Το γερμανικό χαμηλοπτέρυγο δικινητήριο Hs 124 κατασκευάστηκε το 1934 για αμιγώς στρατιωτική χρήση από την Henschel Flugzeugwerke, αλλά δεν προχώρησε ποτέ πέραν του σταδίου του πρωτοτύπου. Σκόπευε να επιτελέσει ρόλους κυρίως βαρέως μαχητικού και ελαφρού βομβαρδιστικού, αλλά παραγωνίστηκε από την ανωτερότητα του Messerschmitt Bf 110, οπότε και το πρόγραμμα παραγωγής του διεκόπη οριστικώς.
Προδιαγραφές κατασκευής ενός νέου δικινητήριου
Το αεροσκάφος αποτέλεσε μέρος του γενικού προγράμματος επανεξοπλισμού και εκσυγχρονισμού της Luftwaffe από το ναζιστικό καθεστώς, όταν το καλοκαίρι του 1933 ετέθη επί τάπητος η παραγωγή νέων τύπων αεροσκαφών για χρησιμοποίησή τους σε ρόλους αγνώστους έως εκείνη τη στιγμή. Ο Henschel προσπάθησε να παράξει αεροπλάνα τα οποία θα εξόπλιζαν από τη μία νεοσύστατα τμήματα, ενώ από την άλλη θα απεκόμιζε τα ανάλογα κέρδη που θα επέτρεπαν την εδραίωση και γιγάντωση της εταιρείας του.
Για την επίτευξη του σκοπού του, ανετέθη στο μηχανικό αεροναυπηγικής Friedrich Nicolaus ένα νέο project που θα κέντριζε την προσοχή του Υπουργείου Αεροπορίας του Ράϊχ (Reichsluftfahrtministerium), όπερ και εγένετο. Το τελευταίο όντως ενδιαφέρθηκε και ζήτησε την κατασκευή τριών πρωτοτύπων για ενδελεχή αξιολόγηση. Εν τω μεταξύ, το 1934, δημοσιεύτηκαν και οι προδιαγραφές ενός δικινητήριου βαρέως μαχητικού, καταστροφέως, αναχαιτιστού, αναγνωριστικού και συνοδευτικού αποστολών, ικανού τόσο σε αερομαχίες όσο και σε βομβαρδισμούς, το οποίο επρόκειτο να στελεχώσει νεοϊδρυθείσες Μοίρες. Η Henschel Flugzeugbau ανταποκρίθηκε με το Hs 124 (του οποίου ο σχεδιασμός είχε ήδη ξεκινήσει και προχωρούσε), η Messerschmitt με το Bf 110 και τέλος η Focke – Wulf με το Fw 57.
Ιδιαιτερότητες των τριών πρωτοτύπων
Και τα τρία πρωτότυπα ολοκληρώθηκαν το 1935, με το πρώτο (Hs 124 V1) να πραγματοποιεί την παρθενική του πτήση την Άνοιξη του 1936. Διακρινόταν για το μεταλλικό του ρύγχος, στην κορυφή του οποίου ήταν τοποθετημένος ένας περιστρεφόμενος πυργίσκος που θα έφερε ένα αυτόματο πυροβόλο Rheinmetall Borsig των 20 χιλ. (Να σημειώσουμε παρενθετικά ότι οι δοκιμές έλαβαν χώρα χωρίς αυτό, εξαιτίας άλυτων, έως εκείνη τη στιγμή, προβλημάτων με την προσαρμογή του). Στο Hs 124 V2, το μεταλλικό ρύγχος αντικαταστάθηκε με γυάλινο, ώστε να προσομοιάζει με μαχητικό-καταδιωκτικό (kampfzerstörer). Θα εξοπλιζόταν με δύο πυροβόλα των 20 χιλ. και ένα αμυντικό πολυβόλο MG 15 των 7,92 χιλ., χειριζόμενο από την οπίσθια θέση του πυροβολητού. Είχε επίσης τη δυνατότητα μεταφοράς βομβών συνολικού βάρους 600 κιλών. Ακολούθησε το Hs 124 V3, τύπου zerstörer, όπου το προσωπικό θα μειωνόταν από τρία, σε δύο μέλη, ενώ το ρύγχος ήταν τροποποιημένο ώστε να δέχεται δύο σταθερά πυροβόλα των 20 χιλ. και δύο ακόμη πολυβόλα MG 15.
Τεχνικά χαρακτηριστικά
Το Hs 124 ήταν εξ ολοκλήρου μεταλλικό, κατασκευασμένο με βάση τα στάνταρντ της εποχής του. Το άνοιγμα πτερύγων έφτανε τα 18,20 μέτρα, το μήκος του ήταν 14,5 και το ύψος 3,75. Τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των πρωτοτύπων περιελάμβαναν το συμβατικό υδραυλικό σύστημα προσγείωσης, το διπλό κάθετο ουραίο για τη μείωση στροβιλισμών κατά την άνοδο και τους δύο κινητήρες στις πτέρυγες με το κέντρο της ατράκτου για την καμπίνα του πληρώματος, τα ηλεκτρονικά συστήματα και τις δεξαμενές καυσίμου. Η απουσία κινητήρος στο ρύγχος προσέφερε επίσης τη δυνατότητα τοποθέτησης οπλισμού με σαφώς καλύτερη ορατότητα του στόχου. Η άτρακτος έφερε έναν μακρύ κλειστό θάλαμο διακυβέρνησης με συρταρωτό άνοιγμα, διαφέροντας μόνο στο ρύγχος της καθεμιάς εκδόσεως. Οι πτέρυγες αποτελούνταν από τρία μέρη: το εσωτερικό, στο οποίο προσαρμόζονταν οι κινητήρες με τους άξονες του συστήματος προσγείωσης να ανασύρονται μέσα στα ατρακτίδια, το εξωτερικό, ντουραλουμινίου, θετικής διέδρης γωνίας που στένευε προς τα άκρα και τέλος τις επιφάνειες ελέγχου καλυμμένες με ύφασμα.
Κινητήρες
Το V1 πέταξε με δύο υδρόψυκτους Junkers Jumo 210c ανάστροφης διάταξης V12, ισχύος 640 ίππων, που περιέστρεφαν τρίφυλλη έλικα μεταβλητού βήματος. Το V2 έφερε δύο εννιακύλινδρους αερόψυκτους αστεροειδείς BMW 132 D, των 850 ίππων (αυτοί αποτελούσαν τη γερμανική έκδοση των Pratt & Whitney «Hornet»), οι οποίοι βελτίωσαν τις επιδόσεις του. Το V3 δοκιμάστηκε αρχικά με τους Jumo 210c, αλλά αποδείχτηκαν ακατάλληλοι για το ρόλο του ως zerstörer. Ιδανικοί θα ήταν οι Daimler-Benz DB 601Α, αλλά δεν ταίριαζαν στο συγκεκριμένο πρωτότυπο. Ως αποτέλεσμα, τοποθετήθηκαν οι BMW 132 Dc των 870 ίππων, οι οποίοι είχαν ήδη κριθεί κατάλληλοι για το Hs 124.
Η δύναμη του αεροσκάφους κατά τις δοκιμαστικές πτήσεις δεν ήταν τόσο η ταχύτητά του, όσο η θετική ανταπόκρισή του σε στροφές και ελιγμούς όλων των τύπων, οι οποίες μπορούσαν να εκτελεστούν χωρίς καμία δυσκολία. Παρ΄ όλες όμως τις θετικές επιδόσεις του, η εντολή μαζικής παραγωγής δόθηκε στη νικήτρια του διαγωνισμού, τη Messerschmitt, αφότου η Luftwaffe, εν τω μεταξύ, άφησε πίσω τα πλάνα των kampfzerstörer και επανήλθε σε αυτά των zerstörer, έναν ρόλο που μπορούσε να επιτελέσει το Βf 110 καλύτερα από κάθε άλλον ανταγωνιστή του.
Μοντελισμός
Το αεροσκάφος παρέχεται από την Unicraft Models σε κλίμακα 1/72. Το κιτ είναι 33 κομματιών, με δυνατότητα κατασκευής ενός εκ των δύο πρώτων πρωτοτύπων. Η ποιότητά του όμως είναι πολύ κάτω του μετρίου, δυσανάλογη της υψηλής τιμής του, και απαιτεί μεγάλη προσπάθεια έμπειρου μοντελιστού για να προκύψει ένα αξιόλογο αποτέλεσμα.