Το Tirpitz ήταν το δεύτερο γερμανικό θωρηκτό κλάσης Bismarck, το οποίο μετά από μια διετή και ανελέητη καταδίωξη στα Νορβηγικά ύδατα από τους Βρετανούς, ακολούθησε στις 12 Νοεμβρίου 1944, την τύχη του αδελφού του. Η επιχειρησιακή του δράση στα ευρωπαϊκά νερά ήταν σχετικά μικρή, μιας και πριν ακόμη ενταχθεί σε υπηρεσία, ξεκίνησαν οι πρώτες βρετανικές επιχειρήσεις εναντίον του…
Η ναυπήγηση του Tirpitz ξεκίνησε στις 14 Ιουνίου 1936, σχεδόν οκτώ μήνες μετά την έναρξη ναυπηγήσεως του Bismarck, στα ναυπηγεία Kriegsmarine Werft στο Βίλελμσχαφεν. Τα δύο μεγάλα θωρηκτά ήταν η αρχή του μεγαλόπνοου Σχεδίου Ζ του Ναυάρχου Ραίντερ, αρχηγού του Γερμανικού Ναυτικού, που προέβλεπε την κατασκευή μιας σειράς από μεγάλα θωρηκτά που θα σχημάτιζαν έναν ισχυρό στόλο επιφανείας. Το Σχέδιο Ζ προεβλέπετο να ολοκληρωθεί το 1946. Το πρόγραμμα όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, διότι οι ανάγκες του επερχόμενου πολέμου ανάγκασαν την γερμανική μηχανή να ρίξει το βάρος στην κατασκευή των υποβρυχίων. Τελικά τα μόνα μεγάλα γερμανικά θωρηκτά που κατασκευάσθηκαν ήταν το Tirpitz και το Bismarck, με εκτόπισμα 42.000 τόννων.
Το Tirpitz ήταν πράγματι ένα όπλο υπεροχής για το Γερμανικό Ναυτικό, διότι διέθετε τεράστια ισχύ πυρός που εξασφαλιζόταν από τον κύριο οπλισμό των πυροβόλων SK-C/34 των 380 χλστ., τον δευτερεύοντα οπλισμό των SK-C/28 διαμετρήματος 150 χλστ. και τα αντιαεροπορικά SK-C37 των 105 χλστ., SK-C30 των 37 χλστ., SK-C30 των 20 χλστ. και τα SK-C38 των 20 χλστ., σε συνδυασμό με τορπίλλες G7a T1. Επιπλέον, το θωρηκτό έφερε 4 αεροσκάφη αναγνωρίσεως Arado Ar 196. Η ταχύτητα των 30,8 κόμβων και η ακτίνα δράσης του που έφθανε σχεδόν τα 10.000 μίλια χωρίς ανεφοδιασμό ήταν πραγματικά ένας εφιάλτης για τις νηοπομπές των Συμμάχων. Την 1η Απριλίου 1939, στα ναυπηγεία του Βίλελμσχαφεν, καθελκύεται το νέο θωρηκτό με τον αριθμό κατασκευής S-128, παρουσία κοινού και ονομάζεται Tirpitz , προς τιμήν του μεγάλου Γερμανού Ναυάρχου Άλφρεντ φον Τίρπιτς (1849-1930).
Πριν την παράδοσή του σε υπηρεσία, πραγματοποιεί δοκιμαστικά ταξίδια στην περιοχή της Ανατολικής Θάλασσας, κατά τα οποία το γερμανικό θωρηκτό παρακολουθείται από τα αναγνωριστικά αεροπλάνα της RAF. Τότε θα διαπιστωθεί η μεγάλη ισχύς πυρός και η μεγάλη ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με στοιχεία από τις μυστικές υπηρεσίες που αποδεικνύουν ότι η θωράκιση του πλοίου είναι πανίσχυρη, ανησυχεί την βρετανική κυβέρνηση και αποφασίζεται η άμεση καταστροφή του.
Η πρώτη επιθετική ενέργεια κατά του Tirpitz από την RAF πραγματοποιήθηκε το βράδυ 9/10 Ιουλίου 1940, όταν 11 δικινητήρια βομβαρδιστικά της 5ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού απογειώθηκαν με προορισμό τα γερμανικά ναυπηγεία. Η αποστολή απέτυχε, μιας και τα αεροσκάφη δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν τον στόχο. Η δεύτερη κατά σειρά επίθεση της RAF πραγματοποιήθηκε το βράδυ 20/21 Ιουλίου, όταν 15 βομβαρδιστικά Hampden, από τις 61η και 144η Μοίρες Βομβαρδισμού, απογειώθηκαν από το Χέμσγουελ του Λίνκολνσαϊρ εφοδιασμένα με νάρκες με πυροκροτητή. Φθάνοντας με επιτυχία στην περιοχή του Βίλελμσχαφεν, έρριψαν τις νάρκες οι οποίες ανεφλέγησαν μετά από 40 λεπτά, αλλά χωρίς να προκαλέσουν κάποιο πλήγμα στον στόχο.
Μέχρι και το τέλος του 1940 πραγματοποιήθηκαν ακόμη 8 αεροπορικές επιχειρήσεις κατά του Tirpitz στο Βίλελμσχαφεν, όλες νυκτερινές και όλες χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οι επιχειρήσεις εκτελέσθηκαν στις 24/25 Ιουλίου, 5/6 Οκτωβρίου, 8/9 Οκτωβρίου, 10/11 Οκτωβρίου, 11/12 Οκτωβρίου, 12/13 Οκτωβρίου, 19/20 Οκτωβρίου και στις 25/26 Νοεμβρίου.
Το 1941 βρίσκει το θωρηκτό ακόμη στις εγκαταστάσεις των γερμανικών ναυπηγείων, όπου λόγω των πολλαπλών βρετανικών επιθέσεων καμουφλάρεται και τοποθετούνται περιφεριακά προστατευτικά δίχτυα που το προστατεύουν από τυχόν τορπίλλες καθώς και μια σειρά από κάποια άλλα δίχτυα για την προστασία του πλοίου από βόμβες αεροσκαφών. Το αδελφό θωρηκτό Bismarck, βρίσκεται ήδη σε υπηρεσία από τον Αύγουστο του 1940 και η μέχρι τότε άκαρπη καταδίωξή του από τις αγγλικές δυνάμεις, απέδειξε ότι η καταστροφή του ήταν κάτι πολύ δύσκολο, διότι εκτός της μεγάλης ισχύος πυρός που διέθετε συνοδευόταν και από ισχυρές αμυντικές δυνάμεις. Το γεγονός αυτό έκανε ακόμη πιο έντονη την επιθυμία της βρετανικής κυβέρνησης να καταστρέψει το Tirpitz πριν ακόμη τεθεί σε ενεργό υπηρεσία, διότι πίστευε ότι η απώλεια του θωρηκτού θα ήταν ικανή να αλλάξει την μέχρι τότε γερμανική υπεροχή στον θαλάσσιο αγώνα.
Οι νυκτερινές «επισκέψεις» στο Βίλελμσχαφεν, ξεκινούν για το 1941 τη νύκτα 8/9 Ιανουαρίου, όταν 7 Wellington της 75ης Μοίρας Βομβαρδισμού απογειώθηκαν από το Φέλτγουελ του Λίνκολνσαϊρ με προορισμό το Βίλελμσχαφεν. Τα βομβαρδιστικά, αν και έφθασαν επιτυχώς πάνω από τα ναυπηγεία τελικά δεν κατάφεραν να πλήξουν το στόχο. Τη νύκτα 11/12 Ιανουαρίου, 16 βομβαρδιστικά από τις 49η και 83η Μοίρες, απογειώνονται από το Σκάμπτον. Αν και φθάνουν με επιτυχία στον προορισμό τους τελικά επιστρέφουν στη βάση, διότι δεν βρίσκουν τον στόχο, μιας και το καμουφλαρισμένο Tirpitz είχε κινηθεί διακριτικά στο Bauhafen του Βίλελμσχαφεν.
Τις νυκτερινές ώρες μεταξύ 16/17 Ιανουαρίου, 8 βομβαρδιστικά Hampden της 83ης Μοίρας επιχειρούν νέα επίθεση κατά του Tirpitz, Μετά από λίγο, λόγω κακοκαιρίας δύο αεροσκάφη επιστρέφουν στη βάση τους, ενώ ένα χάνεται στα παγωμένα νερά της Βόρειας Θάλασσας λόγω μηχανικής βλάβης. Τελικά μόνο δύο αεροσκάφη ανακαλύπτουν το στόχο, χωρίς όμως να επιτύχουν κάποιο πλήγμα. Άλλα 25 Wellington της 3ης Πτέρυγας επιχειρούν νέο νυκτερινό βομβαρδισμό στις 29/30 Ιανουαρίου. Αν και όλα τα αεροσκάφη φθάνουν στην ευρύτερη περιοχή του Βίλελμσχαφεν, καμμία βόμβα δεν βρίσκει το στόχο της.
Στις 9 Φεβρουαρίου, 13 βομβαρδιστικά της 83ης Μοίρας απογειώνονται από το Σκάμπτον με σαφείς εντολές από τα ανώτερα κλιμάκια της RAF να προξενήσουν την μεγαλύτερη δυνατόν ζημιά στο γερμανικό θωρηκτό. Και αυτή η αποστολή όπως και όλες οι προηγούμενες είναι εντελώς άκαρπη.
Παρ’ όλες τις βρετανικές παρενοχλήσεις, η ναυπήγηση του πλοίου ολοκληρώνεται χωρίς απρόοπτα και στις 25 Φεβρουαρίου 1941 τίθεται σε υπηρεσία. Ωστόσο, για έναν χρόνο, μέχρι τον Ιανουάριο του 1942, πραγματοποιεί δοκιμαστικά ταξίδια στην Βαλτική, για την εκπαίδευση του πληρώματος, που ανέρχεται σε 2.340 άνδρες.
Συνεχίζεται…