Η συνεργασία της General Atomics με τη Saab, έχει δημιουργήσει μια νέα προοπτική στον τομέα της εναέριας επιτήρησης, μέσω της ανάπτυξης ενός μη επανδρωμένου ιπτάμενου ραντάρ, βασισμένου στην πλατφόρμα του γνωστού αεροσκάφους MQ-9B.
Στην Ελλάδα, που βρίσκεται σε μια περιοχή με πολύ έντονες γεωπολιτικές προκλήσεις, η υιοθέτηση αυτής της τεχνολογίας μπορεί να ενισχύσει τις δυνατότητες επιτήρησης και να συμπληρώσει τα υπάρχοντα ιπτάμενα ραντάρ μας, τύπου EMB-145AEW – τα οποία βέβαια χρειάζονται επειγόντως αναβάθμιση.
Η ανακοίνωση της συνεργασίας έγινε τον Ιούλιο του 2025, με στόχο τη δημιουργία ενός μη επανδρωμένου συστήματος επιτήρησης πάνω στο μη επανδρωμένο MQ-9B SkyGuardian/SeaGuardian. Το συγκεκριμένο είναι ένα αεροσκάφος μεσαίου υψομέτρου και μεγάλης αυτονομίας (κατηγορίας MALE), ικανό να πετά για περισσότερες από 40 ώρες, καλύπτοντας αποστάσεις που ξεπερνούν τα 6.000 ναυτικά μίλια. To μη επανδρωμένο ενσωματώνει πλέον και λογισμικό εξελιγμένης αυτόνομης λειτουργίας, οπότε χρειάζεται μικρή παρέμβαση από τον επίγειο χειριστή.
Η Saab, από την πλευρά της, φέρνει την τεχνολογία του ραντάρ Erieye ER, το οποίο έχει αποδείξει την αξία του σε αεροπορικές πλατφόρμες όπως το GlobalEye και το EMB-145AEW. Οπότε με πυρήνα αυτή την τεχνολογία, δημιούργησε ένα νέο ραντάρ ενσωματωμένο σε δύο ατρακτίδια, εντός των προδιαγραφών μεταφοράς φορτίου του MQ-9B, για ανίχνευση και παρακολούθηση στόχων σε αέρα, θάλασσα και ξηρά, προσφέροντας μια ευέλικτη λύση.
Το νέο ραντάρ χαρακτηρίζεται “έγκαιρης προειδοποίησης”, κάτι που υπονοεί σημαντική εμβέλεια (δεν ανακοινώθηκε ποια είναι αυτή). Επίσης το σύστημα θα έχει ικανότητα ανίχνευσης και παρακολούθησης πολλών στόχων, όπως και δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου.
Το MQ-9B ξεχωρίζει για την ικανότητά του να παραμένει στον αέρα για δεκάδες ώρες, κάτι που το καθιστά ιδανικό για την κάλυψη μεγάλων περιοχών, όπως το Αιγαίο Πέλαγος ή η Ανατολική Μεσόγειος, όπου η Ελλάδα αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις. Σε αντίθεση με τα επανδρωμένα αεροσκάφη, όπως το EMB-145AEW, το MQ-9B δεν απαιτεί πλήρωμα, μειώνοντας τον κίνδυνο απώλειας ανθρώπινων ζωών σε περίπτωση κατάρριψης. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιοχές υψηλού κινδύνου, όπου οι απειλές από εχθρικά μαχητικά ή αντιαεροπορικά συστήματα είναι πολλές. Επιπλέον, το κόστος λειτουργίας του MQ-9B είναι σημαντικό χαμηλότερο από αυτό των επανδρωμένων αεροσκαφών.
Το συγκεκριμένο μη επανδρωμένο συνδέεται και με το σύστημα τακτικών επικοινωνιών Link 16, το οποίο επιτρέπει τη μετάδοση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο σε πολλαπλές πλατφόρμες. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να μεταφέρει πληροφορίες στόχων και επιτήρησης σε μαχητικά αεροσκάφη, όπως τα F-16V, τα Rafale F3R και, μελλοντικά τα F-35A, καθώς και σε συστήματα πυροβολικού όπως τα PULS και τα MLRS, αντιαεροπορικά συστήματα, όπως τα Patriot, και ναυτικές μονάδες, όπως οι φρεγάτες FDI και οι αναβαθμισμένες MEKO 200HN. Αυτή η διαλειτουργικότητα θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τη συνεργασία μεταξύ των κλάδων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο δίκτυο διοίκησης και ελέγχου.
Ωστόσο, η πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων του MQ-9B, που διαθέτει δορυφορικό πομποδέκτη, απαιτεί την ύπαρξη ενός ελληνικού δορυφόρου επικοινωνιών, ο οποίος θα εξασφαλίζει την ασφαλή μετάδοση του μεγάλου όγκου δεδομένων που παράγονται και την απεξάρτηση από ξένα δίκτυα.
Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία διαθέτει σήμερα τέσσερα αεροσκάφη EMB-145AEW, τα οποία είναι εξοπλισμένα με το ραντάρ Erieye και χρησιμοποιούνται για την επιτήρηση του εναέριου και θαλάσσιου χώρου. Αυτά τέθηκαν σε υπηρεσία πριν από περισσότερα από 25 χρόνια, έχουν αποδειχθεί αξιόπιστα, αλλά η ηλικία τους και οι τεχνολογικές εξελίξεις δημιουργούν περιορισμούς. Η αυτονομία τους περιορίζεται σε περίπου 5-6 ώρες, ενώ το κόστος συντήρησης αυξάνεται καθώς τα αεροσκάφη γερνούν, αν και παραμένουν κρίσιμα στην διαχείριση της εναέριας μάχης με τους έμπειρους χειριστές αποστολής.
Με βάση τα παραπάνω, η επέκταση της ικανότητας της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας να εποπτεύει στόχους σε μεγάλη απόσταση, από μεγάλο υψόμετρο -άρα να αποκαλύπτονται και χαμηλά ιπτάμενοι στόχοι όπως πύραυλοι cruise και μικρά μη επανδρωμένα που θα πετούν με την κάλυψη του εδαφικού αναγλύφου- μπορεί να επιτευχθεί με σημαντικά πιο οικονομική επίλυση από την αγορά νέων ιπτάμενων ραντάρ (θεωρητικά το ιδανικό, αλλά εκτός προγραμματισμού αμυντικών δαπανών). Και με μικρότερο κόστος χρήσης και χωρίς κίνδυνο προσωπικού, και με ικανότητα παραμονής σε πτήση για μεγάλο διάστημα, για συνεχή έλεγχο μεγάλων εκτάσεων. Ώστε να δημιουργηθεί ένα μικτός στόλος επανδρωμένων και μη επανδρωμένων, με συμβατές τεχνολογίες (ραντάρ της Saab), με επικοινωνία με όλες τις σύγχρονες μονάδες των Ενόπλων Δυνάμεων, και με ικανότητες μεγάλης αλληλοεπικάλυψης για μια δυναμική αεράμυνα υψηλών προδιαγραφών.