Λίγο πριν τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ιάπωνες αεροναυπηγοί και μηχανικοί υλοποίησαν εσπευσμένα ένα ασυνήθιστο project ιπταμένου τάνκερ. Η προμήθεια πετρελαίου γινόταν στη χώρα μέσω Ινδονησίας και Αλάσκας, αλλά οι Αμερικανοί πέτυχαν να μπλοκάρουν και τις δύο διαδρομές, αφήνοντας τον εχθρό με αποθέματα που επαρκούσαν για μόλις έξι μήνες. Έτσι δημιουργήθηκε το Kokusai Ki-105, ως πλάνο επιλύσεως των σοβαρών προβλημάτων ανεφοδιασμού.
Η ιδέα του βασίστηκε στο στρατιωτικό ανεμοπλάνο βαρέων μεταφορών Kokusai Ku-7 «Manazuru» (Γερανός), όπου ξεχώρισε για την πρωτότυπη σχεδίασή του με τη διπλή, αρκετά επιμήκη, ουρά και την ευμεγέθη άτρακτο με τετράγωνη οπίσθια θυρίδα, όπου μπορούσε να δεχθεί είτε καύσιμα οκτώ τόνων, είτε ένα μικρό άρμα μάχης, είτε 32 πλήρως εξοπλισμένους στρατιώτες. Διέθετε μη ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης με έναν ριναίο και τέσσερις κυρίους τροχούς. Τα λίγα ανεμοπλάνα που κατασκευάστηκαν είχαν μήκος και άνοιγμα πτερύγων 19,92 και 34,75 μέτρων αντιστοίχως.
Οι εξελίξεις του πολέμου, με τα συμμαχικά βομβαρδιστικά να προσβάλουν επιτυχώς τις εγκαταστάσεις πετρελαίου των εχθρικών λιμένων και να βυθίζουν το ένα πίσω από το άλλο τα πλοία μεταφοράς του, οδήγησε τους Ιάπωνες στην ανεύρεση προσωρινής λύσεως που ήταν η δημιουργία καυσίμων από πευκόλαδο. Αυτό επέφερε την καταστροφή τεραστίων δασικών εκτάσεων για το γέμισμα των δεξαμενών μερικών αεροσκαφών. Επειδή η προσπάθεια παραγωγής ήταν μεγάλη αλλά το παραχθέν προϊόν περιορισμένο, απαιτείτο κάτι διαφορετικό. Έτσι, προτάθηκε η αεροπορική δυνατότητα πετρελαϊκής μεταφοράς από τη Σουμάτρα, που τελούσε ακόμη υπό τον έλεγχο των Ιαπώνων.
Η ιδέα των βαρέων βομβαρδιστικών Nakajima Ki-49 ή Mitsubishi Ki-67 παρακάμφθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα σε σημαντικούς αριθμούς για το απεγνωσμένο εγχείρημα. Η λύση λοιπόν όπου κατετέθη, ήταν αυτή του Kokusai Ku-7 εφοδιασμένου με κινητήρες που θα παρείχαν εξαιρετικά μεγάλη αυτονομία πτήσεως. Το νέο project έλαβε αρχικώς την ονομασία Ku-7-II «Okhtori» (Φοίνιξ), όπου αργότερα πήρε τον κωδικό Ki-105.
Ελλείψει χρόνου οι διαστάσεις δεν πειράχτηκαν, ενώ για κινητήρες είχαν αποφασισθεί δύο δεκατετρακύλινδροι αερόψυκτοι Mitsubishi Na-26-II, ισχύος 960 ίππων. Ασφαλώς, προσετέθη και όλος ο απαραίτητος εξοπλισμός πλοήγησης. Μέχρι το καλοκαίρι του 1945 κατασκευάστηκαν τα πρώτα εννέα πρωτότυπα αυτού του τύπου, με πρόγραμμα για την παραγωγή συνολικά τριακοσίων Ki-105. Οι πιλότοι του στρατού που ανέλαβαν την αξιολόγηση συνέταξαν ικανοποιητικές αναφορές για τις δυνατότητες του αεροσκάφους. Η μέγιστη ταχύτητά του ήταν 220 χλμ την ώρα και η ταχύτητα πορείας 176 χλμ/ώρα.
Η λύση από μόνη της δείχνει την τραγικότητα του υλικοτεχνικού αδιεξόδου των Ιαπώνων. Το πλάνο απαιτούσε για το Ki-105 αυτονομία πτήσεως 2.500 χλμ. που σήμαινε πως έως και 80% του μεταφερομένου καυσίμου θα χρησιμοποιείτο για τη λειτουργία των δικών του κινητήρων. Υπήρχαν όμως και έτερα δυσεπίλυτα προβλήματα, με το κυριότερο: πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί η ασφαλής πορεία του αεροσκάφους με συνοδευτικά τόσο μεγάλης εμβελείας; Συνεπώς, το πέρας των εχθροπραξιών και η άνευ όρων παράδοση της χώρας ήρθε μάλλον ως ανακούφιση για τους επιτελείς που καλούνταν να δώσουν δύσκολες απαντήσεις, αν όντως υπήρχαν. Έτσι, το σχέδιο δεν πέρασε ποτέ σε εφαρμογή και τα εννέα πρωτότυπα έμειναν στο στάδιο των πειραματικών.