Το Nakajima J1N, στο οποίο αργότερα οι Αμερικανοί προσέδωσαν την κωδική ονομασία «Irving», σχεδιάστηκε αρχικά για μεγάλης εμβέλειας επιχειρήσεις εναντίον κινεζικών στόχων. Τελικά όμως λειτούργησε ως αναγνωριστικό αεροσκάφος, ενώ αργότερα ως νυχτερινό μαχητικό, όπου και έγινε γνωστό ως Gekko «Σεληνόφως».
Λίγο μετά το ξέσπασμα του Δευτέρου Σινο-Ιαπωνικού Πολέμου (1937–1945), το ιαπωνικό ναυτικό άρχισε να ανακαλύπτει τις δυσκολίες μάχης σε μια τόσο απέραντη χώρα, αποδίδοντας τις όποιες αποτυχίες στα βομβαρδιστικά που υποχρεούνταν να επιχειρούν πέραν της εμβέλειας των μονοθέσιων μαχητικών τους, κυρίως των Mitsubishi A5M. Η λύση του προβλήματος θεώρησαν πως θα ήταν η κατασκευή ενός νέου μαχητικού με δυνατότητα συνοδείας των βομβαρδιστικών μέχρι τον τελικό τους στόχο.
Κατασκευή και προβλήματα των δύο πρώτων πρωτοτύπων J1N1
Tο 1938, το ιαπωνικό ναυτικό εξέδωσε τις προδιαγραφές για αυτό που επιζητούσε: ένα τριθέσιο δικινητήριο με αυτονομία έως τα 1.500 μίλια, τελική ταχύτητα τα 322 μίλια την ώρα, ευελικτική ικανότητα για την αντιμετώπιση των εχθρικών μονοθέσιων μαχητικών και οπλισμό πυροβόλων επιθετικού και αμυντικού σκοπού. Κοινώς, επιθυμούσε μια βελτιωμένη έκδοση του γαλλικού Potez 63, ή ακόμη και του Potez 631, του καλύτερου αεροσκάφους του είδους του πριν από την ήττα της Γαλλίας, το οποίο έφτανε σε τελική ταχύτητα τα 275 μίλια την ώρα και είχε εμβέλεια 758 μιλίων.
Επικεφαλής της ομάδας σχεδιασμού του Nakajima ήταν ο Katsuji Nakamura. Το πρώτο πρωτότυπο J1N1 τροφοδοτείτο από δύο δεκατετρακύλινδρους αερόψυκτους αστεροειδείς κινητήρες διπλής σειράς Sakae των 1.130 ίππων. Στο ένα πτερύγιο είχε προσαρμοστεί ένας Sakae 21, ενώ το άλλο έφερε έναν Sakae 22 για τη μείωση της ροπής στρέψεως. Στο ρύγχος έφερε ένα πυροβόλο 20 χιλιοστών και δύο πολυβόλα 7,7 χιλιοστών, ενώ πίσω από το πιλοτήριο τοποθετήθηκαν άλλα δύο, επίσης των 7,7 χιλιοστών. Το Μάϊο του 1941 πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση, αλλά η κακή του ευελιξία κατέστησε αναγκαστικές τις τροποποιήσεις των πτερύγων του δευτέρου πρωτοτύπου. Οι νέες δοκιμές ξεκίνησαν τον Αύγουστο του ιδίου έτους, αλλά και πάλι το αεροπλάνο δεν ενθουσίασε με τα αποτελέσματα. Οι κινητήρες αντίθετης περιστροφής αποδείχτηκαν προβληματικοί, ενώ το σύστημα στοχεύσεως των οπίσθιων πυροβόλων αναποτελεσματικό. Ναι μεν το δεύτερο πρωτότυπο ήταν αισθητά πιο ευκίνητο, αλλά όχι τόσο ώστε να αντιμετωπίζει επιτυχώς τα εχθρικά μονοθέσια. Σε παράλληλες δοκιμαστικές πτήσεις με το Mitsubishi A6M2, το Nakajima J1N υστερούσε σε όλα πλην της εμβέλειας. Έτσι τον Οκτώβριο του 1941, το νέο δικινητήριο αεροσκάφος έχασε την ιδιότητα του μαχητικού.
Η γέννηση του αναγνωριστικού J1N1-C
Ωστόσο, το ιαπωνικό ναυτικό συνειδητοποίησε ότι ο συνδυασμός μεγάλης αυτονομίας και ικανοποιητικής τελικής ταχύτητας θα μπορούσε να το καταστήσει πιο ωφέλιμο με διαφορετικό τρόπο. Το Nakajima J1N1 τελούσε ήδη υπό κατασκευή, όταν δόθηκε η εντολή μετατροπής ενός από αυτά σε αναγνωριστικό για περαιτέρω δοκιμές. Έτσι, η εταιρεία εστίασε στην ελάττωση του βάρους και τη βελτίωση της αξιοπιστίας του. Αφαίρεσε όλον τον οπλισμό του, προσέθεσε ένα οπλοπολυβόλο 13 χιλιοστών πίσω από το cockpit, μείωσε τη χωρητικότητα καυσίμου κατά 125 γαλόνια και τοποθέτησε δύο αποσπώμενες δεξαμενές των 72,6 γαλονιών κάτω από τις πτέρυγες. Η άτρακτος επανασχεδιάστηκε, χωρίζοντας το πιλοτήριο σε δύο τμήματα με τον πιλότο και το χειριστή ασυρμάτου/πυροβολητή στο μπροστινό και τον πλοηγό/παρατηρητή πιο πίσω. Η συνολική αξιοπιστία του επίσης βελτιώθηκε, αντικαθιστώντας τον Sakae 22 με έναν δεύτερο Sakae 21.
Μετά τις μετατροπές, δόθηκε το πράσινο φως για μαζική παραγωγή τον Ιούλιο του 1942 ως αεροπλάνο αναγνώρισης. 54 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν μεταξύ Απριλίου του 1942 και Μαρτίου του 1943, με το πρώτο να τίθεται σε αποστολή το φθινόπωρο του 1942. Όταν οι σύμμαχικές δυνάμεις είδαν για πρώτη φορά το J1N1-C πάνω από τα Νησιά Σολομώντος, θεώρησαν εσφαλμένα πως πρόκειται για μαχητικό και έτσι του έδωσαν το κωδικό όνομα «Irving». Αργότερα, το αεροσκάφος επανασχεδιάστηκε ως J1N1-R, αντικαθιστώντας το οπλοπολυβόλο των 13 χιλιοστών με πυροβόλο 20 χιλιοστών σε σφαιρικό πυργίσκο.
Το πλέον δημοφιλές όλων, J1N1-S Gekko
Η ιδέα που οδήγησε στην καινούρια μετατροπή του J1N1-C σε νυχτερινό μαχητικό οφείλεται στον Yasuna Kozono, διοικητή μονάδας στη Ραμπαούλ της νήσου Νέας Βρετανίας. Ένα αεροσκάφος τροποποιήθηκε για μια υποσχόμενη δοκιμή την Άνοιξη του 1943, με την προσθήκη δύο πυροβόλων των 20 χιλιοστών στη θέση του παρατηρητού στραμμένα προς τα εμπρός σε γωνία 30 μοιρών και άλλα δύο πλήρους περιστροφής τοποθετημένα στο κάτω μέρος της ατράκτου. Το νέο αυτό πρωτότυπο – το οποίο πήρε το κωδικό όνομα J1N1-C ΚΑΙ – κατάφερε να καταρρίψει δύο αμερικανικά βαρέα βομβαρδιστικά Β-24 Liberators και, ως αποτέλεσμα, το ναυτικό προχώρησε στις 11 Αυγούστου του 1943 στην παραγωγή του J1N1-S Gekko (κάποια έφεραν δυνατό αναγνωριστικό φακό στο ρύγχος ενώ σε άλλα τοποθετήθηκε ραντάρ).
Η συγκεκριμένη έκδοση παρήχθη σε αριθμούς σαφώς μεγαλύτερους από αυτήν του αναγνωριστικού. Συνολικά 183 Gekko κατασκευάστηκαν μεταξύ Απριλίου του 1943 και Μαρτίου του 1944, ενώ άλλα 240 ακολούθησαν έως το Δεκέμβριο του 1944. Η συνολική παραγωγή όλων των τύπων του Nakajima J1N ανήλθε στα 479 αεροσκάφη, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν μαχητικά.
Αν και το νυχτερινό μαχητικό Gekko υπήρξε αρκετά αποτελεσματικό σε επιθέσεις εναντίον των Β-24 Liberators, δε συνέβη το ίδιο και με τα γρηγορότερα B-29 Superfortresses. Συνήθως μπορούσε να πραγματοποιήσει μονές επιθέσεις σε κάθε ένα από αυτά, πριν βγει από την εμβέλειά του, αλλά και πάλι ήταν σχεδόν απίθανο να το καταρρίψει.
Κατά τη διάρκεια του 1945 έως τη λήξη του πολέμου, διάφορα Nakajima J1N, όπως και πολλά άλλα διαθέσιμα τότε ιαπωνικά αεροσκάφη, χρησιμοποιήθησε σε αποστολές καμικάζι, μεταφέροντας ως επί το πλείστον δύο βόμβες των 550 λιβρών προσδεδεμένες στις πτέρυγες.
Μόνο ένα αεροσκάφος επιβίωσε ως τις μέρες μας και βρίσκεται στο Smithsonian National Air and Space Museum της Βιρτζίνια: https://npg.si.edu/object/nasm_A19600338000