Του Βασίλη Παπακώστα. Επιπλεον στοιχεία Φαίδων Γ. Καραϊωσηφίδης. Αναδημοσίευση από την ΠΤΗΣΗ, τεύχος 32, Ιανουαρίου 2023
Η Τουρκική Αεροπορία επέδειξε από πολύ νωρίς ενδιαφέρον για την απόκτηση όπλων stand off μεγάλης εμβέλειας αποκτώντας AGM-142 Popeye I και AGM-84K SLAM-ER για τα F-4E 2020 και τα F-16C/D αντίστοιχα, ενώ στη συνέχεια η εγχώρια βιομηχανία σημείωσε σημαντική πρόοδο στην ανάπτυξη και παραγωγή ανάλογων συστημάτων, που σημειωτέον, απαντάται σε ελάχιστες χώρες παγκοσμίως.
Βλήματα cruise μεγάλης εμβέλειας
Το καλοκαίρι του 1999 οριστικοποιήθηκε, μετά από μακρά περίοδο διαπραγματεύσεων, η συμφωνία Ισραήλ-Τουρκίας για την απευθείας αγορά από την Τουρκική Αεροπορία-THK ( Turk Hava Kuvvetleri) 50 Popeye I και τη συμπαραγωγή τουλάχιστον 200 βλημάτων Popeye II. Τελικά, όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι αποκτήθηκαν μόνο 46+54 βλήματα Popeye I για χρήση από τα F-4E 2020 Terminator, τα οποία ως γνωστόν είχαν εκσυγχρονιστεί με ισραηλινή βοήθεια και κύριο άξονα την αναβάθμιση των ικανοτήτων αγώνα αέρος-εδάφους. Ακολούθησε σε μεταγενέστερο χρόνο η αγορά 48 βλημάτων AGM-84K SLAM–ER, εξέλιξη ενταγμένη στο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού Peace Onyx III για τα F-16C/D.
To πρόγραμμα SOM (Stand Off Missile) ξεκίνησε το 2005 και το 2006 το TUBITAK SAGE (Ινστιτούτο Έρευνας και Ανάπτυξης Αμυντικής Βιομηχανίας) ανέλαβε συμβόλαιο $80 εκατ. για την εξέλιξη του βλήματος παρουσιάζοντας το πρωτότυπό του το 2009. Έκτοτε εκτιμάται ότι έχουν παραγγελθεί περισσότερα από 500 βλήματα όλων των εκδόσεων SOM, με τις αρχικές εκδόσεις SOM-A και SOM-B1 (αμφότερες με κινητήρα Turbojet TR40 της Microturbo) να είναι επιχειρησιακές με την Τουρκική Αεροπορία από τον Ιούνιο του 2011. O SOM–A μήκους 4 m, βάρους 620 kg, με γόμωση HE/BF βάρους 230 kg, επιτυγχάνει εμβέλεια 250+ km και κινείται προς το στόχο χρησιμοποιώντας συνδυασμό INS/GPS και TRN (Terrain Relative Navigation), χωρίς ωστόσο να διαθέτει κάποιο σύστημα τερματικής καθοδήγησης για επίτευξη πλήγματος υψηλής ακρίβειας, όπως τα περισσότερα βλήματα αυτής της κατηγορίας. O SOM–B1 είναι ίδιων διαστάσεων και επιδόσεων και προορίζεται επίσης για στόχους χωρίς προστασία/θωράκιση, όπως και ο SOM-A. Ωστόσο διαθέτει αισθητήρα I2R και χρησιμοποιεί αλγόριθμους ATA (Automatic Target Acquisition) για τερματική καθοδήγηση προκειμένου να επιτύχει πλήγμα ακριβείας. Ο SOM–B2 είναι η παραλλαγή που προορίζεται για προστατευμένους στόχους και έχει δυνατότητα διάτρησης οπλισμένου σκυροδέματος καθώς διαθέτει «κεφαλή δύο σταδίων» διαδοχικής όπλισης DSTPW (Dual Stage Tandem Penetrating Warhead), με το πρώτο στάδιο (σε συνδυασμό με το περίβλημα) να υποβοηθά τη διείσδυση, πριν εκραγεί το δεύτερο. Η έκδοση B2, αν και έχει ίδιες διαστάσεις, παρουσιάζει αυξημένο βάρος, στα 660 kg, ενώ δεν είναι γνωστό πως αυτή η επιλογή επηρεάζει τις επιδόσεις του.
O SOM–J είναι μήκους 3,9 m, βάρους 540 kg, με διατρητική κεφαλή βάρους 140 kg και επιτυγχάνει εμβέλεια 270+ km. Κινείται προς το στόχο με υψηλή υποηχητική ταχύτητα χρησιμοποιώντας συνδυασμό INS/GPS και TRN (Terrain Relative Navigation), ενώ διαθέτει αισθητήρα τερματικής καθοδήγησης Ι2R. Η έκδοση SOM-J δίνει έμφαση στις δίκτυο-κεντρικές επιχειρήσεις-NEW (Network Enabled Weapon) και όπως υποστηρίζεται χρησιμοποιεί αμφίδρομη ζεύξη Link-16, κάτι που αναφέρεται ότι του παρέχει τη δυνατότητα πλήγματος κινούμενων στόχων. Ο SOM-J προορίζονταν αρχικά για τον εξοπλισμό των τουρκικών JSF και είχε σχεδιαστεί ειδικά για να χωρά στις αποθήκες οπλισμού του F-35. Οι αναγνώστες θα θυμούνται από παλαιότερες αναφορές ότι η ενσωμάτωσή του στο στελθ μαχητικό πέμπτης γενιάς είχε αποτελέσει αντικείμενο διαμάχης με την Ουάσιγκτον και την Άγκυρα να την κατηγορεί για δυο μέτρα και δυο σταθμά, αναφορικά με το αντίστοιχο νορβηγικό πρόγραμμα NSM (Naval Strike Missile). Μετά την αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα JSF το βλήμα πλέον προορίζεται για χρήση από τα F-16C/D και το MEAM Baykar Akinci (βλέπε παρακάτω). Φυσικά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ούτε η τουρκική φιλοδοξία να αποτελέσει προμηθεύτρια αεροποριών που διαθέτουν F-35, αφού αποκλείεται η ολοκλήρωσή του στο αεροσκάφος της Lockheed Martin. Απώτερος τουρκικός στόχος όμως είναι η ενσωμάτωσή του στο μελλοντικό TAI TF-X, προσεγγίζοντας ίσως και άλλες χώρες με αντίστοιχες επιδιώξεις και προγράμματα στελθ μαχητικών με ένα «έτοιμο» προϊόν.
Από τον Οκτώβριο του 2018 αναπτύσσονται δύο καινούργιες εκδόσεις, οι SOM C1 και C2, αναβαθμίσεις των B1 και B2 αντίστοιχα, που χρησιμοποιούν την τεχνολογία η οποία αναπτύχθηκε για το SOM-J, αποκτώντας δηλαδή τη δυνατότητα πλήγματος κινούμενων στόχων σε ξηρά ή και θάλασσα. Διαθέτουν τη ζεύξη δεδομένων KEMENT, που έχει αναπτύξει η Meteksan, μια υποδομή αμφίδρομης επικοινωνίας, δομής TDMA (Tactical Division Multiple Access) με δυνατότητα crypto και anti-jam.
Όλες οι εκδόσεις τoυ SOM, πέραν τη φόρτωσης δεδομένων για προγραμματισμένες αποστολές, παρέχουν δυνατότητα κατά «στόχων ευκαιρίας»-TOO (Target Of Opportunity), με επαναπρογραμματισμό (re-targeting mode) εν πτήσει. Επιπλέον, εκτός από τον κύριο, αεροεκτοξευόμενο SOM, η Τουρκία έχει προωθήσει και παραλλαγές που εκτοξεύονται από το έδαφος, πλοία επιφανείας ή και υποβρύχια με την προσθήκη επιταχυντή για την αρχική φάση της πτήσης. Για τις εκδόσεις αυτές, που διαθέτουν τερματικό αισθητήρα, υπάρχει η δυνατότητα ενημέρωσης των δεδομένων του στόχου ή και εγκατάλειψη της αποστολής εάν δεν επιτευχθεί ο εντοπισμός του.
Λόγω των περιορισμών στις εξαγωγές του TR40 και τις κακές σχέσεις Γαλλίας-Τουρκίας, ήδη από 2010, έχει αναζητηθεί εγχώριο υποκατάστατο. Το 2012 το πρόγραμμα ανατέθηκε στην Kale Aviation με το προϊόν να ονομάζεται KTJ-3200, κινητήρας που προορίζεται επίσης για UAV και τα βλήματα ναυτικής κρούσης κατά πλοίων ATMACA Block I και Block II. O κινητήρας είναι μήκους 0,77 m, διαμέτρου 0,3 m και βάρους 50 κιλών, παρέχει ώση 3,2 KN (έναντι 2,5KN του TR-40) και προσδίδει στο SOM μέγιστη ταχύτητα 0,95 Mach.
Εκτός της οικογένειας SOM, που όπως προαναφέρθηκε αποτελεί ένα από τα λίγα παραδείγματα προγράμματος εξέλιξης πυραύλων cruise από χώρα χωρίς προϊστορία στον χώρο, αποφασίστηκε πρόσφατα η ανάπτυξη ενός μικρότερου και πιο ευέλικτου βλήματος αέρος-εδάφους/επιφανείας για τακτική χρήση. Πρόκειται για το Cakir της Rokertsan με βασικό χαρακτηριστικό του ότι λόγω μικρότερου μεγέθους διευρύνεται σημαντικά η δυνατότητα χρήσης από άλλες πλατφόρμες, όπως MEAM, μεταγωγικά αεροσκάφη, ΑΦΝΣ, ελικόπτερα κ.ά. Για παράδειγμα, τα μη επανδρωμένα αεροχήματα Akinci και Aksungur, που θα δούμε παρακάτω, θα μπορούν να μεταφέρουν τέσσερα βλήματα, τα ΑΦΝΣ ATR-72 δύο, τα S-70B και Τ129 ATAK δύο βλήματα μιας έκδοσης με επιταχυντή, ενώ αντίστοιχη παραλλαγή θα εξοπλίσει πλοία επιφανείας, ακόμη και κατηγορίας μικρών περιπολικών με τέσσερα βλήματα σε κυλινδρικά κάνιστρα.
Ο Cakir έχει μήκος 3,3 m (4,1 m με τον επιταχυντή), βάρος 275 kg (330 κιλών με booster), διάμετρο 0,275 m και φέρει γόμωση HE/BF, θερμοβαρική ή κεφαλή διάτρησης θώρακος (semi piercing) βάρους 70 kg. Επιτυγχάνει εμβέλεια 150+ km και κινείται προς το στόχο χρησιμοποιώντας συνδυασμό INS/GPS και TRN (Terrain Relative Navigation) με χρήση ενδιάμεσων σημείων αναφοράς στον τρισδιάστατο χώρο (3D waypoint), ενώ είναι εξοπλισμένος με υβριδικό τερματικό αισθητήρα I2R/RF και πρόβλεψη παρέμβασης χειριστή («man in the loop») χάρις στην αμφίδρομη ζεύξη δεδομένων που διαθέτει. Το βλήμα θα αξιοποιεί τον εγχώριο κινητήρα turbojet KTJ-1750 που θα του προσδίδει ταχύτητα 0,75-0,85 Mach. O κινητήρας αυτός είναι μήκους 0,464 m, διαμέτρου 0,2 m και βάρους 20 kg, ενώ παρέχει ώση 1,75 KN. Οι δοκιμές του Cakir προβλεπόταν να ξεκινήσουν το 2022 και η ολοκλήρωση σε πλατφόρμες να ακολουθήσει το 2023.
To βλήμα αναφέρεται ότι έχει σχεδιαστεί με τη φιλοσοφία επιχειρήσεων «σμήνους» (Swarm Concept), δηλαδή τη συνεργατική και συντονισμένη εμπλοκή στόχων που επιτυγχάνεται από χαμηλού κόστους, μικρά και ευέλικτα όπλα, τα οποία βάλλονται σε μεγάλους αριθμούς ώστε να υπερκεράσουν την άμυνα ενός ισχυρού στόχου. Πρόκειται για μία δικτυοκεντρική προσέγγιση στην οποία τα όπλα αυτά βάλλονται και επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω ραδιοζεύξεων ή και αισθητήρων (με ικανότητα αναγνώρισης) που διαθέτουν και ο συντονισμός επιτυγχάνεται μέσω προηγμένων αλγορίθμων. Το βλήμα της Roketsan προσφέρεται σε τέσσερις εκδόσεις: Cakir CR για χερσαίους στόχους, Cakir AS για πλοία επιφανείας, Cakir LIR με αισθητήρα που προσδίδει ικανότητα αποκάλυψης/ιχνηλάτησης εκπομπής ραντάρ ή παρεμβολέα για χρήση σε καταστολή αεράμυνας και Cakir SW με αισθητήρα Swarm, για την οποία δεν υπάρχουν ακόμη άλλες πληροφορίες.
Συμπληρωματικά και επιπλέον των αναφορών που κάναμε στο πρώτο μέρος της ανάλυσης, στο προηγούμενο τεύχος μας, η Roketsan αναπτύσσει μια έκδοση του πυραύλου ναυτικής κρούσης κατά πλοίων επιφανείας ATMACA για χερσαίους στόχους εδάφους που αναφέρεται ως KARA ATMACA. Πρόκειται για βλήμα μήκους 6 m, βάρους 890 kg με γόμωση HE/BF σε διατρητική κεφαλή 250 kg, για το οποίο υποστηρίζεται ότι επιτυγχάνει εμβέλεια 280 km με χρήση συνδυασμού INS/GPS και TRN, ενώ θα διαθέτει τερματικό αισθητήρα I2R. Οι δοκιμές είχαν ανακοινωθεί ότι θα ξεκινούσαν το 2022 με αναμενόμενη είσοδος σε υπηρεσία έως το 2025.
Στο άνω άκρο του φάσματος συστημάτων μακρού πλήγματος, το Gezgin είναι ένα εγχώριο υπό ανάπτυξη βλήμα cruise με εμβέλεια 1000+ km, που προορίζεται για χρήση από τις κλάσεις υποβρυχίων «R» και REIS (214TN) με τα σχετικά δημοσιοποιημένα στοιχεία να παραμένουν λίγα. Θα φέρει εγχώριο κινητήρα turbojet ARAT, τον οποίο έχει αναλάβει να αναπτύξει η Kale Ar-Ge, αλλά σε πρώτη φάση οι δοκιμές θα γίνουν με ουκρανικό κινητήρα AI-35. Αν και η εξέλιξη ενός τέτοιου όπλου έχει μεγάλες τεχνολογικές προκλήσεις, η Τουρκία έχει αποδείξει και σε άλλες περιπτώσεις την επιμονή της και τις δυνατότητες χρηματοδότησης που θα μπορούσαν να της αποδώσουν ένα τέτοιο σύστημα μεσο-μακροπρόθεσμα. Υπογραμμίζεται ότι όπως και το TBM Tayfun, έτσι και το Gerzin μπορεί να εξελιχθεί σε όπλο «πρώτου πλήγματος», με το σκεπτικό του δόγματος που έχουμε ήδη αναλύσει, δηλαδή την αιφνιδιαστική καταστροφή κρίσιμων υποδομών και μέσων αποτροπής του ελληνικού οπλοστασίου.
Προγράμματα Μη επανδρωμένων αεροσκαφών (ΜΕΑ)
Αν και τεχνολογικά όχι το πλέον εξελιγμένο τουρκικό ΜΕΑΜ, το Bayraktar TB2 παραμένει από τις σημαντικότερες απειλές, κυρίως λόγω του μεγάλου αριθμού αεροχημάτων που έχουν αποκτηθεί (που εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 200) για αποστολές ISR και κρούσης. Υπογραμμίζεται ότι έχουν κατασκευαστεί τουλάχιστον 400 TB2 και έχουν εξαχθεί σε 27 χώρες, με τη Πολωνία να είναι η πρώτη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ που θα το εντάξει σε υπηρεσία, αλλά όχι και η μόνη. Επιπλέον, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα, το MEAM της Baykar έχει γίνει βραχίονας τουρκικής παρέμβασης στα Βαλκάνια τόσο με την πρόθεση αγοράς του από το Κοσσυφοπέδιο, όσο και με την υπογραφή προμήθειας του συστήματος από την Αλβανία.
Tο Bayraktar TB2 είναι ένα MALE (Medium Altitude Long Endurance) μήκους 6,5 m, εκπετάσματος 12 m, πλάτους ατράκτου 2,2 m, βάρους (MTOW) 700 kg με δυνατότητα μεταφοράς ωφέλιμου φορτίου βάρους 55 kg, που φθάνει τα 155 kg για την οπλισμένη έκδοση (με μειωμένο φόρτο καυσίμου). Το UCAV χρησιμοποιεί κινητήρα Rotax 912 ισχύος 105 hp και αναπτύσσει μέγιστη ταχύτητα 135 κόμβων, έχοντας ταχύτητα πλεύσης 70-120 κόμβων. Επιχειρεί σε ύψη έως 25.000 πόδια, με μέγιστη αυτονομία 24 ωρών και επιχειρησιακή εμβέλεια 150 km όταν γίνεται χρήση επικοινωνιών στην ευθεία της θέας-LOS (Line Of Sight). Ωστόσο, αναπτύχθηκε εγχώριο σύστημα SATCOM που θα επιτρέψει την επίτευξη σημαντικά μεγαλύτερης εμβέλειας με χρήση του δορυφόρου επικοινωνιών TURKSAT 4B. Στις δοκιμές το αερόχημα πέτυχε αυτονομία 27 ωρών, ενώ για αποστολές κρούσης μπορεί να μεταφέρει έως τέσσερα βλήματα MAM–L ή MAM–C ή συνδυασμό τους σε εξωτερικούς φορείς ανάρτησης βάρους μόλις 1 kg που διασυνδέονται μέσω αρτηρίας διαμεταγωγής δεδομένων MIL-STD 1760E ή MIL-STD 8591.
Το MAM–L στηρίζεται στο L–UMTAS και είναι ένα βλήμα μήκους 1 m, διαμέτρου 0,16 m, βάρους 21,5 kg, που έχει μέγιστη εμβέλεια 8 km, η οποία μπορεί να επεκταθεί σε 14 km με χρήση συστήματος INS/GPS. Χρησιμοποιεί αδρανειακή καθοδήγηση με αισθητήρα ημιενεργού λέιζερ για την τερματική φάση, προσφέρει ακρίβεια της τάξεως των 3 m και χρησιμοποιείται εναντίον προσωπικού με φονικότητα στα 20 m από το σημείο της έκρηξης ή τεθωρακισμένων με ικανότητα διάτρησης θώρακα (ισοδύναμου RHA-Rolled Homogenous Armor) με πάχος μεγαλύτερο των 700 mm (επαρκές για τη διάτρηση της θωράκισης του LEO 2A4 και οριακά επαρκές για το LEO 2HEL). Το σημαντικά ελαφρύτερο MAM–C στηρίζεται στην κατευθυνόμενη ρουκέτα Cirit και έχει μήκος 0,9 m, διάμετρο 0,07 m, βάρος 7 kg και μέγιστη εμβέλεια 8 km. Χρησιμοποιεί επίσης ερευνητή ημιενεργού λέιζερ με ακρίβεια πλήγματος της τάξεως των 3 m και χρησιμοποιείται εναντίον προσωπικού με αποτελεσματικότητα σε εμβέλεια 20 m ή κατά μη ισχυρά θωρακισμένων στόχων (κατανικά ισοδύναμη θωράκιση RHA πάχους 200mm). Επιπλέον το TB2 μπορεί να χρησιμοποιήσει τα βλήματα UMTAS και L–UMTAS, που οπλίζουν τα τουρκικά επιθετικά ελικόπτερα T129 ATAK.
Το L–UMTAS είναι βλήμα μήκους 1,8 m, διαμέτρου 0,16 m, βάρους 37,5 kg, με μέγιστη εμβέλεια 8 km. Χρησιμοποιεί ερευνητή ημιενεργού λέιζερ και γόμωση HE/BF ή διπλή κεφαλή (tandem) εναντίον αρμάτων με θωράκιση RA (Reactive Armor). Μπορεί να αξιοποιηθεί ημέρα ή νύκτα εναντίον σταθερών ή κινούμενων στόχων σε διαμόρφωση LOAL (Lock On After Launch) ή εναλλακτικά LOBL (Lock On Before launch). Φορτώνεται σε 4πλό εκτοξευτή βάρους 60 κιλών και διασυνδέεται μέσω αρτηρίας MIL-STD 1553B ή MIL-STD 1760. Το UMTAS είναι βλήμα με ίδιες διαστάσεις και επιδόσεις, περιλαμβανομένης της μέγιστης εμβέλειας των 8 km. Αντί όμως του ερευνητή ημιενεργού λέιζερ χρησιμοποιεί αισθητήρα IR, έχοντας επίσης γόμωση HE/BF ή διπλή κεφαλή (tandem). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ημέρα ή νύκτα και υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες (που ίσως είναι απαγορευτικές για χρήση καταύγασης λέιζερ), εναντίον σταθερών ή κινούμενων στόχων. Βάλλεται σε διαμόρφωση fire and forget ή fire and update με ενημερώσεις μέσω RF link και δυνατότητα εγκλωβισμού μετά την άφεση (LOAL) ή πριν την από αυτή (LOBL). Μεταφέρεται από τον ίδιο 4πλό εκτοξευτή με το L-UMTAS και διασυνδέεται επίσης μέσω αρτηρίας MIL-STD 1553B ή MIL-STD 1760. Ένα ακόμη βασικό όπλο των TB2 είναι η κατευθυνόμενη ρουκέτα Cirit των 2,75 ιντσών της Roketsan που έχει ήδη πιστοποιηθεί στα ελικόπτερα AH-1W, UH-60 και T-129A, στο ANKA-S και σε ελαφρά αεροσκάφη όπως το AT-802 ή το HURKUS-C. Πρόκειται για βλήμα μήκους 1,9 m, βάρους 15 kg, το οποίο κινείται προς τον στόχο με αδρανειακή καθοδήγηση από μονάδα IMU, ενώ για την τερματική φάση χρησιμοποιεί αισθητήρα ημιενεργού λέιζερ. Διαθέτει γόμωση (HE) βάρους 3 kg, αποτελεσματική κατά προσωπικού ή ελαφρά θωρακισμένων οχημάτων (με ισοδύναμο θώρακα RHA 250 mm) σε βεληνεκή από 1,5 έως 8 km. Φέρεται σε διπλό (βάρους 55 κιλών) ή τετραπλό εκτοξευτή (βάρους 110 κιλών) και μπορεί να διασυνδεθεί με το MEAM μέσω αρτηριών διαμεταγωγής MIL-STD 1760, MIL-STD 15553B ή MIL-STD 8591.
Το ANKA–S, αν και δεν έχει παραχθεί σε τόσο μεγάλους αριθμούς όπως το Bayraktar, είναι επίσης μία σημαντική απειλή. Αποτελεί την πλέον εξελιγμένη έκδοση της οικογένειας και πρακτικά το μοντέλο μαζικής παραγωγής με την προσθήκη εξοπλισμού SATCOM. Ήδη το ANKA-B, το οποίο όπως και το ANKA-A περιορίζεται σε φορτίο Ε/Ο εξοπλισμού ή ραντάρ SAR και σύστημα AIS (Automatic Identification System) ή εξοπλισμό ELINT αλλά όχι οπλισμό, είναι σε υπηρεσία στην THK, τη Στρατοχωροφυλακή (Jandarma) και το Τουρκικό Ναυτικό. Υφίσταται ακόμη η έκδοση ANKA–I με εξοπλισμό COMINT που χρησιμοποιείται από την τουρκική υπηρεσία πληροφοριών ΜΙΤ, ενώ το ANKA έχει επιτύχει εξαγωγές στην Τυνησία και το Καζακστάν, με αρκετές άλλες χώρες να έχουν δείξει ενδιαφέρον.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Άμυνας το Μάρτιο του 2022 παραδόθηκαν στο Τουρκικό Ναυτικό δύο ANKA-S και ένα Aksungur, ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διαθέτει συνολικά δέκα TB2, δυο Aksungur και οκτώ ANKA, εκ των οποίων τα τέσσερα είναι ANKA-B και υπόλοιπα ANKA-S. Τουλάχιστον 14 ΑΝΚΑ διαθέτει η THK και άλλα 8 η Jandarma εκ των οποίων δύο είναι «-Β» και έξι «-S». Σε αμφότερες τις περιπτώσεις οι αριθμοί μεταβάλλονται καθώς υλοποιούνται νέες παραγγελίες.
To ΑΝΚΑ είναι ένα ΜΕΑ με άτρακτο τετραγωνικής διατομής, διπλό ουραίο πτέρωμα διάταξης «V» με άνοιγμα 4,5 m. Η έκδοση ANKA-S είναι σύστημα MALE μήκους 8,6 m, ύψους 3,25 m, με εκπέτασμα 17,5 m, βάρους (MTOW) 1.700 kg με δυνατότητα μεταφοράς ωφέλιμου φορτίου βάρους 350+ kg. Διαθέτει 4κύλινδρο κινητήρα turbodiesel PD-170 της TUSAS, ισχύος 170 hp που του προσδίδει μέγιστη ταχύτητα 217 km/h, ταχύτητα πλεύσης 204 km/h και ικανότητα πτήσης έως τα 40.000 πόδια. Το ΜΕΑ μπορεί να επιχειρεί με μέγιστη αυτονομία 24 ωρών για πτήση στα 20.000 πόδια, 18 ωρών στα 23.000 πόδια και 12 ωρών στα 25.000 πόδια. Η μέγιστη εμβέλεια φθάνει τα 1.448 km, ενώ η επιχειρησιακή εμβέλεια ανέρχεται σε 250+ km με χρήση ζεύξης LOS, που λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων «Χ» με δυνατότητα διαμεταγωγής 44 Mbps, αν και υφίσταται και επιλογή SATCOM στα 20 Mbps για χρήση σε συνδυασμό με το δορυφόρο επικοινωνιών TURKSAT 4B ή τον TURKSAT 6Α. Στην οπλισμένη έκδοση το ANKA μπορεί να μεταφέρει ποικιλία οπλισμού όπως 2 L-UMTAS ή 4 Cirit ή 4 MAM-L ή 8 MAM-C.
Την 04/12/2020 η TUSAS ανακοίνωσε την έναρξη παραγωγής του UAV Aksungur ή ANKA-2 με την πρώτη παράδοση να σημειώνεται τον Οκτώβριο του 2021. Αποτελεί μετεξέλιξη της σχεδίασης του ANKA, με μεγέθυνση της ατράκτου και προσθήκη νέας πτέρυγας που έχει δυο ουραίους προβόλους οι οποίοι διασυνδέονται με «συμβατικό» ουραίο πτέρωμα, αντί του διπλού «V» του ANKA-S. Έχει σχεδιαστεί για αποστολές ISR, κρούσης, ναυτικής συνεργασίας, SIGINT/COMMINT κ.ά. Στις αποστολές κρούσης μπορεί να μεταφέρει ποικιλία όπλων όπως MAM-L, MAM-C, Cirit, UMTAS/L-UMTAS, βόμβες γενικής χρήσης Mk81/82/83, βόμβες LGB TEBER-81/82 που αποτελούν μετατροπή των Mk81/82 με τουρκικής σχεδίασης συλλογή, βόμβες KGK-82 με σύστημα ανεμοπορίας και HGK-3 με καθοδήγηση INS/GPS αντίστοιχες των JDAM. To MEAM έχει μήκος 11,6 m, ύψος 3,1 m, άνοιγμα πτερύγων 24,2 m, βάρος (MTOW) 3.300 kg με ωφέλιμο φορτίο 750 kg. Η ανάρτηση όπλων γίνεται εξωτερικά σε τρεις φορείς ανά ημιπτέρυγα, με δυνατότητα 150/300/500 kg αντίστοιχα.
Ο μέγιστος χρόνος περιπολίας φθάνει τις 50 ώρες (με το MEAM να έχει καταγράψει πτήση 59 ωρών σε δοκιμές) και η μέγιστη ταχύτητα τα 250 km/h, ενώ η ταχύτητα πλεύσης φθάνει τα 180 km/h. Ο χρόνος περιπολίας για αποστολή SIGINT με φορτίο 150 kg φθάνει τις 24 ώρες σε ύψος 35.000 ποδών και για αποστολή κρούσης με φορτίο 750 kg φθάνει τις 12 ώρες σε ύψος 25.000 ποδών (με μέγιστο ύψος πτήσης τα 40.000 πόδια). Το Aksungur διαθέτει σύστημα αναγνώρισης πλοίων AIS, PLS (Personal Locating System), τριπλό σύστημα πλοήγησης INS/GPS, ενώ μπορεί να δράσει ως κόμβος επικοινωνιών μέσω σχετικού ατρακτιδίου (communications node pod). Τα ατρακτίδια αυτά έχουν ρόλο την επέκταση ενός δικτύου για μετάδοση video, εικόνας, ήχου και ψηφιακών μηνυμάτων μεταξύ αεροσκαφών ή του εδάφους και αναμεταδίδουν δεδομένα μέσω V/UHF σε LOS ή BLOS με SATCOM ως προαίρεση. Ο σταθμός GCS και η ζεύξη δεδομένων είναι συμβατή με το ANKA και χρησιμοποιείται λογισμικό προδιαγραφών DO-178B και hardware DO-254. Η λειτουργία του είναι πλήρως αυτόνομη με δυνατότητα αυτόματης απογείωσης-προσγείωσης (ATOL) και πτήσης.
Το Aksungur διαθέτει δυο κινητήρες turbo diesel PD170 εγχώριας κατασκευής της TUSAS, μοντέλο στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη και χαρακτηρίζεται από χαμηλή κατανάλωση και πολύ καλή απόδοση στα μεγάλα ύψη. O εξοπλισμός του UAV μπορεί να περιλαμβάνει ραντάρ SAR, εξοπλισμό SIGINT και τον συνήθη εξοπλισμό E/O/IR/LD. To ενδιαφέρον σημείο είναι ότι υπό εξέλιξη βρίσκεται μία έκδοση ναυτικής συνεργασίας με δυνατότητα ASW (Anti Submarine Warfare), η οποία μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνει συσκευή MAD και ατρακτίδιο για τη μεταφορά 18 ηχοσημαντήρων και δρώντας ως «οργανικό ΜΕΑ» σε κάποια μονάδα επιφανείας.
Στον τομέα όμως των ΜΕΑΜ η μεγαλύτερη -μέχρι στιγμής- απειλή αφορά στo πρώτο σύστημα HALE (High Attitude Long Endurance) που εξελίχθηκε στην Τουρκία και είναι ήδη ενταγμένο σε τουρκική υπηρεσία, το Bayraktar Akinci, το οποίο πέταξε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2019. [Η διάκριση μεταξύ MEA/M MALE και HALE είναι θέμα ορισμού. Ως μέσου ύψους πτήσης ορίζονται τα αεροχήματα με ικανότητα κάτω των 30.000 ποδών. Οποιοδήποτε άλλο αερόχημα με τακτική ικανότητα πτήσης πάνω από 30.000 πόδια καθορίζεται ως HALE.]
Έως τον Αύγουστο του 2021 είχαν παραδοθεί τρία αεροχήματα από τα έξι συνολικά που θα αποκτήσει η THK με το τρέχον συμβόλαιο, αλλά προφανώς, όπως συνέβη και με όλα τα άλλα προγράμματα, θα υπάρξουν και επιπλέον αγορές. Το Akinci είναι μια ευέλικτη πλατφόρμα που μπορεί να υλοποιήσει τόσο αποστολές αέρος-εδάφους ως φορέας ποικιλίας όπλων όπως MAM-L, MAM-C, ΜΑΜ-Τ, Cirit, UMTAS/L-UMTAS, βόμβες γενικής χρήσης Mk81/82/83 και των πλέον επικίνδυνων SOM-A και SOM-J, όσο και (μελλοντικά) αποστολές αέρος-αέρος με τα υπό ανάπτυξη βλήματα WVR Bozdogan και BVRAAM Gokdogan σε συνδυασμό με ραντάρ AESA. Στο οπλοστάσιο του Akinci προστίθεται πέρα από πυραύλους cruise SOM και το υπό εξέλιξη βλήμα MAM-T βάρους 95 kg, μήκους 1,4 m και διαμέτρου 0,230 m με γόμωση BF και αισθητήρα τερματικής προσβολής λέιζερ που προορίζεται για σταθερούς ή κινούμενους στόχους με δυνατότητα εμπλοκής σε εμβέλεια 30+ km.
Το ΜΕΑΜ HALE Akinci είναι μήκους 12,3 m και ύψους 4,1 m, με άνοιγμα πτερύγων 20 m, βάρος (MTOW) 5.500 kg και ωφέλιμο φορτίο 1.350 kg, εκ των οποίων τα 450 kg αφορούν εσωτερικό φορτίο και τα 900 kg εξωτερικό φορτίο σε οκτώ υποπτερυγικούς φορείς ανάρτησης. Το ύψος επιχειρήσεων του Akinci φθάνει τα 30.000 πόδια και το μέγιστο ύψος πτήσης τουλάχιστον τα 40.000 πόδια. Ο χρόνος περιπολίας ανέρχεται σε 24+ ώρες, η ταχύτητα πλεύσης φθάνει τους 150 κόμβους και η μέγιστη τους 250 κόμβους. Θα διαθέτει διπλό σύστημα επικοινωνιών LOS και SATCOM και διπλό σύστημα ηλεκτρονικών ελέγχου που χρησιμοποιεί αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης και υποστηρίζεται από έξι επεξεργαστές για πλήρως αυτόματη διαδικασία απογείωσης, πτήσης και προσγείωσης αλλά και δυνατότητα ημιαυτόνομης λειτουργίας από σταθμό ελέγχου εδάφους GCS με έξι κονσόλες. To UAV διαθέτει IMU χωρίς εξάρτηση από το GPS. Χρησιμοποιεί δυο κινητήρες turboprop ουκρανικής κατασκευής AI-450T της Ivchenko Progress, μεγίστης ισχύος (κατά τη διαδικασία της απογείωσης) 450 hp. Μελλοντικά για το Akinci–B, που πέταξε για πρώτη φορά το Μάρτιο του 2022, θα παρέχεται η επιλογή χρήσης -των επίσης ουκρανικών- turboprop AI-450T-2 μέγιστης ισχύος 750hp (κατά τη διάρκεια της απογείωσης) οι οποίοι θα κατασκευάζονται στην Τουρκία και θα παρέχουν μέγιστη ταχύτητα 361 km/h και ταχύτητας πλεύσης 240 km/h, επέκταση του χρόνου περιπολίας στις 25 ώρες και του μέγιστου ύψους επιχειρήσεων σε 45.000 πόδια. O εξοπλισμός του θα περιλαμβάνει ραντάρ AESA αλλά και ESM, μαζί με το «σύνηθες πακέτο» E/O/IR/LD (CATS).
Η επικινδυνότητα του Akinci κλιμακώνεται όχι μόνο από το γεγονός ότι μπορεί να αποτελέσει φορέα SOM (πολλαπλασιάζοντας την απειλή που προβάλουν αυτοί οι τουρκικοί πύραυλοι cruise), αλλά και η ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερα επικίνδυνη προοπτική μελλοντικής χρήσης του ως πλατφόρμα άφεσης περιφερόμενων πυρομαχικών Alpagu. Οι εκτιμήσεις αφορούν την πιθανή δυνατότητα μεταφοράς 10 τουλάχιστον Alpagu, ενός loitering munition σταθερής πτέρυγας, εμβέλειας τουλάχιστον 10 km, με δυνατότητα πτήσης 15 λεπτών, αναπτύσσοντας ταχύτητα 80 km/h, βάρους 3,7 kg, με γόμωση 0,4 kg. Η άφεση γίνεται από κάνιστρο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά, ενώ παρέχει δυνατότητα ιχνηλάτησης κινούμενων στόχων.
To ενδιαφέρον της ΤΗΚ για περιφερόμενα πυρομαχικά είναι παλαιό και ξεκινά με την απόκτηση 107 ισραηλινής προέλευσης Harpy για αποστολές SEAD, τα οποία συγκροτούν δύο πυροβολαρχίες με τρία οχήματα εκτόξευσης εκάστη. Μετά την εκτόξευσή του, προσεγγίζοντας στην περιοχή ενδιαφέροντος και σε απόσταση 2 km ενεργοποιείται ο παθητικός ερευνητής, ο οποίος και με βάση την ενσωματωμένη «βιβλιοθήκη» απειλών εντοπίζει τον στόχο. Πρόκειται για UAV μήκους 2,7 m, βάρους 135 kg, με κεφαλή εκτόνωσης θραυσμάτων βάρους 32 kg, που χρησιμοποιεί πυροσωλήνα προσέγγισης. Διαθέτει κινητήρα AR-731 o οποίος παρέχει ισχύ 37 hp και προσδίδει μέγιστη ταχύτητα 185 km/hm, με μέγιστο ύψος πτήσης τα 15.000 πόδια. Η μέγιστη αυτονομία φθάνει τις 4 ώρες με (θεωρητική) εμβέλεια 500 km. Ο εγκλωβισμός του στόχου γίνεται μετά την εκτόξευση (LOAL) και προσομοιάζει στη διαμόρφωση PB (Pre-Briefed) του HARM, αλλά δεν παρέχει τη δυνατότητα χρήσης εναντίον «στόχων ευκαιρίας» (TOO).
To 2007 η Τουρκία προχώρησε επίσης στην απόκτηση δύο πυροβολαρχιών HAROP με 24 αεροχήματα εκάστη. To HAROP είναι ένα UAV περιορισμένου RCS (ισοδύναμου 0,5 m2), μήκους 2,5 m με γόμωση 23 kg, που παρέχει CEP μικρότερο του 1 m. Εκτιμάται ότι τα HAROP προσφέρουν αυξημένη εμβέλεια της τάξεως των 1000 km και έχουν (θεωρητική) αυτονομία 9 ωρών. Πρόκειται για «ημιαυτόνομο» όπλο που παρέχει στον χειριστή τη δυνατότητα να εμπλακεί στη διαδικασία προσβολής του στόχου (man in the loop), αφού υπάρχει η επιλογή ελέγχου του UAV από το έδαφος σε εμβέλεια έως 200 km μέσω ζεύξης δεδομένων. Η εμπλοκή του χειριστή εξασφαλίζει μεγαλύτερη ακρίβεια και δυνατότητα χρήσης εναντίον «στόχων ευκαιρίας». To μεγαλύτερο πλεονέκτημα του HAROP είναι το σύστημα E/O που διαθέτει (έγχρωμη κάμερα CCD, FLIR), πλέον του ερευνητή, που επεκτείνει τις δυνατότητες τερματικής εμπλοκής.
Ωστόσο η Τουρκία, πέραν των αρχικών αγορών, όπως σχεδόν σε οποιοδήποτε τομέα εξοπλισμών, έχει εμπλέξει την εγχώρια βιομηχανία και στην ανάπτυξη καμικάζι drones και ήδη έχει παραγγείλει αρκετές εκατοντάδες, αν όχι και χιλιάδες από αυτά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι αναπτύσσει τον εγχώριο αντικαταστάτη του Harpy, σε μια πρακτική που επαναλαμβάνεται, με την Άγκυρα να προμηθεύεται ένα σύστημα, να το μελετά και ακόμη και εάν δεν έχει αποκτήσει την τεχνογνωσία να το «αντιγράφει» μέσω διαδικασιών στις οποίες γίνεται όλο και πιο αυτάρκης (με σημαντικό παράγοντα την άφθονη χρηματοδότηση). Πρόκειται για το Kargi της εταιρείας Lentatek, του οποίου η ανάπτυξη ξεκίνησε το 2015 από το Ινστιτούτο TUBITAK SAGE και επιδείχθηκε στην άσκηση EFES-2022 («Πτήση» Νο28, Σεπτέμβριο 2022). Η πρώτη πτήση έγινε το 2018 και η αναμενόμενη είσοδος σε υπηρεσία υπολογιζόταν περί τα τέλη του 2022. Χρησιμοποιεί κινητήρα PG-50 της TAI, αισθητήρα RF και δυνατότητα fire and forget. Εκτελεί αποστολές SEAD/DEAD, περιλαμβανομένης διαμόρφωσης «home on jam». Σύμφωνα με τον τουρκικό Τύπο το Kargi έχει αυτονομία 6+ ωρών και η γόμωση HE φτάνει τα 30kg. Δεν διαθέτει όμως Ε/Ο σύστημα, το οποίο όμως θα παρέχεται μελλοντικά ως option. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές διαθέτει υποδομή SATCOM και αμφίδρομη ζεύξη δεδομένων KEMENT, που χρησιμοποιείται στα SOM αλλά και στα F-16C Block 30 του προγράμματος εκσυγχρονισμού Ozgur και θα παρέχει στα αεροσκάφη τη δυνατότητα καθοδήγησης των Kargi στον αέρα. Εάν η δυνατότητα αυτή επαληθευτεί, τότε προφανώς υπογραμμίζει τις πολύ μεγάλες τουρκικές προόδους και σε αυτό τον τομέα.
Επίσης αποκτήθηκαν περιφερόμενα πυρομαχικά Kargu-Ι, τύπου UAS περιστρεφόμενων πτερύγων, βάρους 6,2kg, εμβέλειας 5 km, μέγιστης αυτονομίας 15 λεπτών, μέγιστης ταχύτητας 72 km/h και μέγιστου ύψους πτήσης 2.500 m. Επιπλέον έχει παραγγελθεί μεγάλος αριθμός Kargu–II, βάρους 7,8 kg, με εμβέλεια 10 km, μέγιστης αυτονομίας 30 λεπτών, μέγιστης ταχύτητας 72 km και μέγιστου ύψους πτήσης 2.800 m. Τα Kargu μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά για αποστολές ISR ή κρούσης με κεφαλής 1,3 kg. Σύμφωνα και πάλι με τον τουρκικό Τύπο τα Kargu, που βρίσκονται σε υπηρεσία από το 2018 με τον Τουρκικό Στρατό, χρησιμοποιήθηκαν πρόσφατα με επιτυχία στη Βόρεια Συρία εναντίον των Κούρδων, ενώ έχουν εξαχθεί σε 10 χώρες. Πληροφορίες αναφέρουν ότι αναπτύσσονται εκδόσεις SEAD με παθητικό ερευνητή RF και με γομώσεις ικανές να προκαλέσουν ζημιές σε θωρακισμένους στόχους.
Στο παραπάνω δυσοίωνο για την ελληνική Άμυνα, σκηνικό πρέπει να προστεθούν οι φιλόδοξες προσπάθειες για την ανάπτυξη UCAV με χαρακτηριστικά μαχητικών αεροσκαφών και ενσωμάτωση τεχνολογίας χαμηλής παρατηρητικότητας. Έτσι την 14/12/2022 πραγματοποιήθηκε πτήση του Bayraktar Kizilelma, με χαρακτηριστικά μικρού μαχητικού, έχοντας MTOW 6.000 kg, συγκρινόμενα με τα 16.875 kg του F-16. To Kizilelma και το πιο «συμβατικό» Bayraktar ΤΒ3 με ΜΤΟW 1.450 που έχει αναδιπλούμενες πτέρυγες είναι υποψήφια για να εξοπλίσουν το ελικοπτεροφόρο/αεροπλανοφόρο TCG Anadolu, με το πλοίο να μπορεί να εξυπηρετήσει δυνητικά έως 50 TB3, όπως υποστηρίζουν τουρκικές πηγές.
Με το Kizilelma θα ασχοληθούμε λεπτομερέστερα σε ερχόμενο τεύχος μας, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι και TAI αναφέρεται ότι αναπτύσσει το δικό της UCAV με χαρακτηριστικά stealth («ιπτάμενη πτέρυγα»), το ΑΝΚΑ 3 και MTOW 7.000 kg!
Κλιμακούμενη απειλή
Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με τη χρήση των MEA/M και περιφερόμενων πυρομαχικών, μία μακροχρόνια εμπειρία στην αξιοποίησή τους και στην ανάπτυξη τακτικών για την εφαρμογή τους, που εκπορεύεται από μακροχρόνιες επιχειρήσεις στην νοτιοανατολική Τουρκία, το Βόρειο Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη. Επιπλέον, αυτός ο «κύκλος» ανατροφοδοτεί την εγχώρια βιομηχανία και ενισχύει συνεχώς τη δυνατότητά της να αναπτύσσει και να κατασκευάζει το σύνολο σχεδόν των υποσυστημάτων: κινητήρες, αισθητήρες, όπλα κ.ά. Εκτιμάται ότι σημαντικό ρόλο στις εξαγωγικές επιτυχίες της έχει και η δυνατότητα των Τούρκων να «εξάγουν» την εμπειρία αυτή και το CONOPS (Concepts Of Operation) που έχουν αναπτύξει στη διάρκεια των ετών. Αυτό συνοψίζεται σε τρία στοιχεία:
- Εκτεταμένη δυνατότητα ISTAR (Intelligence Surveillance Target Acquisition Reconnaissance), στην οποία συμμετέχουν κατά κύριο λόγο τα ΜΕΑ αλλά και άλλα μέσα όπως συστήματα ELINT/SΙGINT από εναέριες ή επίγειες πλατφόρμες, όπως το Koral, που παρέχει τη δυνατότητα σε επίγεια συστήματα μεγάλης εμβέλειας όπως οι ΠΕΠ να στοχοποιήσουν μέσα του αντιπάλου
- Ακολουθεί η εκτεταμένη χρήση «δολωμάτων» (decoy) που ενεργοποιεί την αντίπαλη αεράμυνα και έπονται αποστολές SEAD/DEAD, οι οποίες εκτελούνται από την Αεροπορία, τα περιφερόμενα πυρομαχικά όπως τα Harpy ή τα Harop και οπλισμένα UAV όπως το TB2
- Χρήση EW (Electronic Warfare) από συστήματα όπως η αντίστοιχες υποδομές του Koral.
Το Koral αποτελείται από δύο υποσυστήματα ES/EA (Electronic Support/Electronic Attack) και παρέχει τη δυνατότητα παρεμβολής ή εξαπάτησης στον αέρα και τo έδαφος με χρήση μονάδων τεχνολογίας DRFM (Digital Radio Frequency Memory) στη ζώνη συχνοτήτων «S» έως «K» (2 GHz-27 GHz) σε εμβέλεια 150 km Διαθέτει κεραίες διάταξης φάσης και παρέχει υψηλή ισχύ και ακρίβεια.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα έχουν εξαιρετική γνώση της τακτικής κατάστασης με χρήση μέσων ISR που αναλύσαμε και στο προηγούμενο άρθρο και επιπλέον γνώση του ηλεκτρονικού πεδίου μάχης-EOB (Electronic Order Of Battle ) που υπαγορεύει και την τακτική EMCON (Emissions Control).
Η αντιμετώπιση της απειλής
Όπως και στην περίπτωση των TMB και ΠΕΠ, η αντιμετώπιση της απειλής είναι πολυεπίπεδη, τόσο μέσω της απόκτησης «αντιμέτρων», όσο και πρόσκτηση ισοδύναμων δυνατοτήτων που θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά.
Η απειλή από τα βλήματα cruise μεγάλης εμβέλειας είναι πολύ μεγάλη καθώς η THK διαθέτει ένα πολύ σημαντικό αριθμό, που φτάνει ή και ξεπερνά τα 600, όταν ολοκληρωθούν οι παραγγελίες. Επιπλέον, η δυνατότητα χρήσης τους από μη επανδρωμένα αεροχήματα μάχης, όπως το Akinci καθιστά την απειλή ακόμη πιο πολυδιάστατη καθώς ο αριθμός των δυνητικών πλατφορμών, που μπορούν να πραγματοποιήσουν άφεση διευρύνεται. Σε αυτή την πλευρά του Αιγαίου τα ανάλογα όπλα είναι τα 96 SCALP–EG που περιοριζόντουσαν στα Mirage 2000-5 Mk2 και ευτυχώς επεκτάθηκαν πλέον και στα Rafale F3-R, ενώ ο κύριος όγκος των μαχητικών που είναι τα F-16C/D περιορίζεται σε ένα μικρό αριθμό (40) AGM-154C JSOW με υποδεέστερα χαρακτηριστικά, που μπορούν σήμερα να χρησιμοποιηθούν μόνο από τα F-16C/D Block 52+ Advanced και μελλοντικά από τα F-16V. [Ο JSOW είναι ουσιαστικά μια κατευθυνόμενη βόμβα με χαρακτηριστικά «ανεμοπορούντος πυρομαχικού» (gliding bomb), δηλαδή μπορεί να επιμηκύνει το βεληνεκές του αναλόγως του ύψους άφεσης μέσω ανάπτυξης πτερύγων που προσφέρουν άντωση. Σημειωτέον ότι ο JSOW βρίσκεται και σε τουρκική υπηρεσία και δεν έχει προσμετρηθεί στον παραπάνω απολογισμό.] Από τα ελληνικά F-16 όμως απουσιάζει ένα όπλο της κατηγορίας AGM-158 (βλέπε παρακάτω), που θα τους προσέδιδε «μακρύ βραχίονα» κρούσης ή έστω AGM-84K SLAM-ER.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω κρίσιμη είναι η επαναπιστοποίηση των SCALP-EG και η ολοκλήρωση της απόκτησης των SPICE. Παρά το γεγονός ότι η οικογένεια SPICE δεν είναι άμεσα συγκρίσιμη με τα SCALP-EG και SOM, εν τούτοις αποτελεί μία εναλλακτική επιλογή stand-off όπλου καθώς παρέχει μέγιστη εμβέλεια 120 km. Θα μπορούσαν επίσης να διερευνηθούν χαμηλότερου κόστους λύσεις (έναντι του SCALP) όπως το ισραηλινό Delilah με εμβέλεια 250 km και δυνατότητα βολής εκτός των μαχητικών και από σκάφη επιφανείας (Delilah SL) ή το έδαφος (Delilah GL) για να ενισχυθεί το περιορισμένο απόθεμα των SCALP-EG.
Το επόμενο ωστόσο βήμα που εξασφαλίζει και ποιοτική υπεροχή είναι η απόκτηση βλημάτων AGM-158 JASSM (Joint Air-to-Surface Standoff Missile) που αποτελεί την «αιχμή» της τεχνολογίας στα αεροεκτοξευόμενα βλήματα cruise με κύρια χαρακτηριστικά τη μεγάλη εμβέλεια και την ενσωματωμένη τεχνολογία stealth. Το AGM-158Β JASSM-ER είναι ένα βλήμα μήκους 4,26 m, βάρους 1021,5 kg με κεφαλή WDU-42/B βάρους 450 κιλών και καθοδήγηση που περιλαμβάνει συνδυασμό GPS/IMU και αισθητήρα Ι2R στην τερματική φάση με αλγορίθμους ATA (Automatic Target Acquisition) με την οποία επιτυγχάνεται ακρίβεια (CEP) της τάξεως των 2,4 m στην έκδοση AGM-158A. Η μέγιστη εμβέλεια της έκδοσης AGM-158A –σύμφωνα με την εταιρεία- υπερβαίνει τα 370 km και της έκδοσης AGM-158B JASSM-ER φτάνει τα 926 km. O τριπλασιασμός σχεδόν της επίδοσης μέγιστης εμβέλειας αποδίδεται στην αύξηση του μεταφερόμενου καυσίμου και την αντικατάσταση του κινητήρα turbojet CAE-J402-CA-100 από τον turbofan F-107-WR-105.
To AGM-158B JASSM-ER αποδεσμεύτηκε για αγορά από την Αεροπορία της Πολωνίας στα F-16 C/D Block 52+, ενώ είχε προηγηθεί η αποδέσμευση του AGM-158A για τη Φιλανδία και την Αυστραλία. Έτσι, οτιδήποτε ίσως ίσχυε παλαιότερα για την προμήθεια του όπλου από την Ελλάδα (για την οποία πολλά έχουν γραφεί χωρίς όμως να αποδειχθεί ποτέ κάτι) θεωρούμε ότι δεν μπορεί να υφίσταται πλέον κάποιος περιορισμός. Καθώς ολοκληρώναμε την ύλη του τρέχοντος τεύχος φαίνεται να υπήρχε κάποια κινητικότητα στο θέμα, ενταγμένη στο πλαίσιο της ενίσχυσης του οπλοστασίου των F-16V, τόσο για την συμπλήρωση αποθεμάτων (που δεν έχει γίνει εδώ και σχεδόν μια δεκαπενταετία), όσο και την αξιοποίηση των καινούργιων δυνατοτήτων των αναβαθμισμένων αεροσκαφών, καθώς ο αυξανόμενος αριθμός τους θα επιτρέψει τη ανασυγκρότηση Μοιρών το 2024. Σε κάθε περίπτωση ο JASSM θα πρέπει να βρίσκεται στην κορυφή του καταλόγου όπλων που θα πρέπει να αγοραστούν για τον στόλο των Viper.
Από οποιαδήποτε αναφορά σε πυραύλους cruise δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο Scalp Naval ή MdCN (Missile De Croisiere Naval) και το γεγονός ότι η κατάλληλη υποδομή, δηλαδή ο εκτοξευτής Silver A-70 δεν εντάχθηκε τελικά στις απαιτήσεις των φρεγατών κλάσης ΚΙΜΩΝ (FDI-HN), ούτε καν ως προοπτική για το μέλλον. Από τη μια πλευρά είναι κατανοητό ότι το ΠΝ δεν ήθελε να εμπλακεί με ένα όπλο που δεν θα είχε τον απόλυτο έλεγχό του και θα «υποβάθμιζε» τις ικανότητες αεράμυνας των φρεγατών (μειώνοντας τους διαθέσιμους Aster). Έτσι όμως (και εφόσον δεν υπήρχε τεχνικός περιορισμός για την τοποθέτηση του Α-70 στις FDI, κάτι που η γαλλική πλευρά δεν ξεκαθάρισε ποτέ επαρκώς), χάθηκε μια ευκαιρία ενίσχυσης του ελληνικού οπλοστασίου με ένα σύστημα, στο ίδιο σκεπτικό που αποκτήθηκαν οι SCALP-EG από την ΠΑ. Ίσως το «αντίβαρο» θα μπορούσε να είναι η ολοκλήρωση του MDCN-NCM στα Υ/Β U214HN.
Στον τομέα των αντιμέτρων, κλειδί αποτελεί η αντιμετώπιση των αεροσκαφών-φορέων των βλημάτων cruise, αλλά και των ίδιων των πυραύλων αυτής της κατηγορίας με εκτέλεση αποστολών CAP στα ανατολικά όρια του αιγιακού χώρου από F-16V και Rafale F3-R εφοδιασμένα με βλήματα αέρος-αέρος μεγάλης εμβέλειας όπως τα Meteor και τα AIM-120C7 ή μελλοντικά και AIM-120D τα οποία σε συνδυασμό με το ΣΑΕ (Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου) και τα AΣΕΠΕ εξασφαλίζουν έγκαιρη προειδοποίηση και υψηλή πιθανότητα αντιμετώπισης των απειλών. Δυστυχώς από την εξίσωση των κρίσιμων αυτών CAP απουσιάζουν τα αεροσκάφη εναέριου εφοδιασμού, που εν μέρει μόνο αντισταθμίζονται από τις επιδόσεις αυτονομίας του Rafale F3-R.
Η μελλοντική χρήση F-35A σε συνδυασμό με την υιοθέτηση δόγματος για προληπτικό πλήγμα ή έστω «πρώιμο πλήγμα» (με την έννοια ότι θα εκτελεστεί πριν την κορύφωση της κρίσης στα αρχικά στάδια μιας ραγδαία κλιμακούμενης έντασης) στις κύριες βάσεις της THK είναι μία ακόμη σημαντική παράμετρος. Η απόκτηση των JSF έχει νόημα μόνο εάν υφίσταται τέτοιο δόγμα, που θα αξιοποιεί το κύριο χαρακτηριστικό του μαχητικού πέμπτης γενιάς, δηλαδή την εφαρμοσμένη τεχνολογία VLO και όχι περιορίζοντάς τα απλά για χρήση ως (εξαιρετικά) συμβατικά μαχητικά!
Η άλλη ζώνη άμυνας μετά την προσπάθεια προσβολής των φορέων των πυραύλων cruise είναι η GBAD (Ground Based Air Defence) με τα διάφορα επάλληλα στάδια υλοποίησής της. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη καταδείξει τις δυσκολίες του εγχειρήματος ακόμη και με την υποσημείωση ότι εκεί η επίγεια αεράμυνα προσπαθεί να αντιμετωπίσει μια ποικιλία απειλών, από στρατηγικά όπλα όπως οι πύραυλοι 3M54-1 Kalibr (κατά NATO SS-N-27 Sizzler) και 3M14 Biryuza (SS-N-30A Sagaris) έως τις ιρανικές ιπτάμενες βόμβες Shahed-131/-136. Σημειώνεται ότι η ουκρανική αεράμυνα έχει γίνει αποδέκτης μιας πανσπερμίας αντιαεροπορικών συστημάτων, που παρουσιάζουν ποικίλα αποτελέσματα, όπως φαίνεται από τις δημοσιοποιημένες αναφορές, οι οποίες είναι όμως αποσπασματικές και όχι ιδιαίτερα αξιόπιστες. Έτσι, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, η αξιολόγηση των «μαθημάτων του πολέμου» σε μελλοντικό χρόνο θα είναι ενδιαφέρουσα.
Παρόλα αυτά, υπό το πρίσμα των όσων αναφέρθηκαν, είναι φανερό ότι οι απειλές που προβάλει η Τουρκία έχουν αλλάξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια σε ποικιλία, σε κλίμακα μεγεθών και σε ποιότητα. Ο συνδυασμός αυτός ασκεί πιέσεις στην ελληνική GBAD για εκσυγχρονισμό και προσθήκη νέων ικανότερων συστημάτων σε αμφότερα τα «μέτωπα» πρώτης γραμμής στον Έβρο και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και συνολικά στην προστασία κρίσιμων στρατιωτικών και μη υποδομών. Έχοντας αναφερθεί στο θέμα και με άλλες ευκαιρίες, θα επαναλάβουμε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη προμήθειας, τόσο ενός σύγχρονου συστήματος SHORADS με δυνατότητα εμπλοκής σε αποστάσεις 20+km, όσο και ενός συστήματος MSAM (Medium Surface-to-Air missile) με εμβέλεια στα 40+km, συνδυασμός που θα δημιουργεί δυο επάλληλες ζώνες άμυνας.
Συμπερασματικά η απόκτηση Rafale F3-R, FDI-HN, F-35A είναι προφανώς κρίσιμη για την αποκατάσταση της ποιοτικής ισορροπίας δυνάμεων μετά από μία 10ετία αφοπλισμού. Ο αντίπαλος ωστόσο δεν είναι ίδιος με το 1996 καθώς οι απειλές είναι πλέον εκτός του συμβατικού πλαισίου πολεμικών επιχειρήσεων και η άλλη πλευρά έχει κάνει άλματα στο διάστημα της δικής μας αδράνειας. Συνεπώς πέρα από της αποκατάσταση της ισορροπίας στα συμβατικά μέσα, πρέπει να υιοθετηθούν νέα δόγματα επιχειρήσεων και μέσα ώστε να μην βρεθούμε μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις. Φυσικά το θέμα δεν εξαντλείται εδώ και θα επανέλθουμε με επιμέρους αναφορές στο άμεσο μέλλον.