Η μορφή του πολέμου έχει πλέον αλλάξει δραματικά και η εμπειρία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία είναι (ή θα έπρεπε να είναι) καταλυτική στον αμυντικό σχεδιασμό μας. Εκ του αποτελέσματος πάντως, είναι οι γείτονές μας που έχουν μακροχρόνιο σχεδιασμό και κινούνται προς σύγχρονες κατευθύνσεις, ενώ εμείς για πολλά χρόνια αφήσαμε τις Ένοπλες Δυνάμεις στη μοίρα τους. Και αν εξαιρέσουμε την εξοπλιστική “έξαρση” της περιόδου 2020-2023, βρισκόμαστε πάλι σε ένα κενό αποφάσεων και νέας φιλοσοφίας.
Ας δούμε όμως ένα ειδικό θέμα που πρέπει να απασχολήσει έντονα τον αμυντικό μας προγραμματισμό: Η Ελλάδα έχει στην επικράτειά της περίπου 6.000 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες. Αυτά είναι η πραγματική δύναμη της χώρας, καθώς πέρα από τους κατοίκους τους, την επιφανεία τους, την παραγωγικότητα τους, την ιστορία τους, μας κατοχυρώνουν και μια τεραστίων διαστάσεων Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, την οποία δηλώνουμε πως θα διεκδικήσουμε στο μέγιστο της έκτασης της. Και σε αυτή την δυνητική (ή μερικώς ορισμένη σήμερα) ΑΟΖ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις κρύβεται ένας μεγάλος πλούτος, με τη μορφή ορυκτών καυσίμων. Το πρόβλημα είναι πως ο γείτονάς μας, η Τουρκία, έχει και δηλώσει και αποδείξει πως επιβουλεύεται την ελληνική θαλάσσια κυριαρχία, και είναι έτοιμη να μας αποσπάσει όσα νησιά έχει τη δυνατότητα να το κάνει.
Τουρκικό Ναυτικό: Μεγάλες αποφάσεις για αεροπλανοφόρο, 4 νέες φρεγάτες και πολλά ακόμη πλοία, εμείς…
Μετά το 1974 πάντως, η Ελλάδα αναδιάταξε τις Ένοπλες Δυνάμεις της προκειμένου να μπορεί να προστατεύσει τα νησιά της. Ισχυρές δυνάμεις ξηράς μεταφέρθηκαν και οργανώθηκαν εκεί, ενώ Πολεμική Αεροπορία και Πολεμικό Ναυτικό αναδιαμόρφωσαν τις στρατηγικές τους, με στόχο την προστασία τους. Το 1996 όμως, στην κρίση των Ιμίων, η Τουρκία έδειξε πως είναι και πρόθυμη να παράγει και “τοπική σύγκρουση”, καταλαμβάνοντας μια βραχονησίδα. Ενώ εμείς ανακαλύψαμε την πρακτική δυσκολία της προστασίας εκατοντάδων, έρημων μεν, αλλά στρατηγικής σημασίας βραχονησίδων, με πολλές από αυτές σε σημαντική απόσταση από την ηπειρωτική χώρα.
Έτσι, κυρίως ο Στρατός Ξηράς, με τα Τάγματα Εθνοφυλακής και τους Καταδρομείς στα νησιά, άρχισε να εξασκείται σε ανακατάληψη βραχονησίδων. Εκτός από το Μηχανικό και τους Καταδρομείς, πλωτά μέσα (φουσκωτά), άρχισαν να γίνονται διαθέσιμα σε άλλες μονάδες, έτσι ώστε ο τοπικός διοικητής να έχει δυνατότητα άμεσης επέμβασης.
Βέβαια, εδώ και 20 χρόνια είναι γνωστό πως μια προσπάθεια ανακατάληψης με… λέμβους, θα καταλήξει πολύ δυσάρεστα. Να επισημάνουμε πως οι Ουκρανοί, πλέον με μεγάλη εμπειρία στις καταδρομικές ενέργειες, απέτυχαν πολλαπλά να διασχίσουν υδάτινα κωλύματα με καταδρομείς, κυρίως στο Δνείπερο ποταμό. Στις ουκρανικές ανακοινώσεις ξεχωρίζουν μερικές επιτυχημένες ενέργειες, αλλά οι ρωσικές με αντίστοιχες δηλώσεις για καταστροφές σκαφών επιδρομέων είναι περισσότερες.
Το ζήτημα αυτό της ανακατάληψης νησίδων (όπως και πολλά ανάλογα), ήταν υπό μελέτη από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και η απάντηση ήταν η δημιουργία της Διοίκησης Ειδικού Πολέμου (ΔΕΠ), ενοποιώντας τις σχετικές μονάδες υπό κοινό επιχειρησιακό έλεγχο που υπάγεται στο ΓΕΕΘΑ. Ώστε τουλάχιστον μια τέτοια καταδρομική ενέργεια να γίνει όσο το δυνατόν συντονισμένα και με χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων και με κεντρικό σχεδιασμό. Μέχρι εδώ όλα καλά, αλλά μας διαφεύγουν αρκετές “λεπτομέρειες”.
Καταρχάς, το Πολεμικό Ναυτικό στη σημερινή του κατάσταση είναι πολύ δύσκολο να παρέχει για μεγάλο διάστημα ναυτική κάλυψη και να εξασφαλίσει ζώνη αποκλεισμού σε ακριτικές ζώνες. Ειδικά αν απέναντί του δεν βρει μόνο τις νέες τουρκικές ναυτικές μονάδες, αλλά τους πολλούς αντιπλοϊκούς πυραύλους ATMACA που η Τουρκία θα τοποθετήσει στα μικρασιατικά παράλια. Και μαζί τους εκατοντάδες μη επανδρωμένα, αρκετά από αυτά “αυτοκτονίας” είτε αέρος είτε επιφανείας, συν τα περιφερόμενα πυρομαχικά, τις κατευθυνόμενες ρουκέτες και τους βαλλιστικούς πυραύλους.
Η Πολεμική Αεροπορία θα καταφέρει, με τα τρέχοντα μέσα, να επιτύχει αεροπορική υπεροχή πάνω από τα νησιά, αλλά για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα και όχι απόλυτα. Ενώ αυτό που απασχολεί το ΓΕΑ είναι η πιθανότητα μετακίνησης αντιαεροπορικών συστημάτων S-400 ή HISAR-O κοντά στα μικρασιατικά παράλια, που θα δυσκολέψουν τις επιχειρήσεις των ελληνικών F-16V & Rafale F3R. Αυτό υποτίθεται θα αντιμετωπιστεί σε κάποια χρόνια με την έλευση των F-35A, αλλά και πάλι, τίποτα δεν είναι απόλυτο στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Θεωρητικά η ΔΕΠ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ελικόπτερα για την ανακατάληψη μιας νησίδας ή βραχονησίδας. Κάποια από τα -μη πλήρως παραληφθέντα- ΝΗ90 είναι ειδικών επιχειρήσεων, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τα προσφάτως παραγγελθέντα UH-60M. Έχουμε όμως δει πως ελικόπτερα που αιωρούνται ή κινούνται με μικρή ταχύτητα, είναι ευάλωτα σε αντιαεροπορικά βλήματα και πλέον και σε μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα drones έχουν δυνατότητα πτήσης για ώρες πάνω από την περιοχή του στόχου. Μπορούν λοιπόν να περιμένουν πότε θα εμφανιστούν οι ελληνικές μονάδες σε ένα συγκεκριμένο σημείο –αυτό είναι το πλέον δύσκολο σε μια τέτοια επιχείρηση, ότι ο αντίπαλος γνωρίζει πως μπορεί εκεί να επίκειται επιθετική ενέργεια αν έχει ήδη γίνει σημείο κρίσης- ώστε να “πέσουν” μαζικά σε λέμβους ή ελικόπτερα, που εντοπίζονται εύκολα πάλι από την συνεχή εποπτεία των διαφόρων UAV. Οπότε όσο γρήγορα και να γίνει η ενέργεια της απόβασης ή αεραπόβασης, οι απώλειες αναμένονται απαγορευτικές.
Η συνέχεια στο Naval Defence
Ακολουθήστε μας, στο Facebook, στο Twitter, στο YouTube και στο Viber!