Στον απόηχο των δηλώσεων του υπουργού Εθνικής Αμύνης Νίκου Δένδια, σχετικά με τη δημιουργία ενός “Θόλου του Αιγαίου”, δηλαδή μιας πυραυλικής ασπίδας πάνω από την συγκεκριμένη θάλασσα, θυμηθήκαμε μια άλλη περίπτωση αντίστοιχων ιδεών και πολιτικής. Άλλωστε οι πύραυλοι, από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, προκαλούν ένα δέος. Θεωρούνται “ανίκητοι”, ως το Όπλο που θα καταστρέψει όλα τα άλλα Όπλα. Και προφανώς, δεν είναι ελληνική εφεύρεση η θεοποίηση τους σε κάθε του μορφή.
Σήμερα, μετά από σχεδόν 70 χρόνια, ελάχιστοι διεθνώς θα θυμούνται τον Duncan Sandys. Ούτε φυσικά και την Περίφημη Λευκή Βίβλο του, αλλά οι Ένοπλες Δυνάμεις της Μεγάλης Βρετανίας (τότε ήταν ακόμη Μεγάλη), σίγουρα δεν τον έχουν ξεχάσει. Και δεν θα τον ξεχάσουν μάλλον ποτέ. Και το πρόβλημα της Βρετανίας είναι πως μετά τον Sandys ανέλαβε υπουργός Άμυνας ο Denis Winston Healey. Ας πιάσουμε όμως τα πράγματα με χρονολογική τους σειρά.
Η μελέτη του Sandys του 1957, τότε υπουργού Άμυνας, γνωστή ως “The 1957 Defence White Paper“, αποτέλεσε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και καθοριστικά έγγραφα στην ιστορία της βρετανικής αμυντικής πολιτικής του Ψυχρού Πολέμου. Το έγγραφο δεν ήταν απλά μια αναθεώρηση της αμυντικής στρατηγικής, αλλά μια ριζική μεταμόρφωση της, με σημαντικές συνέπειες για την αεροπορική και αμυντική βιομηχανία της Βρετανίας, όπως και για την στρατιωτική της ισχύ.
Τη δεκαετία του ’50, ο Ψυχρός Πόλεμος είχε κλιμακωθεί σε επίπεδο όπου οι δύο υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση, διαγωνίζονταν για την τεχνολογική και στρατιωτική υπεροχή. Η εκτόξευση του Sputnik το 1957 από τους Σοβιετικούς αποτέλεσε μια επιβεβαίωση της δυνατότητας χρήσης διαστημικών πυραύλων για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλάζοντας δραματικά το τοπίο των δογμάτων άμυνας. Οι δορυφόροι και οι βαλλιστικοί πύραυλοι άρχισαν να θεωρούνται ως τα νέα μέσα αποτροπής και επίθεσης, θέτοντας σε αμφισβήτηση την αξία των αεροσκαφών, ιδιαίτερα των βομβαρδιστικών.
Ο Duncan Sandys, γαμπρός του Winston Churchill και με κυβερνητική εμπειρία, ανέλαβε το υπουργείο Άμυνας το 1957, επί κυβερνήσεως Harold Macmillan. Η στρατηγική του βασίστηκε στην εκτίμηση ότι η στρατιωτική ισχύς θα στηριζόταν όλο και περισσότερο στους πυραύλους. Η ανάγκη για οικονομική προσαρμογή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με την αναγκαιότητα να παραμείνει η Βρετανία μια σημαντική δύναμη στη διεθνή σκηνή, έπαιξαν επίσης ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής του.
Το White Paper εστίαζε στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των δαπανών άμυνας μέσω της ακύρωσης προγραμμάτων που θεωρούνταν πλέον αναποτελεσματικά ή παρωχημένα, στη μετάβαση σε πυραυλική άμυνα, και στη μείωση των συμβατικών δυνάμεων με αναδιάρθρωση των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων, και εδώ με έμφαση στην πυραυλική δύναμη και την ταχεία αντίδραση.
Η αποτίμηση αυτής της νέας πραγματικότητας οδήγησε τον Sandys να προτείνει μια σειρά μέτρων που θα επηρέαζαν δραστικά την αμυντική βιομηχανία. Όπου το White Paper έδινε έμφαση στην ανάπτυξη και την αύξηση της παραγωγής πυραύλων, περιλαμβάνοντας τόσο βαλλιστικούς όσο και πυραύλους εδάφους-αέρος και αέρος-αέρος. Στο πλαίσιο αυτό είχαμε και την ακύρωση πολλών προγραμμάτων ανάπτυξης νέων αεροσκαφών, όπως το υπερηχητικό βομβαρδιστικό Avro 730 και το αναχαιτιστικό F.155.
Επιπλέον, η εστίαση στους πυραύλους δεν ήταν απαλλαγμένη από προκλήσεις. Η τεχνολογία τους εκείνη την εποχή ήταν ακόμα στα πρώτα της βήματα, με πολλά προγράμματα να αντιμετωπίζουν τεράστια τεχνικά προβλήματα, καθυστερήσεις και υπερβάσεις κόστους. Έτσι η ανάπτυξη βαλλιστικών, όπως το πρόγραμμα Blue Streak, αποδείχθηκε ιδιαίτερα απαιτητική και τελικά ακυρώθηκε το 1971 λόγω τεχνικών δυσκολιών και των ταχέως εξελισσόμενων αμερικανικών και σοβιετικών προγραμμάτων που χρησιμοποιούσαν διαστημικούς φορείς για τη μεταφορά πυρηνικών κεφαλών.
Η απόφαση του Sandys να ακυρώσει πολλά προγράμματα ανάπτυξης αεροσκαφών είχε και μακροπρόθεσμες συνέπειες στην ικανότητα της Βρετανίας να διατηρήσει μια ανεξάρτητη αμυντική βιομηχανία. Η χώρα αργότερα αναγκαστικά στράφηκε προς διεθνείς συμπράξεις, όπως το πρόγραμμα του Concorde με τη Γαλλία, και αργότερα συμμετοχή σε πολυεθνικά προγράμματα όπως το Panavia Tornado. Ωστόσο, το κόστος σε όρους απώλειας τεχνικής γνώσης, εμπειρίας και ανεξαρτησίας στην ανάπτυξη αεροσκαφών ήταν τεράστιο, ενώ οι πολλές ανεξάρτητες εταιρείες αεροπορικής τεχνολογίας αναγκάστηκαν να ενωθούν σε μεγάλους ομίλους (την Britich Aircraft Corporation, τη Hawker Siddeley όπως και την Westland Aircraft), κάτι που οδήγησε σε απώλεια καινοτομίας και ανταγωνισμού. Ο ίδιος προχώρησε και σε αναδιάρθρωση του Στρατού, όπου δεκάδες μονάδες καταργήθηκαν ή ενώθηκαν σε νέους σχηματισμούς, με σοβαρή συνολική μείωση της οροφής δυνάμεων.
Το Defence White Paper του Sandys αναθεωρήθηκε σε πολλές πτυχές του από μεταγενέστερες κυβερνήσεις, αλλά η απόφαση να επενδυθούν περισσότερα χρήματα στους πυραύλους αντί στα αεροσκάφη έχει θεωρηθεί από πολλούς ως ένα σοβαρό λάθος. Ήταν μια διδακτική στιγμή όσον αφορά την προσαρμογή στις γρήγορες αλλαγές της τεχνολογίας, αλλά και μια υπενθύμιση ότι η αμυντική στρατηγική πρέπει να είναι ευέλικτη και να μην εξαρτάται υπερβολικά από μία μόνο μορφή τεχνολογίας ή όπλων.
Από τον Sandys στον Healey, η ολοκλήρωση της “καταστροφής”
Η περίοδος που ο Denis Healey υπηρέτησε ως υπουργός Άμυνας σηματοδότησε μια σημαντική μεταβολή στην αμυντική πολιτική της χώρας, καθώς ενώ ακολούθησε τα βήματα του προκατόχου του, Sandys, ανέτρεψε και πολλές από τις αποφάσεις του. Ο Healey ανέλαβε από το 1964 έως το 1970, κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης του Harold Wilson, σε μια εποχή όπου οι οικονομικές και γεωπολιτικές πιέσεις απαιτούσαν τη συνέχιση των ριζικών αλλαγών στην άμυνα.
Η πολιτική του Healey ήταν εξίσου, αν όχι περισσότερο, επιδραστική με του Sandys. Η φιλοσοφία του ήταν η άνευ όρων εξοικονόμηση πόρων (λόγω και των πολλών οικονομικών προβλήματων της Βρετανίας), η αποφυγή αναποτελεσματικών δαπανών στην Άμυνα και η εστίαση σε πιο πρακτικές, οικονομικές λύσεις.
Μια από τις πιο αμφιλεγόμενες αποφάσεις του ήταν η ακύρωση του προγράμματος του TSR-2 (στην λογική του Sandys). Ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την ανάπτυξη ενός τακτικού βομβαρδιστικού και μαχητικού κρούσης, που υποσχόταν προηγμένες επιδόσεις αλλά είχε ήδη αντιμετωπίσει σημαντικές υπερβάσεις κόστους και καθυστερήσεις. Η απόφαση για την ακύρωση του προγράμματος λήφθηκε λίγους μήνες μετά την πρώτη του πτήση, με το επιχείρημα ότι το κόστος κατασκευής και λειτουργίας του θα ήταν ασύμφορο για τη Βρετανία. Αυτή η απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην αεροπορική βιομηχανία και σε πολιτικούς κύκλους, καθώς θεώρησαν ότι η χώρα έχανε μια σημαντική ευκαιρία να διατηρήσει την πρωτοπορία της στην αεροπορική τεχνολογία.
BAC TSR.2: 60 χρόνια από την πρώτη πτήση ενός μοναδικού βρετανικού αεροσκάφους (27/9/1964)
Εκτός από το TSR-2, ο Healey ανέστειλε ή ακύρωσε πολλά άλλα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα. Ένα από αυτά ήταν της κλάσης αντιτορπιλικών Type 82, το οποίο θα αποτελούσε το επόμενο βήμα στη ναυτική τεχνολογία. Αντί αυτού, η απόφαση ήταν να προχωρήσει η κατασκευή μόνο ενός πλοίου αυτού του τύπου, του HMS Bristol, και να επικεντρωθεί η προσοχή σε πιο οικονομικές επιλογές όπως τα αντιτορπιλικά Type 42. Τα Type 42 πολέμησαν στα Φωκλαντς αλλά με σημαντικές απώλειες.
Η απόφαση για την ακύρωση του εξαιρετικά προηγμένου Hawker Siddeley P.1154, ενός πρότζεκτ για την ανάπτυξη ενός υπερηχητικού αεροσκάφους κάθετης απογείωσης και προσγείωσης (VTOL), ήταν επίσης αμφιλεγόμενη. Αυτό το πρόγραμμα, που θα μπορούσε να είχε δώσει στη χώρα ένα αεροσκάφος με δυνατότητες που δεν είχε κανένα άλλο έθνος, ακυρώθηκε λόγω των υψηλών κόστων και των τεχνικών προκλήσεων. Αντί αυτού, η Βρετανία επέλεξε να αναπτύξει το Harrier, ένα αεροσκάφος κάθετης/βραχέως απογείωσης και προσγείωσης (V/STOL) που ήταν πιο πρακτικό και οικονομικό, αν και λιγότερο φιλόδοξο.
Η πολιτική του Healey για την ακύρωση αυτών των προγραμμάτων δεν ήταν μόνο μια απάντηση στις οικονομικές πιέσεις αλλά και μια προσαρμογή στην αλλαγή της στρατηγικής εστίασης της χώρας. Άλλωστε η Βρετανία είχε πάψει πλέον να είναι υπερδύναμη, όπου το 50% σχεδόν των δυνάμεών της ήταν ανεπτυγμένο στις αποικίες της.
Ωστόσο, οι αποφάσεις του Healey δεν ήταν χωρίς κριτική. Η αμυντική βιομηχανία υπέστη σημαντικές απώλειες σε θέσεις εργασίας και τεχνογνωσία. Η εξάρτηση από ξένη τεχνολογία αυξήθηκε, όπως φάνηκε και με την αγορά του F-111 από τις ΗΠΑ για να αντικαταστήσει το TSR-2, μια απόφαση που αποδείχθηκε προβληματική λόγω των καθυστερήσεων και των προβλημάτων ενσωμάτωσης. Επίσης, αντί για το Ρ.1154, το Ναυτικό αγόρασε αμερικανικά F-4 Phantom.
Έτσι η κληρονομιά των αποφάσεων του Sandys και του Healey στην κρίσιμη δεκαετία του ’60 είναι σαφώς αμφιλεγόμενη. Από τη μία, κατάφεραν να εξοικονομήσουν πόρους και να επανεστιάσουν την βρετανική άμυνα σε πιο ρεαλιστικό πλαίσιο, στο πνεύμα κιόλας της μεταπολεμικής σμίκρυνσης της “Αυτοκρατορίας που ποτέ δεν δύει ο ήλιος”. Από την άλλη η Βρετανία έχασε σημαντικές ευκαιρίες να ηγηθεί σε τομείς της αεροπορικής και ναυτικής τεχνολογίας, αλλά και γενικότερα σε θέματα τεχνολογικής καινοτομίας και παραγωγικότητας, κάτι από το οποίο δεν ανέκαμψε. Ενώ ακόμη και σήμερα -και αυτό είναι το σημαντικότερο- η βρετανική αμυντική ισχύς παραμένει ένα “φάντασμα” σε σχέση με το παρελθόν. Με μόλις 148 άρματα μάχης, με 200 πυροβόλα (ρυμουλκούμενα και αυτοκινούμενα) με κάπου 140 μαχητικά πρώτης γραμμής (Eurofighter και F-35B) κ.ο.κ. Κάτι που μετά τις σοκαριστικές εξελίξεις στην Ουκρανία έχει υποχρεώσει σε “ράλι” εξοπλισμών και επενδύσεων για να κερδηθεί το χαμένο έδαφος.
Τώρα, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Ελλάδα; Θα αφήσουμε τους αναγνώστες μας να κρίνουν μόνοι τους. Αλλά το να ξεχάσουμε ότι πάντα απαιτούνται ισχυρές “συμβατικές” δυνάμεις, με πολλά και εξελιγμένα πλοία επιφανείας, πολλά σύγχρονα μαχητικά με μεγάλο οπλικό φόρτο, πυροβολικό ακριβείας με αφθονία πυρομαχικών, ισχυρό αρματικό δυναμικό κ.ο.κ., είναι μάλλον λάθος. Ας ελπίσουμε πως η περίπτωση της Βρετανίας θα έχει μελετηθεί όπως πρέπει.