Η Grumman έφτιαξε βαρύγδουπο όνομα μέσω της διάσημης σειράς αεροσκαφών «Cat» στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνοντας στο αποκορύφωμά της με τo μονοκινητήριο F8F «Bearcat» και το δικινητήριο F7F «Tigercat» για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, η εταιρεία έμελλε να δημιουργήσει έναν άλλο δικινητήριο θρύλο, το XF5F «Skyrocket», το οποίο όμως ποτέ δεν κατόρθωσε να περάσει τη φάση του πρωτοτύπου.
Γέννηση της ιδέας και δημιουργία του πρωτοτύπου
Το σχέδιο του καινούριου αυτού αεροπλάνου παρουσιάστηκε ως απόκριση στις προδιαγραφές που είχε εκδόσει το Γραφείο Αεροναυπηγικής (BuAer) το 1938. Η πρόταση της Grumman αφορούσε ένα ελαφρύ μονοθέσιο μαχητικό, τροφοδοτούμενο από δύο εννιακύλινδρους αερόψυκτους Wright XR-1820-40/42 των 1.200 ίππων, το οποίο θα έφερε έλικες αντιθέτου περιστροφής για καλύτερο χειρισμό επί του εδάφους και σταθερό ρυθμό ανόδου. Θα ήταν επίσης εξοπλισμένο με δύο εμπρόσθια πυροβόλα Madsen των 23 χιλ., ενώ θα μπορούσε να μεταφέρει και δύο βόμβες των 75 κιλών εκάστη. Οι πρώιμες εκτιμήσεις έδειχναν πως θα μπορούσε να φτάσει σε μέγιστη ταχύτητα τα 335 μίλια την ώρα.
Μετά από αρκετές συζητήσεις επάνω σε διάφορες παραλλαγές του επιμέρους σχεδιασμού, καθώς και επί θεμάτων σχετικών με το κέντρο βάρους του, δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1938 ένα μοντέλο πλήρους κλίμακος για την αξιολόγηση των αεροδυναμικών του γραμμών. Κάποια προβλήματα σταθερότητας που προέκυψαν, οδήγησαν σε περαιτέρω τροποποιήσεις. Τον Φεβρουάριο του 1939, ομάδα αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ εξέτασε ενδελεχώς μια μακέτα του αεροσκάφους με αναδιπλούμενες πτέρυγες και εξήγαγε θετικά συμπεράσματα, κυρίως ως προς την άριστη εγκατάσταση του οπλισμού του.
Το πρωτότυπο ξεπερνούσε το προκαθορισμένο βάρος του κατά σχεδόν 320 κιλά. Η Grumman ήταν έτοιμη να πληρώσει σημαντικό πρόστιμο για αυτήν την σοβαρή παρέκλιση, αν και επεσήμανε ότι αυτό ωφείλετο σε αίτημα του Πολεμικού Ναυτικού. Η BuAer όμως υπελόγισε μόνο 90 κιλά υπέρβαρο και ως εκ τούτου δεν θεωρήθηκε πως η εταιρεία παραβίασε τους όρους.
Το αεροσκάφος έδειχνε πως το αυξημένο μέγεθός του θα καθιστούσε απαγορευτική τη μεταφορά του σε αεροπλανοφόρο. Η Grumman βρήκε τη λύση, κάνοντας την άτρακτο όσο το δυνατόν πιο λεπτή, μικραίνοντας έτσι και την απόσταση μεταξύ των κινητήρων. Αυτό όχι μόνο αντιστάθμισε το αρχικό μειονέκτημα, αλλά και βελτίωσε την ικανότητα πτήσης του με έναν μόνο κινητήρα, αν ο δεύτερος ετίθετο εκτός λειτουργίας. Κατά τη φάση κατασκευής του, προτάθηκαν και οι Pratt & Whitney, οι οποίοι τελικώς απερρίφθησαν υπέρ των Wright Cyclones.
Πτητικά χαρακτηριστικά και προβλήματα
Τον Μάρτιο του 1940, το ολοκληρωμένο πρωτότυπο παρουσιάστηκε ως BuNo 1442. Η παρθενική του πτήση έλαβε χώρα την 1η Απριλίου του 1940. Η εμφάνισή του ήταν μοναδική, με το ρύγχος να βρίσκεται πίσω από την άκρη των πτερύγων. Ο αρχικός οπλισμός θα αντικαταθίστατο με τέσσερα πολυβόλα των 12,7 χιλ., για μείωση του βάρους του, ενώ η δυνατότητα μεταφοράς βομβών θα έμενε ως είχε. Το μήκος και το ύψος του ήταν 8,76 και 3,45 μέτρα αντίστοιχα, ενώ το άνοιγμα πτερύγων έφτανε τα 12,8 μέτρα. Υπήρξε όμως πρόβλημα με τις υψηλές θερμοκρασίες των κινητήρων το οποίο επέμενε καθ’ όλες τις είκοσι πρώτες πτήσεις, μέσου όρου 45 λεπτών εκάστη.
Λόγω αυτών των υπερθερμάνσεων, οι μηχανικοί προέβησαν σε μεταβολές του συστήματος ψύξης λαδιών πριν από την επομένη φάση των δοκιμών. Τον Ιανουάριο του 1941, ξεκίνησαν τα τεστ καταδυτικών εφορμήσεων, όπου το πρωτότυπο έφτασε σε ταχύτητα τα 505 μίλια την ώρα. Ο πιλότος έκρινε ως αξιόλογες τις πτητικές ικανότητες, ενώ οι αντιθέτου περιστροφής έλικες βελτίωναν το χειρισμό κατά την απογείωση. Η απόδοση των κινητήρων άφησε γενικώς θετικές εντυπώσεις, ενώ οι μανούβρες εκτελούνταν με χαρακτηριστική ευκολία.
Λίγο μετά, το «Skyrocket» συμμετείχε σε νέες συγκριτικές δοκιμές με τα καλύτερα μαχητικά του 1941, όπως το Spitfire, το Hurricane, το Curtiss P-40, το F4F «Wildcat» και το Vought F4U «Corsair». Εντυπωσιακή ήταν η ευκολία με την οποία μπορούσε να ξεφύγει από το «Corsair», ενώ η απουσία ροπών στρέψης και η εξαιρετική όραση από το κόκπιτ δημιούργησαν ελπίδες πως το XF5F θα αποτελούσε μια εξαιρετική προσθήκη στο στόλο της αεροπορίας του ναυτικού.
Η αρχή του τέλους
Όταν άρχισαν να μειώνονται οι παραγγελίες για το F4F «Wildcat», η Grumman αντελήφθη πως η πτώση θα παρέσερνε και το τελευταίο της δημιούργημα, αφού γινόταν ολοένα και βαρύτερο, ενώ οι διαρκείς τροποποιήσεις το καθιστούσαν λιγότερο ελκυστικό. Οι συγκεκριμένοι παράγοντες, σε συνδυασμό και με το κόστος κατασκευής, οδήγησαν στην απόφαση της οριστικής διακοπής του προγράμματος. Τον Μάρτιο του 1942, η εταιρεία ενημέρωσε σχετικώς το Γραφείο Αεροναυπηγικής, οπότε το Πολεμικό Ναυτικό ακύρωσε τη σύμβαση.
Να σημειώσουμε πως σε όλες τις φάσεις των δοκιμών, τόσο πριν όσο και μετά την παύση του project, δεν έλειψαν τα ατυχήματα του XF5F στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένης μιας δισειλουργίας του συστήματος προσγείωσης, καθώς και μιας κατάρρευσής του, ενόσω ήταν σταθμευμένο. Αυτές οι περιπτώσεις δεν ήταν χρονοβόρες στη διόρθωσή τους. Κάποια άλλη όμως περιελάμβανε αποτυχία ανοίγματος του μηχανισμού κατά την προσγείωση, με αποτέλεσμα να υποστεί εκτενείς ζημιές στην άτρακτο. Η επισκευή του κρίθηκε πολυέξοδη και έτσι δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Συμπέρασμα
Όλη η «καριέρα» του ενός και μοναδικού πρωτοτύπου ήταν 211 δοκιμές, συνόλου 156 ωρών πτήσεως. Το «Skyrocket» ήταν γενικώς ένα αξιόλογο αεροπλάνο, άνετο στο χειρισμό του και εξαιρετικά οπλισμένο. Οι αλλαγές που επέβαλε το Γραφείο Αεροναυπηγικής, αυξάνοντας το βάρος του χωρίς την ταυτόχρονη αντικατάσταση των κινητήρων με ισχυροτέρους το καθιστούσαν επικίνδυνο, κυρίως κατά την προσγείωση και απογείωση. Αυτά τα προβλήματα μαζί με το αυξημένο κόστος του, οδήγησαν στην διαγραφή ενός φουτουριστικού σχεδίου. Ωστόσο, το όνομα «Skyrocket» δεν έσβησε μαζί με το συγκεκριμένο αεροσκάφος, αφού η εταιρεία θα το μετέφερε στο επόμενο project της, το XP-50.