Κάποια στιγμή η Αεροπορία Στρατού των ΗΠΑ εξεδήλωσε το ενδιαφέρον της για ένα αναγνωριστικό μεγάλου υψόμετρου, πιστεύοντας πως το D-2 της Hughes θα μπορούσε να τροποποιηθεί αναλόγως.
Βασικά κατασκευαστικά προβλήματα και ριζικές αλλαγές
Στις αρχές του 1943, και χωρίς ακόμη να έχουν αποκρυσταλλωθεί οι ιδιότητές του, το D-2 μεταφέρθηκε για τελική συναρμολόγηση σε άλλες εγκαταστάσεις της εταιρείας Hughes, στη λίμνη Harper Dry κοντά στο Barstow της Καλιφόρνια. Οι πρώτες δοκιμές έδειξαν τριβή στο σύστημα ελέγχου, οπότε η παρθενική του πτήση καθυστέρησε έως ότου πραγματοποιηθούν οι σχετικές αλλαγές. Με τον ίδιον τον Howard Hughes στο πιλοτήριο, το D-2 πέταξε για πρώτη φορά στις 20 Ιουνίου 1943. Εκείνη η πτήση ήταν διάρκειας 15 λεπτών, αλλά ακολούθησαν άλλες μακρύτερης διάρκειας, χωρίς πάντως να υπερβαίνουν τα 35 λεπτά.
Τα εξαγόμενα συμπεράσματα από τις επόμενες δοκιμές ήταν μεν καλύτερα με την επιμήκυνση των πτερύγων, αλλά σε καμία περίπτωση ιδανικά. Το αεροσκάφος είχε πλέον στο ενεργητικό του τουλάχιστον εννέα ώρες πτήσεως, όμως τα προβλήματα ελέγχου δεν ξεπεράστηκαν πλήρως. Χρειαζόταν σοβαρές μετατροπές – συμπεριλαμβανομένου και του ριζικού επανασχεδιασμού των πτερύγων – προτού καταστεί έτοιμο για στρατιωτική χρήση. Αλλαγές χρειαζόταν επίσης και η άτρακτος ώστε να μεγαλώσει η καταπακτή βομβών και να αυξηθεί η χωρητικότητά της. Η ενσωμάτωση αυτών των τροποποιήσεων στο D-2 οδήγησε σε ένα νέο αεροπλάνο που ονομάστηκε D-5.
Προσπάθειες εξασφάλισης συμβολαίου
Δεν ήταν λίγοι οι τεχνικοί του Επιτελείου της Αεροπορίας Στρατού που έδειξαν ελάχιστο έως κανένα ενδιαφέρον για το D-2 ή τον επίγονό του D-5. Μέρος του προβλήματος, πέραν των όσων παρουσίαζε το ίδιο το αεροσκάφος, ήταν ο ίδιος ο Hughes που ενεργούσε ακανόνιστα, αυτόβουλα και σπασμωδικά. Η στάση του καθιστούσε την όποια συνεργασία μαζί του αρκετά δύσκολη.
Συν τοις άλλοις, δεν ήταν δεδομένη η πεποίθηση πως η HAC, μια σχετικώς νεοϊδρυθείσα εταιρεία με έλλειψη επαρκούς εμπειρίας, διέθετε όλες τις προδιαγραφές ώστε να εισέλθει δυναμικά στον τομέα της αεροναυπηγικής με την κατασκευή αξιοπρόσεκτων αεροπλάνων. Στα τέλη Αυγούστου του 1943, η δυσάρεστη είδηση ήρθε δια στόματος της Αεροπορίας Στρατού περί των D-2 και D-5. Η αρνητική απάντηση έστρεψε τον Hughes σε άλλους τρόπους για την επίτευξη των στόχων του. Πρόθεσή του ήταν να πάρει με το μέρους του πρόσωπα που είχαν ισχύ και επιρροή, ώστε να εξασφαλίσει ένα συμβόλαιο για το εξελιγμένο D-5.
Η ευκαιρία δόθηκε στις αρχές Αυγούστου του 1943, όταν ο συνταγματάρχης Elliot Roosevelt (γιος του Προέδρου Franklin Roosevelt) έφτασε στο Λος Άντζελες με το τεχνικό επιτελείο του, επικοινωνώντας με διαφόρους κατασκευαστές αεροσκαφών για την παραγωγή ενός νέου αναγνωριστικού. Ο συνταγματάρχης Roosevelt, είχε και ο ίδιος κατά το παρελθόν βρεθεί διοικητής μιας μονάδας αναγνωριστικών. Ο Hughes τον κάλεσε σε δείπνο και την επομένη τον συνόδευσε στις εγκαταστάσεις της εταιρείας του στη στη λίμνη Harper Dry, ώστε να δει από κοντά το δημιούργημά του. Ήταν η εποχή όπου το D-2 βρισκόταν ακόμη στη διαδικασία των τροποποιήσεων που οδήγησαν στο D-5. Αν και δεν ήταν έτοιμο για πτήση, ο συνταγματάρχης δήλωσε εντυπωσιασμένος με ό,τι είδε. Το αποτέλεσμα ήταν να επηρεάσει ουσιωδώς τις εξελίξεις που κατέληξαν σε επίσημο συμβόλαιο για την αγορά 100 D-5. Αυτό υπογράφτηκε τον Ιανουάριο του 1944 με το τροποποιημένο αεροσκάφος να λαμβάνει από το στρατό την κωδική ονομασία ΧF-11.
Κατάληξη
Αρκετούς μήνες αργότερα, και συγκεκριμένως τον Νοέμβριο του 1944, μια ανεξήγητη πυρκαγιά ξέσπασε στο υπόστεγο που στέγαζε το D-2. Τόσο το αεροσκάφος όσο και η εγκατάσταση καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αυτό όμως είχε μικρή σημασία για τον Hughes, διότι είχε ήδη προχωρήσει στην κατασκευή των πρωτοτύπων ΧF-11 όπου είχαν τροποποιηθεί σημαντικά από το αρχικό σχέδιο του D-5.
O Hughes απαίτησε από το επιτελείο της Αεροπορίας Στρατού την επιστροφή ενός μεγάλου ποσού από όσα είχε ξοδέψει για το D-2, με το αιτιολογητικό πως αυτό αποτέλεσε το πρωτότυπο του ΧF-11. Η άλλη πλευρά αντέδρασε, επιχειρηματολογώντας πως τα δύο αεροσκάφη ήταν εντελώς διαφορετικά. Τελικά κατέληξαν σε οικονομικό συμβιβασμό, αλλά η Αεροπορία Στρατού άλλαξε τη σύμβαση, περιορίζοντάς την σε μόλις δύο πρωτότυπα. Ο Hughes μάλιστα, παραλίγο να σκοτωθεί στη συντριβή του πρώτου XF-11 κατά την πρώτη του πτήση στις 7 Ιουλίου 1946.
Οι εργασίες και ο ρόλος του D-2 φαίνονταν να μεταβάλλονταν κατά το δοκούν του Hughes. Το γεγονός ότι ο στρατός άλλαξε πολλάκις τους χαρακτηρισμούς και τις ιδιότητες του αεροσκάφους, είναι ενδεικτικά της μεγάλης προσπάθειας που κατέβαλε για τον προσδιορισμό του. Δεδομένου του σχεδιασμού του σύμφωνα με τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη της HAC και όχι των πραγματικών στρατιωτικών αναγκών, το D-2 ήταν ελάχιστα χρήσιμο στο στρατό, εκτός κι εάν υπεβάλλετο σε εκτεταμένο επανασχεδιασμό. Το αεροσκάφος υψηλής απόδοσης που θα έκανε τη διαφορά, όπως το είχε οραματιστεί ο Hughes, παρουσίαζε εκτενή και ανυπέρβλητα προβλήματα ελέγχου που σημάδεψαν το τέλος του. Υπάρχει και η άποψη πως ο ίδιος Hughes έκαψε το υπόστεγο και το D-2 για να απαλλαγεί από το κατεστραμμένο αεροσκάφος, ώστε να αποφύγει την παραδοχή της αποτυχίας του.