Πολλά έχουν γραφτεί για τον τρόπο απαγωγής του τέως αντισυνταγματάρχη των Ες-Ες, Άντολφ Άϊχμαν, τον ιθύνοντα νου του ολοκαυτώματος των Εβραίων, αλλά λίγα είναι γνωστά για την ιστορία πίσω από τον εντοπισμό του. Για περισσότερα από 40 χρόνια, όλοι πίστευαν πως η Μοσάντ μαζί με το Σιμόν Βίζενταλ (ο οποίος είχε αφιερώσει τη ζωή του στη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικών με τους Ναζί εγκληματίες πολέμου), ήταν οι πρωταγωνιστές του εντοπισμού του στην Αργεντινή και της επιτυχημένης μεταφοράς του στην Ιερουσαλήμ. Η πραγματικότητα όμως είναι λίαν διαφορετική, καθότι άνθρωπος «κλειδί» της συλλήψεως του Άϊχμαν υπήρξε ένας απλός μετανάστης με εξαιρετικά περιοριορισμένη όραση. Αυτός ήταν ο Λόταρ Χέρμαν (Lothar Hermann), Εβραίος κατά το ήμισυ, γεννηθείς το 1901, ο τρίτος γιος ενός ζωεμπόρου από το Βέστερβαλντ. Από τα μαθητικά του κιόλας χρόνια είχε εγγραφεί στο κομμουνιστικό κόμμα και, αν και όχι σιωνιστής, είχε ελκύσει την προσοχή της αστυνομίας για λαθρεμπόριο συναλλάγματος με σκοπό τη χρηματική ενίσχυση των Εβραίων της Παλαιστίνης.
Το 1935-1936 συνελήφθη από τη Γκεστάπο για υποψίες κατασκοπείας και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Νταχάου. Λόγω των φοβερών κακοποιήσων που υπέστη ως έγκλειστος, έχασε πλήρως την όρασή του από το ένα μάτι. Μετά την απελευθέρωσή του, και αντιλαμβανόμενος τις ζοφερές αλλαγές που επέρχονταν στη Γερμανία, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα. Το 1936 μετέβη στην Ολλανδία, όπου εκεί γνώρισε την κατοπινή σύζυγό του, μη εβραϊκής καταγωγής, με την οποία μετανάστευσαν αρχικώς στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης και κατόπιν στο Όλιβος του Μπουένος Άϊρες. Στον περίγυρό τους έμειναν γνωστοί ως Γερμανοί, αλλά όχι ως Εβραίοι. Τα προβλήματα υγείας του επιδεινώθηκαν λίγα χρόνια αργότερα, όταν εμφάνισε καταρράκτη στο άλλο μάτι του, με αποτέλεσμα να καταστεί σχεδόν τυφλός.
Κατά την εγκατάστασή τους στην Αργεντινή, το 1942, γεννήθηκε και η κόρη τους Σύλβια, η οποία πάντως δε μεγάλωσε με εβραϊκά θρησκευτικά ήθη. Το 1954 ανέπτυξε φιλία με τους γιούς του Άϊχμαν, ζώντας στην ίδια γειτονιά, και δημιούργησε σχέση με το μεγαλύτερο εξ αυτών, τον Κλάους, που ήταν τότε 17 ετών. Ο τελευταίος επισκεπτόταν ενίοτε το σπίτι της, όπου υπήρξαν και στιγμές κατά τις οποίες εξεδήλωνε τα ακραία αντισημιτικά του αισθήματα, εξωτερικεύοντας την απογοήτευσή του για την αποτυχία του ολοσχερού αφανισμού των Εβραίων της Ευρώπης. Επίσης, δεν είχε παραλείψει να αναφέρει πως ο πατέρας του είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Σύλβια, από πλευράς της, δεν έτυχε ποτέ να βρεθεί στο σπίτι του Κλάους και συνεπώς δεν είχε φανταστεί ότι ο πατέρας του, Ρικάρντο Κλέμεντ, ήταν στην πραγματικότητα ο αρχιτέκτων της πρωτοφανούς γενοκτονίας. Ο τελευταίος είχε αναπτύξει ευρείες κοινωνικές σχέσεις με άλλους Γερμανούς του Μπουένος Άϊρες, μεταξύ των οποίων και επικηρυγμένους ναζιστές. Επιπροσθέτως, δεν είχε ποτέ απαγορεύσει στους γιους του να χρησιμοποιούν το αυθεντικό τους επώνυμο.
Αργότερα η οικογένεια της Σύλβια μετέβη σε άλλη πόλη, το Κορονέλ Σουάρεζ, αρκετά μακρυά από την πρώην οικεία τους, όπου και οι επαφές της με τον Κλάους χάθηκαν. Κάποια στιγμή το 1957, το όνομα του Άντολφ Άϊχμαν εμφανίστηκε στις εφημερίδες επί τη αφορμή της δίκης στη Φρανκφούρτη για ναζιστές εγκληματίες πολέμου. Ο Χέρμαν υποπτεύθηκε πως αυτός πιθανότατα ήταν ο πατέρας του φίλου της κόρης του. Ακολούθως έστειλε κάποια επιστολή στη δικαστική γραμματεία της Φρανκφούρτης αναφέροντας τις υποψίες του. Η επιστολή ανοίχτηκε από τον ανώτατο εισαγγελέα Φρίτς Μπάουερ, ο οποίος αργότερα, το 1963, έπαιξε ουσιώδη ρόλο στο άνοιγμα της δίκης για τα εγκλήματα του Άουσβιτς.
Ο Μπάουερ ανταποκρίθηκε, ζητώντας περισσότερα στοιχεία. Ο Χέρμαν, όπως είχε καθοδηγηθεί, ταξίδεψε πίσω στο Μπουένος Άϊρες μαζί με την κόρη του, όπου και κατόρθωσαν να εντοπίσουν την ακριβή διεύθυνση οικείας του Άϊχμαν την οποία γνωστοποίησε με νέα του επιστολή στη Φρανκφούρτη. Ο Γερμανοεβραίος εισαγγελικός λειτουργός κινητοποιήθηκε άμεσα, γνωρίζοντας πως δεν είχαν παντελώς εκλείψει από το δικαστικό σύστημα οι φιλοναζιστές, οι οποίοι θα επιχειρούσαν να ειδοποιήσουν τον Άϊχμαν στην Αργεντινή. Υπό το φόβο λοιπόν της διαρροής των πληροφοριών, ενημέρωσε σχετικώς το Ισραήλ, το Σεπτέμβριο του 1957, κάτω από καθεστώς άκρας μυστικότητας. Και από εδώ αρχίζει η εμπλοκή της Μοσάντ στην όλη επιχείρηση.