«Απευθείας συνεννόηση» μεταξύ των ηγετών Ελλάδος και Τουρκίας ανακοίνωσε ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν στους τούρκους δημοσιογράφους, αναφέροντας πως αυτή θα γίνεται μεταξύ της κ. Ελένης Σουρανή, διπλωματικής συμβούλου του κ. Μητσοτάκη και του Ιμπραχίμ Καλίν, επίσημου εκπροσώπου και συμβούλου του Ερντογάν.
Η εξέλιξη αυτή, εφόσον υλοποιηθεί (περιμένουμε ακόμη την ελληνική αντίδραση), δημιουργεί προβληματισμούς καθώς μπορεί εύκολα να περάσει στην κοινή και κυρίως τη διεθνή κοινή γνώμη λανθασμένα μηνύματα αλλά και να παράγει μια ιδιότυπη «προσωπική» διπλωματία.
Αρχικά να πούμε πως μια τέτοια επίσημη συνεννόηση «χωρίς τρίτα πρόσωπα, οργανισμούς και κράτη» όπως την περιέγραψε ο Ερντογάν αφήνει εκτός το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών από τις διπλωματικές εξελίξεις. Κάτι που η Τουρκία διακαώς επιθυμεί μετά μάλιστα από την ιδιαίτερα έντονη στάση του κ. Δένδια στην επίσκεψη του τον Απρίλιο στη γειτονική χώρα και τη γνωστή αντιπαράθεση του -δημόσια- με τον Τσαβούσογλου στην Άγκυρα. Εμφανίζεται έτσι λοιπόν η Ελλάδα, εφόσον αποδεχθεί αυτή την πρόταση Ερντογάν, να παραμερίζει τον δραστήριο υπουργό Εξωτερικών. Και είναι σημαντικό θέμα να στηριχθεί δημόσια ο κ. Δένδιας όπως ακριβώς είχε κάνει η κυβέρνηση την επομένη της επίσκεψης του στην Άγκυρα: όπου επισήμως δήλωσε πως η σκληρή στάση του ήταν σε πλήρη συνεννόηση με τον πρωθυπουργό κ. Κ. Μητσοτάκη, και όχι βέβαια μια δική του επιλογή.
Στη συνέχεια, η «προσωπική» αυτή διπλωματία στην οποία επιμένει ο Ερντογάν, έχει κι άλλους κινδύνους. Ο πρώτος είναι πως αφήνει διεθνώς υπονοούμενα πως υπάρχει έδαφος συζήτησης στις ελληνοτουρκικές διαφορές οι οποίες μπορεί να επιλυθούν σε «απευθείας» επαφές, οπότε δημιουργείται και αυτό το ιδιότυπο κανάλι επικοινωνίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Σταθερή και απαράβατη αρχή της Ελλάδας είναι πως οι μόνες διαφορές που υπάρχουν με την Τουρκία είναι αυτές περί καθορισμού υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ και πως εφόσον σε αυτές δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος με κλασικές διμερείς διαπραγματεύσεις, είναι ανοιχτή και επιθυμητή η από κοινού προσφυγή στη Χάγη. Η θέση αυτή και η ανάλογη παράδοση διαπραγματεύσεων δεν αφήνει περιθώρια (ίσως κακώς αλλά έτσι είναι…) για μεγάλους προσωποπαγείς ελιγμούς. Τους οποίους όποτε τους αποπειραθήκαμε δεν προσέφεραν κιόλας και τους μετανιώσαμε. Αν θυμηθούμε τις απόπειρες Κώστα Καραμανλή με κοινωνικές επαφές με τον Ερντογάν, την προσπάθεια Ανδρέα Παπανδρέου για προσέγγιση με τον Οζάλ, την φιλική κίνηση του Γιώργου Παπανδρέου προς τον Ισμαήλ Τζεμ κ.ο.κ.
Ακόμη, η δημόσια θέσπιση μιας «προσωπικής» επικοινωνίας με ενδιάμεσους συμβούλους, είναι γνωστή παγίδα την οποία η Ελλάδα έχει δοκιμάσει και πολύ πρόσφατα με απογοητευτικά αποτελέσματα. Και αναφερόμαστε στον περασμένο Ιούλιο (στις 12 του μήνα), όταν στη Γερμανία, με πρωτοβουλία του Βερολίνου είχε γίνει μια άτυπη τριμερής σύσκεψη μεταξύ πάλι της κ. Σουρανή, του Καλίν, μαζί με τον σύμβουλο της Μέρκελ, Γιάν Χέκερ. Η σύσκεψη αυτή, που κατηγορηματικά είχε δηλωθεί από την Ελλάδα πως ήταν απλώς ένας δίαυλος επικοινωνίας που κρατιόταν ανοιχτός (και όχι βέβαια μια επίσημη συνεννόηση) είχε γίνει λίγο μετά την μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί. Με αποτυχία όμως -αλλά όχι με ελληνική ευθύνη- καθώς λίγες μέρες αργότερα ξεκίνησε το σώου του Oruc Reis στο Αιγαίο που κράτησε πολλές εβδομάδες. Έτσι είναι προφανές πως ο άτυπος -τότε- δίαυλος Σουράνη και Καλίν είχε χρησιμοποιηθεί ως προσωρινό κατευναστικό της διεθνούς κοινής γνώμης, με την Τουρκία να προβάλλει τη σύσκεψη ως «προσπάθεια να τα βρούμε με τους Έλληνες». Μια πάγια τακτική της Άγκυρας δηλαδή, κάθε φορά που ανεβάζει τους τόνους έναντι της Ελλάδας, να εμφανίζει μια περιφερειακή/παρασκηνιακή επαφή ως «θετική προσέγγιση» και ως «διπλωματική κίνηση», πολλές φορές «καίγοντας» τη, με τη δημοσιοποίηση. Κάτι που με ικανοποίηση αρπάζουν διάφορες χώρες της Ε.Ε. για να ζητήσουν κι άλλο περιθώριο χρόνου για την τουρκική ασυδοσία.
Άλλο ζήτημα που πρέπει να προσεχθεί αυτές τις δύσκολες μέρες: Η κ. Σουρανή, έμπειρη διπλωμάτης, δεν έχει τον ίδιο ρόλο με τον κ. Καλίν. Ο τελευταίος παράγει πολιτική, καθώς η Τουρκική διπλωματία καθορίζεται εντός μιας πολύ κλειστής ομάδας ισχύος, χωρίς δημοκρατικό έλεγχο. Για να το πούμε πιο ανοιχτά, η Τουρκία είναι μια quasi-democracy, μια «ντεμέκ Δημοκρατία», όπου σε πολλές πτυχές και κυρίως αυτές της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής, οι αποφάσεις παίρνονται απευθείας από τον σουλτανικών φιλοδοξιών Ταγιπ Ερντογάν και τον κύκλο του. Έτσι ο Καλίν είναι πρόσωπο ισχύος ενώ η κ. Σουρανή έχει ρόλο συμβουλευτικό του Έλληνα πρωθυπουργού ο οποίος ηγείται μιας δυτικής δημοκρατίας με αρχές και αξίες. Άρα μια θεσπισμένη τακτική «προσωπικών επαφών» δεν ισορροπεί μεταξύ των συγκεκριμένων ενδιάμεσων στελεχών. Χωρίς αυτό να αμφισβητεί τις δεδομένες ικανότητες και τη δυναμική της κ. Σουρανή, η οποία άτυπα φυσικά και πρέπει να κρατά ανοιχτούς διαύλους με την Τουρκική διπλωματία και με τον κ. Καλίν.
Ένα ακόμη σημείο: Στο «μικρό χωριό» Ελλάδα, δεν έχουμε περιθώρια για διπλωματική πολυφωνία. Κάτι που έχει εμφανιστεί -σε ήπιο βαθμό- εδώ και καιρό και ήδη γίνεται προσπάθεια να συντονισθούν οι σχετικές πρωτοβουλίες. Βασικός πόλος της εξωτερικής μας πολιτικής πέρα από τον πρωθυπουργό, είναι το υπουργείο Εξωτερικών, όμως τον τελευταίο καιρό έχει προστεθεί και το υπουργείο Άμυνας το οποίο οργανώνει πολλές κινήσεις (π.χ. διεθνείς επισκέψεις πολεμικών μας πλοίων, συναντήσεις ανωτάτων αξιωματικών μας με ομολόγους τους) με σκεπτικό «αμυντικής διπλωματίας». Αν σε αυτό το πλέγμα προστεθεί και ένα ακόμη θεσπισμένο κανάλι διπλωματικής δραστηριότητας, αυτός της «απευθείας επικοινωνίας» όπως επιθυμεί ο Ερντογάν, τότε απλώς παράγουμε περαιτέρω θέματα εσωτερικής συνεννόησης.
Συνοψίζοντας: Ο Ερντογάν, ο οποίος λανθασμένα περιγράφεται πολλές φορές ως «ικανότατος διπλωμάτης», έχει ένα πλεονέκτημα: Του να επιλέγει εντός της απόλυτης εξουσίας του, κάθε φορά τον τρόπο διεθνών επαφών που τον συμφέρει. Στην σύσκεψη του ΝΑΤΟ που έγινε πριν λίγες μέρες, στην συνάντηση του με τον Αμερικανό Πρόεδρο κατάφερε να αποφύγει κάθε δέσμευση παραπέμποντας τα πάντα σε τυπικές «διπλωματικές επαφές» που θα γίνουν σε κάποιο αόριστο μέλλον. Μετά τη συνάντηση του με τον Έλληνα πρωθυπουργό έκανε το αντίθετο, πρότεινε μια απευθείας επαφή για να «τα βρούμε και να πάνε όλα καλά αν θέλει ο Θεός». Δεν είναι παραληρηματικό, είναι η Τουρκική μέθοδος, η οποία οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως λειτουργεί (αρκετά), καθώς εκμεταλλεύεται την παράδοση της διπλωματικής ευελιξίας για να διέρχεται από την εκάστοτε στενωπό. Δεν έχουμε όμως κανένα λόγο να τον ακολουθήσουμε, να τον διευκολύνουμε, ή να εξυπηρετήσουμε τους περιστασιακούς Ευρωπαίους συμμάχους του. Που περιμένουν τέτοιες κινήσεις για να του δώσουν άλλη μια φορά ένα «παπικό συγχωροχάρτι» για τις ουσιαστικές του εκτροπές από τη διεθνή νομιμότητα. Θεωρούμε δεδομένο πως η ελληνική κυβέρνηση που έχει επιδείξει στιβαρότητα στα ελληνοτουρκικά, θα συνεχίσει στον ίδιο τόνο, συνδυάζοντας τη ψυχραιμία με την επίκληση του διεθνούς δικαίου και με στόχο ουσιαστικές και θεσμικές διαπραγματεύσεις, χωρίς να υποκύπτει στις εκάστοτε τουρκικές πομφόλυγες.