Από το 1941 και μετά, η Αυτοκρατορική Ιαπωνική Αεροπορία Στρατού βασίστηκε για τις αναγνωριστικές της αποστολές στο ταχύτατο δικινητήριο Mitsubishi Ki-46 «Dinah», όπου παρήχθη σε σύνολο 1.742 αεροσκαφών όλων των τύπων. Ωστόσο οι Ιάπωνες δεν επαναπαύθηκαν στις δάφνες που αυτό είχε ήδη αρχίσει να δρέπει στο θέατρο του Ειρηνικού, αλλά προώθησαν από νωρίς τα πλάνα αντικατάστασής του από το Tachikawa Ki-70, το οποίο έδειξε πολύ σύντομα πως δεν διέθετε στο ελάχιστο την ισχύ ώστε να υπερκεράσει τον προκάτοχό του, οδηγώντας τον στον παραγκωνισμό και τη λήθη.
Το Ki-70 ξεκίνησε ως ιδέα ελαφρού βομβαρδιστικού και κατόπιν μεταγωγικού, μέχρις ότου το Υπουργείο Αεροπορίας (kōkū Hombu) δημοσίευσε το Μάρτιο του 1939 τις προδιαγραφές για ένα αεροσκάφος αναγνωριστικών αποστολών με ταχύτητα, ευελιξία και ικανότητα ανόδου σε μεγάλο υψόμετρο για φωτογραφίες και χαρτογράφηση των περιοχών που αποτελούσαν ιαπωνικό στόχο.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Επειδή το πρώτιστο ζητούμενο για τους Ιάπωνες ήταν η ταχύτητα, ο αντικαταστάτης του Ki-46 έπρεπε να είναι επίσης δικινητήριο με λεπτή άτρακτο υψηλής αεροδυναμικής γραμμής. O σκελετός του ομοίαζε με αυτόν του ελαφρού βομβαρδιστικού της Αεροπορίας του Ιαπωνικού Ναυτικού, το Mitsubishi G3M, γνωστού στους συμμάχους ως «Νell». Το ρύγχος του Tachikawa Ki-70 ήταν πλήρως διαφανές, για αυξημένη ορατότητα, με το πιλοτήριο να βρίσκεται ακριβώς πίσω και επάνω. Ακολουθούσε ο χώρος των δεξαμενών καυσίμου ώστε να διατηρείται το κέντρο βάρους κατά τον σχεδιασμό του. Προς το τέλος της ατράκτου, και μπροστά από το διπλό κάθετο ουραίο, βρισκόταν ένα ακόμη διαφανές τμήμα, με άμεση ορατότητα προς τα πλάγια και πίσω.
Το πλήρωμα αποτελείτο από τρία μέλη (πιλότο, πλοηγό και πυροβολητή). Οι πτέρυγες ήταν ευθείες και κατέληγαν σε στρογγυλεμένες άκρες. Στη βάση τους έφεραν τα ατρακτίδια των δεκαοκτακύλινδρων αερόψυκτων αστερειδών κινητήρων Mitsubishi Ha-104M, ισχύος 2.070 ίππων έκαστος, οι οποίοι περιέστρεφαν τετράφυλλες έλικες. Ως προς τις διαστάσεις, το μήκος του ήταν 14,5 μέτρα, το ύψος 3,46 και το άνοιγμα πτερύγων έφτανε τα 17,8 μέτρα, ενώ το καθαρό βάρος του ήταν 13.000 λίβρες. Με στόχο να μη χάσει σε ταχύτητα και για να μην μειωθεί το ανώτατο υψόμετρο που μπορούσε να φτάσει, ο οπλισμός του ήταν ελαφρύς και λιτός, έχοντας ένα πολυβόλο διαμετρήματος 12,7 χιλ. και ένα δεύτερο μικρότερο των 7,7 χιλ. χειριζόμενο από τον πυροβολητή του οπισθίου θαλάμου.
Πτητικές δοκιμές και αποτελέσματα
Η εταιρεία Tachikawa Hikōki ΚΚ ολοκλήρωσε το πρώτο πρωτότυπο τον Φεβρουάριο του 1943, με δύο ακόμη να ακολουθούν. Λίγο αργότερα, εντός του έτους, έλαβε χώρα και η παρθενική του πτήση. Στις δοκιμές, όπου ανέλαβε το τμήμα της Αεροπορίας, το αεροσκάφος απεδείχθη, λόγω του μεγάλου όγκου του, αρκετά βραδύτερο από αυτό που επρόκειτο να αντικαταστήσει. Ο χειρισμός του, επίσης, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Τα πράγματα δεν έδειξαν καλύτερα ούτε με το δεύτερο πρωτότυπο. Σε μια προσπάθεια επίλυσης του σοβαρού και βασικού προβλήματος της ταχύτητας, αποφασίστηκε οι κινητήρες να αντικατασταθούν στο τρίτο πρωτότυπο με τους ισχυρότερους Mitsubishi Ha – 211 – I Ru των 2.200 ίππων. Η ταχύτητα μεν βελτιώθηκε, χωρίς όμως να εντυπωσιάσει, αλλά η αναξιοπιστία και δυσκολία στο χειρισμό παρέμεινε ως είχε· οπότε κρίθηκε πως δε συντρέχει λόγος περαιτέρω δοκιμών και βελτιώσεων με αποτέλεσμα το πρόγραμμα να εγκαταλείπεται οριστικά.
Το Ki-70, το οποίο στους συμμάχους ήταν γνωστό με το προσωνύμιο «Clara», έπιανε κατά τις δοκιμές μια τελική ταχύτητα 360 μιλίων την ώρα. Η ταχύτητα πορείας ήταν 305 μίλια, ενώ έφτανε σε υψόμετρο 36.100 ποδιών με ρυθμό ανόδου τα 3.280 πόδια ανά λεπτό. Συνεπώς, δεν πέρασε ποτέ σε γραμμή παραγωγής, ενώ η μοναδική χρήση του έμελλε να είναι μόνο για τα δοκιμαστικά τεστ.
Από μοντελιστικής πλευράς, το αεροσκάφος, αν και εντυπωσιακό σε εμφάνιση, δεν απασχόλησε καμία άλλη εταιρεία, πλην της ιαπωνικής Α&W Models η οποία παράγει σε ρητίνη και σειρά άλλων πρωτοτύπων, όλα σε κλίμακα 1/144.