Λίγα μόνο δικινητήρια αεροσκάφη απεδείχθησαν εξέχοντα, κάνοντας τη διαφορά μεταξύ του 1939 και 1945. Το βρετανικό de Havilland DH.98 «Mosquito» και το αμερικανικό Lockheed P-38 «Lightning» βρίσκονται στην κορυφή, ακολουθούμενα από το γερμανικό Messerschmitt Bf 110, το οποίο συνέδεσε το όνομά του με αρκετές καταρρίψεις κατά τα πρώτα κυρίως χρόνια του πολέμου, και από την πληθώρα των ιαπωνικών μαχητικών όπου επέβαλαν την κυριαρχία τους στους αιθέρες του Ειρηνικού. Η σχετική λίστα συμπληρώνεται με το σοβιετικό Petlyakov Pe-2, το οποίο ξεκίνησε ως βαρύ αναχαιτιστικό μεγάλου υψομέτρου στα χρόνια που προηγήθηκαν του πολέμου, αλλά οι επακόλουθες συνθήκες το μετέτρεψαν σε αξιόλογο βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως.
Πρώτα πλάνα
Ο πρόγονος του Petlyakov Pe-2, το VI-100, ανεμένετο να αποτελέσει την απάντηση σε επικείμενη απειλή της παρουσίας βαρέων βομβαρδιστικών στους ουρανούς της Σοβιετικής Ενώσεως. Το project ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1938, υπό καθεστώς τρόμου, από τον διαπρεπή μηχανικό αεροναυπηγικής Vladimir Mikhailovich Petlyakov και μια ομάδα 50 σχεδιαστών, κρατουμένων όλων σε τεχνικό τμήμα φυλακής που ελέγχετο από τη μυστική αστυνομία του Στάλιν, την NKVD.
Το πρόγραμμα αφορούσε ένα αεροσκάφος μεγάλου υψόμετρου και μακράς εμβελείας με ισχυρό οπλισμό για τη συνοδεία των ANT-42 (Pe-8), των μοναδικών σοβιετικών τετρακινητήριων βομβαρδιστικών, σε αποστολές μεγάλων αποστάσεων. Το Ανώτατο Σοβιέτ απαιτούσε υψόμετρο 10.000 μέτρων και ταχύτητα 630 χλμ την ώρα, δίνοντας αυστηρή προθεσμία ενός έτους για την ολοκλήρωση του προγράμματος. Τον Μάϊο του 1939 ήταν έτοιμη η πρώτη μακέτα και μέχρι το τέλος του έτους, στις 22 Δεκεμβρίου, έλαβε χώρα η παρθενική του πτήση.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Η κελυφοειδής άτρακτος ήταν εξ ολοκλήρου μεταλλική και πάχους 1,5-2 χιλιοστών, κατά μέσον όρο, που κατέληγε σε διπλό κάθετο ουραίο και στηριζόταν σε συμβατικό σύστημα προσγειώσεως με ανάσυρση και των τριών τροχών. Το τριμελές πλήρωμα βρισκόταν σε δύο ξεχωριστές καμπίνες (πιλότος και πλοηγός κάθονταν με πλάτη ο ένας προς τον άλλον) τροφοδοτούμενες με αέρα από υπερσυμπιεστές που διατηρούσαν σταθερή την πίεση από τα 3.700 μέτρα και πάνω.
Έφερε σε κάθε πτέρυγα έναν υδρόψυκτο δωδεκακύλινδρο Klimov M-105 των 1.050 ίππων (ήταν η σοβιετική έκδοση των γαλλικών Hispano-Suiza 12Y). Ο οπλισμός περιελάμβανε δύο ρυγχαία πυροβόλα ShVAK των 20 χιλ. και άλλα δύο πολυβόλα ShKAS των 7,62 χιλ. Ο οπίσθιος πυροβολητής χειριζόταν ένα ακόμη πολυβόλο ShKAS ιδίου διαμετρήματος. Για αποστολές ως ελαφρύ βομβαρδιστικό υπήρχε η δυνατότητα μεταφοράς δύο βομβών των 250 κιλών ή μίας των 500 κιλών, προσαρτώμενες σε ράγες κάτω από το σταθερό τμήμα των πτερύγων. To μήκος του έφτανε τα 12,5 μέτρα, το άνοιγμα πτερύγων τα 17,1, ενώ το ύψος τα 3,5 μέτρα.
Δοκιμαστικές πτήσεις και προβλήματα
Οι πρώτες δοκιμές κατέδειξαν την αδυναμία του VI-100 να φτάσει το ανώτατο αναμενόμενο υψόμετρο, την ανεπαρκή του απόδοση επάνω από τα 5.000 μέτρα, καθώς και την αισθητή μείωση του ρυθμού ανόδου μετά τα 6.000 μέτρα. Η υψηλότερη ταχύτητα που επετεύχθη ήταν τα 538 χλμ. την ώρα σε ύψος 6.600 μέτρων εν συνόλω εικοσιτριών πτήσεων μεταξύ της 22ας Δεκεμβρίου του 1939 και της 10ης Απριλίου του 1940.
Συν τοις άλλοις, ένα ατύχημα σε κάποια αναγκαστική προσγείωση το καθήλωσε στο έδαφος για 122 ημέρες μέχρι το πέρας των εκτεταμένων επισκευών. Κατόπιν, οι δοκιμές συνεχίστηκαν στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Αεροπορίας του Κόκκινου Στρατού. Σε κάποια από τις πτήσεις, το πιλοτήριο τυλίχθηκε στις φλόγες λόγω κάποιας διαρροής στο σύστημα καυσίμων και προκλήσεως σπινθήρος στο διακόπτη. Στον γρήγορο ρυθμό της σχεδόν κατακόρυφης καθόδου για προσγείωση με τον πιλότο τυφλωμένο από τους καπνούς, το αεροσκάφος αναπήδησε πολύ απότομα και αδέξια στο έδαφος με αποτέλεσμα σημαντικές ζημιές και τον τραυματισμό του πληρώματος.
Αξιολόγηση και κατάληξη
Οι δοκιμές συνεχίστηκαν με άλλο πρωτότυπο και έφτασαν το σύνολο των 34 πτήσεων. Παρά τα διάφορα προβλήματα, το VI-100 ικανοποίησε σε γενικές γραμμές, με μοναδική εξαίρεση την ταχύτητά του σε διαφορετικά ύψη. Τα δεδομένα είχαν αλλάξει εν τω μεταξύ, καθότι η Πολεμική Αεροπορία του Κόκκινου Στρατού επιθυμούσε την ταχεία αντικατάσταση προγενεστέρων αεροσκαφών, των αρχών της δεκαετίας του 1930 (όπου μέχρι την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήδη θεωρούνταν παρωχημένα) για τις μονάδες πρώτης γραμμής. Τώρα απαιτείτο ένα καινούριο αεροπλάνο με την ιδιότητα του βομβαρδιστικού καθέτου εφορμήσεως. Στην ίδια σχεδιαστική ομάδα ανετέθη και το νέο project της μετατροπής του VI-100 σε PB-100, το οποίο εξελίχθηκε κι άλλο για να ολοκληρωθεί τελικώς εντός του πολέμου με το άκρως επιτυχημένο και αξιόπιστο Petlyakov Pe-2.