Το McDonnell XP-67 «Bat» ή «Moonbat», ήταν ένα εξαιρετικά καινοτόμο μονοθέσιο αναχαιτιστικό με μεγάλη αυτονομία πτήσεως, το οποίο προοριζόταν για την Αεροπορία Στρατού των ΗΠΑ. Το μήκος του ήταν 13,65 μέτρα, το ύψος του 4,80 και το άνοιγμα πτερύγων 16,76. Αν και οι λεπτομέρειες του project είχαν δουλευτεί αρκετά, το δικινητήριο δεν μπόρεσε ποτέ να πιάσει τα αναμενόμενα επίπεδα απόδοσης λόγω σοβαροτάτων μηχανολογικών προβλημάτων. Το πρόγραμμα τελικώς ακυρώθηκε, επειδή το μοναδικό πρωτότυπο καταστράφηκε από πυρκαγιά.
Σχεδιασμός και ανάπτυξη
Ήταν το 1940, όταν το Σώμα Αεροπορίας Στρατού των ΗΠΑ εξέδωσε τις προδιαγραφές για τη δημιουργία ενός αναχαιτιστικού βομβαρδιστικών υψηλής ταχύτητας, μακράς εμβελείας και μεγάλου υψόμετρου. Από τις συνολικά 23 προτάσεις που κατατέθηκαν, αυτή της McDonnell Aircraft κατέλαβε την 21η. Ωστόσο, το φουτουριστικό σχέδιό της τράβηξε την προσοχή του επιτελείου που αποφάσισε να της δώσει την ευκαιρία να το επαναπαρουσιάσει με αρκετές μετατροπές.
Οι μηχανικοί της εταιρείας κατέθεσαν το νέο σχέδιο στις 24 Απριλίου του 1941, υποσχόμενοι πως το αεροσκάφος θα έφτανε τη ταχύτητα των 760 χλμ. την ώρα. Το Σεπτέμβριο, η USAAF υπέγραψε με τη McDonnell συμβόλαιο για την παράδοση δύο πρωτοτύπων που θα ονομάζονταν XP-67. Το συμπιεσμένο κόκπιτ που θα διέθετε, ήταν κάτι καινούριο για τα δεδομένα της εποχής. Αρχικώς είχε συζητηθεί ο εξοπλισμός του με έξι πολυβόλα των 12,7 χιλ και τέσσερα πυροβόλα των 20 χιλ. Τελικώς κατέληξαν σε έξι πυροβόλα των 37 χιλ. και ένα ακόμη των 75 χιλ. Η τροφοδοσία θα παρείχετο από δύο δωδεκακύλινδρους Continental XIV-1430-1 με τούρμπο στροβιλοσυμπιεστές D-23 της General Electric.
Ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αεροδυναμικών δοκιμών ξεκίνησε από τη McDonnell σε συνεργασία με την NACA και το Πανεπιστήμιο του Ντιτρόιτ. Σημειωτέον πως η εταιρεία ποτέ μέχρι τότε δεν είχε ολοκληρώσει κάποιο project. Ο ίδιος ο James McDonnell, με σπουδές στο Princeton και το M.I.T. της Μασαχουσέτης, είχε σχεδιάσει ένα αεροσκάφος με κοινά χαρακτηριστικά ως αρχιμηχανικός της Glenn Martin Aircraft Company, αλλά εκείνο δεν πέταξε ποτέ.
Το αναβαθμισμένο σχέδιο απαιτούσε την εφορμογή νέων τεχνικών κατασκευής. Οι αρχικές δοκιμές θα αποκάλυπταν και τα πρώτα προβλήματα, με βασικότερο το σύστημα ψύξης των κινητήρων, κάτι που ουδέποτε επιλύθηκε αποτελεσματικά. Δυσκολίες υπήρξαν και στη διάθεση των πειραματικών ακόμη Continental, λόγω των αυξημένων απαιτήσεων παραγωγής κατά τον πόλεμο.
Δοκιμαστικές πτήσεις
Το XP-67 ήταν έτοιμο για δοκιμές εδάφους τον Δεκέμβριο του 1943. Εφοδιάστηκε με τους προαναφερόμενους κινητήρες, αλλά όχι με το συμπιεσμένο κόκπιτ και τον οπλισμό. Πολύ νωρίς όμως έπιασε φωτιά λόγω προβλήματος που ξεκίνησε από τις σωληνώσεις των εξατμίσεων. Μετά από τις σχετικές επισκευές, πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση τον Ιανουάριο του 1944 για έξι μόνο λεπτά, αφού νέα προβλήματα προέκυψαν με τους κινητήρες και οδήγησαν σε αναγκαστική προσγείωση.
Οι μηχανικοί προχώρησαν σε διορθώσεις και το αεροσκάφος βρέθηκε στον αέρα δύο ακόμη φορές. Στην τέταρτη συνολικά πτήση, τα μηχανολογικά προβλήματα επανεμφανίσθησαν καθιστώντας σαφή την αδυναμία των κινητήρων οι οποίοι παρείχαν ισχύ μόνο 1.060 αντί 1.350 ίππων. Το θέμα όμως είναι πως η Continental κατασκεύασε απλώς ότι της είχε παραγγελθεί: έναν ανεστραμμένο V-12 μικρού κυβισμού και μικρής μετωπικής επιφάνειας (τεχνολογία του πρώτου ακόμη Παγκοσμίου Πολέμου). Όμως τα μακράς εμβέλειας αεροσκάφη, τα βαρέα μαχητικά και βομβαρδιστικά χρειάζονταν τουλάχιστον 2.000 ίππους από κάθε κινητήρα.
Λόγω των καθυστερήσεων στις παραδόσεις των XIV-1430-1 και τη μειωμένη τους απόδοση, ο McDonnell άρχισε συζητήσεις για την αντικατάστασή τους είτε με Allison είτε με Merlin της Rolls Royce, υποσχόμενος άνοδο της μεγίστης ταχύτητας στα 805 χλμ/ώρα. Ωστόσο, η Αεροπορία Στρατού απάντησε ζητώντας βελτιώσεις και περισσότερες δοκιμές επί τη βάσει του σχεδίου και των προδιαγραφών που εμπερικλείονταν στην υπογεγραμμένη συμφωνία. Με τα νέα τεστ αεροδυναμικής, το ουραίο τμήμα σηκώθηκε ελαφρώς πιο πάνω, ενώ το ζήτημα καινούριων κινητήρων δεν ευόδωσε.
Η άσχημη κατάληξη
Τον Μάιο του 1944 ξεκίνησαν νέες δοκιμαστικές πτήσεις, με τους πιλότους να μένουν ικανοποιημένοι από το θάλαμο διακυβέρνησης και το χειρισμό. Η αναφορά τους όμως εστίαζε στο θέμα των ανεπαρκών κινητήρων και την απώλεια στήριξης που οφειλόταν κατά πολύ στο σχεδιασμό της McDonnell. Έτσι, αρνήθηκαν να θέσουν το πρωτότυπο σε έλεγχο περιστροφών, θεωρώντας δεδομένη την αποτυχία, αφού έθετε σε σοβαρό κίνδυνο και την ίδια τους τη ζωή. Παρά την εν γένει θετική αξιολόγησή τους για το μαχητικό, οι ικανότητες ελιγμών του θεωρήθηκαν υποδεέστερες από αυτές άλλων εν ενεργεία αεροσκαφών, όπως του P-51 Mustang.
To πρωτότυπο επεστράφη στο εργοστάσιο, όπου έγιναν διορθώσεις επάνω στο σύστημα ψύξης. Όμως οι κινητήρες εξακολούθησαν να υπερθερμαίνονται εύκολα και να αποδίδουν μειωμένη ισχύ. Η μέγιστη ταχύτητα των 652 χλμ που κατάφερε να φτάσει, ήταν σαφώς κατώτερη από την αναμενόμενη. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1944, οι κινητήρες έπιασαν φωτιά σε νέα δοκιμαστική πτήση, και ο πιλότος προέβη σε αναγκαστική προσγείωση. Ο ίδιος σώθηκε, αλλά οι φλόγες που επεκτάθηκαν σε όλο το πίσω τμήμα της ατράκτου προκάλεσαν ανυπέρβλητες ζημιές στο αεροσκάφος.
Eν των μεταξύ, η Luftwaffe είχε στρέψει την προσοχή της αποκλειστικά στα μαχητικά, οπότε η ανάγκη των συμμάχων για την αναχαίτιση γερμανικών βομβαρδιστικών αποτελούσε πλέον παρελθόν. Έτσι, στις 13 Σεπτεμβρίου το επιτελείο της Αεροπορίας Στρατού ακύρωσε το πρόγραμμα, καταλήγοντας στο ότι το XP-67 δεν είχε να προσφέρει κάτι παραπάνω από όσα τα υπάρχοντα αεροσκάφη.