Με ενδιαφέρον για την αεροπορία και διαθέτοντας τα ανάλογα κεφάλαια, ο Howard Hughes ίδρυσε το 1934 τη Hughes Aircraft Company (HAC) ως παράρτημα της Hughes Tool Company. Το πρώτο κατασκευαστικό της δημιούργημα ήταν το αεροσκάφος ταχύτητας H-1 Racer, με το οποίο ο υπερφιλόδοξος Hughes απέβλεπε στην κατάρριψη αρκετών πτητικών ρεκόρ. Προτού καν αυτό ολοκληρωθεί, η εταιρεία υπέβαλε το σχέδιο μιας μαχητικής παραλλαγής του, στο Σώμα Αεροπορίας Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών (AAC), αλλά η πιθανότητα συνεργασίας δεν καρποφόρησε.
Η ιδέα για τη δημιουργία του D-2 και οι απόψεις περί του σκοπού κατασκευής του
Κατόπιν, η εταιρεία έστρεψε το ενδιαφέρον της στα δικινητήρια μαχητικά και το 1937 επαναπροσέγγισε το Επιτελείο Στρατού, καταθέτοντας νέα πρόταση. Το σχέδιο ήταν μεν ατελές, αλλά ο Hughes υποστήριξε αργότερα ότι η Lockheed αντέγραψε τα βασικά στοιχεία του και τα προσάρτησε στο P-38 Lightning, το οποίο βραβεύτηκε το 1939 σε διαγωνισμό σχεδιασμού. Οι καταγγελίες του όμως δεν βρήκαν έδαφος για επίσημη απαγγελία κατηγοριών περί βιομηχανικής κατασκοπείας.
Γνωρίζοντας ο Hughes εκ του ασφαλούς το τεράστιο ενδιαφέρον των ΗΠΑ, όπως και πολλών ευρωπαϊκών κρατών, για την αγορά αξιόλογων αεροσκαφών λόγω της γενικής ασταθείας που προκαλούσε η επιθετική εξωτερική πολιτική της χιτλερικής Γερμανίας, θέλησε να εκμεταλλευτεί τη μεγάλη ευκαιρία. Έτσι, έδωσε εντολή για την εκκίνηση εργασιών επάνω σε ένα νέο αεροπλάνο που θα ήταν τόσο εξαιρετικό, ώστε θα γινόταν αμέσως αποδεκτό από το στρατό. Αυτό ήταν το D-2.
Επικεφαλής της τεχνικής ομάδας ήταν o Stanley Bell που ξεκίνησε τo project το καλοκαίρι του 1939. Υπάρχει βεβαίως και η αντίθετη άποψη, κατά την οποία ο Hughes φιλοδοξούσε αρχικώς σε νέα παγκόσμια ρεκόρ πτήσης με το D-2, αλλά με τον πόλεμο προ των πυλών, το πρόγραμμα δεν θα μπορούσε να τελεσφορήσει. Γιαυτό ο Hughes πρότεινε κατόπιν έναν αριθμό τροποποιήσεων ώστε να καταθέσει το σχέδιο στο στρατό, αποβλέποντας στην παραγωγή του και στα τεράστια κέρδη που θα έρχονταν. Για άλλους πάλι, το αεροσκάφος σχεδιαζόταν από την αρχή για καθαρά στρατιωτική χρήση. Αυτή είναι και η επικρατέστερη θεωρία.
Οι αλλεπάλληλες επαφές των εκπροσώπων της HAC με την Αεροπορία Στρατού κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ένα γρήγορο και ευέλικτο ελαφρύ βομβαρδιστικό θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως μαχητικό. Η εταιρεία διέδιδε πως το project της θα έκανε αισθητή διαφορά, επικρατώντας στις αερομαχίες και βάλλοντας επιτυχώς εναντίον οποιονδήποτε στόχων στο έδαφος. Οι μηχανικοί απέβλεπαν πως η ευελιξία, η ταχύτητα και ο ισχυρός οπλισμός του θα ήταν τα στοιχεία που θα το καθιστούσαν κυρίαρχο των αιθέρων εναντίον των δυνάμεων του Άξονος. Γι’αυτό έδωσαν προτεραιότητα σε αυτούς ακριβώς τους παράγοντες.
Το πρωτοποριακού υλικό Duramold
Ο Hughes είχε αγοράσει τα δικαιώματα μιας νέας διαδικασίας κατασκευής αεροπλάνων που θα καθιστούσε παρελθόν, όπως πίστευε, την αλουμινένια επικάλυψη. Το υλικό λεγόταν Duramold και αποτελείτο από στρώματα ξύλου με ρητίνη τα οποία μπορούσαν να σχηματοποιηθούν με την ανάλογη πίεση και θερμότητα. Τα θετικά αποτελέσματα θα ήταν διττά: επιφάνειες χωρίς αρμούς και ατέλειες, και κατασκευή πολύ γρηγορότερη από την παραδοσιακή. Ο Hughes κατάφερε να πείσει βασιζόμενος και στην γενική ανησυχία της εποχής περί ελλείψεως αλουμινίου. Έτσι, η όλη ιδέα του Duramold χαιρετίστηκε με αρκετή αισιοδοξία. Στις 22 Μαΐου του 1940 οι δύο πλευρές (το Σώμα Αεροπορίας Στρατού και η HAC) ήρθαν σε έγγραφη συμφωνία για ένα βομβαρδιστικό βάρους 4.000 λιβρών με ικανότητα μέγιστης ταχύτητας 300 μιλίων την ώρα και δυνατότητα μεταφοράς βομβών.
Μέχρι τον Μάρτιο του 1941, το D-2 είχε αλλάξει ιδιότητα, χαρακτηριζόμενο τώρα ως μαχητικό συνοδείας βομβαρδιστικών. Στα τεχνικά του στοιχεία είχαν προστεθεί η αυτονομία πτήσεως 2.600 μιλίων, τελική ταχύτητα 450 μιλίων και οπλισμός επτά πολυβόλων. Το Νοέμβριο του ιδίου έτους, ο στρατός απέρριψε επισήμως το νεότερο χαρακτηρισμό του ως μαχητικό. Ο λόγος ήταν πως το Duramold κρίθηκε ανεπαρκές για ένα αεροσκάφος τέτοιων προβλεπομένων επιδόσεων, στερούμενο μάλιστα και της απαιτούμενης θωράκισης.
Η ομάδα σχεδιασμού της HAC αναζητούσε καινούριους τρόπους ώστε να καλύψει τις στρατιωτικές απαιτήσεις. Εν τω μεταξύ, η Αεροπορία Στρατού άλλαξε εκ νέου γνώμη στις αρχές του 1942, πιστεύοντας πως το Duramold θα έφερνε αληθινή τεχνoλογική επανάσταση, καθότι θα αύξανε κατά πολύ την αεροδυναμική όχι μόνο του D-2, αλλά και μελλοντικών projects.
Το D-2 έφερε διχαλωτή ουρά με κοντή κεντρική άτρακτο. Στο τρίκυκλο σύστημα προσγείωσης οι δύο τροχοί αναδιπλώνονταν προς τα πίσω. Ο ρυγχαίος διέθετε δυνατότητα περιστροφής 90 μοιρών και ανασυρόταν μέσα στην κεντρική άτρακτο. Όλες οι επιφάνειες ελέγχου λειτουργούσαν με υδραυλικό σύστημα. Το αεροσκάφος ήταν κατασκευασμένο από ξύλο, αλλά διέθετε και μεταλλικά τμήματα. Ο συμπιεσμένος θάλαμος διακυβέρνησης φιλοξενούσε προσωπικό δύο μελών (πιλότος και πλοηγός/πυροβολητής) με πλάτη ο ένας προς τον άλλον.
Ο αρχικός σχεδιασμός περιελάμβανε την τροφοδοσία του D-2 με δύο αστεροειδείς υδρόψυκτους Wright R-2160 «Tornado» των 42 κυλίνδρων, ισχύος 2.350 ίππων. Ωστόσο, ο στρατός υποσχέθηκε αργότερα τη διάθεση των συγκεκριμένων κινητήρων στο πρόγραμμα του Lockheed XP-58. Λόγω αυτού, θα προμήθευε την HAC με Pratt & Whitney R-2800-49 των 2.000 ίππων. Η HAC θα αναλάμβανε την κατασκευή και εγκατάσταση δικού της υπερσυμπιεστή. Τελικώς, ούτε αυτοί εγκαταστάθηκαν στο πρωτότυπο, αλλά ούτε και το συμπιεσμένο κόκπιτ.
Η αλλαγή των κινητήρων συνοδεύτηκε με μια υποχρεωτική σειρά μετατροπών ως προς τις διαστάσεις. Η άτρακτος επιμηκύνθηκε στα 17,6 μέτρα και το άνοιγμα πτερύγων έγινε 18,3 μέτρα. Το συνολικό του βάρος ανέβαινε από τις 26.400 στις 31.672 λίβρες. Ο βασικός λόγος της αύξησης είχε να κάνει με τις βόμβες και τον οπλισμό. Τέσσερα πολυβόλα θα ήταν εγκατεστημένα σε έναν πυργίσκο στο οπίσθιο τμήμα της κεντρικής ατράκτου (όμως οι δύο πλευρικές άτρακτοι και το πηδάλιο ανόδου-καθόδου περιόριζαν αισθητά το τόξο βολής). Τα έξι υπόλοιπα πολυβόλα ήταν τοποθετημένα ανά τρία στο ρύγχος.
Αύριο θα καλύψουμε το δεύτερο μέρος με τη μετατροπή του αεροσκάφους σε D-5 και το τέλος του.