Η Πολεμική Αεροπορία βρίσκεται -ξανά- σε μια κρίσιμη καμπή, καθώς καλείται να εξασφαλίσει την αεροπορική υπεροχή της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο σε μια εποχή γεωπολιτικών ανακατατάξεων και τεχνολογικών εξελίξεων.
Ήδη, η χώρα διαθέτει 24 μαχητικά Rafale F3R σε υπηρεσία, ένα σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της αποτρεπτικής της ισχύος. Παράλληλα, έχει παραγγείλει 20 μαχητικά F-35A 5ης γενιάς από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα οποία αναμένεται να ενισχύσουν περαιτέρω τις δυνατότητές της, χάρη στην τεχνολογία stealth που τα καθιστά σχεδόν αόρατα στα εχθρικά ραντάρ.
Ωστόσο, το μέλλον δεν είναι απαλλαγμένο από προκλήσεις και αβεβαιότητες, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των σχέσεων με τις ΗΠΑ, υπό τη νέα, ριζοσπαστικής και συναλλακτικής νοοτροπίας, ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και τις στρατηγικές επιλογές που καλείται να κάνει η Ελλάδα για την ενίσχυση της αμυντικής της αυτονομίας.
Το γαλλικό μη επανδρωμένο “συνοδευτικό” του Rafale θα είναι διπλάσιο του nEUROn
Τα Rafale F3R που ήδη πετούν με τα ελληνικά χρώματα αποτελούν μια ακριβή σε αγορά και συντήρηση μεν, αξιόπιστη δε πλατφόρμα, ικανή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σύγχρονου πεδίου μάχης πάνω από το Αιγαίο, και κυρίως, πάνω από την Ανατολική Μεσόγειο. Ενώ η απόφαση για την απόκτησή τους από τη γαλλική Dassault σηματοδότησε την προσέγγιση της Ελλάδας προς την ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία, ενισχύοντας παράλληλα τις σχέσεις με τη Γαλλία.
Τα μαχητικά αυτά, αν και κατατάσσονται ως 4,5 γενιάς, διαθέτουν προηγμένα συστήματα αισθητήρων, ικανότητα ανάληψης πολλαπλών ρόλων, υψηλή ταχύτητα και μεγάλη δυνατότητα μεταφοράς φορτίου, καθιστώντας τα ιδανικά για τις συνθήκες του Αιγαίου.
Αλλαγή κινητήρα γαλλικού Rafale F3R, συντήρηση κοντά στην πρώτη γραμμή
Με τη σειρά της, η παραγγελία των 20 F-35A είναι κίνηση που αποσκοπεί να φέρει την Ελλάδα στο επίπεδο των πιο προηγμένων αεροπορικών δυνάμεων παγκοσμίως, με αγορά αεροσκαφών 5ης γενιάς, κάτι που σε επίπεδο τεχνολογίας η χώρα μας πάντα -έστω με δυσκολίες- τα είχε καταφέρει. Δηλαδή η Αεροπορία μας είχε προμηθευθεί κάθε επόμενη “γενιά” τεχνολογικής εξέλιξης μαχητικών και το ίδιο συνεχίζει να κάνει και τώρα.
Έτσι το F-35, ως 5ης γενιάς, με τεχνολογία stealth, μπορεί να διεισδύει σε εχθρικό εναέριο χώρο χωρίς να ανιχνεύεται, για να πλήξει κρίσιμους στόχους, π.χ. συστήματα αεράμυνας, όπως τα ρωσικής κατασκευής S-400 που διαθέτει η Τουρκία. Μπορεί επίσης να βάλλει πρώτο κατά εχθρικών μαχητικών που θα τα έχει εντοπίσει από μεγάλη απόσταση, παραμένοντας “αθέατο”, μακριά από την ακτίνα εντοπισμού κάθε γνωστού εναέριου ραντάρ μέχρι σήμερα. Τέλος, το F-35 μπορεί να συντονίζει το πεδίο της αεροναυτικής μάχης, δρώντας ως κόμβος που γύρω του διασυνδεόνται άλλα οπλικά συστήματα.
Παρόλα αυτά, η επένδυση στα F-35 δεν είναι χωρίς απαιτήσεις, ζητά και αυτή σημαντικά κονδύλια και απαιτεί τη μέγιστη εγρήγορση του χρήστη. Και ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που ανακύπτουν είναι η διαθεσιμότητα ανταλλακτικών, οι αναβαθμίσεις λογισμικού (που είναι συχνές) και γενικότερα η συστηματική υποστήριξη, για μια τόσο πολύπλοκη πτητική μηχανή. Θέματα, που μας δεσμεύουν με τις ΗΠΑ, που διαχειρίζεται το όλο πρόγραμμα του JSF.
Εδώ η πολιτική του «America First» που πρεσβεύει ο Τραμπ ενδέχεται να οδηγήσει σε προτεραιότητα των αμερικανικών συμφερόντων έναντι των συμμάχων των ΗΠΑ. Με αποτέλεσμα καθυστερήσεις ή ακόμη και περιορισμούς στην παράδοση κρίσιμων υλικών, αν η Ελλάδα “πρέπει να πιεστεί” για να κάνει όσα ζητήσει ο Λευκός Οίκος. Μπορεί κάποιοι από τους αναγνώστες μας να “χαίρονται” για τη σημερινή αμερικανική πίεση προς το Κίεβο, αλλά το ίδιο μπορεί να γίνει και σε αντίστοιχη ελληνική περίπτωση, κρίσης με την Τουρκία.
Είναι δεδομένο πάντως πως η εξέλιξη της τεχνολογίας και οι απειλές που προκύπτουν από την Τουρκία, η οποία επενδύει σε προηγμένα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας όπως και εγχώρια προγράμματα μαχητικών (από το ελαφρύ Hurjet στο βαρύ δικινητήριο Kaan), καθιστούν αναγκαία την περαιτέρω ενίσχυση της Πολεμικής Αεροπορίας.
Έτσι το Rafale προβάλλει ως μια σταθερή γεωπολιτικά – για την εποχή- εξοπλιστική επιλογή. Ιδιαίτερα μάλιστα αν η Ελλάδα επενδύσει στις νέες και μελλοντικές εκδόσεις του, όπως σήμερα το F4 ή ακόμη και το πιο μακρινό F5. Παρόλο που αυτές δεν θα φτάσουν το επίπεδο του F-35, λόγω της σχεδιαστικής τους βάσης που παραμένει στην 4η γενιά, η Dassault Aviation εργάζεται για να ενισχύσει τις δυνατότητές τους με καινοτόμες λύσεις. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες είναι η ανάπτυξη του «loyal wingman», ενός stealth μη επανδρωμένου αεροσκάφους, που θα συνοδεύει τα Rafale σε αποστολές.
ΑΠΟΨΗ: Πότε (δεν) θα ξαναπάρει νέα Rafale η Πολεμική Αεροπορία;
Έτσι το γαλλικό loyal wingman, σημαντικά μεγαλύτερο από το μη επανδρωμένο επίδειξης τεχνολογίας nEUROn, θα λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος για το μαχητικό. Με αυτόν τον τρόπο, το Rafale θα μπορεί να αντιμετωπίσει προκλήσεις που μέχρι πρότινος απαιτούσαν μαχητικά 5ης γενιάς.
Ακόμη αναμένεται πως σύντομα θα διατεθούν ευρωπαϊκά κεφάλαια, μέσω του προγράμματος ReArm Europe, για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας των κρατών-μελών. Τα οποία θα κατευθυνθούν για αγορά ευρωπαϊκών όπλων, οπότε παρουσιάζεται ευκαιρία χρηματοδότησης εξοπλισμών για την Ελλάδα. Και προφανώς η Γαλλία θα στηρίξει την Ελλάδα στην εξασφάλιση κονδυλίων για την αγορά περισσότερων Rafale.
ThinkOutOfTheBox: Διθέσια Rafale σε ρόλους ειδικών αποστολών για την Πολεμική Αεροπορία
Πέρα από τα οικονομικά πλεονεκτήματα, μια περαιτέρω επένδυση στο Rafale, θα ενισχύσει και τη γεωστρατηγική μας σχέση με τη Γαλλία, ενώ εφόσον… “είμαστε σοβαροί” θα πρέπει να διεκδικήσουμε ένα μερίδιο παραγωγής. Ειδικά του “loyal wingman”, καθώς στο αρχικό nEUROn είχε συμμετοχή και η ΕΑΒ, κάτι που μπορεί να συνεχίστει και να επεκταθεί και σε άλλες εγχώριες βιομηχανίες.
Η Ελλάδα έχει άλλωστε αποδείξει ότι μπορεί να συμμετέχει σε σύνθετα αεροπορικά προγράμματα, όπως έχει ήδη κανει με κατασκευή τμημάτων για τα F-16 και τα C-130, αλλά και τον εκσυγχρονισμό των Mirage 2000-5Mk2 και εκείνον των F-16V. Οπότε μπορεί να αξιοποιήσει αυτή την εμπειρία για να γίνει εταίρος σε ένα ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα.
Μια τέτοια πιλογή, δεν σημαίνει ότι τα F-35 που έχουν ήδη παραγγελθεί παραμερίζονται. Αντιθέτως, η Ελλάδα πρέπει να διατηρήσει έναν στόλο τόσο εξελιγμένων μαχητικών για αποστολές υψηλού κινδύνου, όπου η τεχνολογία stealth είναι απαραίτητη. Αλλά σταδιακά, συμπληρώνοντας τον αεροπορικό της στόλο με επόμενες εκδόσεις του Rafale. Με αυτόν τον τρόπο, η Πολεμική Αεροπορία θα διατηρούσε ένα ισορροπημένο μείγμα μαχητικών πολύ υψηλών δυνατοτήτων και με αξιόλογη -εφόσον το διεκδικήσει- εγχώρια συμμετοχή βιομηχανικού έργου και μεταφοράς τεχνογνωσίας, σε ευρωπαϊκό πλαίσιο κοινής άμυνας.