Το NB-T ήταν δημιούργημα του γνωστού σοβιετικού σχεδιαστή Nikolai Nikolaevich Polikarpov, που προέκυψε από την αναθεώρηση των απόψεων για τη χρήση βομβαρδιστικών: λόγω της γερμανικής αεροπορικής υπεροχής κατά τα δύο πρώτα έτη του πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο και της ελλείψεως ταχέων, βαριά οπλισμένων, σοβιετικών συνοδευτικών, αποφασίστηκε ο βομβαρδισμός του εχθρού να επιτελείται υπό το πέπλο της νυκτός, αφού και τα πεπαλαιωμένα διπλάνα Polikarpov P-5 και P-Z αποδείχτηκαν αποτελεσματικά σε τέτοιας φύσεως αποστολές.
Έτσι ζητήθηκε η κατασκευή ενός ευμεγέθους νυκτερινού βομβαρδιστικού με καταπακτή βομβών αρκετά μεγάλη, ώστε να χωράει βάρος τεσσάρων τόνων. Ταυτοχρόνως, το κόστος του έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν μικρότερο, αφού προορίζετο για χρήση μόνο κατά την περίοδο του πολέμου. Ο συνδυασμός τέτοιων απαιτήσεων (φτηνό αεροσκάφος αλλά υψηλών προδιαγραφών) δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση. Όμως ο Polikarpov δέχτηκε να αναλάβει το project.
Έναρξη των εργασιών του νυκτερινού βομβαρδιστικού
Οι εργασίες ξεκίνησαν το Φθινόπωρο του 1941 στο Νovosibirsk, με τον προκαταρκτικό σχεδιασμό να ολοκληρώνεται τον Ιανουάριο του 1942. Θα ήταν ένα δικινητήριο αεροσκάφος με τις πτέρυγες στο επάνω τμήμα τμήμα της ατράκτου, η οποία είχε δυνατότητα μεταφοράς βομβών βάρους έως πέντε τόνων, ενώ οι κινητήρες θα ήταν Shvetsov ASh-82 ή Shvetsov M-71 ή Mikulin AM-39. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην βέλτιστη ορατότητα του πιλότου και του πλοηγού. Για το ενδεχόμενο της χρήσης του και κατά τη διάρκεια της ημέρας, απαιτήθηκε μεγάλη αυτονομία πτήσεως και αύξηση του οπλισμού του.
Στο σχεδιασμό του NB-T έπρεπε να ληφθεί υπόψιν και η σοβαρή έλλειψη πρώτων υλών, διότι τα περισσότερα από τα εργοστάσια παραγωγής αλουμινίου είχαν καταστραφεί. Διαπιστώθηκε πως η εμβέλεια και η ταχύτητα πτήσεως μπορούσαν να βελτιωθούν με τη χρήση των τετράφυλλων ελίκων SMV-14. (Στην πραγματικότητα όμως, οι συγκεκριμένες παρήχθησαν προς το τέλος του πολέμου, γιαυτό κατασκευάστηκε και δοκιμάστηκε με τρίφυλλες έλικες.) Απαιτήθηκαν επίσης νέα αμορτισέρ για το συμβατικό σύστημα προσγειώσεως, λόγω του αυξημένου βάρους του. Κατά τον ίδιον όμως τον Polikarpov, αυτό ήταν περιττό, αφού, κατά την κάθοδο και τροχοδρόμηση, το αεροσκάφος θα ήταν άδειο από βόμβες και καύσιμα. Προέκυψαν επίσης ζητήματα και με τις βάσεις στηρίξεως των βομβών, το φωτογραφικό εξοπλισμό, καθώς και με τα συστήματα επικοινωνίας και πλοηγήσεως.
Την Άνοιξη του 1942, έλαβαν χώρα διαβουλεύσεις μεταξύ τεχνικών, πιλότων, πλοηγών, μηχανικών και πυροβολητών για τις κατάλληλες επιλογές αφορούσες τον εξοπλισμό και την απλοποίηση της συντηρήσεώς του. Αυτές κατέληξαν στην ενίσχυση της δομής του, σε περίπτωση αναγκαστικής προσγειώσεως, την παρουσία συγκυβερνήτου στο πλήρωμα (όπου αυξήθηκε έτσι στα πέντε μέλη), τη θέρμανση του πιλοτηρίου και των υπολοίπων εσωτερικών χώρων, όπως και την εγκατάσταση αυτόματου πιλότου.
Γενικώς πάντως, έως το καλοκαίρι του 1942 δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το NB-T, αφού η βιομηχανία έριχνε το βάρος στην αύξηση της παραγωγής των υπαρχόντων αεροπλάνων για τις ανάγκες του Μετώπου, ενώ ταυτοχρόνως ετοιμάζονταν και άλλα καινούρια.
Η συνέχεια στο Military History