι του Σουέζ. Και ενώ είχε αυξηθεί η απόσταση ασφαλείας των ισραηλινών εδαφών, είχε μειωθεί ο χρόνος αιφνιδιασμού των ισραηλινών δυνάμεων σε επίθεση των Αιγυπτίων.
Πολύ σημαντικότερα μειονεκτήματα, ωστόσο, είναι άλλα. O πόλεμος των 6 Hμερών, μετέτρεψε στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης, το Ισραήλ, από μια μικρή χώρα 2.500.000 κατοίκων που μάχονταν για την επιβίωση της περικυκλωμένης από ένα πλήθος εχθρικών γειτόνων, σε μία ιμπεριαλιστική δύναμη, ένα τεράστιο στρατόπεδο δυόμισι εκατομμυρίων μιλιταριστών, και το εκκρεμές της διεθνούς συμπάθειας πέρασε στην πλευρά των Αράβων.
Γιομ Κιπούρ, η αραβική εκδίκηση
H κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών που προέκυψε από αυτό τον πόλεμο (ή κατά άλλους ολοκληρώθηκε σε αυτόν), συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της M. Ανατολής στις μέρες μας, και τα προβλήματα που δημιουργεί στο Ισραήλ είναι γνωστά. Τέλος η στρατιωτική ταπείνωση των Αράβων διεύρυνε το χάσμα μεταξύ αυτών και των Ισραηλινών, βάθυνε το μίσος, μείωσε κατά πολύ τις πιθανότητες ειρηνικής επίλυσης των προβλημάτων της περιοχής και η επιθυμία εκδίκησης που προκάλεσε στους Άραβες, αποτέλεσε μια από τις κύριες αιτίες του πολέμου του Γιομ-Κιπούρ.
Έτσι οι Ισραηλινοί σε μεγάλο βαθμό δημιούργησαν αυτό που φοβόντουσαν: δηλαδή έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με το σύνολο των αραβικών εθνών, στον οποίο διακυβεύονταν ακόμη και η ύπαρξη της χώρας, ενώ επιπρόσθετα η υπερβολική αυτοπεποίθηση που δημιούργησε η μεγάλη νίκη συσκότισε την αντίληψη των Ισραηλινών που έτειναν πλέον να υποτιμούν σε επικίνδυνο βαθμό την πολεμική ικανότητα των Αράβων. Ένας ακόμη σημαντικός παράγων που ευνόησε τον πόλεμο του Γιομ-Κιπούρ ήταν ο ανταγωνισμός, των δύο τότε, υπερδυνάμεων στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, με τις “έμμεσες”, επιμέρους τοπικές πολεμικές συγκρούσεις.
Τα κύρια ενδιαφέροντα της ΕΣΣΔ στην περιοχή, που από το 1955 εξόπλιζε τις Αίγυπτο και Συρία, έγκειτο στην κατοχή ναυτικών και αεροπορικών βάσεων στο χώρο της Μεσογείου, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα στο κανάλι του Σουέζ και στον Περσικό Κόλπο, έξοδο στον Ινδικό ωκεανό και κυρίως έλεγχο του πετρελαίου, το οποίο ως στρατηγικό υλικό για την Δ. Ευρώπη και την Ιαπωνία ήταν υψίστης σημασίας για τη Σ. Ένωση.
Στα τέλη του 1968, λοιπόν, η ΕΣΣΔ άρχισε τον επανεξοπλισμό της Αιγύπτου και Συρίας σε μαζική κλίμακα, αναδημιουργώντας έτσι τους κατεστραμμένους αραβικούς στρατούς. Το Νοέμβριο του 1968 η Αίγυπτος εξέπεμψε μια μεγάλη επίθεση πυροβολικού στο Σουέζ. H αντίδραση του Ισραήλ ήταν μια επιδρομή κομμάντος εναντίον ηλεκτρικών εγκαταστάσεων στο Ναζ Χαμαντί στην πεδιάδα του Νείλου σε μεγάλο βάθος μέσα στην Αίγυπτο. H εμπλοκή αυτή υπήρξε προπομπός του πολέμου φθοράς που εξελίχθηκε μεταξύ του Μαρτίου του 1960 και τον Αύγουστο του 1970.
Κατά τη διάρκεια των ετών 1967-1973 υπήρξε σχετικά με την αραβοϊσραηλινή διένεξη, έντονη διπλωματική κινητικότητα, τόσο μεταξύ των υπερδυνάμεων, όσο και μεταξύ των αραβικών χωρών και κυρίως της Αιγύπτου και των υπερδυνάμεων. O πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ που διαδέχθηκε το Νάσερ μετά το θάνατο του τελευταίου στις 28 Σεπτεμβρίου 1970, έκανε ένα άνοιγμα προσέγγισης προς τις Η.Π.Α., συγκρούσθηκε με τη Σ. Ένωση και μετέπειτα απεκατάστησε σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις μαζί της, σταθεροποίησε την εσωτερική του θέση, αντιμετωπίζοντας εν τη γενέση του ένα πραξικόπημα, και σχεδίασε τον πόλεμο εκδίκησης κατά του Ισραήλ, μαζί με τον ομόλογό του, πρόεδρο της Συρίας Χάφεζ Άσαντ.
Οι αραβικές προετοιμασίες ήταν εκτεταμένες και στόχευαν στην αναβάθμιση των οπλικών συστημάτων τους, του έμψυχου υλικού, και της στρατηγικής και τακτικής τους στη μάχη. H Αίγυπτος με πληθυσμό, εκείνη την εποχή περί τα 35 εκατομμύρια διατηρούσε μία μόνιμη δύναμη 285.000 ανδρών. Είχε δοθεί μεγάλη προσοχή στο να αποτελείται αυτή η δύναμη από τους καλύτερους άντρες της Αιγύπτου, πολυτέλεια που καθίστατο δυνατή από τον πλούτο των ανθρώπινων πόρων της χώρας.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1973 η Αίγυπτος είχε παραλάβει 2.100 νέα άρματα μάχης επαναποκτώντας έτσι μεγάλη αρματική ισχύ. O κύριος όγκος του αραβικού αρματικού δυναμικού, αποτελούνταν από τα άρματα T-54 και T-55, τα οποία αν και είχαν λεπτότερη θωράκιση από τα ισραηλινά M-48 Πάτον, τα M-60 και τα βρετανικής κατασκευής Σεντούριον και πυροβόλο μικρότερου διαμετρήματος, 100mm έναντι 105, και κατά συνέπεια μικρότερο βεληνεκές, ήταν ωστόσο υπολογίσιμοι αντίπαλοι, με το μικρό τους βάρος των 35 τόννων να τους προσδίδει ταχύτητα και ευκινησία, και τη χαμηλή τους σιλουέτα να τα καθιστά δύσκολους στόχους στο πεδίο της μάχης.
Οι δυνάμεις της Αιγύπτου κατανέμονταν σε 3 τεθωρακισμένες μεραρχίες, 3 μηχανοκίνητες, 5 πεζικού, 16 ταξιαρχίες πυροβολικού, 2 ταξιαρχίες αλεξιπτωτιστών, 28 τάγματα κομμάντος και μονάδες υποστήριξης. H Αιγυπτιακή Αεροπορία αποτελείτο από περίπου 650 μαχητικά MiG-17, MiG-21 και SU-7.
H Συρία, με 6,5 εκατομμύρια κατοίκους μπορούσε να κινητοποιήσει 120.000 άνδρες και οι ένοπλες δυνάμεις της κατανέμονταν ώς εξής: 3 τεθωρακισμένες μεραρχίες, 1 μηχανοκίνητη, 3 πεζικού, 1 αλεξιπτωτιστών και 5 τάγματα κομμάντος. H Συριακή Αεροπορία είχε 350 μαχητικά αεροσκάφη. Οι ένοπλες δυνάμεις και των δύο χωρών, ήταν οργανωμένες με βάση το σοβιετικό δόγμα, το οποίο αντανακλώνταν και στην προσωπικότητα των στρατιωτών τους.
O Άραβας στρατιώτης αποδείχθηκε σκληρός μαχητής, πείσμων, με μεγάλη αντοχή στις άσχημες συνθήκες της M. Ανατολής και πειθαρχημένος, ωστόσο του έλειπαν η φαντασία και η ικανότητα για ανάληψη πρωτοβουλιών, ιδιότητες που δεν ευνοούνταν από το σοβιετικό δόγμα στρατιωτικής εκπαίδευσης. Οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ αποτελούνταν από 75.000 άνδρες που μπορούσαν όμως με ένα πολύ ικανό σύστημα επιστρατεύσεως να ανέλθουν στις 272.000 μέσα σε 72 ώρες. O πυρήνας των ισραηλινών δυνάμεων ήταν η ταξιαρχία.
O ισραηλινός στρατός αποτελείτο προ της επιστρατεύσεως από 4 τεθωρακισμένες ταξιαρχίες, 5 μηχανοκίνητες, 5 πεζικού, 1 αλεξιπτωτιστών και 3 πυροβολικού, ενώ μετά την επιστράτευση μετετράπη ώς εξής: 6 τεθωρακισμένες ταξιαρχίες, 4 μηχανοκίνητες, 4 αερομεταφερόμενες. Οι τεθωρακισμένες αποτελούνταν από 2 επιλαρχίες αρμάτων και 1 τάγμα πεζικού επί ημιερπυστριοφόρων οχημάτων και μονάδες αναγνωρίσεως και πυροβολικού. Στις επιστρατευμένες ταξιαρχίες όμως το πεζικό μεταφέρονταν με φορτηγά και λεωφορεία της κρατικής εταιρίας μεταφορών Egged.
Περί τα 850 άρματα, κυρίως βρετανικά “Σεντούριον” και M-48 αποτελούσαν το αρματικό δυναμικό του Ισραήλ. Οι ταξιαρχίες μπορούσαν να σχηματίσουν “Ούγκντας”, λέξη που αποδίδεται “ως δύναμη επιχειρήσεων”.
Μεγάλο ποσοστό των αξιωματικών απεστρατεύετο στην ηλικία των 40 ετών και ξεκίναγε μια νέα καριέρα στην πολιτική τους ζωή. Έτσι εξασφαλίζονταν η ανανέωση του στρατεύματος και δημιουργούνταν μια κατάλληλη εφεδρεία ηγετικών στελεχών υψηλής κατάρτισης.
Το κύριο μέσο όμως διεξαγωγής πολέμου για το εβραϊκό κράτος ήταν η πολεμική αεροπορία, η οποία απορροφούσε και τη μερίδα του λέοντος των κονδυλίων για την άμυνα. Αποτελείτο από 500 περίπου μαχητικά αεροσκάφη εκ των οποίων τα 113 ήταν Φάντομ F-4, τα 160 A-4 “Σκάιχοκ” και τα υπόλοιπα γαλλικά Μιράζ III και “Σούπερ Μιστέρ”. Συνολικά 1200 πιλότοι επάνδρωναν τα αεροσκάφη και θεωρούνταν η αφρόκρεμα της ισραηλινής νεολαίας.
Εξαιρετικά ικανοί, είχαν κυριαρχήσει στις συγκρούσεις με τους Άραβες συναδέλφους τους.
Οι Άραβες για να αντιμετωπίσουν την εναέρια υπεροχή των Ισραηλινών δημιούργησαν μια τεράστια αντιαεροπορική ομπρέλα που αποτελείτο από τους παλαιότερους πυραύλους SAM-2 μεγάλου βεληνεκούς τους, SAM-3 “Γκόα” καθώς και τους νεοαφιχθέντες στα πεδία μάχης της M. Ανατολής SAM-6 “Γκέινφουλ”, φερόμενους επί οχημάτων, και τους φορητούς SAM-7 “Γκρέιλ” που κάλυπταν τα χαμηλά ύψη σε συνεργασία με τα αυτοκινούμενα α/α πυροβόλα “Σίλκα” ZSU-23-4 και ρυμουλκούμενα πυροβόλα των 23 και 14,5mm.
Το σημαντικό στοιχείο σε αυτά τα συστήματα δεν ήταν τόσο η ποιοτική τους υπεροχή, όσο το γεγονός ότι βρίσκονταν στα χέρια των Αράβων σε τεράστιους αριθμούς, δημιουργώντας έτσι ένα σχεδόν αδιαπέραστο αντιαεροπορικό πλέγμα. Οι Ισραηλινοί αντίθετα είχαν περιορισμένα αντιαεροπορικά μέσα γιατί η θέση τους περί αέρα άμυνας στόχευε στην καταστροφή της εχθρικής αεροπορικής επιδρομής από τα ισραηλινά αεροσκάφη, εάν ήταν δυνατό, πριν ακόμη αυτή φθάσει στα ισραηλινά εδάφη. Υπήρχαν 50 πύραυλοι Χοκ για την άμυνα του Τελ-Αβίβ και 9 πύραυλοι (SAM-2) που είχαν καταληφθεί, καθώς επίσης και αριθμός α/α πυροβόλων των 20, 30 και 40 mm.
Αναφοράς αξίζουν επίσης και το πολεμικό ναυτικό των αντιπάλων, αν και ο ρόλος τους στη σύρραξη ήταν κάτι παρακάτω από δευτερεύων. Το ισραηλινό ναυτικό παρότι ήταν ο φτωχός συγγενής των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, παρέτασε ωστόσο μια υπολογίσιμη ναυτική δύναμη που με βάση τα τρία λιμάνια της Χάιφα, του Ασντότ και του Εϊλάτ, περιελάμβανε 12 πυραυλακάτους γαλλικής κατασκευής, κλάσης “Σάαρ” παραληφθείσες το 1970 και 2 πυραυλακάτους, κλάσης “Ρεσέφ”, ισραηλινής κατασκευής.
Το κύριο όπλο και των δύο κλάσεων ήταν 8 πύραυλοι Γκάμπριελ που έφερε κάθε σκάφος και συμπληρώνονταν με πυροβόλα των 40mm. Υπήρχαν επίσης 3 παλιά υποβρύχια, το νεότερο εκ των οποίων, το “Λεβιάθαν”, ήταν ένα παλιό βρετανικό της κλάσης “T” και τα δύο υπόλοιπα της κλάσης “S” του B” Π.Π., 9 τορπιλάκατοι εκ των οποίων 5 ήταν γαλλικής προέλευσης, 3 βρετανικής και 1 ιταλικής και τέλος 9 περιπολικά σκάφη οπλισμένα με 2 πυροβόλα των 20 mm.
Το συριακό ναυτικό αποτελούμενο από 9 πυραυλάκατους, 16 περιπολικά και έναν αριθμό βοηθητικών σκαφών δεν παρουσίαζε ιδιαίτερα αξιόλογη δύναμη. Αντίθετα η Αίγυπτος είχε δημιουργήσει έναν εντυπωσιακό στόλο που περιελάμβανε 6 αντιτορπιλικά, 25 πυραυλακάτους των κλάσεων “Όσα” και “Κόμαρ” οπλισμένες με πυραύλους Στιξ, 40 τορπιλακάτους, 16 υποβρύχια των κλάσεων “V” & “R” και άλλα βοηθητικά πλοία.
Το αιγυπτιακό ναυτικό πάντως αδράνησε κατά τη διάρκεια του πολέμου και δεν επιχείρησε να πλήξει, την πληθώρα των στόχων της ισραηλινής ακτής, ούτε να παρενοχλήσει τον εφοδιασμό του Ισραήλ μέσω των λιμένων του. Το στρατιωτικό δόγμα του Ισραήλ θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε μεταβληθεί από την “κεραυνοβόλο επίθεση” που οδήγησε στη νίκη του “67 στην “κεραυνοβόλο αντεπίθεση” που οι Ισραηλινοί πολεμικοί ηγήτορες σκόπευαν να εφαρμόσουν σε περίπτωση αραβικής εισβολής.
Στόχευαν δηλαδή σε έναν ολιγοήμερο γρήγορο πόλεμο κινήσεων με εξέχουσα μορφή τα τεθωρακισμένα στο έδαφος και την αεροπορία ως κυριότερο μέσο αντιποίνων. H στρατηγική αυτή είχε υπαγορευτεί εν πολλοίς από τις συνθήκες που ήταν: η απειλή σε πολλά μέτωπα, οι περιορισμένοι ανθρώπινοι και υλικοί πόροι που δεν άφηναν την πολυτέλεια της παρατεταμένης σύρραξης, και τέλος η φύση της ισραηλινής κοινωνίας που έκανε πολύ πιο δύσκολα αποδεκτές τις ανθρώπινες απώλειες από ότι οι αραβικές.
Οι Άραβες αντίθετα έχοντας επίγνωση των πλεονεκτημάτων τους σε πλούτο έμψυχου υλικού και φυσικών πόρων ήθελαν να εξουδετερώσουν την ικανότητα του Ισραήλ να διεξάγει γρήγορους πολέμους. Για την αεροπορία όπως είδαμε χρησιμοποίησαν μια ισχυρότατη α/α κάλυψη. Για να εξουδετερώσουν το αρματικό δυναμικό του Ισραήλ ως μέσον “κεραυνοβόλου πολέμου” εξόπλισαν τις μονάδες του πεζικού τους με αντιαρματικούς εκτοξευτές RPG-7 και κυρίως με πλήθος φορητούς A/T κατευθυνόμενους πυραύλους “Σάγκερ” και τους παλαιότερους “Σνάπερ”.
Οι Αιγύπτιοι παρέλαβαν επίσης πλήθος ειδικών οχημάτων που είχαν κατασκευασθεί από τους Σοβιετικούς για να τοποθετήσουν γέφυρες στα αναρίθμητα ποτάμια και κανάλια της Δ. Ευρώπης, και επί χρόνια εξασκούνταν στη διέλευση υδάτινων κωλυμμάτων. Αξιοθαύμαστη είναι γενικά ολόκληρη η προτετοιμασία του Αιγυπτιακού Στρατού για τον επερχόμενο πόλεμο. Δόθηκε μεγάλη έμφαση στην αναβάθμιση του πνευματικού επιπέδου των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων. Έτσι ανανεώθηκε το ηγετικό προσωπικό, από νέους αξιωματικούς, μόνιμα στελέχη του στρατού υψηλής ακαδημαϊκής μορφώσεως, που συμπληρώθηκαν από επίστρατους αποφοίτους διαφόρων πανεπιστημιακών σχολών στους οποίους είχε λεχθεί ότι θα παρέμεναν στις τάξεις του στρατού “μέχρι την τελική νίκη”.
Έγινε εκτεταμένη ανάλυση του πολέμου των 6 ημερών και εξαγωγή διδαγμάτων που σε μεγάλο βαθμό βοηθήθηκε και από τους Ισραηλινούς, οι οποίοι από επιπολαιότητα και χωρίς πολλή σκέψη, έδωσαν στη δημοσιότητα πλήθος στοιχείων για τη νίκη τους. Οι Αιγύπτιοι αξιωματικοί ενθαρρύνονταν να μαθαίνουν εβραϊκά, και η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών εξέδιδε ένα μηνιαίο περιοδικό στην εβραϊκή γλώσσα που είχε πληροφορίες για το Ισραήλ, εισάγοντας έτσι τα στρατιωτικά στελέχη στον κόσμο του αντιπάλου.
Μεγάλη προσοχή επεδείχθη επίσης στη μυστικότητα και τον αιφνιδιασμό. Μόνο οι πρόεδροι Σαντάτ και Άσαντ από τους Άραβες ηγέτες, ήξεραν για την επερχόμενη επίθεση. Οι υπόλοιποι επρόκειτο να πληροφορηθούν γι” αυτήν μετά την εκδήλωσή της. Το μυστικό επίσης κατήχετο αρχικά από μια χούφτα μόνο ανωτάτων αξιωματικών και όσο πλησίαζε η κρίσιμη μέρα, προχωρούσε προς τα κάτω στην ιεραρχία.
Συνεχείς “μπλόφες” με κινήσεις στρατευμάτων και γενικά προπαρασκευές επίθεσης, γίνονταν για χρόνια ανά μικρά χρονικά διαστήματα και προξενούσαν ψεύτικους συναγερμούς στην αντίθετη πλευρά. Στόχος τους ήταν η αδρανοποίηση των αντανακλαστικών του Ισραήλ και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχαν.
Οι Αιγύπτιοι στρατιώτες είχαν λάβει αυστηρές οδηγίες να συνεχίσουν την καθημερινή ρουτίνα τους, δίνοντας μια ψευδή εικόνα χαλάρωσης και ηρεμίας, έως τελευταίας στιγμής. Πολλοί από αυτούς έκαναν το καθιερωμένο μπάνιο τους στο κανάλι του Σουέζ όταν άρχισαν να πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Παρ’ όλες τις προσπάθειες απόκρυψης των κινήσεων των αραβικών δυνάμεων, αυτές, είχαν γίνει σε μεγάλο βαθμό αντιληπτές από τους Ισραηλινούς. Κυρίως δε οι κινήσεις των Σύριων στο Γκολάν. Μάλιστα μια εφημερίδα της Βηρυττού, μερικές μέρες πριν την έναρξη του πολέμου, είχε γράψει για κλήση εφέδρων στο Συριακό Στρατό και ότι το Ισραήλ συγκέντρωνε δυνάμεις στο Γκολάν.
Παρολαυτά όμως η αντίδραση των Ισραηλινών υπήρξε περιορισμένη και ήρθε πολύ αργά. H διαταγή επιστράτευσης δόθηκε σχεδόν την ίδια στιγμή που οι Αιγύπτιοι συνελάμβαναν τον πρώτο Ισραηλινό αιχμάλωτο στο Σουέζ. H επιλογή της 6ης Οκτώβρη ως ημέρα εκδήλωσης της αραβικής επίθεσης έγινε με βάση 3 πλεονεκτήματα που αυτή παρείχε. Το κυριότερο από αυτά ήταν ότι η 6η Οκτώβρη είναι η ημέρα του Γιομ-Κιπούρ, ημέρα της εξιλεώσεως, ιερότερης εβραϊκής θρησκευτικής εκδήλωσης και τα πάντα στο Ισραήλ παρέλυαν ή υπολειτουργούσαν, ακόμη και οι ένοπλες δυνάμεις.
Το δεύτερο πλεονέκτημα έγκειτο στο ότι για το Ισραήλ ήταν προεκλογική περίοδος και έτσι η κυβέρνηση θα έπαιρνε ακόμη πιο δύσκολα μέτρα μπροστά σε μία αραβική απειλή που θα μπορούσε να αποδειχθεί ψευδής, όπως είχε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν. Και, τέλος, η προσοχή της ισραηλινής κυβέρνησης, αλλά και του λαού του Ισραήλ γενικότερα ήταν στραμμένη στο ζήτημα των Εβραίων μεταναστών από τη Σοβιετική Ένωση και τα προβλήματα που είχαν ανακύψει με την αυστριακή κυβέρνηση και της πρόθεσής της να κλείσει το κέντρο υποδοχής μεταναστών στο Σόχεναου.
H προετοιμασία που είχε προηγηθεί από τις υπηρεσίες πληροφοριών (συγκεκριμένα από τα τμήματα ψυχολογικού πολέμου) των αραβικών κρατών, ήταν κάτι παραπάνω από τέλεια. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν το ισραηλινό δίκτυο πληροφοριών που φημιζόταν για τη δυνατότητα έγκαιρης προειδοποίησης που παρείχε στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του, να ξεγελαστεί και να μην καταλάβει τον επερχόμενο πόλεμο που διαγραφόταν στον ορίζοντα. Έτσι το μεσημέρι της 6ης Οκτωβρίου 1973 η τότε πρωθυπουργός Γκόλντα Μέιερ και το επιτελείο της, έκπληκτοι πληροφορούνται τη συνδυασμένη επίθεση που εξαπέλυσαν οι αραβικές χώρες εναντίον του Ισραήλ.
Το μέτωπο με την Αίγυπτο
Ώρα 14:05. H στιβαρή φωνή του Αιγύπτιου διοικητή του δεύτερου σώματος στρατού, μέραρχου Abu Ghasala, δίνει τη διαταγή: “Έντραπ!” (Πυρ). Αμέσως 2.000 κανόνια άρχισαν να στέλνουν το θανατηφόρο φορτίο τους εναντίον της ισραηλινής γραμμής άμυνας “Μπαρ-Λεβ” με σκοπό να καταστραφούν τα οχυρωματικά έργα, οι πυροβολαρχίες, οι περιοχές συγκέντρωσης των εφέδρων, καθώς και τα σημεία παρατήρησης και έγκαιρης προειδοποίησης. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα πρώτα 53″” της επίθεσης, το αιγυπτιακό πυροβολικό έριξε στις ισραηλινές θέσεις 100.500 οβίδες κάθε διαμετρήματος!
Μετά το πέρας του μπαράζ που εξαπέλυσε το πυροβολικό τα ηνία τα ανέλαβε το μηχανικό που έπρεπε σε χρόνο ρεκόρ να μετακινήσει χιλιάδες τόννους άμμου, ώστε να δημιουργηθούν τα κατάλληλα προγεφυρώματα για να μεταφερθεί ο κύριος όγκος του Αιγυπτιακού Στρατού στην ανατολική όχθη, με ασφάλεια και, βέβαια, ταχύτητα. Το αποτέλεσμα ήταν αξιοθαύμαστο, αφού οι άνδρες του μηχανικού κατάφεραν να μετακινήσουν 640.000 τόννους άμμου, ανοίγοντας 77 διόδους για το πεζικό και φτιάχνοντας ταυτόχρονα 10 μεγάλες πλωτές γέφυρες, κυρίως για τη μεταφορά αρμάτων μάχης.
Συνολικά, μέσα σε δέκα ώρες η Αίγυπτος κατάφερε να μεταφέρει στη Χερσόνησο του Σινά πέντε μεραρχίες πεζικού, 800 άρματα μάχης και πλήθος αντιαεροπορικών και αντιαρματικών όπλων πάνω σε οχήματα. H όλη αυτή προσπάθεια ονομάστηκε το “μεγάλο πέρασμα”, κατέχοντας μια ξεχωριστή θέση στη στρατιωτική ιστορία, όχι μόνο για τον όγκο των στρατευμάτων που πέρασαν με πλωτά μέσα, αλλά κυρίως για την ταχύτητα με την οποία κατασκευάστηκαν όλα αυτά τα προγεφυρώματα και οι δίοδοι από το σώμα μηχανικού της Αιγύπτου.
Το πρώτο “κύμα” του πεζικού που πέρασε απέναντι, αποτελούσε και την “έκπληξη” των Αιγυπτίων για τον Ισραηλινό Στρατό. Καταδρομείς εξοπλισμένοι με φορητούς αντιαρματικούς πυραύλους “Sagger”, αντιαρματικά RPG-7 και τους, επίσης, φορητούς αντιαεροπορικούς πυραύλους SAM-7, είχαν διαταγές να μη χτυπήσουν την ισραηλινή γραμμή άμυνας (αυτή ήταν η αποστολή του δεύτερου “κύματος”), αλλά αντίθετα να εισχωρήσουν 20 μίλια στα μετόπισθεν και να καταστρέψουν το εκεί αρματικό δυναμικό του Ισραήλ, καθώς και τις πυροβολαρχίες του, διατηρώντας έτσι για 24 ώρες τις περιοχές που είχε καταλάβει κάτω από το βάρος ενδεχόμενης επίθεσης είτε από άρματα είτε από αεροσκάφη του αντιπάλου.
Το δεύτερο “κύμα” -που όπως προαναφέραμε- είχε σαν σκοπό τη διάσπαση της ισραηλινής άμυνας, δεν συνάντησε μεγάλη αντίσταση, αφού το πυροβολικό και τα αεροσκάφη με τις αλλεπάλληλες επιθέσεις τους, κατάφεραν να καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος των αμυντικών έργων της γραμμής “Μπαρ-Λεβ”.
H πρώτη μεγάλη μάχη που έγινε μεταξύ των αντιπάλων στα μετόπισθεν της ισραηλινής γραμμής άμυνας, είχε σαν αποτέλεσμα τα στρατεύματα του Ισραήλ να υποστούν βαριά ήττα, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 1.000 νεκρούς και 200 κατεστραμμένα άρματα μάχης. O στρατηγός Μέντελερ βλέποντας το μεγάλο κίνδυνο που αντιμετωπίζουν κυρίως τα άρματα μάχης του Ισραηλινού Στρατού από τη δράση των Αιγυπτίων κομάντος, αποφασίζει να κινηθεί εναντίον των θέσεών τους, με σκοπό να τους καταστρέψει.
Στο σύγχρονο θέατρο επιχειρήσεων όμως, ο όγκος των στρατευμάτων δεν είναι σίγουρο ότι εξασφαλίζει και την υπεροχή. Έτσι το απόγευμα της 7ης Οκτωβρίου, μετά από σκληρή μάχη, οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις βρέθηκαν με 200 άρματα λιγότερα και το ηθικό τους “βαριά τραυματισμένο”. Οι θετικές γι” αυτούς εξελίξεις, οδήγησαν τους Αιγύπτιους επιτελείς στην απόφαση να προωθήσουν 40.000 άνδρες και 800 άρματα, οκτώ μίλια βαθύτερα στην έρημο του Σινά.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Ισραηλινοί στις 8 Οκτωβρίου επιχειρούν να διασπάσουν τις αιγυπτιακές θέσεις με μια μεγάλης κλίμακας αντεπίθεση από τρεις διαφορετικούς τομείς. Από βορρά υπό τη διοίκηση του στρατηγού Αντάν, από το Κέντρο υπό τη διοίκηση του στρατηγού Σαρόν και από νότο υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μέντελερ. Και αυτή η επίθεση αναχαιτίστηκε από τα αιγυπτιακά στρατεύματα με ακόμη μεγαλύτερες απώλειες για τον ισραηλινό στρατό.
Έτσι μετά από 25 χρόνια ο Αιγυπτιακός Στρατός κατάφερε να δημιουργήσει ένα μεγάλο ρήγμα στην ισραηλινή άμυνα, που όμως δεν εκμεταλλεύτηκε. Το αιγυπτιακό επιτελείο, με μεγάλη καθυστέρηση, αποφασίζει την επίθεση των δυνάμεών του εναντίον των Ισραηλινών από δύο κατευθύνσεις, ώστε να δημιουργηθεί ένας ασφυκτικός κλοιός γύρω από τα στρατεύματα του αντιπάλου επιφέροντας και την πλήρη εξουδετέρωσή τους. Για να επιτύχουν το σκοπό αυτό, οι Αιγύπτιοι είχαν καταστρώσει δύο σχέδια. Το πρώτο, ήταν αρκετά τολμηρό και ριψοκίνδυνο.
Εμπνευστής του ήταν ένας πανέξυπνος και δυναμικός αλεξιπτωτιστής, ο υποστράτηγος Saad Shazi. Το σχέδιο προέβλεπε την υπερκέραση του μετώπου στο Σινά με την αμφίβια απόβαση δυνάμεων πίσω από τις ισραηλινές γραμμές, στις ακτές της Μεσογείου. H σχεδίαση και οργάνωση του σχεδίου ήταν πολύ καλή, όμως αυτό το εγχείρημα των Αιγυπτίων δεν εκτελέσθηκε ποτέ. H συγκέντρωση και μεταφορά των απαραίτητων στρατευμάτων και υλικών δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί λίγα 24ωρα μετά, το μέτωπο είχε καταρρεύσει και ο Ισραηλινός Στρατός είχε εισέλθει στο αιγυπτιακό έδαφος.
Το δεύτερο σχέδιο, ήταν επίσης καθυστερημένο, αλλά και πρόχειρα καταστρωμένο. Οι Αιγύπτιοι επιτελείς αναπτύσσουν 1.000 άρματα μάχης σ” ένα μέτωπο 90 μιλίων! Πολύ γρήγορα τα άρματα βρέθηκαν μακριά από το πεζικό και κυρίως από την αντιαεροπορική “ομπρέλα” που τους παρείχαν έως τότε οι πυραυλικές συστοιχίες SAM. Έτσι τα αιγυπτιακά τεθωρακισμένα πέφτουν στην παγίδα των Ισραηλινών. H αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει…
Το ημερολόγιο έγραφε 14 Οκτωβρίου, όταν τα αιγυπτιακά άρματα μάχης συγκρούστηκαν με τα ισραηλινά, σε μια κλασική αρματομαχία που όμοιά της είχε να δει η ιστορία από το 1945. Το τέλος αυτής της σύγκρουσης έδωσε, για πρώτη φορά από την αρχή του πολέμου, το δικαίωμα στους Ισραηλινούς να πανηγυρίσουν μια μεγάλη νίκη. Τετρακόσια εξήντα αιγυπτιακά άρματα καταστράφηκαν, έναντι 40 των Ισραηλινών.
Είναι γνωστό πως, “κερδίζοντας μια μάχη δεν κερδίζεις και τον πόλεμο”. Το ισραηλινό επιτελείο το γνώριζε πολύ καλά αυτό και έτσι δεν επαναπαύθηκε. Αντίθετα, πίστευε πως είχε φτάσει η στιγμή να εκδηλωθεί η κορυφαία στρατηγική κίνηση που θα ήταν ικανή να ανατρέψει την έως τότε έκβαση του πολέμου. Σαν σύλληψη αλλά και σαν εφαρμογή το σχέδιο εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους, όμως η επιχείρηση έπρεπε πάση θυσία να πετύχει. Για αυτό χρειαζόταν ένας διοικητής έξυπνος, πολυτάλαντος, μα προπαντός μαχητικός και ικανός να ριψοκινδυνέψει τα πάντα για να πετύχει η αποστολή του. O άνθρωπος που πληρούσε αυτές τις προϋποθέσεις ήταν μόνο ένας. O στρατηγός Αριέλ Σαρόν.
Τη νύχτα της 15ης προς 16η Οκτωβρίου χρησιμοποιώντας πλωτές γέφυρες, οι Ισραηλινοί περνούν μια αναγνωριστική ομάδα αποτελούμενη από 7 άρματα και 36 αλεξιπτωτιστές, από την ανατολική στη δυτική όχθη του καναλιού. Το επόμενο πρωινό άρχισε η διέλευση της 247ης ταξιαρχίας, που είχε να επιτελέσει δύο στόχους.
O πρώτος ήταν να δημιουργήσει ισχυρά προγεφυρώματα, ικανά να αντέξουν το βάρος μιας μαζικής εχθρικής επίθεσης, και ο δεύτερος να εξουδετερώσει κάθε εχθρική εστία αντίστασης πλησίον των υδάτινων οδών διέλευσης και από τις δύο πλευρές του καναλιού. Ισραηλινοί αλεξιπτωτιστές της 247ης κατάφεραν να διατηρήσουν ασφαλείς τις διόδους αυτές, δίνοντας μάχες σώμα με σώμα απέναντι στους υπέρτερους αριθμητικά Αιγύπτιους, με φονικότερη αυτή της περιοχής Chinese Farm.
Εν τω μεταξύ οι δυνάμεις των στρατηγών Σαρόν και Αντάν στο διάστημα μεταξύ 16ης και 17ης Οκτωβρίου κατάφεραν να διασπάσουν τις γραμμές άμυνας των Αιγυπτίων στο Σινά, καταστρέφοντας εκατοντάδες άρματα του Αιγυπτιακού Στρατού αφήνοντας την τελική εκκαθάριση της δυτικής όχθης στις ενισχύσεις που στάλθηκαν στο στρατηγό Σαρόν και την πολεμική αεροπορία. Το τελικό χτύπημα δίνεται τη νύχτα της 17ης Οκτωβρίου, όταν ισραηλινά στρατεύματα και άρματα μάχης μεταφέρονται στο έδαφος της αφρικανικής Αιγύπτου.
Μετά την είσοδό τους, οι ισραηλινές δυνάμεις διασπώνται προς δύο αντικειμενικούς στόχους. Προς νότο, υπό τη διοίκηση των στρατηγών Αντάν και Μαγκέν, με σκοπό να τεθεί εκτός μάχης η 3η στρατιά του Αιγυπτιακού Στρατού και προς βορρά υπό τη διοίκηση του στρατηγού Σαρόν, με σκοπό να καταληφθούν οι βάσεις διοίκησης, επικοινωνιών και ανεφοδιασμού των αιγυπτιακών ενόπλων δυνάμεων στην Ισμαϊλία.
Οι Αιγύπτιοι προσπάθησαν απελπισμένα να καταστρέψουν τις πλωτές γέφυρες των Ισραηλινών στο κανάλι, στέλνοντας ισχυρές δυνάμεις προερχόμενες από την 3η στρατιά. Ένα μικρό, όμως, απόσπασμα από τη μεραρχία του στρατηγού Μάγκεν, με τη βοήθεια της αεροπορίας, κατάφερε να ανακόψει την επίθεση, καταστρέφοντας 100 άρματα μαζί με τις τελευταίες ελπίδες των Αιγύπτιων στρατηγών.
H πορεία των ισραηλινών δυνάμεων στην περιοχή ήταν καταιγιστική και μόνο η επέμβαση του OHE (μετά από πιέσεις των δύο -τότε- υπερδυνάμεων) για κατάπαυση του πυρός, έσωσε την 3η στρατιά από πανωλεθρία και την Αίγυπτο από την πλήρη ταπείνωσή της. Θα άξιζε να αναφέρουμε ότι η Πολεμική Αεροπορία του Ισραήλ (Chel Ha”Avir), που τόσα είχε προσφέρει στους προηγούμενους αραβοϊσραηλινούς πολέμους, είχε αδρανοποιηθεί εντελώς στο μέτωπο με την Αίγυπτο. O λόγος γι” αυτήν της την απουσία δεν ήταν άλλος από την ισχυρή αντιαεροπορική άμυνα που είχαν αντιπαραθέσει οι Αιγύπτιοι, στηριζόμενοι κυρίως στους σοβιετικούς πυραύλους εδάφους-αέρος SAM που ανάγκαζαν τα ισραηλινά F-4 να βρίσκονται μακριά από τα πεδία των μαχών.
Μόνο όταν οι επίγειες δυνάμεις κατάφεραν να εξουδετερώσουν αυτές τις πυραυλικές συστοιχίες, τις τελευταίες μέρες του πολέμου, η Chel Ha”Avir προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες της, έστω και για λίγο.
Η μάχη στο Γκολάν
Οι Σύριοι άρχισαν την επίθεσή τους στα υψώματα του Γκολάν σε αξιοθαύμαστο συγχρονισμό με την αιγυπτιακή επίθεση στο κανάλι του Σουέζ, αιφνιδιάζοντας τις ισραηλινές δυνάμεις προκαλύψεως. Οι συριακές δυνάμεις που άρχισαν την επίθεση αποτελούνταν από 2 τεθωρακισμένες μεραρχίες με 600 άρματα μάχης και άλλες 2 μηχανοκίνητου πεζικού με 30.000 άνδρες και άλλα 300 άρματα. Οι Ισραηλινοί στο μέτωπο του Γκολάν είχαν 90 άρματα καλυμμένα σε οχυρωμένες θέσεις και περί τους χίλιους πεζικάριους. H αναλογία ήταν συντριπτική υπέρ των Σύριων.
H συριακή επίθεση αντί να βολιδοσκοπήσει την άμυνα του αντιπάλου και να συγκεντρωθεί μετά στο πιο αδύνατο σημείο της με αιχμή του δόρατος τα τεθωρακισμένα, εκδηλώθηκε σε όλο το μήκος του μετώπου με τα άρματα να προελαύνουν το ένα δίπλα στο άλλο ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα ισραηλινά ναρκοπέδια και την αντιαρματική τάφρο κάτω από πυκνή κάλυψη πυροβολικού, αφήνοντας την εξόντωση των απομονωμένων θυλάκων αντίστασης στο πεζικό που ακολουθούσε με τεθωρακισμένα οχήματα BTR-60.
Οι Σύριοι στόχευαν να καταλάβουν την εγκαταλειμμένη πόλη της Κουνέιτρα και τη γέφυρα Μπνοτ Γιαακόβ στα νότια αυτής. Σε περίπτωση που συνέβαινε αυτό, θα μπορούσαν να επιτεθούν στη Γαλιλαία και να κόψουν το Ισραήλ στα δύο. H κατάσταση ήταν κρίσιμη για τους Ισραηλινούς γιατί στο Γκολάν δεν είχαν την πολυτέλεια των μεγάλων εκτάσεων του μετώπου του Σινά. Από τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός του “67 έως τη Γαλιλαία, μεσολαβούσαν μόνο 30 χιλιόμετρα εδάφους χωρίς εμπόδια για την κίνηση των αρμάτων, κατάλληλο για το σοβιετικό δόγμα επιθέσεως που είχαν υιοθετήσει οι Σύριοι.
Οι ισραηλινές δυνάμεις που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή αντιστάθηκαν σκληρότατα. Τα λίγα ισραηλινά άρματα χρησιμοποιούμενα με έξυπνο τρόπο από τους διοικητές τους και εκμεταλλευόμενα κάθε φυσική κάλυψη του εδάφους χτυπούσαν, έφευγαν, και ξαναεπιτίθονταν στις συριακές ομάδες αρμάτων προκαλώντας βαριές απώλειες και ανακόπτοντας την ορμή της επίθεσης, ενώ οι ισραηλινές ενισχύσεις βρίσκονταν ήδη στο δρόμο.
Τα διατρητικά βλήματα APDS από τα πυροβόλα των 105 mm των M-48 και Σεντούριον αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Επιπλέον η δυνατότητα που είχαν τα Σεντούριον να βάλουν βλήματα HESH υψηλής εκρηκτικότητας, το αποτέλεσμα της δράσης των οποίων ήταν να αποκαλούνται θραύσματα από τα τοιχώματα του άρματος και να σαρώνουν το εσωτερικό του, αποτέλεσε ένα ακόμη πλεονέκτημα του Ισραηλινού Στρατού, το οποίο ενισχύονταν από το ότι τα T-54 και 55 μετέφεραν τα πυρομαχικά τους στον πυργίσκο που μπορούσαν να αναφλεγούν ακόμη και από ένα εξοστρακισμένο βλήμα.
H ανυπαρξία θυρίδων διαφυγής μείωνε δραματικά τις πιθανότητες διάσωσης του πληρώματος σε περίπτωση καίριας προσβολής του άρματος, και το γεγονός αυτό προκαλούσε ανασφάλεια στους άνδρες των αραβικών πληρωμάτων, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν με σχετική ευκολία τα άρματά τους, ακόμη και αν δεν συνέτρεχε σοβαρός λόγος.
Μεγάλο μέρος των απωλεσθέντων αραβικών αρμάτων είχαν εγκαταληφθεί από τους άνδρες τους. Επίσης παρατηρήθηκε υπερβολική έλλειψη προφυλάξεως από πλευράς Συρίων που πολλές φορές “προχωρούσαν σαν να έκαναν παρέλαση” που γίνονταν έτσι εύκολος στόχος στους Ισραηλινούς που αντίθετα, προσπαθούσαν να αιφνιδιάσουν, εκμεταλλευόμενοι κάθε είδους φυσική κάλυψη, να διαφύγουν και να ξαναχτυπήσουν, διεξάγοντας κάτι που με υπερβολή θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “ανταρτοπόλεμος αρμάτων”.
Στο ξημέρωμα της Κυριακής 7 Οκτωβρίου του 1973 έγινε μία από τις μεγαλύτερες αρματομαχίες στην ιστορία, 1.500 συριακά άρματα, με τις ενισχύσεις που είχαν έλθει το βράδι, δοκίμασαν να διασπάσουν τις ισραηλινές δυνάμεις και να κινηθούν προς την Κουνέιτρα καταλαμβάνοντας τη γέφυρα Μπνοτ-Γιαακόβ και αποκόπτοντας έτσι τη μόνη γραμμή ισραηλινού ανεφοδιασμού στο κεντρικό Γκολάν.
Τα ισραηλινά άρματα καλυμμένα πίσω από χωμάτινους σωρούς σε θέσεις που είχαν προετοιμάσει τη νύχτα οι μπουλντόζες του μηχανικού, προκάλεσαν σοβαρότατες απώλειες στα προελαύνοντα τεθωρακισμένα, τα οποία ωστόσο κατάφεραν να περάσουν την ισραηλινή άμυνα και να φθάσουν περί τα 8 χλμ.
Από τη γέφυρα Μπνοτ-Γιαακόβ όπου αναχαιτίσθηκαν εκ νέου από τις ισραηλινές ενισχύσεις. Αυτό ήταν και το οριακό σημείο της συριακής επίθεσης. Από εδώ και πέρα θα άρχιζε να ισχύει αυτό που είχε πει ο Μοσέ Νταγιάν ότι δηλαδή, η ίδια οδός που οδηγεί από τη Δαμασκό στο Τελ Αβίβ οδηγεί και από το Τελ-Αβίβ στη Δαμασκό. Μια άλλη αιτία για την συριακή αποτυχία, που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε είναι η απειρία των Σύριων αρματιστών, απειρία που έγινε ακόμη πιο αισθητή στα άρτι παραληφθέντα άρματα T-62 που εμφανίσθηκαν επί σκηνής την δεύτερη ημέρα και ήταν ιδιαίτερα επίφοβα στους Ισραηλινούς.
Σε ένα αιχμαλωτισμένο T-62 το οδόμετρο είχε καταγράψει μόλις 40 χλμ., χαρακτηριστικό του πόσο εσπευσμένα μπήκαν στη μάχη, ενώ άλλα δεν είχαν προλάβει να τα βάψουν και είχαν ακόμη το γκρίζο χρώμα που έπαιρναν από το εργοστάσιο στη Σ. Ένωση. Έτσι δεν εκμεταλλεύτηκαν τα πλεονεκτήματά τους, που ήταν το ισχυρότερο μέχρι τότε πυροβόλο στη M. Ανατολή των 115 mm, το τηλέμετρο λέιζερ και τα συστήματα νυκτερινού αγώνα που στερούνταν τα ισραηλινά άρματα.
H Ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία καθ” όλη τη διάρκεια των μαχών προσέφερε αξιοθαύμαστη αεροπορική υποστήριξη, υπέστη όμως σοβαρές απώλειες από το υποτιμημένο α/α δίκτυο των πυραύλων SAM και των α/α πυροβόλων. Μέχρι το βράδι του Σαββάτου κατερρίφθησαν 34 αεροσκάφη, ενώ οι συνολικές απώλειες στο μέτωπο του Γκολάν έφθασαν τα 80 από ένα σύνολο 115 καταρριφθέντων αεροσκαφών.
Επίσης η Ισραηλινή Αεροπορία βομβάρδισε τη Δαμασκό όπου σκοτώθηκαν ή τραυματίσθηκαν 100 πολίτες, σύμφωνα με τους Σύριους και επλήγη μεταξύ άλλων και το σοβιετικό πολιτιστικό κέντρο. Βομβαρδίστηκαν επίσης και άλλοι οικονομικοί και πολιτικοί στόχοι στις πόλεις Χομς, Ταρτούς και Λατάκια. Στις δύο τελευταίες που είναι και τα κύρια λιμάνια της Συρίας διεξήχθησαν και σκληρές ναυμαχίες στις οποίες αφανίστηκε το σύνολο σχεδόν του συριακού στόλου, και βυθίστηκαν ρωσικά, γιαπωνέζικα και ελληνικά φορτηγά πλοία.
Οι Σύριοι βομβάρδισαν τις περιοχές των Δρούζων και εκτόξευσαν 2 πυραύλους “Φρογκ” εναντίον της πόλεως Μιέγκνταλ Χαεμέκτα στα δυτικά της Γαλιλαίας και έναν ακόμη εναντίον του Κιμπούτζ Γκεβάτ. H ισραηλινή αντεπίθεση άρχισε τη Δευτέρα 8 Ιουνίου και δεν έμοιαζε σε τίποτε με την θυελλώδη εξόρμηση του ΄67. Οι ισραηλινές δυνάμεις προχωρούσαν τώρα με ισχυρή κάλυψη πυροβολικού και αφού κατελάμβαναν μετά από σκληρό αγώνα μία θέση, μετέφεραν τις πυροβολαρχίες και ξανάρχιζαν την επίθεση, ενώ η αεροπορία τους δεν είχε καταφέρει να εξουδετερώσει την συριακή αεράμυνα και να προσφέρει ανάλογες υπηρεσίες όπως πριν 7 χρόνια.
Την ίδια μέρα που άρχιζε η ισραηλινή αντεπίθεση, έμπαιναν στη μάχη και οι ιρακινές δυνάμεις, ενώ ήδη 1.800 Μαροκινοί στρατιώτες μάχονταν στο πλευρό των Σύριων. H έλλειψη όμως καλής συνεννοήσεως προξένησε καταστροφή στους Ιρακινούς. Τα δύο σμήνη των ιρακινών MiG που πέταξαν στο μέτωπο του Γκολάν δεν είχαν συντονίσει τα IFF τους και έτσι εθεωρήθηκαν εχθρικοί στόχοι από το σύστημα της συριακής αεράμυνας που άνοιξε πυρ και κατέρριψε 4 από αυτά, ενώ η 3η τεθωρακισμένη ιρακινή ταξιαρχία εξαιτίας της ελλείψεως καταλλήλων εντολών κατευθύνθηκε στο πεδίο της μάχης χωρίς να έχει ξεκάθαρη αντίληψη για τα τεκταινόμενα, χωρίς να έχει συντονίσει τους ασύρματους της με τις άλλες αραβικές δυνάμεις, και αγνοώντας τα κωδικά σήματα.
Αποτέλεσμα ήταν να υποστούν βαρύτατες απώλειες όταν ήρθαν σε επαφή με τους Ισραηλινούς. Ταυτόχρονα με το Ιράκ και το Μαρόκο, στρατεύματα από την Τυνησία, το Κουβέιτ και το Σουδάν μάχονταν μαζί με τους Αιγυπτίους στο μέτωπο του Σινά. Το μόνο αραβικό κράτος “πρώτης γραμμής” που δεν συμμετείχε στη σύρραξη ήταν η Ιορδανία. Κατά τα φαινόμενα, ο βασιλιάς ΧουσεΪν φοβόταν την εκδίκηση των Ισραηλινών, αν υπερίσχυαν, ενάντια στο εκτεθειμένο γεωγραφικά κράτος του.
Μετά όμως από ισχυρές πιέσεις ενέδωσε μερικώς και έστειλε την 8η τεθωρακισμένη ταξιαρχία του να πολεμήσει στο Γκολάν. Οι Ιορδανοί επιχείρησαν μια αντεπίθεση κατά των ισραηλινών θέσεων εφαρμόζοντας τακτικές που είχαν διδαχθεί από τους Βρετανούς. Έτσι τα ιορδανικά “Σεντούριον” συγκέντρωσαν τη δύναμή τους σε ένα στενό μέτωπο επιχειρώντας να ανοίξουν διάδρομο για το πεζικό που ακολουθούσε. Και πράγματι με θυσία 14 αρμάτων από τα 150 που έλαβαν μέρος στην επίθεση, διέσπασαν τις ισραηλινές γραμμές.
Το ιρακινό πυροβολικό όμως, που έπρεπε να είχε αρχίσει να βάλει μισή ώρα πριν, προσφέροντας υποστήριξη στα άρματα του ΧουσεΪν, άνοιξε καθυστερημένα πυρ επί των θέσεων που βρίσκονται ήδη οι Ιορδανοί που βρέθηκαν έτσι κάτω από βροχή βλημάτων. Στη συνέχεια η Συριακή Αεροπορία άρχισε να πολυβολεί τους Ιρακινούς που έρχονταν για ενίσχυση και ο συνταγματάρχης Ραφέα Χιλάουι που είχε την ευθύνη της επιχείρησης την ματαίωσε. Έως την 21η του Οκτώβρη οι Ισραηλινοί συνέχισαν την αντεπίθεσή τους καταλαμβάνοντας 500 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους που δεν κατείχαν πριν την έναρξη του πολέμου, αλλά δεν συνέχισαν προς τη Δαμασκό όπως είχαν απειλήσει.
Πιθανώς επειδή δεν είχαν στρατιωτικά τις δυνατότητες να το επιτύχουν, πιθανώς λόγω διεθνών διπλωματικών πιέσεων κυρίως εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης, και πιθανώς από φόβο ότι η Ιορδανία θα έμπαινε πραγματικά στον πόλεμο ανοίγοντας τρίτο μέτωπο, ή τέλος και λόγω συνδυασμών όλων των παραπάνω.
Συμπεράσματα
Το πρωτεύον συμπέρασμα αυτού του πολέμου μπορεί να περιληφθεί σε μια λέξη: “Αιφνιδιασμός!”. Είδαμε πως τις πρώτες μέρες του πολέμου ότι και οι Αιγύπτιοι αλλά και οι Σύριοι κατάφεραν να εισχωρήσουν σε βάθος μέσα στο ισραηλινό έδαφος στηριζόμενοι στο στοιχείο του αιφνιδιασμού, που βρήκε πραγματικά την ισραηλινή πολεμική μηχανή απροετοίμαστη.
Οι αραβικές δυνάμεις έχασαν το πόλεμο όχι από την έλλειψη μαχητικότητας των ενόπλων δυνάμεων τους (που κακώς μερικοί τους αποδίδουν), αλλά από τα κακοσχεδιασμένα επιχειρησιακά πλάνα που είχαν καταρτιστεί από τους επιτελείς των χωρών τους. Άλλα σημαντικά συμπεράσματα από αυτό τον πόλεμο είναι:
- H χρησιμοποίηση νέων οπλικών συστημάτων, όπως για παράδειγμα οι κινητές συστοιχίες πυραύλων εδάφους-αέρος SAM των Αιγυπτίων που είχαν θέσει, ουσιαστικά, εκτός μάχης μια από τις καλύτερες αεροπορικές δυνάμεις του κόσμου και οι μικρές αλλά ισχυρά εξοπλισμένες με αντιαρματικούς πυραύλους, αιγυπτιακές ομάδες καταδρομών που σκόρπισαν τον πανικό και την καταστροφή τις πρώτες μέρες του πολέμου στους Ισραηλινούς στη Χερσόνησο του Σινά.
- H ετοιμότητα των εφεδρειών για άμεση κινητοποίηση σε περίπτωση πολέμου, που αποδείχτηκε σωτήρια για το Ισραήλ.
- O νυκτερινός πόλεμος. Οι περιορισμένες δυνατότητες και η ελλειπής εκπαίδευση των Αράβων στρατιωτών, κυρίως λόγω θρησκευτικών περιορισμών στο νυκτερινό πόλεμο, τους στέρησε τη νίκη πολλές φορές, αντίθετα με τους Ισραηλινούς που ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι και εκπαιδευμένοι, κερδίζοντας έτσι πολλές μάχες.
Τις μέρες που γραφόταν αυτό το άρθρο επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ του ισραηλινού κράτους και της PLO για σταδιακή παραχώρηση αυτονομίας στους Παλαιστίνιους. Το δεύτερο μεγάλο βήμα για την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή μετά το Καπ-Ντέιβιντ. Ευχή δική μας και όλου του κόσμου, να υπάρξει ειρήνη στην πράξη και όχι μόνο στα χαρτιά, για αυτούς τους βασανισμένους λαούς.
Ανεφοδιασμός των αντιπάλων και απώλειες
Κατά τη διάρκεια του πολέμου μια τεράστια αερογέφυρα από 80 μεταγωγικά της Πολεμικής Αεροπορίας της ΕΣΣΔ και 20 εμπορικά αεροσκάφη της ΑΕΡΟΦΛΟΤ, ανεφοδίαζε καθημερινά τα αραβικά κράτη με πολεμικό υλικό κυρίως πυραύλων SAM-6, αντιαρματικούς πυραύλους και εκτοξευτές, πυροβολικό και πυρομαχικά. Ενώ τη δεύτερη βδομάδα της σύρραξης άρχισαν να φτάνουν στην Αλεξάνδρεια, τη Λατάκια και την Ταρτούς, φορτηγά πλοία από λιμάνια του Εύξεινου Πόντου που μετέφεραν άρματα T-54, T-55, T-62 και μαχητικά MiG-21.
Οι Η.Π.Α. από την άλλη πλευρά έστειλαν στο Ισραήλ ποιοτικά αναβαθμισμένο εξοπλισμό με αεροσκάφη C-5 Galaxy και πλοία, που περιελάμβανε αντιαρματικούς πυραύλους “TOW”, οι οποίοι αποδείχθησαν εξαιρετικά αποτελεσματικοί, και 32 μαχητικά “Σκάιχοκ” και “Φάντομ”. Παρελήφθησαν επίσης έξυπνες βόμβες “Ρόκαϊ” και “Γουολάι”, καθώς και πύραυλοι αντι-ραντάρ “Σράικ” για την αντιμετώπιση του δικτύου αεράμυνας, ενώ εσπευσμένα προωθήθηκαν ατρακτίδια ECM των αεροσκαφών, ικανά να “τυφλώνουν” τους πυραύλους SAM 2 και 3.
Οι απώλειες των εμπλεκομένων στον πόλεμο του Σινά υπήρξαν οι εξής: Οι Άραβες είχαν περί τις 15.000 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους εκ των οποίων οι 8.000 περίπου ήταν στο μέτωπο του Γκολάν και οι Ισραηλινοί 2.532 νεκρούς και περί τους 300 αιχμαλώτους. Κατερρίφθησαν 449 αραβικά αεροσκάφη και 105 ισραηλινά και κατεστράφησαν 130 εκτοξευτές SAM όλων των τύπων. Οι Ισραηλινοί έχασαν 420 άρματα και οι Άραβες 1.274 (κατεστραμμένα ή αιχμαλωτισμένα).
Η πυρηνική απειλή του Ισραήλ
Κάθε μεγάλη σύρραξη έχει και την “σκοτεινή” πλευρά της. Με όσα στοιχεία έχουν γίνει γνωστά, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε όσο μπορούμε και αυτή την πλευρά του πολέμου. Το Ισραήλ είχε κατασκευάσει αρκετές πυρηνικές βόμβες και κεφαλές, ικανές να πλήξουν στόχους σε γειτονικές αραβικές χώρες και όχι μόνο. Το κωδικό όνομα αυτών των όπλων ήταν “τα όπλα του Ναού” και η χρησιμοποίηση τους θα γινόταν μόνο σε περίπτωση που το Ισραήλ κινδύνευε να καταστραφεί.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις πληροφορίες, τις πρώτες μέρες του πολέμου, η κυβέρνηση της Γκόλντα ΜεΪρ βλέποντας την κατάρρευση των ισραηλινών δυνάμεων στα μέτωπα του Γκολάν και του Σινά, αποφασίζει να ενεργοποιηθούν τα πυρηνικά όπλα που είχε στη διάθεσή της η χώρα. Μετά από αυτήν τη διαταγή, εισέρχονται σε επιχειρησιακή ετοιμότητα οι εκτοξευτές των πυρηνικών πυραύλων τύπου “Ιεριχώ 1” στην περιοχή των λόφων του Χιρμάτ Ζακάριαχ, καθώς και τα οκτώ εξοπλισμένα με πυρηνικές βόμβες F-4 που βρίσκονταν στην αεροπορική βάση του Τελ Νοφ. Το περίφημο “Μαύρο Σμήνος”.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του, το Ισραήλ μπαίνει σε κατάσταση πυρηνικού συναγερμού. Τα “όπλα του Ναού”, ήταν έτοιμα να πλήξουν τον αντίπαλο. Τα βαθύτερα αίτια όμως αυτής της απόφασης ήταν άλλα. Το εβραϊκό κράτος με αυτή του την ενέργεια κατάφερε να επιτύχει δύο στόχους που υπό διαφορετικές συνθήκες θα ήταν αδύνατο να επιτευχθούν.
Δηλαδή, η κυβέρνηση του Τελ Αβίβ σε πρώτη φάση, με την απειλή χρήσης πυρηνικών, κατάφερε να πείσει την αμερικανική κυβέρνηση να αντικαταστήσει μέσω μιας αερογέφυρας, τα οπλικά συστήματα και τα πυρομαχικά που ήταν αναγκαία για να συνεχίσει το Ισραήλ τον πόλεμο εναντίον των Αράβων, ενώ σε δεύτερη φάση, γνωρίζοντας πως οι Σοβιετικοί (όπως και οι Αμερικάνοι) διαθέτουν κατασκοπευτικό δορυφόρο στην περιοχή θα εντόπιζαν την αυξημένη ετοιμότητα που επικρατούσε στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ισραήλ, με αποτέλεσμα να ειδοποιηθούν οι Άραβες σύμμαχοι της υπερδύναμης να σταματήσουν τις επιχειρήσεις τους εναντίον των ισραηλινών θέσεων και να σταθεροποιήσουν το μέτωπο, πριν δεχθούν πυρηνική επίθεση.
Με αυτό τον τρόπο οι ισραηλινές δυνάμεις κατάφεραν να ανεφοδιαστούν λίγο πριν από την εξάντληση των συμβατικών αποθεμάτων τους, με όπλα ζωτικής σημασίας προερχόμενα από τις ΗΠΑ, που τους βοήθησαν να συνεχίσουν τον πολέμο. Από την άλλη, οι Άραβες σταμάτησαν την προέλασή τους, αφήνοντας χρόνο στους Ισραηλινούς εφέδρους να προσέλθουν στα μέτωπα ανατρέποντας την έκβαση του πολέμου.
Όλα αυτά τα γεγονότα, οι πιθανότητες, τα συμπεράσματα, μας αφήνουν αναπάντητα ερωτήματα, που δυστυχώς μόνο η ιστορία και ο χρόνος κάποτε θα μας απαντήσουν, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες “σκοτεινές πλευρές” της ιστορίας.