Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ.
Μέρος B’
Μετά την ενημέρωση που έλαβε από τον εισαγγελέα Φρίτς Μπάουερ, ο ιδρυτής και πρώτος διοικητής της Μοσάντ, Ισέρ Χαρέλ, επιστράτευσε τον πράκτορα Γιοέλ Γκορέν, ο οποίος είχε περάσει αρκετά χρόνια στη Λατινική Αμερική και μιλούσε εξαίσια τη γλώσσα, για την επαλήθευση των πληροφοριών. Τον Ιανουάριο του 1958 εστάλη στο Μπουένος Άϊρες, προειδοποιούμενος για την κρισιμότητα της αποστολής, ώστε ο Άϊχμαν να μη ξεφύγει εκ νέου από τις μυστικές υπηρεσίες, όπως είχε επιτύχει μέχρι το 1948, όταν και φυγαδεύτηκε στην Αργεντινή. Ο Γκορέν φωτογράφισε την οικεία του υποπτευομένου, αλλά θεώρησε αδύνατο για ένα τόσο υψηλά ιστάμενο στέλεχος της τέως ναζιστικής Γερμανίας να ζει σε μια ευτελή περιοχή μικρομεσαίων κοινωνικών τάξεων. Έτσι ο Χαρέλ άρχισε να αμφισβητεί τον Μπάουερ, αλλά ο δραστήριος εισαγγελέας θεώρησε την έρευνα ανολοκλήρωτη, γιαυτό αναγκάστηκε να αποκαλύψει στη Μοσάντ την πηγή των πληροφοριών του.
Ο Χαρέλ πείστηκε να προχωρήσει, αναθέτοντας στον ίδιον τον προϊστάμενο του τμήματος εγκληματολογικών ερευνών του Τελ Αβίβ, Εφραίμ Χόφστετερ, να αναλάβει δράση. Όταν αποβιβάστηκε από το αεροπλάνο, ήρθε σε επαφή με τον εκεί πράκτορα, Εφραίμ Ιλάνι, μαζί με τον οποίο μετέβησαν στο Κορονέλ Σουάρεζ. Την επίσκεψη όμως στο σπίτι του Χέρμαν πραγματοποίησε μόνο ο Χόφστετερ, συστηνόμενος ως Καρλ Χούπερτ. Όταν του παρέδωσε ένα γράμμα, παρατήρησε τη δυσκολία του Χέρμαν να το πιάσει. Αυτό τον αιφνιδίασε, απορώντας πως θα μπορούσε ένας τυφλός να έχει δει τον Άϊχμαν. Κατόπιν εμφανίστηκαν η Σύλβια με τη μητέρα της, όπου ανέφεραν λεπτομερώς όσα κι εκείνες ήξεραν επί του θέματος. Ο Χόφστετερ τελικώς του ζήτησε να συλλέξει περισσότερες πληροφορίες (όπως, ει δυνατόν, τα στοιχεία της αργεντινής ταυτότητας του Άϊχμαν) και να τις στείλει σε κάποια διεύθυνση Αμερικής που του άφησε. Του έδωσε 130 δολλάρια για όποια έξοδά του και αποχώρησε μετά τη δίωρη επίσκεψή του.
Μερικούς μήνες αργότερα, ο Χέρμαν και η κόρη του Σύλβια κατάφεραν να μάθουν ότι κάποιος αυστριακός, ονόματι Φραντσίσκο Σμίτ, είχε αγοράσει δύο οικόπεδα εκεί που έμενε ο Άϊχμαν. Ο Χέρμαν έγραψε στη Νέα Υόρκη στον Καρλ Χούπερτ (όπως ο Εφραίμ Χόφστετερ του είχε συστηθεί), αναφέροντας τη βεβαιότητά του πως το «Φραντσίσκο Σμίτ» ήταν το ψευδές όνομα της ταυτότητας του Άϊχμαν (σημειωτέον, δεν ήταν δυνατόν εκείνη τη στιγμή η Μοσάντ να γνωρίζει πως το όνομα που ανέγραφε η ταυτότητα του Άϊχμαν ήταν Ρικάρντο Κλέμεντ). Ο Ισέρ Χαρέλ έστειλε τον Εφραίμ Ιλάνι (τον πράκτορα που συνάντησε ο Χόφστετερ στο Μπουένος Άϊρες) να ελέγξει για το Φραντσίσκο Σμίτ. Η έρευνα όμως απέδειξε πως αυτός ήταν πράγματι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και πως δεν είχε καμία σχέση με τον Άϊχμαν.
Μετά από αυτήν την απρόβλεπτη τροπή των πραγμάτων, ο Χαρέλ θεώρησε πως έχανε το χρόνο του ασκόπως και πως ο Χέρμαν ήταν μάλλον ένας πονηρός απατεώνας που απέβλεπε σε χρηματικά οφέλη από παροχή πληροφοριών. Έτσι εδόθη εντολή σταδιακής διακοπής επαφών μαζί του. Σύγχρονοι ιστορικοί, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, κατηγόρησαν το Χαρέλ για αδράνεια και νωχελικότητα. Η υπόθεση όμως ήταν εξαιρετικότατα σοβαρή, διότι ο Άϊχμαν δεν υπήρξε ένας απλός εγκληματίας ανάμεσα σε άλλους, αλλά μανιακός εξολοθρευτής Εβραίων και, ως εκ τούτου, διακαώς ζητούμενος από τις μυστικές υπηρεσίες. Πίσω από την όλη στάση του Χαρέλ κρύβονται προφανώς παρασκηνιακές λεπτομέρειες οι οποίες ποτέ δεν έφτασαν τα φώτα της δημοσιότητας.
Ο ίδιος ο Χέρμαν πάντως ήταν πεπεισμένος για την αξιοπιστία των ευρημάτων του, γι’αυτό δεν αποθαρρύνθηκε. Πλέον του δόθηκε ένα επιπλέον κίνητρο για να συνεχίσει: μια ανακοίνωση στις εφημερίδες από άλλον κυνηγό εγκληματιών πολέμου, τον Τούβια Φρίντμαν, για επικήρυξη του Άϊχμαν με το ποσό της αμοιβής να ανέρχεται στις 10.000 δολλάρια. Ο Χέρμαν του έγραψε αυτοπροσώπως (την 17η Οκτωβρίου του 1959), ισχυριζόμενος ότι είχε στην κατοχή του λεπτομέρειες της αργεντινής ταυτότητας του επικηρυγμένου. Η αντίδραση όμως της άλλης πλευράς ήταν ουσιωδώς αδιάφορη. Στις 29 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, ο Χέρμαν προσέγγισε τον πρόεδρο της εβραϊκής κοινότητας της Αργεντινής και έτσι οι πληροφορίες σχετικώς με τον Άϊχμαν βγήκαν εκτός του πολύ μικρού αριθμού ισραηλινών πρακτόρων που τις γνώριζαν ως τότε.
Ο Χέρμαν έστειλε και νέα επιστολή στον Τούβια Φρίντμαν, διότι ανησύχησε πως το ενδιαφέρον του Τελ Αβίβ για την υπόθεση είχε πλέον σβύσει και έτσι θα έσβυναν και όποιες ελπίδες του για την αμοιβή των 10.000 δολλαρίων. Τότε ήταν που η Μοσάντ ανέλαβε επιχειρησιακή δράση, στέλνοντας μια ομάδα πρακτόρων για την απαγωγή του Άϊχμαν, ο οποίος στο μεταξύ, είχε μετακομίσει σε καλύτερη περιοχή, στα προάστια του Σαν Φερνάντο. Οι Ισραηλινοί απέκλεισαν την κατάθεση επισήμου αιτήσεως, καθότι η Αργεντινή είχε ήδη απορρίψει σχετική αίτηση της Γερμανίας για την έκδοση του επωνομαζόμενου γιατρού της φρίκης, Γιόζεφ Μένγκελε. Η απαγωγή του Άϊχμαν έλαβε χώρα στις 11 Μαΐου του 1960, ενώ επέστρεφε από την εργασία του στο σπίτι του. Τον οδήγησαν σε μυστικό μέρος έξω από το Μπουένος Άϊρες όπου παρέμεινε καλυμμένος στο πρόσωπο και δεμένος καθ’ όλη την κράτησή του. Στην ενδελεχή ανάκριση που του έγινε, παραδέχτηκε την αληθινή του ταυτότητα και υπέγραψε έγγραφο αποδοχής της εκδίκασής του στο Ισραήλ. Ένδεκα ημέρες αργότερα, κατάφεραν αριστοτεχνικά να τον επιβιβάσουν στο αεροπλάνο ως υπάλληλο των ισραηλινών αερογραμμών. Η αιτιολογία ήταν πως τραυματίστηκε στα μάτια από κάποιο σοβαρό ατύχημα το οποίο έκανε επιτακτική τη διακομιδή του στο Ισραήλ.
Ο Χέρμαν ουδέποτε σταμάτησε να στέλνει γράμματα προς το Τελ Αβίβ, ενοχλημένος που δεν είχε λάβει την αμοιβή επικηρύξεως του Άϊχμαν την οποία δικαιούτο. Επισήμως, ο ρόλος του κρατήθηκε μυστικός ως το 1971, όταν και τον αποκάλυψε στα ισραηλινά μέσα ενημερώσεως ο ίδιος ο Ισέρ Χαρέλ. Η αμοιβή που είχε οριστεί ενεκρίθη τελικώς και του αποδόθηκε με καθυστέρηση δώδεκα ετών, τον Ιούλιο του 1972. Ο ίδιος πέθανε στην Αργεντινή δύο χρόνια αργότερα.