Είναι λίγο τραγελαφικό, αλλά το ακριβότερο αμυντικό πρόγραμμα στην ιστορία των ΗΠΑ, αυτό της έρευνας, ανάπτυξης και παραγωγής των μαχητικών F-35, είκοσι χρόνια μετά την έναρξη του ακόμη δεν έχει μπει -επίσημα- σε φάση πλήρους παραγωγής. Ο λόγος δεν είναι μόνο ένας αλλά μια πανσπερμία καθυστερήσεων, αναθεωρήσεων και αποτυχιών να εκπληρωθούν συγκεκριμένες δεσμεύσεις, στόχοι και προδιαγραφές.
Παρόλα αυτά η νέα αμερικανική κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν σκοπεύει να εντάξει στον αμυντικό προυπολογισμό του 2022 την προμήθεια 85 νέων μαχητικών F-35, με τα 48 από αυτά να προορίζονται για την Αεροπορία και τα υπόλοιπα για το Ναυτικό και τους Πεζοναύτες. Η παραγγελία εκτιμάται σε 11 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το πόσα τελικά θα παραγγελθούν του χρόνου είναι ακόμη ασαφές, γιατί στις ΗΠΑ το πρόγραμμα των F-35 ζει τα τελευταία χρόνια και άλλο παράδοξο: Να εισηγείται η κυβέρνηση στο Κογκρέσο την αγορά συγκεκριμένου αριθμού μαχητικών, και οι νομοθέτες με δική τους πρωτοβουλία να εγκρίνουν περισσότερα. Για παράδειγμα για φέτος, η κυβέρνηση είχε ζητήσει 79 αεροσκάφη, αλλά το Κογκρέσο ενέκρινε αγορά 96. Το ίδιο μάλλον θα γίνει και στον επόμενο αμυντικό προυπολογισμό. Ο λόγος που το Κογκρέσο δεν ακολουθεί τον κυβερνητικό προγραμματισμό είναι μάλλον εμφανής, καθώς το πρόγραμμα του F-35 είναι μοιρασμένο ως παραγωγή σε δεκάδες εργοστάσια σε όλη τη χώρα και στηρίζει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, υψηλών μάλιστα αποδοχών και τεχνογνωσίας. Οπότε στη λογική του «δεν μπορούμε να ρισκάρουμε την αποτυχία του», όλη η παραγωγή «πουσάρεται» νομοθετικά, ακόμη και αν το μαχητικό είναι σε μια αέναη φάση μετατροπών, αναβαθμίσεων και επιλύσεων προβλημάτων.
Πάντως αυτή τη στιγμή το συνολικό κόστος προμήθειας, λειτουργίας και συντήρησης του στόλου των F-35 έκτιμάται ότι θα φθάσει τα 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια για όλο τον κύκλο ζωής του, ένα ποσό που ξεπερνά κάθε προηγούμενο στην ιστορία των αμυντικών δαπανών σε όλο τον κόσμο.