Το ΙΜΑΜ Rο.57 παρήχθη στις αρχές της δεκαετίας του 1940 από την ιταλική Industrie Meccaniche Aeronautiche Meridionali (I.M.A.M.), η οποία ήταν θυγατρική της Breda. Σχεδιάστηκε ως βαρύ μαχητικό με μεγάλη αυτονομία πτήσεως, ενώ η έκδοση “bis” στόχευε στη μετατροπή του σε βομβαρδιστικό καθέτων εφορμήσεων. Καθυστερήσεις, λάθη στην αξιολόγηση και κάποια ελαττώματα επέφεραν για την εταιρεία αποτελέσματα αντίθετα του αναμενομένου.
Γέννηση της ιδέας κατασκευής του
Οι ακριβείς ρόλοι ενός δικινητηρίου επιθετικού κατά την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου – αλλά και αργότερα – ήταν πάντα δύσκολο να προσδιοριστούν, καθόσον κυμαίνονταν κάπου ανάμεσα σε αυτούς των βαρέων μαχητικών μακράς εμβελείας και ελαφρών βομβαρδιστικών. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως λίγα μόλις αεροπλάνα που δημιουργήθηκαν για αυτόν το σκοπό απεδείχθησαν όντως ικανά στο να τον επληρώσουν επαξίως. Δεν ήταν καθόλου ασύνηθες, διαφορετικοί ρόλοι να καλύπτονταν από διαφορετικές εκδόσεις του ιδίου αεροσκάφους.
Η ιδέα του Ro.57 σχηματίστηκε κατά τον διαγωνισμό της Regia Aeronautica στις 20 Ιανουαρίου του 1936 για ένα νέο δικινητήριο πολλαπλών ρόλων, από τον οποίο προήλθε το Breda Ba.88, όπου κατέληξε να πετάει ως ελαφρύ βομβαρδιστικό, και το Fiat CR.25, το οποίο απέδιδε καλύτερα ως συνοδευτικό νηοπομπών. To σχέδιο του επικεφαλής μηχανικού της εταιρείας, Giovanni Galasso, άρχισε πλέον να προσαρμόζεται προς την ιδιότητα του βαρέως μαχητού, αφήνοντας έξω όλα τα χαρακτηριστικά ενός αεροσκάφους εφόδων. Έτσι, το πρωτότυπο που παρουσιάστηκε στη Guidonia τον Μάϊο του 1939 δεν είχε κανένα απολύτως στοιχείο βομβαρδιστικού.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Το Ro.57 είχε χαμηλές πτέρυγες ξύλινης κατασκευής (για πρώτη φορά στην ιστορία της ιταλικής αεροπλοοΐας) και άτρακτο από σκελετό δικτυωτών σωλήνων χρωμιωμένου χάλυβος, καλυμμένων με λεπτά φύλλα κράματος αλουμινίου, όπου κατέληγε σε συμβατική ουρά. Οι τροχοί αναδιπλώνονταν πλην του ουραίου. Διέθετε τέσσερις δεξαμενές καυσίμων (δύο στις πτέρυγες και δύο, μπροστά και πίσω από το θάλαμο διακυβέρνησης), οι οποίες έφεραν όλες θωράκιση.
Τροφοδοτείτο από δύο δεκατετρακύλινδρους αερόψυκτους αστεροειδείς διπλής σειράς Fiat A.74 RC 38, που περιέστρεφαν τρύφυλλες έλικες Fiat-Hamilton. Οι κινητήρες παρείχαν ισχύ 870 ίππων κατά την απογείωση και 840 σε ύψος 3.800 μέτρων. Η μέγιστη ταχύτητα ήταν τα 501 χλμ την ώρα στα 5.000 μέτρα. Ο οπλισμός του αποτελείτο από ένα ζεύγος πολυβόλων Breda SAFAT των 12,7 χιλ. Το μήκος του αεροσκάφους έφτανε τα 8,80 μέτρα, το ύψος τα 2,90, ενώ το άνοιγμα πτερύγων τα 12,50 μέτρα.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Η δομή της ατράκτου εγγυόταν μεν μειωμένο βάρος και μεγαλύτερη ταχύτητα, αλλά επιρρέαζε αρνητικά την αεροδυναμική. Αν και οι δύο κινητήρες μαζί έφταναν τα 1.100 κιλά, το συνολικό του βάρος δε ξεπερνούσε τα 3.110, κάτι που θεωρείτο ως σχεδιαστικό επίτευμα. Ενώ υπερίσχυε σε κάποιους τομείς έναντι αεροπλάνων του ιδίου τύπου, σαν το βρετανικό Westland Whirlwind, ήταν υποδεέστερο σε άλλους, όπως την ταχύτητα ανόδου, δεδομένου του βάρους οπλισμού και καυσίμων. Διέθετε όμως και χαρακτηριστικά που ανταγωνίζονταν κάποια από τα καλύτερα βαρέα μαχητικά, όπως το P-38 Lightning.
Ακόμη πιο καθοριστική ήταν η σύγκρισή του με τα πλέον σύγχρονα ιταλικά μαχητικά, σαν το Macchi C.200. Το Ro.57 ήταν ελαφρώς ταχύτερο σε οριζόντια πτήση, αλλά λίγο πιο αργό σε ανοδική πορεία. Η αυτονομία του ήταν υπερδιπλάσια, αλλά η ευελιξία, παρά το ότι κρίθηκε εν γένει ικανοποιητική, δεν έφτανε την αντίστοιχη ενός μονοκινητηρίου. Τελικά, η Regia Aeronautica έκρινε πως τα πλεονεκτήματά του δεν υπερτερούσαν των μειονεκτημάτων του, ενώ θεώρησε και αποτρεπτικό το κόστος παραγωγής.
Στην πραγματικότητα, τα ελαττώματά του ήταν περιορισμένα και μπορούσαν να διορθωθούν. Με αυτά τα δεδομένα, θα ήταν πολύ χρήσιμο ως συνοδευτικό είτε νηοπομπών μεγάλης εμβελείας, είτε βομβαρδιστικών τορπιλοφόρων σαν το Savoia-Marchetti SM. 79 τα οποίο γινόταν ευάλωτο των βρετανικών Fairey Fulmar και Sea Hurricane, ή των μαχητικών Bristol Blenheim και Bristol Beaufighter.
Ήδη από το 1939 άρχισε να διαφαίνεται πως το Ro.57 δε θα περνούσε σε μαζική παραγωγή. Στην προσπάθειά της να σώσει το project της, η ΙΜΑΜ πρότεινε τη μετατροπή του σε βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως, αλλά η πρότασή της δεν έτυχε ενδιαφέροντος. Μόλις δύο χρόνια αργότερα – το 1941 – καταδείχτηκε η παταγώδης αποτυχία του Breda Ba.88 ως βαρέως μαχητικού. Λόγω αυτού, η Regia Aeronautica αποφάσισε να επανενεργοποιήσει το πρόγραμμα του Ro.57, ζητώντας από την εταιρεία τη τροποποίησή του σε ένα αεροπλάνο καθαρά επιθετικό. Οι μετατροπές ήταν χρονοβόρες και το τελικό αποτέλεσμα δεν ενθουσίασε.
Περαιτέρω μετασκευές
Εκτός από τις ράγες για μεταφορά βόμβας βάρους μισού τόνου, τοποθετήθηκαν δύο ακόμη βόμβες 250 κιλών, κοιλιακό διαφανές τμήμα για σκόπευση, καθώς και αεροδυναμικά φρένα κατάδυσης. Τα πολυβόλα αντικαταστάθηκαν από δύο γερμανικής κατασκευής πυροβόλα MG 151 των 20 χιλ., ενώ προσετέθη και σύστημα ανάσυρσης του ουραίου τροχού. Οι κινητήρες, παρότι είχαν ήδη παραχθεί ισχυρότεροι (όπως, για παράδειγμα, οι Piaggio P. XIX των 1.175 ίππων), δεν άλλαξαν. Το αεροσκάφος, που μετονομάστηκε σε IMAM Ro.57 «bis», ζύγιζε πλέον 3.490 κιλά.
Η αύξηση του βάρους του μείωσε κι άλλο το χρόνο ανόδου του, ενώ έριξε και τη μέγιστη ταχύτητα στα 480 χλμ την ώρα. Η βύθισή του ήταν ασταθής, κάτι που επηρέαζε σαφώς την ακρίβεια βομβαρδισμού. Παρά τα όποια προβλήματα, η έλλειψη επιθετικών αεροσκαφών οδήγησε της Regia Aeronautica σε παραγγελία 200 κομματιών στην έκδοση «bis», η οποία μειώθηκε αργότερα σε 110. Τελικώς, βγήκαν από το εργοστάσιο μόνο 75 αεροπλάνα.
Δράση και κατάληξη
Το αεροσκάφος χρησιμοποιήθηκε για ην ενίσχυση της ιταλικής αεράμυνας το 1942, αλλά έδρασε και στην Βόρεια Αφρική κατά την περίοδο 1942-1943, χωρίς ασφαλώς να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου. Μόνο τέσσερα επιβίωσαν έως την επίσημη παράδοση της χώρας. Όμως, ούτε οι Γερμανοί, ούτε και οι Σύμμαχοι ενδιαφέρθηκαν για την αξιολόγηση ή τη χρήση του. Οι υπηρεσίες τους έλαβαν οριστικό τέλος το Σεπτέμβριο του 1943.