Τελικά η πολιτική μπορεί να είναι πολύ πιο απλή από ότι νομίζουμε. Σε λιγότερο από ένα μήνα έρχονται οι προεδρικές εκλογές στη Ρωσία και ένας αναζωογονημένος Πούτιν κάνει αυτό που ξέρει καλά: μια επίδειξη φυσικής ρώμης και παντός είδους ικανοτήτων, συνδυασμένη με αίσθημα μεγαλείου και υποσχέσεις λαμπερού μέλλοντος, με τον ίδιο ως “μεγάλο πατερούλη” να “οδηγεί” τον λαό του.
Το “οδηγεί” βέβαια δεν είναι μεταφορικό, αλλά κυριολεκτικό, καθώς χθες ο Πρόεδρος της Ρωσίας… οδήγησε (ή τέλος πάντως κράτησε το χειριστήριο σε μια σύντομη πτήση), ένα υπερηχητικό βομβαρδιστικό Tu-160, κατά την επίσκεψη του στο εργοστάσιο παραγωγής τους στο Καζάν. Και μετά οδήγησε, κανονικά αυτή τη φορά, μια καινούργια νταλίκα κατασκευής Kamaz, με συνεπιβάτη με τον οποίο έκανε και χιούμορ.
Τα ανάλογα επιτεύγματα του Πούτιν στο παρελθόν είναι πάμπολλα. Το “οδηγώ νταλίκα προς το μέλλον” το είχε κάνει και το 2018, εγκαινιάζοντας έτσι την γέφυρα της Κριμαίας. Το “πετώ βομβαρδιστικό Tu-160” είχε ξαναγίνει το 2005 (από εκεί και η κεντρική φωτό). Στο ενδιάμεσο έχει καβαλήσει άλογα, έχει ψαρέψει ημίγυμνος, έχει κυνηγήσει, καταδυθεί με βαθυσκάφος, οδηγήσει μοτοσυκλέτα, κάνει καταδύσεις, παίξει χόκει, τένις, μπάντμπιντον, μετέχει σε αγώνες τζούντο (με χρόνια εκπαίδευση εκεί), πετάξει με υπερελαφρό αεροσκάφος αλλά και Su-27, έχει μαρκάρει πολικές αρκούδες αλλά και σιβηριανές τίγρεις (!) για για οικολογικούς λόγους, χωρίς η λίστα να τελειώνει εδώ.
Το μήνυμα σε όλα αυτά τα εικονικής υπερπραγματικότητας (καθώς πίσω τους υπάρχει μεθοδική σκηνοθεσία και προετοιμασία), είναι τόσο προφανές που αναρωτιέσαι σε ποιους αδαείς απευθύνεται: “Είμαι υπεράνθρωπος, εμπιστευτείτε με για το μέλλον και βέβαια για τον διαρκή πόλεμο”.
Αλλά γιατί όχι; Το ευρύ κοινό, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά διεθνώς, υποδέχεται ευνοϊκά τέτοιες εκδηλώσεις που κατασκευάζουν ηγετική εικόνα, την ίδια στιγμή που το πολιτικό στίγμα και η ιδεολογία υποχωρούν ή γίνονται εξίσου απλοϊκά και μανιχαϊστικά. “Εμεις και αυτοί”, “άσπρο-μαύρο”, “αντέχουμε απέναντι σε όλους τους εχθρούς μας”, “δίκιο είναι το συμφέρον μας”, “να κατατροπώσουμε τους ναζί, τους κομμουνιστές, τους φασίστες, τους τρομοκράτες, τους λαθρομετανάστες, τους άπιστους, τους αμαρτωλούς, τους εισβολείς, τους σκούρους, τους λευκούς, τους κίτρινους” (βάλαμε ποικιλία επιλογών, μιας και τα ίδια λέγονται παντού, οπότε ο καθένας μας μπορεί να επιλέξει στρατόπεδο).
Ακόμη, ο μηνυματοδότης Πούτιν στην ευθύτητα αυτής της επίδειξης σωματικής/πνευματικής ισχύος, ακουμπά ιστορικά αρχέτυπα, από τον “στρατηλάτη Ρώσο πρίγκηπα Ρούρικ” (από τους μυθικούς ιδρυτές του ρωσικού έθνους), έως τις επιδείξεις πάλης του Μουσολίνι με όλα τα ενδιάμεσα στάδια, παραμένοντας έτσι σε διαρκή σύνδεση με τη μυθολογία του “παντοδύναμου ηγέτη”.
Και σαφώς η εικόνα αυτή, που κατασκευάζεται προσεκτικά, συσκευασμένη κιόλας για τα social media, γίνεται ως αντιπαράθεση με την “εκφυλισμένη” των δυτικών ηγετών. Όπου π.χ. στις ΗΠΑ έχουμε διαγωνισμό υπέργηρων, με τον εμμονικό να παραμείνει στην εξουσία Μπάιντεν να σέρνει τα πόδια του και να πέφτει και να κάνει γλωσσικά ατοπήματα, δείχνοντας πολλές φορές χαμένος, αν δεν υπάρχει δίπλα του κάποιος να τον καθοδηγεί. Με αντίπαλο τον καφενειακό Τραμπ, με βαμμένο ξανθό μαλλί και πορτοκαλί μακιγιάζ, να αδυνατεί να μιλήσει πάνω από 30 δευτερόλεπτα για το ίδιο θέμα χωρίς να λοξοδρομήσει η γλώσσα του και με επιχειρήματα πεντάχρονου που γκρινιάζει γιατί τον κατσάδιασε η μαμά του. Ο οποίος ανεβαίνει και στο προεκλογικό βήμα διεκδικώντας την προεδρία των ΗΠΑ (την μεγαλύτερη ευθύνη παγκοσμίως…) και προμοτάρει χρυσαφί κιτσάτα sneakers που πωλούνται ως μέρος της καμπάνιας του!
Πότε ακριβώς έγινε η πολιτική τόσο γελοία; Πότε οι ηθοποιοί ανέλαβαν εξουσία; Πότε έγινε η μεταλλαγή και δεν το καταλάβαμε; Πότε ο ναρκισσισμός της ισχύος κέρδισε τόσους θεατές; Πότε το ατίθασο τριχωτό της κεφαλής του Μπόρις Τζόνσον πήρε την πρωτοκαθεδρία; Πότε ο τηλεκωμικός Ζελένσκι αναδείχθηκε βραχύσωμος κομάντο της Ουκρανίας; Πότε η μαριονέτα Λουκασένκο έγινε ηγέτης της Λευκορωσίας; Πότε η λαϊκίστρια της ακροδεξιάς Μελόνι, ο πάμπλουτος μπεσεμπεζές Σούνακ, o baby face αλλά ώς εκεί Τρυντώ, ο σαλταρισμένος Μιλέι με το αλυσοπρίονο, ο “θέλω να γίνω Σουλτάνος” Ερντογάν και ο “σπάω τις αλυσίδες” Λούλα ανέλαβαν τη ζωή μας;
Λάθος τα παραπάνω ερωτήματα γιατί εστιάζουν ακριβώς στην επιφάνεια. Αυτή που μπορεί να διαχειριστεί αξιοπρεπώς κάθε καλοστημένος μηχανισμός δημόσιας εικόνας. Όπου ακριβώς το εξωφρενικό της εικόνας, το προφανές της πόζας και της ματαιοδοξίας και το προκλητικό της κατασκευής, δημιουργείται για να αφυπνίσει τη μάζα. Που παραμένει αποσβολωμένη, είτε από τον κυκεώνα ερεθισμάτων (άρα ο πολιτικός πρέπει να ξεχωρίσει, έστω με κάθε θυσία σοβαρότητας), είτε από το αδιέξοδο των προβλημάτων, οπότε ο πολιτικός πρέπει να αυτοπροβληθεί σχεδόν μεταφυσικά και μη ρεαλιστικά. Γιατί βέβαια δεν έχει απαντήσεις επί του πρακτέου, παρά μόνο ένα σύνθημα διαφυγής προς κάποιο ονειρικό “μέλλον”.
Έτσι, ούτε ο Πούτιν στην πολυμήχανη φαμφάρα του είναι τόσο παράδοξος, ούτε οι αμερικανοί γεροντολάγνοι της εξουσίας είναι τελείως ανήξεροι, ούτε ο φαντεζί Μακρόν είναι ανόητος στο να ξυλοκοπά τα κοινωνικά κινήματα, ούτε οι εγχώριοι τικ-τόκερς είναι αδαείς. Αντίθετα, είναι διαχειριστές ενός ταλαιπωρημένου κοινωνικού υποκειμένου που, ενώπιον αδιεξόδων, κάνει το εκκρεμές, μεταξύ φανατισμού και ιδεολογικής αφασίας. Δηλαδή μεταξύ ανεπεξέργαστης στράτευσης από τη μια και εμβύθισης στα 30 τελευταία δευτερόλεπτα βίντεο με ατάκα που είδαν στα social media, από την άλλη.
Η κύρια απώλεια τελικά είναι αυτή των ιδεών και της συνέχειας των θεσμών ελέγχου και της δημοκρατικής λειτουργίας, και όχι μόνο στο προσωπείο της εξουσίας. Το οποίο πάντα είχε τον λαϊκισμό σύμμαχο του και πάντα κατασκεύαζε εικόνες. Καθώς αν νομίζουμε πως οι “παλαιότεροι” ήταν καλύτεροι, κάνουμε μέγα λάθος. Η βασική διαφορά (όσο αυτή υπήρχε), ήταν πως συνδύαζαν περισσότερο την σοβαροφάνεια με την ουσία της πολιτικής, ενώ εν μέρει περιορίζονταν από την αυστηρή κριτική και έρευνα.
Όπου και τα δύο εκλείπουν σταδιακά, η σοβαροφάνεια γιατί σε μια εποχή εικόνας είναι απλώς βαρετή, ενώ η κριτική έχει πάψει να είναι “σοβαρή”, καθώς προυποθέτει αυστηρούς ακροατές και όχι οπαδούς. Με τη διαμαρτυρία στα παραπάνω να ακολουθεί σε απλοποιήσεις και κραυγές αγωνίας, μιας και περαιτέρω ανάλυση δεν την αντέχει κανείς, πόσο μάλλον ο ψευδοδιαμαρτυρόμενος υπογράφων.
Δεν είναι λοιπόν τόσο κυρίαρχη η εικόνα όσο νομίζουμε. Κυρίαρχη -ή πάει να γίνει κυρίαρχη- είναι η αίσθηση ενός κοινωνικού αυτοματισμού προς την κάθοδο αξιών και προσδοκιών, η βεβαιότητα σε μεγάλο μέρος της παγκόσμιας κοινωνίας πως το “αύριο” θα είναι είτε χειρότερο, είτε ανασφαλέστερο. Έτσι οι κατέχοντες ασκούνται στο εξτρεμιστικό θέαμα και οι πένητες καβαλούν βάρκες και διασχίζουν θάλασσες προς ένα άγνωστο που φαντάζει καλύτερο από το χειρότερο που ήδη βιώνουν.
Τι άλλο θα κάνει λοιπόν ο Πούτιν για να κερδίσει την λαϊκή επιδοκιμασία, την ψήφο, την διατήρηση στην εξουσία; Πέρα από ένα εθνικιστικό πόλεμο, την πολεμική οικονομία και την υπόσχεση αυτοκρατορικής αναβίωσης; Τι άλλο θα κάνουν αντίστοιχα ο Μπάιντεν, ο Τραμπ, ο Σόλτς, ο Σούνακ, η Μελόνι, ο Ζελένσκι, ο Μόντι, ο Μακρον, ο Όρμπαν, ο Σίσι, ο Ερντογάν, ο καθένας στο δικό του πλαίσιο αναφοράς μύθων, φαντασιώσεων και υποσχέσεων; Θα καταπιούν και σπαθιά αν αυτό φέρει το μεγαλύτερο χειροκρότημα. Τόσο που θα ματώσουν τα χέρια μας…