Το Westland Whirlwind ήταν μονοθέσιο βρετανικό αεροσκάφος, σχεδιασμένο για υψηλές επιδόσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στο αεροδυναμικό του σχήμα. Τροφοδοτείτο από δύο δωδεκακύλινδρους κινητήρες Rolls-Royce Peregrine των 21 λίτρων, απόδοσης 885 ίππων έκαστος, με το σύστημα ψύξης τους τοποθετημένο στις πτέρυγες. Η αρκετά λεπτή άτρακτος ήταν κατασκευασμένη από ντουραλουμίνιο και κατέληγε σε σταυροειδές ουραίο. Στο ρύγχος έφερε τέσσερα πυροβόλα Hispano των 20 χιλιοστών που το καθιστούσαν ως το βαρύτερα εξοπλισμένο μαχητικό του είδους του σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο σχεδιασμός του ξεκίνησε το 1936, ενώ το πρώτο πρωτότυπο δοκιμάστηκε στις 11 Οκτωβρίου του 1938. Οι εντυπωσιακές πτητικές του ικανότητες κατέληξαν σε συμφωνητικό παραγωγής 200 αεροσκαφών τον Ιανουάριο του 1939. Η RAF υπολόγιζε να το εντάξει σε ενεργό υπηρεσία περί τους δέκα μήνες αργότερα, αλλά προέκυψαν ζητήματα με τους κινητήρες του, πράγμα που αργοπόρησε τη διάθεσή τους μέχρι τον Ιανουάριο του 1940. Ως εκ τούτου, το Whirlwind ήταν αδύνατον να εμπλακεί σε επιχειρήσεις πριν από το τέλος εκείνου του έτους.
Το αεροσκάφος όμως έγινε γρήγορα δημοφιλές με τους πιλότους αρκετά ικανοποιημένους από τον αξιόπιστο χειρισμό του, το βαρύ οπλισμό του, καθώς και την πλήρη ορατότητα που προσέφερε από το υπερυψωμένο cockpit του. Η ποιοτική του απόδοση σε χαμηλό υψόμετρο ήταν το μεγάλο του πλεονέκτημα που το κατέτασσε επάνω από κάθε άλλο μονοκινητήριο μαχητικό. Ωστόσο αυτή μειωνόταν αισθητά σε μεγαλύτερο υψόμετρο, κάτι που αποτέλεσε και την «Αχίλλειο πτέρνα» του.
Την τύχη του σφράγισαν οι κινητήρες του, όπως και κάθε άλλοι κινητήρες που παρήχθησαν από τη Rolls-Royce, πλην των εξαιρετικών και ευρέως χρησιμοποιουμένων Merlin. Η γενική καθυστέρηση της παραγωγής του το άφησε έξω από τη μάχη της Αγγλίας στην οποία φάνηκε νωρίς πως οι δύο κύριοι παράγοντες που θα την έκριναν ήταν το μεγάλο υψόμετρο και η ταχύτητα. Έτσι, μετά την κατασκευή των πρώτων 112 Whirlwinds (πλην των δυο πρωτοτύπων), το Υπουργείο Αεροπορίας διέκοψε το συμφωνητικό, ακυρώνοντας την παραγωγή των υπολοίπων το Δεκέμβριο του 1940. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, μόνο η 263 Μοίρα εφοδιάστηκε με το νέο μαχητικό και κατόπιν – το Σεπτέμβριο του 1941 – η 137 Μοίρα.
Στο Whirlwind είχαν τοποθετηθεί ράγες για τη μεταφορά δύο βομβών των 250 ή 500 λιβρών. Χρησιμοποιείτο κυρίως ως συνοδευτικό επιδρομών βομβαρδιστικών, καθώς και για επιθέσεις στο λιμάνι του Χερβούργου, κοντά στη Νορμανδία. Μέχρι το 1942 δρούσε ως ελαφρύ βομβαρδιστικό-μαχητικό εναντίον τραίνων, γεφυρών και άλλες υποδομών, ενώ το 1943 αντικαταστάθηκε από τα αποτελεσματικότερα Hawker Hurricane Mk IV και Hawker Typhoon. Η πρώτη καταγεγραμμένη του επιτυχία ήταν στις 8 Φεβρουαρίου του 1940, όταν κατέρριψε ένα γερμανικό αναγνωριστικό υδροπλάνο Arado Ar 196.
Τον Αύγουστο του 1941, τέσσερα Whirlwinds ενεπλάκησαν σε αερομαχία με 20 Messerschmitt bf 109 ενώ εκτελούσαν αποστολή επιδρομής εναντίον αεροδρομίου. Αν και μειονεκτούσαν αριθμητικώς πέντε προς ένα, το αποτέλεσμα ήταν περίπου ισόπαλο. Δύο Messerschmitt καταστράφηκαν και τρία από τα Whirlwinds έπαθαν σοβαρές ζημιές. Έτσι φάνηκαν οι υπολογίσιμες δυνατότητές τους τουλάχιστον σε χαμηλό υψόμετρο.
Στα 15.000 πόδια η μέγιστη ταχύτητα του Whirlwind ήταν 360 μίλια την ώρα, εν συγκρίσει με τα 348 του bf 109E, και μπορούσε να ανέλθει σε ύψος 30.000 ποδιών. Η μέγιστη εμβέλειά του αναφέρεται στα 800 μίλια (εν συγκρίσει με τα 410 του bf 109E) και τουλάχιστον μία επιχειρησιακή συνοδευτική αποστολή πραγματοποιήθηκε από τη Νότια Αγγλία στην Κολωνία.
Δυστυχώς με την αργοπορημένη παραγωγή του έχασε την ευκαιρία μιας σημαντικότερης επιχειρησιακής συμβολής στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και η ποιότητα σχεδιασμού του καταδεικνύεται από το γεγονός του ότι δεν υπέστη ουδεμία τροποποίηση για τρία χρόνια.
Το κύκνειο άσμα του με την 137 Μοίρα έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1943, ενώ με την 263 τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Την 1η Ιανουαρίου 1944 το Westland Whirlwind κηρύχθηκε επισήμως παρωχημένο. Σήμερα δεν έχει διασωθεί πουθενά απολύτως κανένα.