Παρακάτω, εξηγούμε τι θα μπορούσαν να προσφέρουν καταδρομικά Ticonderoga στο Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου της Ελλάδας, σε συνέχεια παλαιότερου άρθρου μας σχετικά με το ενδεχόμενο παραχώρησης πλοίων του τύπου στο ΠΝ. Από την Έντυπη ΠΤΗΣΗ, Τεύχος Δεκεμβρίου 2020.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Καταδρομικά Ticonderoga, η Ενδιάμεση Λύση ισχύος για το ΠΝ;
Του Βασίλη Παπακώστα και του Φαίδωνα Καραϊωσηφίδη
Τα Ticonderoga στο Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου
Έχουμε ήδη αναφερθεί στην ενδιαφέρουσα αυτή παράμετρο στο πλαίσιο παλαιότερου άρθρου για την πιθανή απόκτηση μονάδων της κλάσης DDG-51 (Π&Δ 372, «DDG Arleigh Burke, Επιλογή για το ΠΝ και την Εθνική Αεράμυνα;») και κρίνουμε σκόπιμο να την επαναλάβουμε συνοπτικά με τις ανάλογες διαφοροποιήσεις, καθώς έχει αλλάξει έκτοτε και η δομή του ΣΑΕ.
Η ΠΑ είναι υπεύθυνη για την αεράμυνα της χώρας, συνεπώς οποιαδήποτε προσπάθεια αξιοποίησης των πλοίων αυτών προϋποθέτει την ένταξή τους στο Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου. Αυτό, μέσω των δύο ΑΚΕ (Αεροπορικός Έλεγχος Μέσων Αεράμυνας, Κέντρο Σύνθεσης και Παραγωγής Αεροπορικής Εικόνας) ή NARCS που αντικατέστησαν τα ΚΕΠ (Κέντρα Ελέγχου Περιοχής), ελέγχει τον ελληνικό εναέριο χώρο που έχει χωριστεί σε δύο μεγάλους τομείς. Το 1ο ΑΚΕ είναι εγκατεστημένο στο Κουτσόχερο Λάρισας στις εγκαταστάσεις του πρώην CAOC7 και το 2ο ΑΚΕ στην Πάρνηθα στις εγκαταστάσεις του πρώην 2ου ΚΕΠ. Το 1ο ΚΕΠ στον Χορτιάτη μετέπεσε σε 10η ΜΣΕΠ και το 3ο ΚΕΠ στη Ζήρο σε 11η ΜΣΕΠ. Η αποστολή τους συνοψίζεται στη σύνθεση μιας Διευκρινισμένης Εικόνας Αέρος ή και Επιφάνειας RASP (Recognized Air Surface Picture), με βάση την οποία καθοδηγούν τα επίγεια, εναέρια και θαλάσσια μέσα αεράμυνας.
Η μετάπτωση είναι πρόδρομη ενέργεια για την υιοθέτηση του -υπό εξέλιξη- προγράμματος ACCS (Air Command Control System) του NATO, που θα υποκαταστήσει σταδιακά τα υφιστάμενα ΝΑΤΟϊκά και εθνικά συστήματα Αεροπορικού Ελέγχου. Σκοπός είναι η δημιουργία της JEP (Joint Environment Picture) ή «Super RAP», που θα ενσωματώνει την εικόνα από 48 (!) τύπους αισθητήρων, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε 300 θέσεις σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και θα μπορεί να «μοιράσει» την εικόνα στα κράτη-μέλη ή την Εθνική RAP κάθε μέλους. Το ACCS έχει ήδη εγκατασταθεί σε 17 σημεία στην Ιταλία (ARS Poggio Renatico) και τη Γερμανία (CAOC Uedem, ΝΑΤΟ BMD Operations Center Ramstein). Οι δύο κύριες δομές τού ACCS είναι το ARS (Air Control Centre RAP Production Centre and Sensor Fusion Post) ή ΑΚΕ κατά την ΠΑ και το CAOC.
Το ARS ασκεί τον έλεγχο μιας οριοθετημένης περιοχής χρησιμοποιώντας την εικόνα RAP που προέρχεται από τους επίγειους (κυρίως) σταθμούς (CRP ή ΜΣΕΠ ή Σταθμούς Αναφοράς) που υπάγονται σε αυτό. Τα CAOC (Combined Air Operations Centre) είναι οι «Μονάδες Μάχης» του ACCS και στην ολοκλήρωση της δομής θα παράγουν τα ATO (Air Tasking Order), μια διαδικασία περιγραφής όλων των εναέριων επιχειρήσεων (αποστολές CAP, CAS/BAI,τροχιές AEW, SAR, τροχιές αεροσκαφών ανεφοδιασμού), οι οποίες θα εκτελεσθούν σε 24 ώρες. Η υποδομή Link 16 θα είναι η βασική ζεύξη του συστήματος για την επικοινωνία αεροσκαφών, πλοίων και μονάδων/μέσων εδάφους.
Πρώτη πτήση Lockheed P-3 Orion: ο κυρίαρχος των ωκεανών (αρχείο Π&Δ)
Στο ΣΑΕ η ΠΑ χρησιμοποιεί «διαμεσολαβητικούς ρυθμιστές»-buffer, που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (SSSB, MASE), και ένα «εθνικό» σύστημα, το ULS (Universal Link System). Ένας buffer όπως το ULS, ανάλογα με την πολυπλοκότητα και το λογισμικό του, μπορεί στην ουσία να λειτουργήσει ως ολοκληρωμένο σύστημα C2. To ULS είναι στην ουσία ένα σύστημα Command & Control πραγματικού χρόνου που εκτελεί συσχέτιση ιχνών από ESM ή ραντάρ που χρησιμοποιούν Link 16, IJMS, Link 11A/B, Link 1, ATDL-1 με δυνατότητα μελλοντικών επεκτάσεων (π.χ. Link 22).
Η παλαιότερη πρότασή μας για τα Arleigh Burke αφορούσε τη μετατροπή των πλοίων σε «εναλλακτικές» κινούμενες Μονάδες Αεροπορικού Ελέγχου πλήρως ενταγμένες στο ΣΑΕ, με προφανή πλεονεκτήματα επιβιωσιμότητας και δυνατότητας «ανάθεσης» όπλων. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να εφοδιαστούν με συστήματα ULS. Να σημειωθεί ότι τα στοιχεία του ΣΑΕ, πέραν των ΑΚΕ, δεν διαθέτουν δυνατότητα «προώθησης» (forwarding), παρά μόνο συμμετοχή του ραντάρ τους στη συσχέτιση ιχνών για την παραγωγή RASP μέσω ζεύξεων δεδομένων. Το «forwarding» θα έδινε, για παράδειγμα, στα Ticonderoga τη δυνατότητα επαναπροώθησης στο ΣΑΕ της εικόνας των πλοίων επιφανείας που λαμβάνουν μέσω Link 11A ή Link 16. Λόγω της χρήσης του CEC η κλάση CG-47 παρέχει τη δυνατότητα εμπλοκής στόχου με δεδομένα απομακρυσμένου αισθητήρα (engagement on remote data).
Είναι διαθέσιμος ο SM-2 Standard για την Ελλάδα; Απαντήσεις για να “κλείσει το θέμα”
Στο ΣΑΕ θα ενταχθούν στο προσεχές διάστημα και τα εκσυγχρονισμένα P-3AUP εφοδιασμένα με ραντάρ ELM-2022Α και ζεύξη Link 11A, ενώ υπάρχουν πληροφορίες ότι τα Orion ίσως εφοδιασθούν τελικά και με Link 16. Άμεσα επίσης εντάσσονται και τα UAV Heron-1, που εκτελούν αποστολές θαλάσσιας επιτήρησης. Τα ισραηλινά ΜΕΑ επιτυγχάνουν αυτονομία BLOS (Beyond Line Of Sight) σε εμβέλεια μεγαλύτερη των 1000 km με χρήση κεραίας SATCOM και πιστεύεται ότι διαθέτουν ραντάρ ναυτικής επιτήρησης ELM-2022U. Πρόκειται για σύστημα στη ζώνη συχνοτήτων «X» (8-12 GHz) με ενσωματωμένο IFF/SSR που παρέχει μέγιστη εμβέλεια αποκάλυψης 360 km για στόχο μεγάλου μεγέθους.
Τα CG-47, δρώντας στο περιβάλλον του Αιγαίου, θα έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν συμπληρωματικά με άλλες μονάδες αεράμυνας, όπως συστοιχίες Patriot PAC3 που είναι ανεπτυγμένες στο ευρύτερο περιβάλλον, επικοινωνώντας απευθείας μέσω Link 16 και παρέχοντας δεδομένα στόχευσης σε απομακρυσμένους στόχους (remote tracks). Δηλαδή η κλάση παρέχει τη δυνατότητα σε έτερα συστήματα να υπερβαίνουν τις τεχνικές τους δυνατότητες. Η ισχύς πυρός των πλοίων με 122 βλήματα έτοιμα για βολή (ή 170 αν φορτωθούν οι 16 εκτοξευτές με 4x βλήματα ESSM) και ένα πανίσχυρο ραντάρ τα καθιστά όπλο υπέρβασης όχι μόνο για το ΠΝ και τον ρόλο που θα κληθεί να παίξει στη ΝΑ Μεσόγειο, αλλά και για την αντιαεροπορική άμυνα της χώρας.
TRS-4D vs SeaFire, κάνουμε σύγκριση μεταξύ των ραντάρ MMSC και Belh@rra. Ισχύει ο μύθος;
Tο ραντάρ SPY-1Α θα είναι το ισχυρότερο ραντάρ σε υπηρεσία, αφού τα υφιστάμενα συστήματα του ΣΑΕ -από άποψη μέγιστης ισχύος- κινούνται σε σαφώς χαμηλότερα μεγέθη από το SPY-1A. [Εκτιμάται ότι η μέγιστη ισχύς τους δεν υπερβαίνει τα 3,5 M, που επιτυγχάνει το ισχυρότερο ραντάρ από άποψη ισχύος του ΣΑΕ, δηλαδή το μοναδικό AN/TPS-70 το οποίο επίσης λειτουργεί στη ζώνη «S» (2-4GHz).] Παρεμφερή μέγιστη ισχύ επιτυγχάνει το S-743D Martello, το οποίο λειτουργεί σε χαμηλότερη συχνότητα «L» (1-2 GHz). Για το TPS-70 υπολογίζεται ότι η μέγιστη εμβέλεια για εντοπισμό στόχου RCS 1 m2 φθάνει τα 370 km και οι εκτιμήσεις για την αντίστοιχη εμβέλεια εντοπισμού στόχου CRS 1 m2 για το Martello φθάνει τα 390 km.
Οι επιδόσεις εμβέλειας του SPY-1A είναι απόρρητες και υπάρχει μόνο μία «κατατοπιστική» δήλωση του 2004 που αφορά το SPY-1D(V) και προσδιορίζει την εμβέλεια εντοπισμού «μιας μπάλας του γκολφ σε 165 km!». Με δεδομένο ότι η μπάλα του γκολφ έχει RCS 0.0025 m2, με τις κατάλληλες αναγωγές προσδιορίζεται η εμβέλεια εντοπισμού για στόχο 1 m2 στα… 737 km! Η συγκεκριμένη επίδοση είναι πιθανώς υπερτιμημένη, ενώ και οι επιδόσεις του SPY-1A υστερούν σε σχέση με την έκδοση SPY-1D(V), αλλά είναι προφανές ότι οι επιδόσεις της «οικογένειας» των ραντάρ είναι πρωτόγνωρες για την περιοχή, ειδικά όταν το πλοίο δρα στο τρίγωνο Κρήτη-Ρόδος-Κύπρος χωρίς περιορισμούς στον οπτικό ορίζοντα.