Η ενεργειακή κρίση το 1973 και αργότερα στο τέλος της δεκαετίας οδήγησε τους κατασκευαστές αεροσκαφών να εξελίξουν πιο αποδοτικά μοντέλα μετά την ένταξη σε υπηρεσία του 747. Το ζητούμενο ήταν ο αντικαταστάτης των πρώτων διηπειρωτικών μοντέλων μεσαίου μεγέθους όπως το Boeing 707 και το DC-8.
Έχοντας ήδη δοκιμάσει και εκτιμήσει την αποδοτικότητα της ευρείας ατράκτου (τόσο σε ζητήματα άνεσης, όσο και σε χρόνους απο-επιβίβασης) η Boeing σχεδίασε ένα αεροσκάφος μεσαίας χωρητικότητας και εμβέλειας πολύ οικονομικότερο σε κατανάλωση καυσίμων.
Η εξέλιξη του ανώνυμου ακόμα τότε αεροσκάφους ξεκίνησε ως πρόγραμμα 7Χ7 στις 14 Ιουλίου 1978 και μετά την πρώτη πτήση στις 26 Σεπτεμβρίου 1981, έλαβε την πιστοποίηση στις 30 Ιουλίου του επόμενου χρόνου. Το δεκάμηνο αυτό διάστημα ανάμεσα στα δυο αυτά ορόσημα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό όχι μόνο για τη βραχύτατη διάρκειάς του αλλά και συγκρινόμενο με τα τρέχοντα προγράμματα της εταιρίας όπως το 777-X ή το 737-Max 10 που η ολοκλήρωσή τους έχει λάβει αρκετές παρατάσεις.
Προκειμένου να διασφαλιστεί η γρήγορη ανάπτυξη του 767 η εταιρία προχώρησε σε δοκιμασμένες λύσεις επιλέγοντας αρχικά ως κινητήρες τους Pratt & Whitney JT9D, που προέρχονταν από το 747 και είχαν ξεπεράσει τα προβλήματα ένταξης σε υπηρεσία, ενώ αργότερα προστέθηκαν και κινητήρες άλλων κατασκευαστών. Η πιο ενδιαφέρουσα επιλογή ήταν ίσως οι Rolls-Royce RB211, που επιλέχθηκαν από την Βρετανική British Airways, που αν και είχαν ταλαιπωρήσει την RR στα αρχικά στάδια εξέλιξης αποτέλεσαν την βάση για τη σειρά Trent που κινεί πολλά μοντέλα αεροσκαφών.Ούτε η άτρακτος δεν είχε ιδιαίτερες εκπλήξεις καθώς κατασκευάστηκε από συμβατικά υλικά με πλάτος αρκετό για 7 καθίσματα εν σειρά στην οικονομική θέση – ζεύγη στις εξωτερικές σειρές και τρία την κεντρική με δυνατότητα μεταφοράς περίπου 220 επιβατών σε πρώτη και οικονομική θέση. Αν και η διάταξη ήταν βολική για τους επιβάτες – υπήρχε μόνο μια θέση χωρίς παράθυρο ή διάδρομο δυσκόλευε τη μεταφορά φορτίων καθώς το πλάτος της ατράκτου δεν μπορεί να φιλοξενήσει δίπλα δίπλα δυο τυπικά κιβώτια μεταφοράς φορτίου (LD3) που είναι ο δημοφιλέστερος τρόπος διαχείρισης των εμπορευμάτων στις πτήσεις μεγάλων αποστάσεων. Υπάρχει όμως η δυνατότητα για τα μικρότερα λιγότερο διαδεδομένα LD2.
Η εμβέλεια του αρχικού μοντέλου ήταν 7.200 χιλιόμετρα αν και γρήγορα παράχθηκε και η έκδοση μεγαλύτερης εμβέλειας (-ER) που μπορούσε να συνδέσεις πόλεις σε αποστάσεις 7.580 χιλιομέτρων με πρώτο πελάτη την ισραηλινή El Al.
Ως συνήθως αρχικοί πελάτες του προγράμματος ήταν αμερικανικές εταιρίες με τη United να εντάσσει το αεροσκάφος στα δρομολόγια της λιγότερο από ένα χρόνο μετά την πρώτη πτήση.
Τάσσος Αναστασιάδης