Του Κωνσταντίνου Εμμ. Αβτζιγιάννη. Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 113 της ΠΤΗΣΗΣ και ΔΙΑΣΤΗΜΑ, τον Ιούνιο του 1994.
“Θα εισέλθετε στην Ευρώπη και σε συνδυασμό με τα άλλα Ηνωμένα Έθνη θα αναλάβετε επιχειρήσεις κατευθυνόμενες στην καρδιά της Γερμανίας και την καταστροφή των ενόπλων της δυνάμεων. Ημερομηνία εισόδου στην Ευρώπη ορίζεται ο Μάιος του 1944“.
Αυτή ήταν η εντολή η οποία δόθηκε προς τον Ανώτατο Διοικητή του Συμμαχικού Αποβατικού Σώματος στις 12 Φεβρουαρίου 1944. Με την εντολή αυτή το άνοιγμα του δευτέρου μετώπου στην Ευρώπη γινόταν οριστικό.
Το σχέδιο για την επιχείρηση “Όβερλορντ” είχε εγκριθεί από τους Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ στη διάσκεψη του Κεμπέκ τον Αύγουστο του 1943. Σε γενικές γραμμές, το σχέδιο προέβλεπε μία απόβαση στις βόρειες ακτές της Γαλλίας ανάμεσα στις πόλεις Γκρανκάμ και Καέν με τρεις μεραρχίες πεζικού και δύο αερομεταφερόμενες μεραρχίες με εφεδρεία άλλες δύο μεραρχίες. Συνολικά θα διατίθεντο 29 μεραρχίες οι οποίες θα μεταφέρονταν το γρηγορότερο δυνατό μετά την επίτευξη ασφαλούς προγεφυρώματος.
Ως ημερομηνία είχε οριστεί η 1η ΜαΪου 1944. Το σχέδιο αυτό μέχρι την υλοποίησή του τροποποιήθηκε αρκετά, αλλά οι βασικές αρχές του παρέμειναν οι ίδιες. Οι σημαντικότερες τροποποιήσεις αφορούσαν την έκταση της απόβασης και τον όγκο των δυνάμεων της πρώτης φάσης της επιχείρησης. Ανώτατος αρχηγός από το Δεκέμβριο του 1943 ήταν ο αμερικανός στρατηγός Αϊζενχάουερ. Αρχηγός της 21ης ομάδας στρατιών, η οποία περιέλαμβανε όλες τις βρετανικές και καναδικές δυνάμεις, ορίστηκε ο βρετανός στρατηγός Μοντγκόμερι.
Στην 21η υπάγονταν επίσης ολλανδικές, γαλλικές, τσεχικές, πολωνικές και βελγικές δυνάμεις. Αρχηγός της ναυτικής δύναμης ορίστηκε ο βρετανός ναύαρχος σερ Μπέρτραμ Ράμσεϊ και αρχηγός της αεροπορικής δύναμης ο βρετανός στρατάρχης της αεροπορίας σερ Τράφορντ Λι Μάλορι. O αμερικανός στρατηγός Ομάρ Μπάντλεϊ θα ήταν επικεφαλής της 12ης ομάδας στρατιών, η οποία αμέσως μετά την απόβαση θα περιελάμβανε τις 1η και 3η αμερικανικές στρατιές.
Τα στρατιωτικά προβλήματα
Το πρώτο ζήτημα προς αντιμετώπιση κατά τη φάση του σχεδιασμού ήταν η επιλογή της κατάλληλης θέσης για το πρώτο κτύπημα. H περιοχή θα έπρεπε να είναι έκτασης τέτοιας, ώστε να μπορέσουν να αποβιβαστούν σε πρώτη φάση περίπου 30 μεραρχίες, και ακόμα να είναι τέτοιας διαμόρφωσης, ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν οι δυνάμεις υποστήριξης, οι οποίες θα ακολουθούσαν το πρώτο κύμα της απόβασης. H θέση Πα-ντε-Καλέ συγκέντρωνε αυτές τις ιδιότητες αλλά ήταν και το πλησιέστερο σημείο της γαλλικής ακτής προς την Αγγλία. Συνεπώς διέθετε και τις ισχυρότερες οχυρώσεις του τείχους του Ατλαντικού.
H περιοχή της Καέν αντιθέτως ήταν ελαφρότερα οχυρωμένη και κατάλληλη για τη δημιουργία προγεφυρώματος και αεροδρομίων. Επίσης, εκατέρωθεν της Καέν από το Χερβούργο μέχρι τη Χάβρη υπήρχαν αξιόλογες λιμενικές εγκαταστάσεις. Υπήρχε όμως το πρόβλημα του εύρους της περιοχής και γι’ αυτό αποφασίστηκε η απόβαση να επεκταθεί ανατολικά μέχρι τις εκβολές του ποταμού Ορν (κωδικός ακτής “Σουόρντ”) και δυτικά μέχρι τον κόλπο Βαρεβίλ στη χερσόνησο Κοτεντέν (κωδικός ακτής “Γιούτα”).
Το επόμενο ζήτημα ήταν η αύξηση του όγκου της αποβατικής δύναμης. Οι σύμμαχοι υπολόγιζαν ότι οι Γερμανοί θα διέθεταν στην περιοχή έξι μηχανοκίνητες μεραρχίες και συνεπώς το πρώτο επιθετικό κύμα θα έπρεπε να αποτελείται από τουλάχιστον πέντε μεραρχίες, ακολουθούμενες αμέσως από άλλες δύο. Αποφασίστηκε επίσης, η ρίψη δύο μεραρχιών αλεξιπτωτιστών στη χερσόνησο Κοτεντέν για την υποστήριξη των δυνάμεων στην ακτή “Γιούτα” και μίας ακόμα μεραρχίας αλεξιπτωτιστών βορειανατολικά της Καέν για να καταλάβει ζωτικές γέφυρες στους ποταμούς Ορν και Ντιβ.
H αύξηση του όγκου των αποβατικών δυνάμεων δημιούργησε νέα προβλήματα για τους συμμάχους. Τα πλοία τα οποία θα ήταν διαθέσιμα στην Αγγλία την 1η ΜαΪου δεν ήταν αρκετά για τη μεταφορά των ανδρών. Επίσης, δεν υπήρχαν αρκετά εκπαιδευμένα πληρώματα, ενώ ταυτόχρονα μεγάλωνε ο συνωστισμός των πλοίων στις νότιες ακτές της Αγγλίας και δημιουργείτο η ανάγκη διάνοιξης περισσοτέρων διαύλων στα ναρκοπέδια τα οποία είχαν δημιουργήσει οι Γερμανοί στις γαλλικές ακτές. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των διαθέσιμων σκαφών αποφασίστηκε να αναβληθεί η αποβατική επιχείρηση στη νότια Γαλλία και να μεταφερθούν τα πλοία τα οποία θα έπαιρναν μέρος σ’ αυτή στο δυτικό μέτωπο.
Οι γερμανικές προετοιμασίες
Για τους Γερμανούς ήταν φανερό ότι το “Τείχος του Ατλαντικού” δεν μπορούσε να είναι σε επίπεδο αποτελεσματικότητας ικανό να το καταστήσει απόρθητο. H διάθεση του ανθού και του όγκου του γερμανικού στρατού στο ανατολικό μέτωπο σήμαινε ελλιπές επίπεδο επάνδρωσης στις γαλλικές ακτές. Επίσης, έλειπαν τα υλικά για την ενίσχυση των αμυντικών φραγμάτων σε όλο το μήκοςτων γαλλικών ακτών. Έτσι οι Γερμανοί ήταν αναγκασμένοι να αρκεστούν στην ενίσχυση των σημείων, όπου ανέμεναν την εκδήλωση της εχθρικής επίθεσης ή όπου έκριναν ότι έχρηζανπερισσότερη ενίσχυση, όπως γύρω από τους λιμένες της γαλλικής ακτής.
H μορφή, την οποία πήρε το “Τείχος του Ατλαντικού” το χειμώνα του 1944, ήταν η εξής. Μία σειρά ισχυρών σημείων (φρουρίων) συνδεόμενων μεταξύ τους με σειρά οχυρώσεων. Αυτά τα φρούρια ο Χίτλερ απαιτούσε να κρατηθούν μέχρι την τελευταία σταγόνα αίματος των υπερασπιστών τους. H θέση τους ήταν γύρω από τους λιμένες Δουνκέρκη, Καλέ, Χάβρη, Χερβούργο, Βρέστη, Λα Ροσέλ και Τουλόνη. Κτισμένα με χιλιάδες τόνους ενισχυμένο τσιμέντο, οπλισμένα με βαρύτατα πυροβόλα, τα φρούρια αυτά έμοιαζαν να είναι αληθινά απόρθητα. Όμως τα διαστήματα μεταξύ αυτών των φρουρίων δεν έδιναν την ίδια εικόνα.
O στρατάρχης Ρόμελ, ο οποίος κλήθηκε να αναλάβει τη διοίκηση των δυνάμεων στη βόρεια Γαλλική Ακτή, όταν επιθεώρησε το Μάρτιο του 1944 τα οχυρωματικά έργα διέλυσε το μύθο του απόρθητου, δίνοντας αμέσως επείγουσες εντολές για ενίσχυση των οχυρώσεων κατά μήκος της γαλλικής ακτής. O φον Ρούντστεντ, αρχιστράτηγος του Δυτικού Μετώπου για τους Γερμανούς, ήταν πιο απαισιόδοξος. Παρά τις προσπάθειες του Ρόμελ πίστευε ότι το “Τείχος” δε θα μπορούσε να κρατήσει σε μία ευρείας κλίμακας επίθεση περισσότερο από 24 ώρες.
Στα τέλη της άνοιξης του 1944 οι Γερμανοί θεωρητικά διέθεταν 60 μεραρχίες στην περιοχή, η οποία σε λίγο θα αποτελούσε το θέατρο για τις επιχειρήσεις του δυτικού μετώπου. Όμως λιγότερες από δέκα ήταν 100% αξιόμαχες. Μόνο οι μεραρχίες αρμάτων και αλεξιπτωτιστών ήταν κατάλληλα εφοδιασμένες με όπλα και προσωπικό. Οι περισσότερες μεραρχίες πεζικού ήταν υπολείμματα μονάδων του ανατολικού μετώπου, αποτελούμενες από άνδρες με χαμηλό ηθικό και μαχητική διάθεση.
Αυτές οι 60 μεραρχίες ήταν συγκεντρωμένες σε τέσσερις διοικήσεις στρατιών. Οι δύο βόρειες (7η και 15η) αποτελούσαν την ομάδα στρατιών B υπό τον Ρόμελ και ήταν υπεύθυνες για την άμυνα της ακτής της Μάγχης. O ίδιος ο Ρούντστεντ είχε την έδρα του στο Πα-ντε-Καλέ, το οποίο βρισκόταν πλησιέστερα στην Αγγλία και όπου βρίσκονταν οι βάσεις εκτόξευσης των πυραύλων V1 και V2.
Βέβαια διοίκηση εξασκείτο και από τον Χίτλερ και το επιτελείο του, με αποτέλεσμα να υπάρχει συχνή επικάλυψη εξουσιών και σύγχιση στις τακτικές κινήσεις του γερμανικού στρατού. Οι Γερμανοί κατ’ αρχάς αγωνιούσαν για τον τόπο όπου θα εκδηλωνόταν η απόβαση. O ίδιος ο Χίτλερ παρά τις αντίθετες απόψεις των επιτελών του πίστευε ότι θα είναι η Νορμανδία. O χρονικός προσδιορισμός της συμμαχικής επιχείρησης ήταν επίσης σοβαρό πρόβλημα για τη γερμανική διοίκηση. Οι γερμανοί κατάσκοποι στη Βρετανία δεν μπόρεσαν ποτέ να δώσουν σαφείς πληροφορίες και αυτό φυσικά αποτελεί μεγάλη επιτυχία των Συμμάχων. Οι αρχές Ιουνίου αποκλείονταν πάντως και λόγω των μετεωρολογικών προβλέψεων. Έτσι μετά την παρέλευση του ΜαΪου η γερμανική διοίκηση ήταν πεπεισμένη ότι η απόβαση δε θα επιχειρηθεί πριν τον Αύγουστο, γεγονός το οποίο επέδρασε
αρνητικά στην ετοιμότητα των ανδρών του γερμανικού στρατού.
Από πλευράς σχεδίασης της αμυντικής τακτικής τους οι Γερμανοί αντιμετώπισαν ένα σοβαρό πρόβλημα από τα πρώτα στάδια. O Ρόμελ, βασιζόμενος στην πείρα του από τη Βόρειο Αφρική και τη Σικελία υποστήριζε ότι οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια θα έπρεπε να συντριβεί στην ακτή. Αυτό όμως εκτιμάτο ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με μαζική συγκέντρωση προσωπικού και πυρός. Έτσι οι μονάδες πεζικού διετάχθησαν να καταλάβουν θέσεις σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από την ακτή, ενώ παράλληλα συνεχίστηκαν μέχρι την τελευταία στιγμή οι προσπάθειες ανέγερσης εμποδίων και οχυρών στις ακτές. O Ρόμελ όμως ζητούσε και την παρουσία των τεθωρακισμένων μεραρχιών του Ρούντστεντ κοντά στις ακτές, ώστε να μπορέσει το σχέδιό του να έχει πιθανότητες επιτυχίας.
Όμως ο γερμανός αρχιστράτηγος είχε διαφορετική γνώμη. Πίστευε ότι τα τεθωρακισμένα του δεν έπρεπε να δεσμευθούν πριν εκδηλωθεί ο κύριος όγκος της συμμαχικής απόβασης. Επιθυμούσε λοιπόν τη διατήρηση των δυνάμεών του σε απόσταση 50 – 60 χιλιομέτρων από την ακτή και η ανάμιξή τους στην επικείμενη σύγκρουση να έχει τη μορφή ισχυρής αντεπίθεσης. Το αποτέλεσμα αυτής της σαφούς διαφοράς γνωμών των δύο γερμανών διοικητών ήταν τελικά η υιοθέτηση μίας συμβιβαστικής λύσης η οποία τελικά δεν είχε αίσια αποτελέσματα για τους Γερμανούς, αφού η λύση αυτή συνίστατο στο διαχωρισμό των γερμανικών τεθωρακισμένων.
Τρεις σχηματισμοί αρμάτων αναπτύχθηκαν μαζί με τις μονάδες πεζικού του Ρόμελ, ενώ οι μονάδες του Ρούντστεντ παρέμειναν πιο πίσω. M’ αυτόν τον τρόπο, όταν εκδηλώθηκε η απόβαση, οι μηχανοκίνητες μεραρχίες κοντά στην ακτή ήταν αριθμητικά πολύ αδύνατες για να καταφέρουν να αναχαιτίσουν τους συμμάχους και έτσι οι μεγάλες απώλειές τους την πρώτη ημέρα της απόβασης έκαναν αδύνατη για τον Ρούντστεντ την έγκαιρη συγκέντρωση της ισχυρής δύναμης, την οποία θα χρησιμοποιούσε για την αντεπίθεσή του.
H συμμαχική διάταξη
Το τελικό σχέδιο της επιχείρησης “Όβερλορντ” όπως υποβλήθηκε στις 15 ΜαΪου προέβλεπε τα παρακάτω. Οι αρχικές αποβάσεις θα πραγματοποιούνταν από την 1η αμερικανική στρατιά με δύο μεραρχίες εκατέρωθεν των εκβολών του ποταμού Βιρ (Ομάχα και Γιούτα) και από την 2η βρετανική στρατιά με τρεις μεραρχίες δυτικά του ποταμού Ορν (“Σουόρντ“). Δύο αμερικανικές μεραρχίες αλεξιπτωτιστών (82η και 101η) θα έπεφταν στην περιοχή Σεντ Μερ Εγκλίζ, για να υποστηρίξουν την 4η αμερικανική μεραρχία, η οποία θα αποβιβάζονταν στην ακτή Γιούτα. H 6η βρετανική μεραρχία αλεξιπτωτιστών θα έπεφτε ανατολικά της Καέν για να καταλάβει ζωτικές γέφυρες πίσω από το κανάλι της Καέν.
Μετά την εξασφάλιση θέσεων στην ακτή η 1η στρατιά θα κατευθυνόταν δυτικά, για να αποκόψει τη χερσόνησο Κοτεντέν και στη συνέχεια να κινηθεί προς βορρά για να καταλάβει το Χερβούργο. Την ίδια ώρα προβλεπόταν ότι τα βρετανικά και καναδικά στρατεύματα θα καταλάμβαναν την περιοχή δυτικά και νοτιοδυτικά της Καέν. O κύριος ρόλος όμως της 2ης στρατιάς θα ήταν η κάλυψη του αριστερού πλευρού του προγεφυρώματος και να απορροφήσει την αναμενόμενη γερμανική αντεπίθεση. Είκοσι ημέρες μετά την “D Day” τα συμμαχικά στρατεύματα θα έπρεπε να έχουν φτάσει στη γραμμή Αβράνς – Βιρ – Φαλαέζ.
Στη συνέχεια προβλεπόταν ότι, αφού οι γερμανικές θέσεις αντίστασης θα υπερφαλαγγίζονταν, το μέτωπο θα έπρεπε να είναι στη γραμμή Ανζέρ – Λε Μαν 35 ημέρες μετά την απόβαση. Από κει το συμμαχικό μέτωπο θα προχωρούσε ανατολικά, ώστε να φτάσει στις όχθες του Σηκουάνα 90 ημέρες μετά την απόβαση. Συνεπώς στις αρχές Σεπτεμβρίου οι σύμμαχοι υπολόγιζαν ότι θα ήταν έτοιμοι να καταλάβουν το Παρίσι και να προχωρήσουν βορειονατολικά προς τον Ρήνο.
Στρατηγικά το σχέδιο καθιστούσε την Καέν σαν κεντρικό σημείο αναφοράς για την όλη επιχείρηση. Επειδή η περιοχή βρισκόταν πιο κοντά στο Παρίσι, οι σύμμαχοι ανέμεναν ότι εκεί οι Γερμανοί θα προέβαλαν την ισχυρότερη αντίσταση. Συνεπώς η αριστερή πλευρά της συμμαχικής παράταξης (Βρετανοί και Καναδοί) θα αντιμετώπιζε μεγάλο όγκο γερμανικών δυνάμεων, οι οποίες αναγκαστικά θα κινούνταν από το ανατολικό τμήμα του μετώπου, όπου οι Αμερικανοί θα είχαν να αντιμετωπίσουν ασθενέστερη εχθρική αντίδραση και συνεπώς εκτιμάτο ότι θα μπορούσαν να προχωρήσουν ταχύτερα και προς διάφορες
κατευθύνσεις. Φυσικά τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς όπως είχαν προβλεφθεί αλλά σε γενικές γραμμές το σχέδιο εφαρμόστηκε και οι κινήσεις των συμμαχικών στρατευμάτων ήταν επιτυχείς.
H προσπάθεια παραπλάνησης των Γερμανών
O όγκος της προετοιμασίας για την απόβαση ήταν τέτοιος, ώστε η πλήρης απόκρυψη της επιχείρησης ήταν αδύνατη. Οι σύμμαχοι συνεπώς προσπάθησαν και τα κατάφεραν -όπως ήδη είδαμε- να εξαπατήσουν τις γερμανικές πηγές πληροφοριών. Υποθέτοντας ότι οι Γερμανοί ανέμεναν την απόβαση στο Πα-ντε-Καλέ, το σχέδιο παραπληροφόρησης απέβλεπε στο να πείσει τους Γερμανούς ότι πραγματικά η απόβαση θα γινόταν εκεί. Για το σκοπό αυτό σε λιμένες της νοτιανατολικής Αγγλίας συγκεντρώθηκαν πολλά ψεύτικα αποβατικά πλοία αλλά και μεγάλος αριθμός ανδρών.
Ακόμη, πλαστά μηνύματα ασυρμάτου μιλούσαν για επίθεση σε χρόνο πολύ αργότερα από τον πραγματικά προγραμματισμένο. Την παραμονή της απόβασης στάλθηκε στο Γιβραλτάρ ένας σωσίας του Μοντγκόμερι, γεγονός το οποίο εκτιμάτο ότι θα “καθησυχάσει” τους Γερμανούς. Την ημέρα της απόβασης αλεξιπτωτιστές-ανδρείκελα ρίχθηκαν σε διάφορες περιοχές ενώ αεροναυτικές δυνάμεις αντιπερισπασμού κινούνταν στα νερά του Ντόβερ δίνοντας λανθασμένες εντυπώσεις στους Γερμανούς. Ακόμη και μετά την επίθεση οι σύμμαχοι συνέχιζαν να δίνουν στους Γερμανούς την εικόνα ότι η Νορμανδία ήταν προπομπός ή αντιπερισπασμός για την κυρία επιχείρηση που θα εκδηλώνονταν στο Πα-ντε-Καλέ.
Φυσικά για την επιτυχία της επιχείρησης παραπλάνησης των Γερμανών από το Φεβρουάριο του 1944 στη Βρετανία πάρθηκαν μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι απαγορεύθηκε η επικοινωνία των πολιτών μεταξύ Βρετανίας και Νότιας Ιρλανδίας εφόσον ήταν γνωστό ότι στη Νότια Ιρλανδία δρούσε σημαντικό δίκτυο κατασκόπων και συνεργατών των Γερμανών υπό την ανοχή της ιρλανδικής κυβέρνησης. Το από αιώνες μίσος των Ιρλανδών για τους Άγγλους έκανε πολλούς από αυτούς να επιθυμούν νίκη του Χίτλερ, αφού στη θέση του ηττημένου θα βρισκόταν η Βρετανική Αυτοκρατορία.
Στη Βρετανία από 1η Απριλίου απαγορεύθηκε η παρουσία πολιτών στις ακτές σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από τη θάλασσα. Ακόμη και τα διπλωματικά προνόμια ανεστάλησαν, ενώ στη διακίνηση ξένων υπηκόων από και προς τη Βρετανία τέθηκαν δριμείς περιορισμοί. Στο ταχυδρομείο, συμπεριλαμβανομένου και του διπλωματικού, επιβλήθηκε λογοκρισία και τεχνητή καθυστέρηση πέραν του κανονικού. Φυσικά διαρροές υπήρξαν, αλλά η γερμανική διοίκηση δεν είχε προφανώς επαρκή όγκο πληροφοριών και δυνατότητες διασταύρωσης, συνεπώς η αξιολόγηση αυτών των πληροφοριών δεν ήταν η ενδεδειγμένη.
Οι τελικές προετοιμασίες
176.000 άνδρες και 20.000 οχήματα συγκεντρώθηκαν στη νότια Αγγλία και στην Ουαλία. Οι προετοιμασίες είχαν όντως ολοκληρωθεί στον καλύτερο δυνατό βαθμό. Τα οχήματα είχαν κατασκευαστεί επαρκώς αδιάβροχα, ώστε να ανταπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες της απόβασης και οι άνδρες ήταν κατάλληλα εκπαιδευμένοι από κάθε πλευρά. Τελικά, όλα ήταν έτοιμα και έμενε μόνο η λήψη της απόφασης από τον Αϊζενχάουερ για την τελική ημέρα της απόβασης. Όμως αυτή η ημέρα εξαρτιόταν κατά πολύ από τον καιρό. Και ο καιρός δε βοηθούσε.
Κατά την ημέρα της απόβασης η άμπωτη έπρεπε να έλθει αρκετά αργά το πρωί, ώστε να υπάρχει μίας ώρας ημερήσιος βομβαρδισμός των επακτίων οχυρώσεων και αρκετά νωρίς, ώστε το δεύτερο κύμα της απόβασης να αποβιβαστεί στη δεύτερη άμπωτη πριν σκοτεινιάσει. Έπρεπε να υπάρχει σελήνη, η οποία να έχει ανατείλει αργά, ώστε να διευκολυνθούν οι ρίψεις των αλεξιπτωτιστών. Τέλος, η θάλασσα έπρεπε να είναι ήρεμη, ώστε να αποφευχθεί η καταπόνηση των ανδρών μέσα στα οπλιταγωγά πλοία και στη συνέχεια στα μικρά αποβατικά μέχρι να φτάσουν στην εχθρική ακτή. Αυτές τις συνθήκες πληρούσαν οι 4, 5, 6
Ιουνίου.
Εάν όμως οι καιρικές συνθήκες ήταν δυσμενείς θα ήταν αναγκαία μία αναβολή τεσσάρων εβδομάδων. H αρχική απόφαση ήταν για τις 5 Ιουνίου, όμως οι μετεωρολόγοι ορθώς πρόβλεψαν ότι την ημέρα αυτή θα επικρατούσε θύελλα, η οποία τελικά ήταν η χειρότερη θύελλα της τελευταίας εικοσαετίας τότε. H επιχείρηση αναβλήθηκε για 24 ώρες αλλά οι καιρικές συνθήκες δε βελτιώθηκαν. Θεωρητικά θα επιβαλλόταν νέα 24ωρη αναβολή, αλλά η κινητοποίηση των ναυτικών δυνάμεων είχε ήδη αρχίσει, ενώ για τους άνδρες θα ήταν αρνητικότατο να παραμένουν περιορισμένοι τα πλοία, τα οποία θα τους μετέφεραν στις ακτές της Νορμανδίας. Τέλος, οι μετεωρολόγοι έδωσαν κάποια ελπίδα. Από το βράδυ της 5ης μέχρι το πρωί της 6ης Ιουνίου θα υπήρχε μία πρόσκαιρη βελτίωση. H πρόβλεψή τους τελικά δεν ήταν επιτυχημένη αλλά ο ρους της ιστορίας δεν μπορούσε να γυρίσει
πλέον πίσω.
Ήδη από το πρωί της 5ης Ιουνίου μετά από συμβούλιο των ανωτάτων διοικητών των συμμαχικών δυνάμεων ο Αϊζενχάουερ με τη σύμφωνη γνώμη του Μοντγκόμερι αλλά με επιφυλάξεις από τους άλλους αρχηγούς είχε δώσει το πράσινο φως.
H απόβαση
Όπως είπαμε και πιο πάνω οι Γερμανοί δεν περίμεναν την εχθρική εισβολή στις αρχές Ιουνίου. Αυτό φαίνεται από την παντελή έλλειψη προετοιμασίας των γραμμών άμυνας και περισσότερο απ΄όλα μπορούμε να το δούμε από το γεγονός της επίσκεψης του Ρόμελ στην οικογένειά του στη Στουτγάρδη στις 5 Ιουνίου. Τελικά, η ασυνήθιστα υψηλή δραστηριότητα των ασυρμάτων της γαλλικής αντίστασης ανησύχησε τον Ρούντστεντ ο οποίος διέταξε την 15η στρατιά ανατολικά του Σηκουάνα να τεθεί σε επιφυλακή. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, καθώς άρχιζε η 6η Ιουνίου 1944, άρχισαν να φτάνουν οι πρώτες αναφορές για ρίψη αλεξιπτωτιστών στη χερσόνησο Κοτεντέν και ανατολικά του ποταμού Ορν.
Τα αμυνόμενα στρατεύματα αιφνιδιάστηκαν και τα πρώτα κύματα των αλεξιπτωτιστών συνάντησαν ελάχιστη αντίσταση. H 6η μεραρχία αλεξιπτωτιστών έπεσε με επιτυχία ανατολικά του ποταμού Ορν και πέτυχε γρήγορα να καταλάβει τις γέφυρες του Μπενουβίλ πάνω από τον Ορν και τη διώρυγα της Καέν. Στη δυτική πτέρυγα οι 101η και 82η αμερικανικές μεραρχίες αλεξιπτωτιστών συνάντησαν δυσκολίες. Οι κακές καιρικές συνθήκες και η απειρία των χειριστών των μεταγωγικών αεροσκαφών είχε αποτέλεσμα το
διασκορπισμό των αλεξιπτωτιστών σε μία έκταση 375 περίπου τετραγωνικών μιλίων με επακόλουθα την έλλειψη συντονισμού τις πρώτες δύσκολες ώρες και την απώλεια σημαντικού μέρους του βαρέως οπλισμού των αλεξιπτωτιστών.
Πάντως οι Αμερικανοί υπερνίκησαν αυτές τις δυσχέρειες και κατέλαβαν τις προβλεπόμενες θέσεις στην ακτή “Γιούτα”, δυτικά του ποταμού Βιρ και τις κράτησαν παρά το σφοδρό γερμανικό πυρ, το οποίο αναπτύχθηκε μετά το ξημέρωμα. Για την επιχείρηση αυτή χρησιμοποιήθηκαν 2.395 αεροπλάνα και 867 ανεμοπλάνα. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν 1.100 αεροπλάνα για εναέριους βομβαρδισμούς των γερμανικών θέσεων τα ξημερώματα της 6ης Ιουνίου. Λίγο αργότερα θα άρχιζαν να φαίνονται από τις ακτές της Νορμανδίας τα πρώτα συμμαχικά πλοία.
KYPIOTEPA ΠΛΟΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΥ
Βρετανία
Θωρηκτά
Warspite, Ramilles, Rodney, Nelson.
Καταδρομικά
Black Prince, Glascow, Orion, Arethusa, Hawkins, Argonaut, Belfast, Danae, Enterprise, Emerald, Mauritius, Scylla.
Η.Π.Α.
Θωρηκτά
Nevada, Texas, Arkansas.
Καταδρομικά
Augusta, Tuscalosa, Quincy.
Τα πλοία, κάθε μορφής, τα οποία συγκεντρώθηκαν από τις βρετανικές ακτές και διέσχισαν την αγριεμένη Μάγχη εκείνο το κατ’ όνομα καλοκαιρινό πρωινό του 1944 αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πλοίων στην ιστορία. Μόνο για το πρώτο αποβατικό κύμα χρησιμοποιήθηκαν 1.213 πολεμικά και 4.126 μεταγωγικά/αποβατικά 23 διαφορετικών τύπων.
H διάταξη των ναυτικών δυνάμεων κρούσης ήταν η παρακάτω. H δυτική δύναμη κρούσης υπό τον αμερικανό υποναύαρχο Κερκ ήταν υπεύθυνη για την απόβαση και την υποστήριξη της 1ης αμερικανικής στρατιάς στις ακτές “Γιούτα” και “Ομάχα”. H ανατολική δύναμη κρούσης υπό τον βρετανό αντιναύαρχο Βιάν ήταν υπεύθυνη για την απόβαση και υποστήριξη της 2ης βρετανικής στρατιάς στις ακτές “Γκολντ”, “Τζούνο” και “Σουόρντ”. Οι πέντε λοιπόν αποβατικοί σχηματισμοί ξεκίνησαν τη νύχτα της 5ης προς 6η Ιουνίου από διάφορα σημεία της νότιας Αγγλίας και Ουαλίας και, αφού συγκεντρώθηκαν στο προκαθορισμένο σημείο, στράφηκαν προς νότο ακολουθώντας τους ελεύθερους από νάρκες διαύλους, τους οποίους είχαν ανοίξει τα συμμαχικά ναρκαλιευτικά. H ώρα της άφιξης στην ακτή των πρώτων αποβατικών σχηματισμών εξαρτιόταν από την άμπωτη, η οποία είχε
αποτέλεσμα την αποκάλυψη των αντιαποβατικών εμποδίων που είχαν δημιουργήσει οι Γερμανοί.
Οι πρώτοι αυτοί σχηματισμοί θα ήταν ομάδες ειδικά εκπαιδευμένων ανδρών, οι οποίοι είχαν αποστολή να εξουδετερώσουν τα εμπόδια αυτά. H ώρα αυτή λοιπόν ήταν η 06:30 για τον αμερικανικό τομέα και η 07:30 για τον βρετανικό. Από τις 05:30 όμως είχε ήδη αρχίσει και ο βομβαρδισμός από τη θάλασσα. Εκτός από τα πολεμικά, που αναφέρονται στο πλαίσιο, έπαιρναν μέρος και άλλα καταδρομικά και αντιτορπιλικά από συμμαχικές χώρες, οι οποίες στέναζαν ακόμη κάτω από τη ναζιστική μπότα -και μεταξύ τους και ελληνικά. Παρά τον καταιγισμό αυτό όμως αρκετά από τα γερμανικά φρούρια παρέμειναν πλήρως αξιόμαχα.
Καθώς οι πρώτοι άνδρες της αποβατικής δύναμης έφταναν στην ακτή οι απαίσιες καιρικές συνθήκες άρχισαν να έχουν τις συνέπειές τους. Πολλά αποβατικά σκάφη προσκρούοντας στα υποβρύχια εμπόδια ή λόγω των μεγάλων κυμάτων ανατράπηκαν και αρκετοί άνδρες, εξασθενημένοι από τη ναυτία, πνίγηκαν. Άλλοι, οι οποίοι κατάφεραν να βγουν στη στεριά, ήταν εύκολα θύματα για τα γερμανικά πυρά, αλλά συνεχώς και περισσότερα αποβατικά έφταναν στην ακτή.
Στην ανατολική πλευρά οι 3η και 50η βρετανική και η 3η καναδική μεραρχίες δεν συνάντησαν την αναμενόμενη αντίσταση. Μόλις το απόγευμα έκαναν την εμφάνισή τους γερμανικά άρματα μάχης αλλά και πάλι σε μικρούς αριθμούς. Έστω και αυτά τα άρματα όμως σε συνδυασμό με την αντίσταση μεμονωμένων γερμανικών φρουρίων εμπόδισαν τους Βρετανούς και τους Καναδούς να φτάσουν στην Καέν. Σε όλο τον υπόλοιπο ανατολικό τομέα όμως η επίθεση εξελίχθηκε όπως είχε προβλεφθεί. Με τον ερχομό της νύχτας είχε ήδη εξασφαλιστεί ένα σημαντικό προγεφύρωμα με απώλειες μικρότερες των προβλεπομένων.
Στον δυτικό τομέα όμως οι Αμερικανοί στην ακτή “Ομάχα” αντιμετώπισαν μεγάλα προβλήματα. Οι κακές καιρικές συνθήκες ειδικά σ’ αυτή την περιοχή προκάλεσαν πολλές απώλειες στα μικρά αποβατικά σκάφη καθώς το σημείο εκκίνησής τους από τα οπλιταγωγά ήταν πολύ μακριά από τις ακτές. Επίσης, η κατάσταση της θάλασσας προκάλεσε πολλές βλάβες στα αμφίβια οχήματα με επακόλουθο βέβαια και έμψυχες απώλειες. Τέλος, οι ισχυρότατες γερμανικές θέσεις στην περιοχή δεν είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές από το συμμαχικό βομβαρδισμό και ακόμη στην περιοχή αυτή είχε μεταφερθεί απροσδόκητα η 352η γερμανική μεραρχία πεζικού.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέτειναν στο να υποστούν βαρύτατες απώλειες οι Αμερικανοί στον τομέα αυτόν. Χρειάστηκαν πραγματικά ηρωικές προσπάθειες, ώστε να δημιουργηθεί ένα προγεφύρωμα βάθους ενός μιλίου μόνο. Στην ακτή Γιούτα τα πράγματα ήταν καλύτερα για τους Αμερικανούς. H απόβαση έγινε από λάθος, ένα χιλιόμετρο περίπου δυτικά από το επιλεγμένο σημείο και εκεί οι γερμανικές θέσεις ήταν ασθενέστερες. Το λάθος λοιπόν αυτό είχε θετικές συνέπειες και οι απώλειες ήταν μικρές. Έτσι μέχρι το βράδυ είχε δημιουργηθεί ένα σημαντικό προγεφύρωμα στην περιοχή.
Μετά την πρώτη ημέρα
Σαν απολογισμό της πρώτης ημέρας της απόβασης μπορούμε να πούμε ότι το συμμαχικό σχέδιο είχε υλοποιηθεί στο μεγαλύτερο μέρος του. Όμως οι πόλεις Καέν και Μπαγιέ δεν είχαν καταληφθεί και παρέμεναν ακόμη αρκετοί θύλακες γερμανικής αντίστασης πίσω από το μέτωπο, το οποίο δημιουργήθηκε την πρώτη ημέρα. Ακόμη μεταξύ των πέντε αποβατικών σχηματισμών συνέχιζαν να υπάρχουν κενά με μεγαλύτερο αυτό μεταξύ Ομάχα και Γιούτα, πάνω από 10 μίλια.
Στη γερμανική πλευρά τα πράγματα ήταν χειρότερα απ’ ότι θα μπορούσαν να ελπίζουν οι σύμμαχοι. H τακτική συμβιβαστικών λύσεων και διαίρεσης στη διοικητική ευθύνη άρχιζε να έχει τις συνέπειές της. O πλησιέστερος προς την περιοχή της απόβασης σχηματισμός αρμάτων ήταν η 21η μεραρχία Πάντζερ με 170 περίπου άρματα ευρισκόμενα ανατολικά του ποταμού Ορν, κοντά στην ακτή. Από τη νύχτα ο διοικητής του σχηματισμού είχε αναφέρει τη ρίψη αλεξιπτωτιστών, αλλά μόλις στις 10 το επόμενο πρωί έλαβε εντολή για δράση.
Αρχικά η 21η υποστήριξε την αμυντική προσπάθεια των Γερμανών γύρω από την Καέν και στη συνέχεια αναπτύχθηκε στην ακτή στο Λιόν σιρ Μερ. Εκεί αντιμετωπίστηκε με επιτυχία από τα συμμαχικά αντιαρματικά και αφού έχασε το 25% των αρμάτων της αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Αυτή ήταν και η μοναδική ανάμιξη των γερμανικών αρμάτων στη σύγκρουση κατά την πρώτη ημέρα. H καθυστέρηση ή η ανυπαρξία κινήσεων των γερμανικών αρμάτων οφείλεται αποκλειστικά στη δαιδαλώδη αλυσίδα διοίκησης των Γερμανών. Εκτός από τις διαφορετικές εκτιμήσεις των Ρόμελ και Ρούντστεντ, τις οποίες αναφέραμε ήδη, σημειώνεται ότι τα άρματα του Ρούντστεντ, τα οποία εθεωρείτο ότι θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην έκβαση της μάχης, θα κινούνταν μόνο μετά από έγκριση του Χίτλερ.
Εύλογη λοιπόν και η καθυστέρηση στην ανάληψη επιθετικής δράσης, και όπως ήταν λογικό μόνο την 7η Ιουνίου οι Γερμανοί μπόρεσαν να οργανώσουν αντεπίθεση τεθωρακισμένων. Για την επιχείρηση αυτή θα έπρεπε να είναι διάθεσιμες εκτός από την 21η, η 12η μεραρχία Πάντζερ Ες-Ες και η μεραρχία Πάντζερ Λερ. H τελευταία ήταν όμως σταθμευμένη 90 μίλια νότια της Καέν και δεν έφτασε στην περιοχή της πρώτης γραμμής πριν την 8η Ιουνίου, δεχόμενη στη διαδρομή συνεχείς επιδρομές συμμαχικών αεροπλάνων, οι οποίες φυσικά κατέληξαν σε σημαντικές απώλειες σε άρματα και άνδρες.
Ήδη όμως η γερμανική προσπάθεια της 7ης Ιουνίου είχε αποτύχει. Ανεπαρκή καύσιμα, κακός συντονισμός ενεργειών και βαρύ εχθρικό πυρ έκαναν τους Γερμανούς να συνειδητοποιήσουν ότι η εισβολή δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με βιαστικές και μεμονωμένες αντεπιθέσεις. Το μόνο κέρδος ήταν η διατήρηση της Καέν.
H συμμαχική προσπάθεια υποστήριξης
H απόβαση στη Νορμανδία δε θα ήταν δυνατόν να πετύχει χωρίς την τεράστια προσπάθεια υποστήριξης, η οποία προετοιμάστηκε παράλληλα με την απόβαση. H ροή εφοδίων προς τους μαχόμενους άνδρες μπορούσε να υλοποιηθεί στον απαιτούμενο βαθμό μόνο εάν οι σύμμαχοι διέθεταν εκτεταμένες λιμενικές εγκαταστάσεις στην περιοχή. Εφόσον κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, αποφασίστηκε στη σύνοδο του Κεμπέκ το 1943 η κατασκευή τεχνικών λιμένων οι οποίοι πήραν την ονομασία Μάλμπερι. O Μάλμπερι A θα ήταν στον αμερικανικό τομέα στην περιοχή Σεντ Λοράν και ο Μάλμπερι B θα ήταν στην περιοχή του Αρομάνς στον βρετανικό τομέα.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι για τον B οι απαιτήσεις υποδοχής εφοδίων ήταν για τις πρώτες ημέρες της εισβολής 1.200 τόνοι περίπου ημερησίως και μετά από την 9η ημέρα περίπου 4.000 τόνοι εφοδίων και 1.250 οχήματα. Μετά την 14η ημέρα τα εισερχόμενα εφόδια θα έπρεπε να φτάνουν τους 7.000 τόνους. Για την κατασκευή των τμημάτων των τεχνητών λιμένων επιτεύχθηκε απόλυτη μυστικότητα και, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν ούτε και σε αυτό το ζήτημα να έχουν καν ενδείξεις. Σημαντικό όμως τμήμα αυτών των εκπληκτικών κατασκευών θα ήταν παλαιά πλοία, κυρίως φορτηγά, τα οποία επανδρωμένα στις περισσότερες περιπτώσεις με τα κανονικά τους πληρώματα θα αυτοβυθίζονταν σε βάθος 15 ποδών από την ακτή, για να αποτελέσουν τις βάσεις για την ανέγερσητων λιμενικών κατασκευών.
Φυσικά μεταξύ των γέρικων αυτών φορτηγών πλοίων (60 συνολικά) πολλά έφεραν την ελληνική σημαία ή ήταν ελληνικής πλοιοκτησίας. Οι δύο τεχνητοί λιμένες υπέφεραν πολύ από τις κακές καιρικές συνθήκες, οι οποίες επικράτησαν όλο τον Ιούνιο του 1944. Τελικά ο A καταστράφηκε σε σημείο πέραν επισκευής και ό,τι απέμεινε απ’ αυτόν χρησιμοποιήθηκε για ενίσχυση του B στο Αρομάνς, ο οποίος είχε πάθει λιγότερες καταστροφές. O B χρησιμοποιήθηκε τελικά για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα και μετά την κατάληψη πολλών γαλλικών λιμένων από τους συμμάχους.
Ένα άλλο σημαντικό κατόρθωμα της συμμαχικής υποστήριξης ήταν ο αγωγός καυσίμων, o oποίος τροφοδοτούσε τις συμμαχικές δυνάμεις στη Νορμανδία. Από έναν σταθμό καυσίμων στο Εϊβονμάουθ ένας υπόγειος αγωγός είχε τοποθετηθεί μέχρι την ακτή. Εκεί συνδέονταν με τον υποβρύχιο αγωγό “Πλούτων”, ο οποίος διέσχιζε τη Μάγχη. O υπόγειος αυτός αγωγός είχε τοποθετηθεί χρησιμοποιώντας μία κατασκευή που έμοιαζε με γιγάντιο καρούλι, απ’ όπου ξετυλίγονταν ο εύκαμπτος αγωγός καθώς ρυμουλκείτο απόειδικά ρυμουλκά.
Μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στη Νορμανδία ο ίδιος αγωγός χρησιμοποιήθηκε και για τις επιχειρήσεις στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Γερμανοί απέτυχαν για εβδομάδες μετά την απόβαση να εκτιμήσουν το μέγεθος και τη σημασία των λιμένων Μάλμπερι. Φυσικά προσπάθειες έγιναν από τα αρχικά ακόμη στάδια της κατασκευής τους, είτε από τη Λουφτβάφε είτε από πλοία επιφανείας και υποβρύχια, αλλά με μηδαμινή επιτυχία.
Μεγαλύτερη απειλή παρουσίαζαν οι ανθρώπινες τορπίλες (τορπίλες οι οποίες καθοδηγούνταν προς το στόχο τους από αναβάτη). Οι τορπίλες αυτές αφήνονταν από υποβρύχια και για να είναι αποτελεσματικές χρειαζόταν καλή ορατότητα. Είχαν όμως μικρή ακτίνα δράσης και ακόμη χρειάζονταν ευνοϊκό ρεύμα και ομαλές καιρικές συνθήκες για να είναι αποτελεσματικές. Πάντως σε αρκετές περιπτώσεις συμμαχικά πλοία γύρω και μέσα στους δύο τεχνητούς λιμένες πλήγησαν από τέτοιες τορπίλες, χωρίς βέβαια να επηρεαστεί σημαντικά η προσπάθεια των συμμάχων.
Μία άλλη απειλή για τα συμμαχικά πλοία στις ακτές της Νορμανδίας προερχόταν από τηλεκατευθυνόμενα ταχέα σκάφη γεμάτα εκρηκτικά. Όμως τα συστήματα τηλεκατεύθυνσης ήταν επιρρεπή σε βλάβες και τα σκάφη δεν προκάλεσαν προβλήματα. Είναι μάλλον απίθανο να ξανακατασκευαστεί -ακόμα και με τα σύγχρονα τεχνικά μέσα- κάτι παρόμοιο με τους λιμένες Μάλμπερι. Παραμένει συνεπώς σαν μοναδικό επίτευγμα, αποτέλεσμα πολλών παραγόντων και δουλειάς πολλών ανθρώπων το στήσιμο αυτών των εκπληκτικών κατασκευών, μέσω των οποίων στρατός ενός εκατομμυρίου ανδρών τροφοδοτήθηκε ανελλιπώς με εφόδια για αρκετό καιρό.
Δυσκολίες στην προέλαση των συμμάχων
Από τις 8 Ιουνίου οι σύμμαχοι αποκατέστησαν επαφή δυτικά του Μπαγιέ και οι Αμερικανοί προχώρησαν σε απόσταση δέκα μιλίων από το Σεν Λο. Στη χερσόνησο Κοτεντέν οι Αμερικανοί προχώρησαν προς το Χερβούργο αλλά συνάντησαν σοβαρή αντίσταση στο Μοντεμπούρ. Οι Γερμανοί προσπάθησαν επίσης να εμποδίσουν τη συνένωση των δύο προγεφυρωμάτων εκατέρωθεν των εκβολών του ποταμού Βιρ αλλά χωρίς επιτυχία. Με την κατάληψη του Καρεντάν στις 12 Ιουνίου το συμμαχικό προγεφύρωμα σταθεροποιήθηκε.
H αρχική φάση της απόβασης είχε εκτελεστεί σύμφωνα με το σχέδιο. H συνέχεια όμως δεν ήταν η ίδια. Οι πόλεις Αβράνς και Φαλάζ κατελήφθησαν μόνο μετά από 60 ημέρες, ενώ οι προβλέψεις ήταν για 20 ημέρες. Για την καθυστέρηση αυτή θεωρήθηκε από πολλές πλευρές υπεύθυνος ο Μοντγκόμερι. Όμως όπως αποδείχθηκε αυτή ήταν μία πρόσκαιρη καθυστέρηση, γιατί τα συμμαχικά στρατεύματα έφθασαν στο Σηκουάνα σε 82 ημέρες, δηλαδή 8 ημέρες νωρίτερα απ΄ότι είχε προβλεφθεί, και τρεις εβδομάδες αργότερα οι Αμερικανοί περνούσαν τα γερμανικά σύνορα στο Άαχεν.
Σημειώνεται επίσης ότι οι συμμαχικές απώλειες ήταν μικρότερες απ’ότι είχε προβλεφθεί, δείγμα και αυτό της μη αναμενόμενης γερμανικής αντίστασης. Σημαντικό ρόλο για την αργοπορία αμέσως μετά την απόβαση έπαιξε ο καιρός. Σύμφωνα με τον Αϊζενχάουερ οι θύελλες οι οποίες συνεχίστηκαν και μετά την 6η Ιουνίου εξακολούθησαν να δυσκολεύουν τις συμμαχικές προσπάθειες με αποκορύφωμα τη μεγάλη θύελλα από 19 έως 22 Ιουνίου η οποία έβαλε σε κίνδυνο την όλη επιχείρηση. Κατά τη διάρκεια αυτής της θύελλας
καταστράφηκε ο τεχνητός λιμένας στο Σεν Λοράν.
H επέκταση του προγεφυρώματος ήταν ζωτικής σημασίας, ώστε να μπορέσουν να μπουν στη μάχη και οι 3η αμερικανική και 1η καναδική στρατιές. H απόκτηση περισσότερου χώρου ήταν ουσιώδους σημασίας, εάν σκεφθούμε ότι τις 6 πρώτες ημέρες είχαν αποβιβαστεί στη Νορμανδία 326.547 άνδρες, 57.186 οχήματα διαφόρων τύπων και 104.428 τόνοι εφοδίων. Για να αποκτηθεί αυτός ο χώρος, ο Μοντγκόμερι διέταξε την επίσπευση της κατάληψης του Χερβούργου και της Καέν. Και οι δύο σκοποί αποδείχθηκαν πιο δύσκολοι απ_ ότι είχε υπολογιστεί. Οι Αμερικανοί άρχισαν με την εκκαθάριση του βορείου τμήματος της χερσονήσου Κοτεντέν και στις 18 Ιουνίου είχαν αποκόψει 40.000 Γερμανούς, τους οποίους αργά αλλά σταθερά απωθούσαν προς τα φρούρια του Χερβούργου.
Στις 22 Ιουνίου άρχισε η τελική επίθεση εναντίον της πόλης και στις 26 Ιουνίου ο γερμανός διοικητής, στρατηγός φον Σλίμπεν, παραδόθηκε. Την 1η Ιουλίου είχαν καταληφθεί και οι τελευταίοι θύλακες αντίστασης στη χερσόνησο. Οι λιμενικές εγκαταστάσεις του Χερβούργου όμως ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθούν πριν τα τέλη Αυγούστου λόγω των εκτεταμένων καταστροφών τις οποίες είχαν υποστεί.
H βρετανική αποτυχία στην Καέν
Στην ανατολική πτέρυγα η βρετανική 2η στρατιά βρήκε ισχυρότατη αντίσταση από τις τεθωρακισμένες μεραρχίες των Γερμανών και τα Ες-Ες. O Ρούντστεντ ορθώς εκτίμησε ότι η διάσπαση του μετώπου στην Καέν θα έθετε σε μεγάλο κίνδυνο τις γερμανικές δυνάμεις στη δύση και συνεπώς διέθεσε στον τομέα αυτόν την αφρόκρεμα των δυνάμεών του. Εξάλλου, όπως ήδη αναφέραμε, οι σύμμαχοι ανέμεναν τη μεγαλύτερη αντίσταση σ’ αυτή την περιοχή. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα του Ιουνίου οι βρετανικές και καναδικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν περισσότερο από τα εδάφη που είχαν κερδίσει τις πρώτες ημέρες της σύγκρουσης.
H καθυστέρηση αυτή ήταν ιδιαιτέρως ενοχλητική για τη ΡΑΦ που βασιζόταν στην ταχεία κατάληψη των αεροδρομίων, τα οποία βρίσκονταν νοτιοδυτικά της Καέν. H αποτυχία της ταχείας κατάληψης της Καέν δεν εμπόδισε τη συμμαχική αεροπορία να δρα από το γαλλικό έδαφος. Στις 9 Ιουνίου οι μηχανικοί είχαν ολοκληρώσει την κατασκευή του πρώτου αεροδρομίου και μέσα σε τρεις εβδομάδες 31 συμμαχικά σμήνη επιχειρούσαν από τις βάσεις του προγεφυρώματος.
Η κυριαρχία των συμμαχικών αεροπορικών δυνάμεων ήταν απόλυτη στους ουρανούς της Γαλλίας, και κατά τον Ρούντστεντ ούτε ένας γερμανός στρατιώτης δεν ήταν εξασφαλισμένος από επίθεση. H αεροπορική υπεροχή επέτρεψε στους συμμάχους να συνεχίσουν την απομόνωση του πεδίου της μάχης στη Γερμανία, η οποία πραγματοποιήθηκε με μεγάλη αποτελεσματικότητα με την καταστροφή των περισσότερων γεφυρών του Σηκουάνα και του Λουάρ. Αυτό είναι ίσως το δεύτερο σε σημασία γεγονός από αυτά τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μεγάλη συμμαχική νίκη δυτικά του Σηκουάνα. O Ρούντστεντ δεν μπορούσε να υπολογίζει σε σοβαρές ενισχύσεις, αφού το ανατολικό παρέμενε το κύριο μέτωπο για τους Γερμανούς, αλλά και όσες ενισχύσεις μπορούσενα συγκεντρώσει δυσκολεύονταν πολύ να φτάσουν στην πρώτηγραμμή λόγω ανυπαρξίας διόδων.
Γερμανικές αποτυχίες
Μετά την πρώτη αποτυχία των γερμανικών αρμάτων, ο Ρούντστεντ έριξε στη μάχη όλες τις διαθέσιμες μεραρχίες πεζικού και τεθωρακισμένων. Σύντομα όμως έγινε αντιληπτό ότι οι σχηματισμοί, οι οποίοι βρίσκονταν μεταξύ Σηκουάνα και Λουάρ δεν μπορούσαν μόνοι τους να αναχαιτίσουν την προέλαση των αντιπάλων. Λόγω της καταστροφής των γεφυρών, δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών, οι γερμανικές δυνάμεις πεζικού κινούνταν με ποδήλατα και κάρα με αποτέλεσμα τις μεγάλες καθυστερήσεις άφιξης στην πρώτη γραμμή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μία μεραρχία η οποία ξεκίνησε από την Μπαγιόν στις 12 Ιουνίου κάλυψε την απόσταση των 400 μιλίων μέχρι την πρώτη γραμμή σε 22 ημέρες. Εδώ επίσης, αξίζει και πάλι να τονιστεί η μη ορθολογική διάταξη των γερμανικών δυνάμεων, οι οποίες ανεξήγητα για ένα κοινό νου στάθμευαν τόσο μακριά από τις γαλλικές ακτές. Αφού λοιπόν οι μονάδες πεζικού των Γερμανών δεν έφταναν εγκαίρως, το μόνο το οποίο απέμεινε ήταν οι τεθωρακισμένες μονάδες.
Έτσι η 2η μεραρχία Πάντζερ στάλθηκε επειγόντως στις 9 Ιουνίου από το Αμπεβίλ, όπου στάθμευε. Διανύοντας τα 300 μίλια από το μέτωπο με σιδηρόδρομο, δέχθηκε συνεχείς αεροπορικές επιθέσεις και όταν τελικά έφτασε μετά από δέκα ημέρες στο Κομόν, μόνο 80 από τα 120 άρματα της αρχικής της δύναμης ήταν αξιόμαχα. Όπως είπαμε και προηγουμένως τα άρματα τα οποία έφθαναν στην πρώτη γραμμή έπαιρναν μέρος στις μάχες κατά ομάδες λόγω περιορισμένου χώρου αλλά και της γενικής δυσλειτουργίας της γερμανικής διοίκησης. M’ αυτόν τον τρόπο φυσικά ηαποτελεσματικότητά τους ήταν περιορισμένη. Για τον Ρούντστεντ το μόνο το οποίο απέμενε ήταν μία τελευταία προσπάθεια μαζικής αντεπίθεσης ικανή να χωρίσει τις συμμαχικές δυνάμεις. Ζήτησε να σταλούν βορείως του Λουάρ 15 με 20 μεραρχίες πεζικού, οι οποίες στάθμευαν στη Νότια Γαλλία ή στις ακτές του Ατλαντικού.
M’ αυτές ήλπιζε να συμπληρώσει τις τεθωρακισμένες μεραρχίες του στη γραμμή του μετώπου και να κρατήσει αμυντική γραμμή κατά μήκος του Λουάρ και του Ορν. Στη συνέχεια θα προσπαθούσε να επιχειρήσει επίθεση με τα άρματα εναντίον των αμερικανικών θέσεων στο Σεν Λο. Ήταν ένα φιλόδοξο και τολμηρό σχέδιο, το οποίο ίσως θα μπορούσε να φέρει τη Γερμανία σε πλεονεκτική θέση έστω και πρόσκαιρα. Προϋπέθετε όμως την εγκατάλειψη όλης της Γαλλίας νοτίως του Λουάρ, και το Βερολίνο δεν το δέχθηκε. Μία άλλη πηγή πεζικού για τον Ρούντστεντ ήταν οι 19 μεραρχίες της 15ης στρατιάς στη βόρεια Γαλλία και στις κάτω χώρες. Για δύο εβδομάδες μετά την εισβολή ο γερμανός αρχιστράτηγος δεν αποφάσιζε να μετακινήσει αυτές τις δυνάμεις, γιατί ακόμη πίστευε ότι θα ακολουθούσε και δεύτερη, μεγαλύτερη συμμαχική απόβαση στο Πα-ντε-Καλέ.
H συμμαχική προσπάθεια παραπλάνησης συνεχίζονταν με κινήσεις αεροναυτικών δυνάμεων και την άποψη του Ρούντστεντ συμμερίζονταν και ο Ρόμελ και ο Χίτλερ. Σταδιακά όμως οι γερμανοί ηγήτορες άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η συμμαχική προέλαση στη Νορμανδία ήταν τόσο επιτυχημένη ώστε μία δεύτερη απόβαση φαινόταν απίθανη. Δεκαπέντε ημέρες
ετά την D Day ο Ρούντστεντ συνέστησε να σταλούν οι δυνάμεις της ζώνης του Πα ντε Καλέ στη Νορμανδία. O Χίτλερ απέρριψε και αυτή την πρόταση, πιστεύοντας τώρα ότι οι σύμμαχοι θα επιχειρούσαν και δεύτερη απόβαση. Όταν αποφασίστηκε να μετακινηθούν τμήματα της 15ης στρατιάς προς νότο ήταν πια αρχές Αυγούστου και φυσικά πολύ αργά για τους Γερμανούς.
H 7η στρατιά στη Νορμανδία ήταν τώρα ένα συνονθύλευμα υπολειμμάτων από μονάδες, οι οποίες επί οκτώ εβδομάδες δέχονταν συνεχές σφυροκόπημα, γνωρίζοντας ότι οι ενισχύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να ελαφρύνουν τη θέση τους παρέμεναν ανεξήγητα ακίνητες.
Οι τελευταίες απελπισμένες προσπάθειες των Γερμανών
H ανεπάρκεια δυνάμεων πεζικού εξανάγκαζε τον Ρούντστεντ να χρησιμοποιεί τα τεθωρακισμένα του για να καλύπτει τα κενά της παράταξής του, ενώ θα προτιμούσε να τα χρησιμοποιεί για οργανωμένες αντεπιθέσεις. Με τη σύμφωνη γνώμη του Ρόμελ, πρότεινε στο Χίτλερ κατά τα μέσα Ιουνίου, όταν ο τελευταίος επισκεπτόταν τη Νορμανδία, να υποχωρήσουν προς Σηκουάνα και εκεί να οργανώσουν την αμυντική τους γραμμή σε συνδυασμό με τις προτάσεις, τις οποίες αναφέραμε προηγουμένως.
O Χίτλερ ευτυχώς δε δεχόταν συζητήσεις για τακτικές υποχωρήσεις και ελιγμούς, και ίσως οι σύμμαχοι να ήταν τυχεροί που η αδυναμία του για ορθή σκέψη είχε φτάσει σε ανεξέλεγκτα επίπεδα. Στις 29 Ιουνίου αποφασίστηκε να γίνει ακόμη μία προσπάθεια με τα τεθωρακισμένα. Σ’ αυτή θα συμμετείχαν και 250 άρματα των Ες-Ες. H προσπάθεια αυτή απέβλεπε στο να φτάσουν οι Γερμανοί στην οδό Καέν – Μπαγιέ μετά από επίθεση στην περιοχή του Εβρεσί.
Τα πυρά του βρετανικού στόλου και πυροβολικού κατέστρεψαν πολλά από τα άρματα αυτού του σχηματισμού πριν καν ξεκινήσουν. Τα αντιαρματικά συμπλήρωσαν το έργο αυτό. H γερμανική αντεπίθεση δεν έγινε. Έτσι στα τέλη Ιουνίου επτά από τους εννέα γερμανικούς σχηματισμούς αρμάτων μάχης είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες, οι οποίες ανέρχονταν σε 150 άρματα και το 25% περίπου του έμψυχου δυναμικού των μονάδων αυτών. H αποτυχία αυτής της προσπάθειας σε συνδυασμό με την κατάληψη του Χερβούργου από τους Αμερικανούς στις 26 Ιουνίου όξυναν σοβαρά τις σχέσεις του Ρούντστεντ και της ανώτατης διοίκησης στο Βερολίνο.
O γερμανός αρχιστράτηγος ενοχλείτο από τις εκτός λογικής παρεμβάσεις του Χίτλερ και δε δίστασε να δηλώσει μετά τον πόλεμο: “Ως αρχιστράτηγος της Δύσης η μόνη μου αρμοδιότητα ήταν να αλλάζω τη φρουρά στην είσοδο του καταλύματός μου“. O Ρούντστεντ μάλιστα την 1η Ιουλίου τόλμησε να προτείνει στο στρατάρχη Κάιτελ από το επιτελείο του Χίτλερ να αναζητήσουν τη σύναψη ειρήνης με τους συμμάχους πριν είναι πολύ αργά. Στις 2 Ιουλίου, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ρούντστεντ αντικαταστάθηκε
από το στρατάρχη φον Κλούγκε του οποίου οι περγαμηνές σχετίζονταν με αμυντικές επιτυχίες στο Ανατολικό μέτωπο.
H επιμονή του Χίτλερ να μην εγκαταλείψει εκουσίως ούτε σπιθαμή γης από τη Νορμανδία κατέληξε τελικά σε καταστροφή της Βέρμαχτ. Προκάλεσε όμως και σημαντικά εμπόδια στην προέλαση των συμμάχων και σημαντικές καθυστερήσεις κατά τη διάρκεια του
Ιουνίου. Στην περιοχή της Καέν η 2η στρατιά χρειάστηκε να δώσει λυσσώδεις μάχες εναντίον των εκεί βρισκομένων καλυτέρων γερμανικών μονάδων. Στους λόφους γύρω από τις πόλεις Βιλέρ Μποκάζ και Τιγί σιρ Σελ νοτίως της Καέν οι απώλειες και για τις δύο πλευρές ήταν σημαντικές.
Ιδιαίτερα σημαντικές όμως ήταν και οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού καθώς πολλά μικρά χωριά άλλαζαν χέρια σε διάστημα λίγων ωρών, και αυτό φυσικά γινόταν μετά από έντονη ανταλλαγή πυρών πυροβολικού. Στις 20 Ιουνίου οι απώλειες των συμμάχων είχαν φτάσει τους 5.287 νεκρούς, 23.079 τραυματίες και 12.183 αγνοούμενους. Στις 25 Ιουνίου άρχισε η δεύτερη σοβαρή προσπάθεια κατάληψης της Καέν. H αρχική επίθεση τεσσάρων βρετανικών μεραρχιών στην περιοχή του Εβρεσί απέβλεπε στο να αποκόψει την Καέν από νοτιοδυτικά και στη συνέχεια από βορρά άλλες βρετανικές και καναδικές δυνάμεις θα προσπαθούσαν να περικυκλώσουν την πόλη.
Μετά από τετραήμερο σκληρό αγώνα οι γραμμές της Βέρμαχτ δεν έδειξαν σημεία εξασθένησης. Ένα προγεφύρωμα πέρα από τον ποταμό Οντόν κρατήθηκε δύσκολα αλλά η Καέν εξακολούθησε να είναι στα χέρια των Γερμανών. Την 1η Ιουλίου διακόπηκε η συμμαχική επιθετική δραστηριότητα, αλλά ήδη για τους Γερμανούς η διατήρηση της Καέν σήμαινε τη δέσμευση επτά από τις καλύτερες μεραρχίες τους και σημαντικού αριθμού αρμάτων, τα οποία όπως είδαμε ο Ρούντστεντ θα επιθυμούσε να τα χρησιμοποιήσει για αντεπιθέσεις.
Στην Καέν, κατά τη διάρκεια των τελευταίων συγκρούσεων, οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει 23 μεραρχίες από τις οποίες 12 τεθωρακισμένες (6 Ες-Ες) και 2 αλεξιπτωτιστών και οι σύμμαχοι 27. Συσχετισμός δυνάμεων, ο οποίος σε συνδυασμό με την εδαφική διαμόρφωση σαφώς ευνοούσε τους αμυνόμενους, οι οποίοι υστερούσαν μόνο στην ανυπαρξία αεροπορικής κάλυψης. Συνεπώς η κριτική εναντίον του Μοντγκόμερι για την καθυστέρηση κατάληψης της πόλης αυτής ήταν περισσότερο αποτέλεσμα απόψεων της κοινής γνώμης και ίσως του γεγονότος ότι οι Βρετανοί είχαν ρίξει στη μάχη τα 3/4 των διαθέσιμων δυνάμεών τους ενώ οι Αμερικανοί διέθεταν ακόμη 35 μεραρχίες.
Οι Βρετανοί λοιπόν, έβλεπαν ότι σύντομα θα περιορίζονταν στο δεύτερο ρόλο ενώ οι Αμερικανοί με το πλεονέκτημα, πάντοτε, του μεγάλου όγκου έδειχναν να ενοχλούνται από τις απαιτήσεις των συμμάχων τους για ισότιμες πρωτοβουλίες. Αυτές οι διαφορές βέβαια δεν έβλαψαν ιδιαίτερα τις σχέσεις των δύο συμμάχων. Έχοντας το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών τεθωρακισμένων γύρω από την Καέν ο Μοντγκόμερι σκόπευε να τα κρατήσει εκεί. Διέταξε την 2η στρατιά να συνεχίσει την πίεσή της ενώ οι αμερικανικές δυνάμεις θα στρέφονταν προς νότο και μετά ανατολικά προς Λε Μαν και Αλανσόν.
Στις 8 Ιουλίου έγινε η τελευταία προσπάθεια κατάληψης της Καέν. Οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να κρατήσουν άλλο. Στις 9 Ιουλίου ο σπουδαίος αυτός συγκοινωνιακός κόμβος και λιμένας ήταν στα χέρια των Βρετανών.
H σταθεροποίηση των συμμαχικών θέσεων
Σχεδόν καθόλη τη διάρκεια του Ιουλίου το μέτωπο των συμμάχων στη Νορμανδία έμεινε περιορισμένο στη βόρεια πλευρά της χερσονήσου. Οι Αμερικανοί με την 1η στρατιά υπό τον Μπράντλεϊ εκτείνονταν 70 χιλιόμετρα από το Κομόν, σημείο επαφής με τους Βρετανούς, οι οποίοι κατείχαν την αριστερή πτέρυγα και μετά η γραμμή τους προχωρούσε προς βορειοδυτικά βορείως του Σεν Λο και μέσα από τα έλη του Κοτεντέν έφτανε στη δυτική ακτή της Νορμανδίας. H βρετανική περιοχή του μετώπου εκτεινόταν και αυτή σε 70 χιλιόμετρα περίπου.
Άρχιζε από το Κομόν περνούσε από την Καέν και κατέληγε προς τη θάλασσα. Στο μέτωπο ήταν παρατεταγμένες 11 αμερικανικές μεραρχίες (2 τεθωρακισμένες) και 16 βρετανικές/καναδικές (5 τεθωρακισμένες). Μέσα σε 25 ημέρες είχαν αποβιβαστεί στη μικρή περιοχή, την οποία κατείχαν οι σύμμαχοι πάνω από 1.000.000 στρατιώτες και είχαν ξεφορτωθεί
560.000 τόνοι εφοδίων, αρκετοί για να γεμίσουν μία αμαξοστοιχία μήκους 320 χιλιομέτρων. Όμως αυτή η τεράστια δύναμη είχε μεγάλη δυσκολία ελιγμών. Το δυτικό μισό του μετώπου των Αμερικανών ήταν ελώδης περιοχή και όλο σχεδόν το μέτωπο περνούσε μέσα από φράχτες, τάφρους των πυκνά δενδροφυτευμένων αγρών της Νορμανδίας. Σπανίως η ορατότητα ξεπερνούσε τα 300 μέτρα. Έτσι αναγκαστικά η προέλαση ήταν πολύ
βραδύτερη από ό,τι θα επιθυμούσαν οι Σύμμαχοι.
Επίσης, αυτή η εδαφική διαμόρφωση ευνοούσε πολύ τη χρησιμοποίηση ελεύθερων σκοπευτών και την τακτική αυτή την χρησιμοποίησαν μαζικά οι Γερμανοί προκαλώντας σημαντικές απώλειες στους συμμάχους. Καθώς προχωρούσε ο Ιούλιος ο Ρόμελ προσπάθησε να πείσει το Χίτλερ να εγκρίνει την ανάληψη επιθετικών πρωτοβουλιών στον αμερικανικό τομέα, όπου βρίσκονταν 11 μεραρχίες αντί των 16 στον βρετανικό τομέα. O Χίτλερ όμως επέμενε ότι μπορούσε να ρίξει τους Συμμάχους στη θάλασσα στην περιοχή της Καέν και δε δέχθηκε τις απόψεις του Ρόμελ. Λίγο αργότερα ο γερμανός στρατάρχης θεωρήθηκε αναμιγμένος στην απόπειρα κατά του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου και πλήρωσε με τη ζωή του τη μανία του αιμοσταγούς παράφρονα.
Ενώ οι Βρετανοί προσπαθούσαν να καταλάβουν την Καέν στις αρχές Ιουλίου οι Αμερικανοί συνέχισαν την αργή αλλά σταθερή προέλασή τους προς νότο. Ήταν μία δύσκολη προσπάθεια λόγω των εδαφικών και καιρικών δυσχερειών. Οι αμερικανικές θέσεις στο Κοτεντέν περικλείονταν από ζώνες ελών και πλημμυρισμένων κοιλάδων από νερά των ποταμών της περιοχής, τα οποία οι Γερμανοί είχαν διοχετεύσει προς τις αντίπαλες θέσεις. Οι Αμερικανοί βρήκαν καλύτερες εδαφικές συνθήκες όταν έφτασαν βορείως της γραμμής
Σεν Λο Κουτάν.
Στις 5 Ιουλίου οι Αμερικανοί κατέλαβαν την κωμόπολη Αϊ-ντι-Πονί απ’ όπου υποχώρησαν την επομένη αλλά επανακυρίευσαν στις 9 Ιουλίου. Από εκεί ξεκίνησαν έντονη επιθετική δραστηριότητα προχωρώντας προς το Σεν Λο το οποίο κατέλαβαν στις 19 Ιουλίου. Ενώ λοιπόν οι σύμμαχοι προχωρούσαν αργά αλλά σταθερά εκκαθαρίζοντας ουσιαστικά τα εδάφη τα οποία κατελάμβαναν, τοποθετούσαν μεγάλες μονάδες στις θέσεις από τις οποίες θα ξεκινούσε η δεύτερη φάση για την πλήρη διάσπαση της γερμανικής γραμμής.
Για την απόβαση της Νορμανδίας έχουν γραφεί πολλά, και εμείς φυσικά δε φιλοδοξούμε να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα σ’ αυτή την ιστορική αφήγηση. Μελετώντας όμως τις κινήσεις των δύο αντίπαλων σχηματισμών κατ’ αρχάς στεκόμαστε στην άριστη οργάνωση ασφαλείας των συμμάχων, οι οποίοι κατόρθωσαν να αιφνιδιάσουν απόλυτα τους Γερμανούς. Σαν δεύτερο σημείο παρατηρούμε την πραγματικά εγκληματική επιμονή της γερμανικής διοίκησης (Χίτλερ) να κρατήσει μακριά από τη μάχη σημαντικότατες μονάδες.
Και βέβαια τολμούμε να πούμε ότι η τυφλή πειθαρχία και υπακοή στους ανωτέρους δεν είναι πάντοτε η καλύτερη επιλογή. H τυφλή πρωσσική πειθαρχία σε αντιδιαστολή με την πειθαρχία των ευφυών ξιφών (discipline des epees intelligentes) σ’ ένα κλασικό παράδειγμα. Παρατηρούμε ακόμη την πλήρη αεροπορική υπεροχή των συμμάχων και την απείρως καλύτερη δυνατότητα υποστήριξης και ενίσχυσης των μαχόμενων δυνάμεων και τέλος την αδυναμία της γερμανικής διοίκησης, σε συνδυασμό με τη μη μετακίνηση των μονάδων, να προβεί σε τολμηρούς ελιγμούς, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις.