Στην μεσοπολεμική Ευρώπη οι στρατοί της γηραιάς ηπείρου αξιολογούσαν τα διδάγματα του πολέμου σχετικά με την μηχανοκίνηση στο πεδίο της μάχης. Βλέποντας ότι η επόμενη αναμέτρηση δεν θα αργούσε ξεκίνησαν μελέτες σχετικά με την κατασκευή οχημάτων γενικής αλλά και ειδικής χρήσης.Υπενθυμίζεται ότι η Συνθήκη των Βερσαλλιών που υπογράφηκε στις 28 Ιουνίου 1919 ήταν μια από τις βασικές αιτίες του Β’ ΠΠ από την στιγμή που υποχρέωσε την Γερμανία να πληρώσει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις ύψους 226 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων ενώ παράλληλα της επιβλήθηκαν αυστηρά περιοριστικά μέτρα τόσο σε θέματα διεθνούς εμπορίου όσο και στρατιωτικών δυνάμεων και οργάνωσης. Από οικονομικής πλευράς η Ευρώπη έχει εξέλθει κυριολεκτικά κατεστραμμένη από τον Α’ΠΠ και ουσιαστικά ήταν σκιά του εαυτού της.
Στρατιωτικές μοτοσικλέτες στον Α΄ και Β΄ ΠΠ: 1914-1918 (Β’ Μέρος)
Η καπιταλιστική Ευρώπη του 19ου αιώνα, ο δανειστής ολόκληρου του κόσμου, ήταν πλέον υπερχρεωμένη στις ΗΠΑ και τα δημόσια οικονομικά των κρατών της βρισκόταν στο ναδίρ. Οι υλικές καταστροφές σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις είχαν επηρεάσει δραματικά την παραγωγή, η οποία μειώθηκε σχεδόν στο μισό, σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, ενώ ο μεγάλος κερδισμένος στον οικονομικό τομέα ήταν οι ΗΠΑ. Το εν λόγω οικονομικό πλαίσιο εξηγεί γιατί οι δύο «βιομηχανικές» ήπειροι ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο σε ότι αφορά την παραγωγή μοτοσυκλετών.
Οι ΗΠΑ με την εύρωστη οικονομία επένδυσαν στις γραμμές παραγωγής αυτοκινήτων επιτυγχάνοντας τεράστιες οικονομίες κλίμακας. Για παράδειγμα ένα Ford Model T στοίχιζε λιγότερο από μια μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού τύπου Harley Davidson. Έτσι στις ΗΠΑ επικράτησε ως κύριο μεταφορικό μέσο το αυτοκίνητο ενώ η μοτοσυκλέτα έγινε σύμβολο διαφορετικότητας και εκκεντρισμού για λίγους.
Αντίθετα στην ρημαγμένη οικονομικά Ευρώπη του μεσοπολέμου που αναζητούνταν φθηνά μέσα μεταφοράς με χαμηλό κόστος συντήρησης, οι «επενδύσεις» έγιναν με γνώμονα την ευρεία παραγωγή δικύκλων. Για να γίνει αντιληπτή η πτώση παραγωγής μοτοσυκλετών στις ΗΠΑ και η κατακόρυφη άνοδος στην Ευρώπη, αρκεί να αναφέρουμε ότι από τις περίπου 200 αμερικανικές μάρκες δικύκλων που υπήρχαν κατά την διάρκεια του Α’ΠΠ στην δεκαετία του 1920 είχαν επιβιώσει μόλις τρείς (Harley Davidson, Indian και Excelsior), ενώ στην Ευρώπη οι μικρές φίρμες κατασκευής ελαφρών δικύκλων ξεπεταγόταν σαν τα μανιτάρια σε Γερμανία, Ελβετία, Ουγγαρία, Ιταλία και Αυστρία.
Όσον αφορά την Γηραιά Αλβιόνα είχε την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία. Απόδειξη αυτού, το ότι το 1920 κυκλοφορούσαν περίπου 280.000 βρετανικά δίκυκλα όταν η παγκόσμια παραγωγή ήταν περίπου 300.000 χιλιάδες. Από τις μικρές φίρμες που εμφανίσθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου η πλέον γνωστή που το άστρο της μεσουράνησε την δεκαετία του 1930 με αποτέλεσμα να καταστεί η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής δικύκλων στον κόσμο, ήταν η γερμανική DKW (Dampf-Kraft-Wagen). Ειδικότερα η DKW κατασκεύαζε μοτοσυκλέτες μικρού κυβισμού των 98, 125 και 350 κ. εκ., οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στην περίοδο του Β’ΠΠ, παρά το γεγονός ότι έμμειναν πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας.
Στο γενικότερο ευρωπαϊκό πλαίσιο ανάπτυξης συστημάτων χαμηλού κόστους, γινόταν πολλές προσπάθειες την κατασκευή κινητήρων με μειωμένη κατανάλωση καυσίμου. Εταιρείες που κατασκεύαζαν κινητήρες σχετικά μικρού κυβισμού και με χαμηλή κατανάλωση καυσίμου ήταν η Villiers που κατασκεύαζε δίχρονους κινητήρες των 150, 250 και 350 κ. εκ., η Peugeot που είχε κατασκευάσει έναν κινητήρα 75 κ. εκ. καθώς και η Clement που ανέπτυξε ένα κινητήρα μόλις 45 κ. εκ. με ιδιαίτερα χαμηλή κατανάλωση για την εποχή (ένα λίτρο στα 100 χιλιόμετρα). Ιδιαίτερα δημοφιλής μοτοσυκλέτα της περιόδου του μεσοπολέμου στην λογική αυτή ήταν η αγγλική Royal Enfield των 225 κ. εκ.
Ωστόσο η Enfield έκανε ραγδαία εξελικτικά βήματα την περίοδο του μεσοπολέμου και τις παραμονές του Β’ Π.Π. παρουσίασε μια ευρεία γκάμα στρατιωτικών μοτοσυκλετών (WD/C 350, WD/CO 350 OHV, WD/D 250 SV, WD/G 350 OHV και WD/L 570 SV). Μια από τις πλέον δημοφιλής μοτοσυκλέτες της περιόδου ήταν Royal Enfield WD/RE, γνωστή και ως «Flying Flea», (ελληνιστί: ιπτάμενος ψύλλος), που αφορούσε μια ελαφρά μοτοσυκλέτα των 125 κ. εκ. σχεδιασμένη για να ρίπτεται με αλεξίπτωτο από αεροσκάφος. Η πρώτη ίσως εταιρεία που ασχολήθηκε με την κατασκευή μιας καθαρά στρατιωτικής μοτοσυκλέτας ήταν η Moto Guzzi. Οι αρχικοί σχεδιασμοί είχαν επικεντρωθεί στην ανάπτυξη ενός τρίκυκλου οχήματος με μπροστινό τροχό για την διεύθυνση του οχήματος και δύο οπίσθιους και συμπαγή ελαστικά για κίνηση σε δύσβατες. Στην λογική αυτή αναπτύχθηκε και ένα ερπυστριοφόρο όχημα το οποίο θα μπορούσε να αναρριχείται σε πλαγίες με μεγάλη κλίση. Τα δύο οχήματα ήταν εφοδιασμένα με κινητήρα των 500 κ. εκ., αλλά καμία από τις δύο σχεδιάσεις δεν προχώρησε στο στάδιο της παραγωγής.
Παράλληλα η Guzzi ανέπτυξε μια από τις πλέον διαδεδομένες στρατιωτικές μοτοσυκλέτες της εποχής, την GT 17, η οποία εγκατέλειψε της γραμμές παραγωγής σχεδόν μετά από μια δεκαετία. Η GT 17 είχε πλαίσιο σχεδιασμένο σε ικανοποιητική απόσταση από το έδαφος ώστε να κινείται με άνεση εκτός δρόμου, διέθετε μονοκύλινδρο κινητήρα των 500 κ. εκ. αποδιδόμενης ισχύος 13,2 ίππων με δυνατότητα ανάπτυξης ταχύτητας 90 χ.α.ω, ήταν εφοδιασμένη με οπίσθια ανάρτηση (πρωτοποριακό για την εποχή) και είχε την δυνατότητα ανάρτησης πολυβόλου. Κατασκευάσθηκε σε 4.810 μονάδες και έλαβε το βάπτισμα του πυρός στο πόλεμο της Αιθιοπίας (1935-36).
Σε γενικές γραμμές τα ιταλικά εργοστάσια κατασκεύαζαν σχεδόν πανομοιότυπες μοτοσυκλέτες με μονοκύλινδρους κινητήρες μέχρι τις παραμονές του πολέμους, με εξαίρεση και πάλι την Guzzi η οποία παρουσίασε την ALSE στην θέση της GΤ 17. Η Alse είχε παρόμοιες επιδόσεις με την GT 17 αλλά διέθετε πλαίσιο με ακόμη μεγαλύτερη απόσταση από το έδαφος για κίνηση σε ακόμη πιο δύσβατα εδάφη, κιβώτιο τεσσάρων ταχυτήτων και δυνατότητα μεταφοράς πολυβόλων Fiat-Revelli 35 (8x59mm RB Breda) και Breda Modello 37 (8x59mm RB Breda). Τις ιταλικές γραμμές παραγωγής εγκατέλειψαν συνολικά 7059 ALSE οι οποίες έδρασαν σε όλα τα μέτωπα συμπεριλαμβανομένου και του ρωσικού, επιδεικνύοντας μεγάλη αξιοπιστία και ευελιξία. Η γαλλική βιομηχανία από την πλευρά της είχε παρουσιάσει το 1939 μια πρωτοποριακή μοτοσυκλέτα, την Simca 350, η οποία ήταν εφοδιασμένη με δικύλινδρο – δίχρονο κινητήρα 350 κ. εκ. με ανεστραμμένους κυλίνδρους οι οποίοι ψύχοντας με λάδι το οποίο κυκλοφορούσε εντός του κινητήρα μέσω των γραναζιών της τέταρτης ταχύτητας και κατανεμόταν μέσω ενός περιστροφικού διανομέα. Μια άλλη καινοτομία που ενσωμάτωνε η γαλλική μοτοσυκλέτα ήταν ότι μπορούσε να τοποθετηθεί μια έλικα που την μετέτρεπε σε αμφίβια. Αν και η αρχική πρόβλεψη αφορούσε την κατασκευή 40.000 μονάδων, τελικά με το ξέσπασμα του πολέμου είχαν παραχθεί μόλις 230 οι οποίες κατασχέθηκαν και στάλθηκαν στην Πολωνία.
Παρότι, όσα μοντέλα παρουσιάσθηκαν παραπάνω ανταποκρινόταν στην τεχνολογία της εποχής – η οποία εν πολλοίς εστίαζε σε μονοκυλίνδρους κινητήρες μέσου κυβισμού συνήθως 350 κ. εκ. ισχύος 13 έως 15 ίππων με δυνατότητα ανάπτυξης μέγιστης ταχύτητας έως 115 χ.α.ω, κιβώτιο τεσσάρων ταχυτήτων με πεντάλ, άκαμπτο πλαίσιο, τροχούς 19 ιντσών, βάρος περίπου 160 κιλά (πχ. BSA B30), αλλά και κάποια μοντέλα των 500 κ. εκ (πχ. Norton 16H) – η εικόνα της στρατιωτικής μοτοσυκλέτας του Β’ ΠΠ είναι άρρηκτα συνδεμένη με τις θηριώδεις σε διαστάσεις και βάρος γερμανικές μοτοσυκλέτες της ΒΜW (Bayerische MotorenWerke, ελληνιστί Βαυαρική Βιομηχανία Κινητήρων).
Η BMW είχε ξεκινήσει ως κατασκευάστρια κινητήρων αεροσκαφών πριν τον Α’Π.Π., αλλά μετά τον πόλεμο και την συνθήκη των Βερσαλλιών κάθε στρατιωτική κατασκευή στην Γερμανία απαγορεύτηκε και έπαψε και η ζήτηση για κινητήρες αεροσκαφών. Έτσι η εταιρία στράφηκε κατ’ αρχή στην κατασκευή αερόφρενων, αγροτικών μηχανημάτων, εργαλειοθηκών και επίπλων γραφείου και τελικά στην κατασκευή μοτοσικλετών. Το 1923 κατασκευάζεται η πρώτη μοτοσυκλέτα BMW R 32 εφοδιασμένη με δικύλινδρο οριζόντιο κινητήρα, το γνωστό σήμερα κινητήρα τύπου boxer.
Το 1937, ο Ernst Henne δημιούργησε την BMW 500 Compressor η οποία έφθανε τα 279 χ.α.ω. και φυσικά ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος των ρεκόρ ταχύτητας. Την ίδια χρονιά η Βέρμαχτ ζήτησε από την BMW και την Zundapp μια μοτοσυκλέτα η οποία θα ήταν εφοδιασμένη με side car, για τις ανάγκες του πολέμου που βρισκόταν προ των πυλών. Οι μοτοσυκλέτες που σχεδιάσθηκαν και κατασκευάσθηκαν από τις δύο εταιρείες, ήταν η BMW R 75 και η Zundapp KS 750 οι οποίες ήταν αρκετά όμοιες από την στιγμή που έφεραν κινητήρα boxer των 750 κ. εκ.
Η R 75 παρέπεμπε στην R 12 του 1935 η οποία ήταν η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής με κιβώτιο τεσσάρων ταχυτήτων και υδραυλικό τηλεσκοπικό πιρούνι (μεγάλη καινοτομία για εκείνη την εποχή).
Συνεχίζεται στο Δ’ Μέρος