Η Ελλάδα και η Τουρκία πρέπει να ενισχύσουν την οικονομική τους συνεργασία και να τονώσουν το διμερές εμπόριο, υπογράμμισε ο Αντνάν Πολάτ, Πρόεδρος του Επιχειρηματικού Συμβουλίου Τουρκίας-Ελλάδας, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και τη Λίλα Χοτζόγλου.
«Το τρέχον διμερές εμπόριο ανέρχεται περίπου στα 5,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Υπάρχει διάθεση να αυξηθεί. Το κράτος έχει θέσει σε εφαρμογή τους κανονισμούς και οι επιχειρηματίες είναι έτοιμοι να συμβάλουν σε αυτό», είπε ο Πολάτ και προσθέτει: «Το διμερές εμπόριο της Ελλάδας και της Τουρκίας με άλλες χώρες εκτιμάται περίπου στα 500 δις δολάρια. Άρα τα 5,7 δις δολάρια μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι ελάχιστα. Πρέπει να το ενισχύσουμε και μπορούμε να το κάνουμε».
Ο Τούρκος επιχειρηματίας βλέπει περιθώρια συνεργασίας σε μια σειρά από τομείς όπως ο τουρισμός, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η αγροτική βιομηχανία, οι κατασκευές, ο πολιτισμός, ο αθλητισμός και οι μεταφορές. «Για παράδειγμα», όπως είπε χαρακτηριστικά, «πριν από χρόνια ξεκίνησε απευθείας σιδηροδρομική σύνδεση μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Θεσσαλονίκης και μετά σταμάτησε. Πρέπει να πιέσουμε τα δύο κράτη να την επανεκκινήσουν».
Ο Πρόεδρος του Επιχειρηματικού Συμβουλίου Τουρκίας-Ελλάδας τόνισε τη σημασία ανάπτυξης της βιομηχανίας τροφίμων και της γεωργίας των δύο χωρών χάρη στη γεωστρατηγική τους θέση. Ανέφερε μάλιστα το παράδειγμα μιας μικρής χώρας, όπως η Ολλανδία, για να δείξει τις προοπτικές που υπάρχουν στον κλάδο. «Η Ολλανδία είναι μια μικρή χώρα που έχει εξελιχθεί όμως σε μία από τις μεγαλύτερες εξαγωγούς αγροδιατροφικών προϊόντων, καθώς χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της για αγροτική παραγωγή. Σίγουρα μπορούμε να το κάνουμε και μπορούμε να το κάνουμε πολύ καλύτερα».
Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη για επενδύσεις σε ακίνητα, ιδίως μετά τον σεισμό στη νότια Τουρκία το περασμένο έτος που κόστισε τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους.
Όσον αφορά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ο Πολάτ τόνισε τη σημασία της υδροηλεκτρικής, αιολικής και ηλιακής ενέργειας. «Η ηλιακή ενέργεια στις χώρες μας είναι πιο παραγωγική από ό,τι στις βόρειες χώρες. Μια επένδυση 1 δισ. δολαρίων στην Ελλάδα και την Τουρκία, παράγει 1,6 δισεκατομμύρια κιλοβάτ (KW), ενώ η αντίστοιχη επένδυση στη Γερμανία δεν θα ξεπεράσει τα 1,0 δισεκατομμύρια κιλοβάτ (KW). Πρέπει να αποδεσμευτούμε από τη χρήση πετρελαίου και να προστατεύσουμε τη γη μας».
Ο Πολάτ επανέλαβε τον κρίσιμο γεωστρατηγικό ρόλο και των δύο χωρών. «Το Αιγαίο είναι ένας από τους σημαντικότερους αιολικούς διαδρόμους στον κόσμο. Μπορούμε να κάνουμε πολλά με την πράσινη ενέργεια εκεί. Στην τουρκική πλευρά του Αιγαίου, παράγεται το 70% της αιολικής (μας) ενέργειας. Στην Ελλάδα, ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τα νότια, συμπεριλαμβανομένων των νησιών, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε αιολική ενέργεια, που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να εισάγετε προϊόντα πετρελαίου και δεν χρειάζεται να ξοδέψετε χρήματα σε πετρελαιοειδή. Επομένως, αυτά τα κεφάλαια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ευημερία του λαού», υπογράμμισε ο Πολάτ, τονίζοντας τη σημασία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Το Αιγαίο, όπως δήλωσε, είναι πολύ σημαντικό και για τον τουρισμό που αποτελεί μία από τις βασικότερες πηγές εσόδων των δύο χωρών. «Έχω επισκεφτεί περισσότερες από 100 χώρες και όλες τις ηπείρους και δεν έχω δει άλλο μέρος σαν το Αιγαίο. Τα τελευταία 40 χρόνια έχω επισκεφτεί σχεδόν όλα τα νησιά του Αιγαίου. Η ακτογραμμή της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι μοναδική και πρέπει να την προστατεύσουμε. Θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε από κοινού ένα έργο για την προστασία της που θα ενισχύσει παράλληλα τα τουριστικά έσοδα και για τα δύο κράτη».
Όπως εξήγησε, μολυσμένα ύδατα μεταφέρονται από τον Δούναβη μέσω της Γερμανίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Μαύρης Θάλασσας, στον Βόσπορο και καταλήγουν στο Αιγαίο Πέλαγος. «Ως εκ τούτου, πρέπει να προστατεύσουμε τη Θάλασσα μας, καθώς η Θάλασσα είναι πολύτιμη και για τις δύο χώρες».
Ο Τούρκος επιχειρηματίας και πρόεδρος της Polat Holding τόνισε την ανάγκη να αναπτυχθούν από κοινού οι δύο χώρες. «Οι Έλληνες και οι Τούρκοι πρέπει να οδηγήσουν τις χώρες τους πολύ ψηλότερα από εκεί που βρίσκονται. Τους αξίζουν καλύτερα».
Ερωτηθείς αν Ελλάδα και Τουρκία είναι χώρες φιλικές σε επενδύσεις, απάντησε: «Φυσικά και είναι. Είναι θέμα πρόθεσης. Σχεδιάζουμε να επενδύσουμε στην Ελλάδα και έχω Έλληνες φίλους που σχεδιάζουν να επενδύσουν στην Τουρκία».
Αναφέρθηκε επίσης σε συμφωνία που έχει συνάψει με μη κερδοσκοπικό οργανισμό, με στόχο την ενίσχυση του εμπορίου μεταξύ Ουγγαρίας, Ελλάδας και Τουρκίας. «Όταν ξεκίνησα πριν από 7 χρόνια, ο όγκος του εμπορίου μεταξύ της Τουρκίας και της Ουγγαρίας ήταν περίπου 300 εκατ. και τώρα έχει ξεπεράσει το ένα δισ. Έχει τριπλασιαστεί και ο πιο σημαντικός παράγοντας ήταν το γεγονός ότι οι δύο επιχειρηματικοί κόσμοι ήρθαν σε επαφή και γνώρισαν ο ένας τον άλλον καλύτερα. Πιστεύω ότι η τουρκική και η ελληνική κοινότητα, που γνωρίζονται ήδη πολύ καλά, θα αυξήσουν τις εμπορικές σχέσεις τους και θα πετύχουν τον στόχο για διμερές εμπόριο ύψους 10 δισ. δολαρίων που έχουν θέσει ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Επιπλέον, θεωρώ τον στόχο των 10 δισ. δολαρίων ως ένα βραχυπρόθεσμο ορόσημο, το οποίο είμαστε έτοιμοι να ξεπεράσουμε», σημείωσε.
Ο Τούρκος επιχειρηματίας, ο οποίος μίλησε στο περιθώριο του Ελληνο-Τουρκικού Φόρουμ Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Ακαδημαϊκών, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη, υπογράμμισε ότι τα μέσα ενημέρωσης έχουν τη δύναμη να πείσουν τις νεότερες γενιές πως Έλληνες και Τούρκοι έχουν μηδενικά προβλήματα μεταξύ τους και πρέπει να προσεγγίσουν θετικά τη σχέση τους.