Μετά από μια μακρά περίοδο κυοφορίας το CL-515… «γεννήθηκε» ως De Havilland DHC-515 Firefighter, σύμφωνα με χθεσινή ανακοίνωση της De Havilland Aircraft of Canada Limited (De Havilland Canada), o διευθύνων σύμβουλος Brian Chafe της οποίας ανακοίνωσε και την απόφαση να εκκινήσει το πρόγραμμα κατασκευής του αεροσκάφους.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση ευρωπαίοι πελάτες έχουν υπογράψει επιστολές προθέσεων για την αγορά των 22 πυροσβεστικών αεροπλάνων του τύπου, εν αναμονή της θετικής έκβασης των διαπραγματεύσεων, μέσω του συμβαλλομένου οργανισμού της κυβέρνησης του Καναδά, της Canadian Commercial Corporation (CCC), οπότε και θα μετατραπούν σε παραγγελίες. Η De Havilland Canada εκτιμά τις πρώτες παραδόσεις DHC-515 στα μέσα της δεκαετίας, ενώ οι παραγγελίες των αεροσκαφών αυτών θα ολοκληρωθούν έως και το τέλος της και στη συνέχεια θα υπάρχει χώρος για ικανοποίηση αναγκών άλλων πελατών και η ευκαιρία να ανανεώσουν υπάρχοντες στόλους ή προμήθειες από καινούργιους χρήστες.
Να θυμίσουμε ότι στα μέσα της δεκαετίας του 80 η καναδική κυβέρνηση ιδιωτικοποίησε την DHC, πουλώντας την αρχικά στην Boeing, ενώ στη συνέχεια αυτή κατέληξε το 1992 στην Bombardier Aerospace. Το 1996 η Viking Air αγόρασε τα δικαιώματα παραγωγής όλων των σχεδιάσεων de Havilland (DHC-1 to DHC-7), επαναφέροντας κάποια μοντέλα σε παραγωγή. Τον Νοέμβριο του 2018, η Longview Aviation Capital, η εταιρία κεφαλαίου πίσω από την Viking Air, ανακοίνωσε την απόκτηση των δικαιωμάτων και του προγράμματος Q400, εντάσσοντάς το στο χαρτοφυλάκιο της DHC, ενώ μετά την έγκριση της εξαγοράς από την επιτροπή ανταγωνισμού του Καναδά το σύνολο των μοντέλων της de Havilland πέρασε κάτω από μια νέα εταιρική οντότητα, την De Havilland Aircraft of Canada Limited.
Προηγουμένως, το 2016, η Viking είχε αποκτήσει και τα δικαιώματα των σχεδιάσεων CL-215, CL-215T και CL-415, εξέλιξη στην συνέχεια της οποίας ανακοίνωσε το 2018 το πρόγραμμα CL-415EAF (Enhanced Aerial Firefighter), μια προσπάθεια ανακατασκευής CL-215, περίπου στα πρότυπα των CL-215T με Pratt & Whitney Canada PW123AF και ηλεκτρονικά πιλοτηρίου EFIS. Τα νεοκατασκευασμένα CL-415EAF με επιπλέον βελτιώσεις τα ονόμαζε CL-515, μια επιδίωξη όμως που απαιτούσε μια «κρίσιμη μάζα» παραγγελιών ώστε να εκκινήσει.
Η «ικανή και αναγκαία» αυτή συνθήκη προφανώς ικανοποιήθηκε από την συνασπισμένη παραγγελία ευρωπαϊκών χωρών, ανάμεσά τους και της Ελλάδας, η οποία πέρυσι είχε ανακοινώσει ανάγκες για έως και 8 CL-515, αλλά και τον εκσυγχρονισμό των επτά υπαρχόντων CL-415. Το Δεκέμβριο του 2021 η Longview Aviation Capital είχε προσδιορίσει την απαίτηση παραγγελιών σε 20 ώστε να εκκινήσει το πρόγραμμα, ενώ ανέφερε ότι συζητούσε τότε με επτά δυνητικούς πελάτες. Από τα «συμφραζόμενα» είναι πολύ πιθανό ότι μια ελληνική παραγγελία για 8 αεροπλάνα είναι ίσως η μεγαλύτερη ανάμεσά τους και αυτή που αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο του προγράμματος DHC-515, επιτρέποντας στην De Havilland Aircraft of Canada Limited να κάνει το βήμα της εκκίνησής του.
Το ερώτημα που γεννιέται αβίαστα στην προκειμένη περίπτωση είναι ποιο είναι το αντάλλαγμα γι’ αυτή την «προικοδότηση» της καναδικής εταιρίας, διότι… οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς συνεργάτες. Προφανώς η εγχώρια συναρμολόγηση είναι εκτός συζήτησης («τι είναι ο κάβουρας τι είναι το ζουμί του») σε ένα πρόγραμμα που είναι «βιοτεχνικό» και όχι βιομηχανικό. Μια απαίτηση όμως ο ευρωπαϊκός στόλος DHC-515 να συντηρείται και να υποστηρίζεται στην EAB είναι παράλογη; Εκτός και εάν για άλλη μια φορά η ελληνική πρόθεση 8 αεροσκαφών «σπάει» σε αποσπασματικές, μικρότερες παραγγελίες και από πρώτοι, ερχόμαστε έσχατοι σε σημασία για το πρόγραμμα. Προφανώς η χρηματοδότηση εν μέσω άκρως χαλεπών καιρών δεν είναι εύκολη, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις η υπογραφή δεσμεύσεων για μια ανάγκη που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από άλλη πηγή είναι η λύση που ακολουθούν όλες οι χώρες. Εμείς;
Και για να μην ξεχνιώμαστε τα CL-215 είναι ένα πολύτιμο κεφάλαιο και ακόμη πιό πολύτιμο για την De Havilland Aircraft of Canada Limited για δυνητική ανακατασκευή σε CL-415EAF, σε μια αγορά όπου η ζήτηση είναι τεράστια και η προσφορά μικρή.