Συνεχίζουμε με την ιστορία του He 129, παρουσιάζοντας τις πολλές εκδοχές του μέχρι τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου.
Henschel Hs 129: το μοναδικό κατεξοχήν αντιαρματικό αεροσκάφος της Luftwaffe
Hs 129A-0: ήταν παρόμοιο με το πρωτότυπο, έχοντας ως μόνη διαφορά την αντικατάσταση των MG FF με δύο πυροβόλα MG 151 των 20 χιλ. που αποδείχτηκαν μακράν πιο αποτελεσματικά. Διατήρησε όμως τα δύο πολυβόλα MG 17. Το Α-0 τροφοδοτήθηκε με δύο Argus As 410A-1, οι οποίοι τελικά παρείχαν τους 465 ίππους που είχε εξ αρχής υποσχεθεί η κατασκευάστρια εταιρεία. Το μεγάλο ζήτημα ήταν το πάχος του θωρακισμένου πιλοτηρίου. Στην προσπάθεια μειώσεως των υπερβολικών 75 χιλ., τοποθετήθηκαν δύο μικρά μπροστινά παράθυρα σε βαρύ πλαίσιο. Για τα πλαϊνά και την οροφή προβλέφθηκε εξαιρετικά συμπαγές μέταλλο.
Hs 129A-1: μέχρι το καλοκαίρι του 1940, η Henschel είχε λάβει εντολή κατασκευής δώδεκα αεροσκαφών τύπoυ Α-1, η οποία αργότερα αυξήθηκε στα δεκαέξι. Οι εργασίες ξεκίνησαν μεν τον Ιούνιο του 1940, αλλά έμειναν ανολοκλήρωτες, διότι το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους εγκαταλείφθηκε οριστικώς το πλάνο, ώστε να τοποθετηθούν οι γαλλικοί κινητήρες Gnome & Rhône που είχαν αποφασισθεί για την τροφοδοσία της σειράς B.
Hs 129B-0: η κατασκευή του άρχισε το Σεπτέμβριο του 1940. Έφερε δύο δεκατετρακύλινδρους Gnοne-Rhône αντιθέτου περιστροφής, ισχύος 700 ίππων κατά την απογείωση και 650 ίππων σε ύψος 13.100 ποδιών. Αν και στην αρχή οι κινητήρες έδειξαν επιρρεπείς σε υπερθέρμανση, το πρόβλημα τελικώς επιλύθηκε με τα ανάλογα φίλτρα σκόνης και άμμου. Η συγκεκριμένη έκδοση περιελάμβανε όλες τις τροποποιήσεις που είχαν προγραμματιστεί για το A-1, συμπεριλαμβανομένου και πιλοτηρίου που βελτίωνε κατά πολύ την ορατότητα.
Hs 129B-1: οι κύριες διαφορές από τον προηγούμενο τύπο εστιάζονταν στο πιλοτήριο και την καλύπτρα. Στα Α-0 και Β-1 το κόκπιτ ήταν δύο στρωμάτων με επίπεδες πλάκες θωράκισης καλυμμένες με ελαφρύ μέταλλο. Αυτή η έκδοση διέθετε κυρτή εξωτερική θωράκιση που αύξανε τον χώρο του πιλοτηρίου και βοηθούσε την καλύτερη ορατότητα. Συγκεκριμένως, ένα ενιαίο κυρτό γυάλινο τμήμα πήρε τη θέση των δύο μπροστινών παραθύρων της καλύπτρας, ενώ τα πλαϊνά και ο ουρανός της ήταν κατασκευαμένα από πλεξιγκλάς.
Κάποιες άλλες τροποποιήσεις, αφορούσαν τον οπλισμό του. Αρχικώς έφερε τέσσερα πολυβόλα MG 17, τα οποία όμως δεν ήταν αρεστά στους πιλότους. Γι’ αυτό αντικαταστάθηκαν με ένα πυροβόλο Mk 101 ή Mk 103, των 30 χιλ. και τα δύο.
Το B-1 θα μπορούσε συμπληρωματικώς να δεχτεί και ράγες βομβών συνολικού βάρους 250 κιλών κάτω το κεντρικό τμήμα της ατράκτου. Επιπλέον ράγες μπήκαν και κάτω από τις πτέρυγες, με δυνατότητα μεταφοράς είτε μίας βόμβας των 50 κιλών είτε είκοσι τεσσάρων των δύο κιλών εκάστη. Το ίδιο το B-1, όπως και οι κατοπινοί τύποι του Hs 129, συναρμολογούνταν στο εργοστάσιο της Henschel στο Βερολίνο. Τα εξαρτήματα όμως δημιουργούνταν σε άλλα εργοστάσια στην κατεχόμενη Γαλλία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα εκτενείς καθυστερήσεις που έμειναν μέχρι το δεύτερο μισό του 1944, όταν οι συμμαχικές δυνάμεις κατέλαβαν τα εργοστάσια παραγωγής του.
Hs 129B-2: έφερε πολλές ομοιότητες με το B-1, αλλά είχε τροποποιηθεί για να αποσταλεί σε μονάδες της Βορείου Αφρικής όπου θα έπρεπε να πετάει κάτω από συνθήκες μεγάλης ζέστης και αντοχής στην άμμο. Ακόμη και πριν από το καταστροφικό ντεμπούτο του προκατόχου του στην αφρικανική ήπειρο κατά το Νοέμβριο του 1942, η Henschel ήδη εργαζόταν για την παραγωγή μιας αναλόγου εκδόσεως για τροπικά κλίματα. Αυτή αφορούσε την τοποθέτηση φίλτρων αέρος BMW και νέου φίλτρου λαδιού. Το Μάϊο του 1942, μετά από την κατασκευή του πεντηκοστού B-1, αποφασίστηκε ο τερματισμός της παραγωγής του και ξεκίνησε αυτός του B-2.
Όπως ακριβώς το B-1, έτσι και το B-2 μπορούσε να φέρει κάτω από την άτρακτο είτε ένα από τα Mk 101 ή Mk 103 είτε τέσσερα MG 17. Το πυροβόλο, που είχε αρχίσει σιγά-σιγά να γίνεται η μόνιμη επιλογή έναντι των τεσσάρων πολυβόλων, ήταν αυτό που από το 1943 και έκτοτε μετέτρεψε το Hs 129 από αεροσκάφος προσβολής χερσαίων στόχων σε ισχυρό αντιαρματικό όπλο. Ο τύπος του B-2 παρήχθη σε αριθμούς μεγαλυτέρους από κάθε άλλον.
Hs 129B-3: υπήρξε η τελευταία έκδοση που μπήκε σε μαζική παραγωγή και ήταν οπλισμένο με ένα ευμεγέθες αντιαρματικό πυροβόλο PaK 40 των 7,5 εκατοστών. Οι εργασίες για την εγκατάσταση του πανίσχυρου αυτού όπλου σε αεροσκάφη ξεκίνησαν στις αρχές του 1942 με τα Junkers Ju 88. Αυτές δε στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία, αλλά προσέφεραν χρήσιμες εμπειρίες για μεταγενέστερες απόπειρες, όπως στην περίπτωση του Hs 129. Στη Luftwaffe, το PaK 40 ήταν γνωστό ως BK 7,5 και ενσωματωνόταν στη δομή του αεροσκάφους. Η ίδια η κάννη στηριζόταν σε μια βάση τοποθετημένη κάτω από την άτρακτο και προεξείχε περίπου 90 εκατοστά μπροστά από το ρύγχος. Ο γεμιστήρας και η συσκευή αυτόματης φόρτωσης ήταν τοποθετημένα στην άτρακτο.
Οι δοκιμές με τα τρία πρώτα B-3 ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1944. Ένας μικρός αριθμός τους εστάλη σε μάχιμες μονάδες πρώτης γραμμής για πρακτικούς λόγους. Όμως, προέκυψαν προβλήματα με τον μηχανισμό επαναφόρτωσης του πυροβόλου, οπότε μια ομάδα ειδικών πέρασε όλο τον Νοέμβριο προσπαθώντας να τα επιδιορθώσει. Μέχρι τότε είχε γίνει σαφές ότι η παρατεταμένη χρήση του BK προκαλούσε ζημιά στη δομή του αεροπλάνου. Επειδή όμως αυτό δεν είχε συμβεί με το δοκιμαστικό του τύπο, θεωρήθηκε πως μέρος του προβλήματος πρέπει να αποτελούσαν τα ελαττωματικά πυρομαχικά. Οι μηχανικοί δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε κανένα ασφαλές συμπέρασμα, οπότε η μονάδα αναγκάστηκε να καταστρέψει όλα τα συγκεκριμένα αεροσκάφη της.
Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε τη σταδιακή αντικατάσταση όλων των Β-2 με τα Β-3 έως τον Οκτώβριο του 1944 και τη συνέχιση της παραγωγής μέχρι το Φεβρουάριο του 1945. Τα πράγματα πήραν άλλη τροπή μετά την κατάληψη από τους Συμμάχους όλων των γαλλικών εργοστασίων που παρήγαγαν εξαρτήματα για το Hs 129. Έτσι τον Αύγουστο του 1944, η Henschel αναγκάστηκε να τερματίσει την παραγωγή. Μόλις είκοσι πέντε B-3 είχαν φτιαχτεί έως το Σεπτέμβριο του 1944. Μερικά εξ αυτών εστάλησαν σε μάχιμες μονάδες, όπου τα αποτελέσματα κρίθηκαν άκρως εντυπωσιακά. Η δράση τους όμως διεκόπη λόγω της σοβιετικής προελάσεως.
Hs 129C: ο συγκεκριμένος τύπος επρόκειτο εφοδιαστεί με δύο τηλεχειριζόμενα πυροβόλα MK 103 τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Για αυτόν είχε προβλεφθεί η τροφοδοσία με νέους κινητήρες, είτε τον V-12 Isotta-Fraschini Delta IV των 840 ίππων, είτε τον Gnοme-Rhône 14M38 των 820 ίππων. Το καλοκαίρι του 1943, το RLM παρήγγειλε περί τα 700 C-1, με την έναρξη των εργασιών κατασκευής τους να λαμβάνει χώρα τον Απρίλιο του 1944. Τον Αύγουστο του 1943 το μοναδικό C-1, τροφοδοτούμενο με τους Gnοme-Rhône, πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση. Οι συγκεκριμένοι κινητήρες σύντομα απορρίφθηκαν λόγω υπερθέρμανσης, ενώ η πρόσβαση στους ιταλικούς Isotta-Fraschini χάθηκε μετά την εισβολή των Συμμάχων στην Ιταλία. Η κατάληξη ήταν η επίσημη διακοπή των εργασιών της σειράς το Μάρτιο του 1944.