Του Αλεξάνδρου Θεολόγου
Οι Έλληνες αεροπόροι πήραν ένα από τα πιο δύστροπα και απαιτητικά στον χειρισμό αεροπλάνα της εποχής και το μετέτρεψαν σε χρόνο-ρεκόρ στο όπλο που έκρινε την τελευταία μεγάλη μάχη του Εμφυλίου. Η χρήση του βομβαρδιστικού SB2C-5 Helldiver υπήρξε καταλυτικής σημασίας για την επιτυχή έκβαση των επιχειρήσεων του Στρατού στον Γράμμο, διαλύοντας τις επιμελείς οχυρώσεις των ανταρτών και δίνοντας τέλος στον μύθο των «άπαρτων κάστρων» του.
Ο ελληνικός Εμφύλιος, αυτή η τραγική, αχρείαστη αιματοχυσία που σημάδεψε την χώρα για δεκαετίες μετά το τέλος της, κερδήθηκε (ή «χάθηκε») για πολλούς λόγους, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Όμως τα βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως «Χελντάϊβερς» ήταν αυτά που μαζί με τους εξειδικευμένους στον ορεινό αγώνα Λόχους Ορεινών Καταδρομών έδωσαν την χαριστική βολή.
Σπανίως ένας τύπος αεροσκάφους διεκδικεί ένα τόσο μεγάλο μερίδιο από την τελική νίκη. Το βομβαρδιστικό της Curtiss έγραψε ιστορία όχι μόνο διότι προκάλεσε πραγματική πανωλεθρία αλλά διότι η επιχειρησιακή αξιοποίησή του από την ΕΒΑ ήταν ένας απαράμιλλος άθλος: σε διάστημα 8 ημερών από την παραλαβή τους, ήταν ετοιμοπόλεμα!
Τα 49 αεροσκάφη που παρελήφθησαν στο πλαίσιο της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας έφθασαν στις 15 Αυγούστου στο Φάληρο με το αεροπλανοφόρο συνοδείας USS Sicily (CVE-118). Εξ αυτών, ένα αποσυναρμολογήθηκε για την εκπαίδευση μηχανικών και προσωπικού εδάφους ενώ ένα δεύτερο Helldiver χρησιμοποιήθηκε για εκπαίδευση χειριστών στο αεροδρόμιο της Λάρισας όπου είχε συγκροτηθεί από τους Αμερικανούς ειδικό εκπαιδευτικό κλιμάκιο.
Τα προβλήματα δεν έλλειψαν. Εκτός από τον «πόλεμο» της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής που έκανε ό,τι μπορούσε για να παρεμποδίσει την εισδοχή μη βρετανικού αεροπορικού υλικού, εκφράζοντας φανερά επιφυλάξεις ως προς την δυνατότητα της ΕΒΑ να αξιοποιήσει εγκαίρως τα αμερικανικά αεροσκάφη για την επικείμενη επίθεση κατά του Γράμμου, οι τεχνικοί κατέφυγαν σε «πατέντες» όπως την χρήση γρύλων ανύψωσης βομβών των Baltimore από τις αποθήκες του ΚΕΑ, μέχρι να βρεθούν οι γρύλοι που είχαν παραδοθεί με το υλικό υποστήριξης των Helldivers.
Οι δε χειριστές έπρεπε να ξεχάσουν ότι ήξεραν με το ελαφρύ, γρήγορο Spitfire. To Helldiver ήταν βαρύ, αργό, ο βαθμός ανόδου δεν συγκρινόταν καν με αυτόν του Spit ενώ αντί για υδρόψυκτο κινητήρα είχε έναν αερόψυκτο αστεροειδή Wright R-2600-20 Double Cyclone των 1.900 hp με αξιοσημείωτη μάλιστα ροπή. Σε βύθιση όμως το θηριώδες dive bomber ήταν το κάτι άλλο: με τα διάτρητα αερόφρενα ανοικτά, το Helldiver γινόταν ένα επίφοβο όπλο ακριβείας με τρομερά αποτελέσματα.
Δαμάζοντας το «Κτήνος»
Σύντομα, 25 αεροπλάνα ήταν έτοιμα για επιχειρήσεις–τα υπόλοιπα παρέμειναν ως εφεδρεία για την αναπλήρωση απωλειών. Οι ιπτάμενοι κυριολεκτικά υπερέβαλαν εαυτούς και εντός ολίγων ημερών ήταν διαθέσιμοι στον νέο τύπο, έτοιμοι να πετάξουν πολεμικές αποστολές.
Το SB2C (Son of a Bitch 2nd Class, όπως το έλεγαν οι Αμερικανοί) μόνο εύκολο αεροπλάνο δεν ήταν. Σε χαμηλές ταχύτητες κατά την προσέγγιση για προσγείωση, τα ανεπτυγμένα φλαπς και το σύστημα προσγείωσης δημιουργούσαν φοβερή οπισθέλκουσα –ακόμη και ο χώρος υποδοχής των τροχών δημιουργούσε οπισθέλκουσα μόλις κατέβαινε το σύστημα προσγείωσης– η οποία σε συνδυασμό με την ελαφρά αίσθηση των ailerons και το «βαρύ» πηδάλιο κρατούσαν τον χειριστή αρκούντως απασχολημένο.
Τόσο στην απογείωση όσο και στην προσγείωση, το αεροπλάνο έπρεπε να ήταν ευθυγραμμισμένο με το κέντρο του διαδρόμου καθώς το Helldiver κατευθυνόταν πάντα προς την κατεύθυνση που «έδειχνε» το ρύγχος, ό,τι και να γινόταν. Αν δεν το πρόσεχε αυτό ο χειριστής, από την στιγμή που το αεροσκάφος άρχιζε να κινείται ήταν σχεδόν αδύνατο να του αλλάξει πορεία και να το «φέρει στα ίσια του».
H επανακύκλωση ήταν παρακινδυνευμένη αφού ο πιλότος έπρεπε να δώσει (με προσοχή) περισσότερη ισχύ και μετά να «μαζέψει» φλαπς και σύστημα προσγείωσης για να αρχίσει το αεροπλάνο να επιταχύνει παίρνοντας ύψος. Μέχρι να ανέβουν τα φλαπς και το ταχύμετρο να δείξει 100 κόμβους, το Helldiver «δεν πήγαινε πουθενά» αναφέρουν χειριστές. Σε περίπτωση δε που τα αερόφρενα αναπτύσσοντο εν πτήσει και «κολλούσαν» σε ανοικτή θέση, δεν υπήρχε περίπτωση ανάκτησης καθώς ήταν αδύνατο να διατηρήσει ύψος το αεροσκάφος.
Γράμμος 1949, Επιχείρηση «Πυρσός»
Η απόφαση του Στρατάρχη Τίτο τον Ιούνιο του 1948 να «χωρίσει» από την Σοβιετική Ένωση και να κλείσει τα σύνορα, στερώντας από τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» το άβατο του γιουγκοσλαβικού εδάφους, ήταν ένα σοβαρό πλήγμα. Οι μαχητές του ΔΣΕ αναγκάσθηκαν να συμπτυχθούν στους δυσπρόσιτους ορεινούς όγκους του Γράμμου και του Βίτσι και να οχυρωθούν. Εκεί τους βρήκε ταμπουρωμένους η Επιχείρηση «Πυρσός».
Το σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε τρείς διαδοχικές επιθετικές ενέργειες για την εκκαθάριση του «φυσικού οχυρού» του Γράμμου. Ο ΠΥΡΣΟΣ Α΄ (2-8 Αυγούστου 1949) στην ουσία ήταν μια παραπλανητική επιχείρηση την οποία θα εκτελούσαν μονάδες του Α΄ Σώματος Στρατού για να δώσουν στον αντίπαλο την εντύπωση ότι η κύρια προσπάθεια ήταν κατά των δυνάμεων που είχαν καθηλωθεί στον Γράμμο οι οποίες ενδεχομένως θα ενισχύοντο από άλλες που θα άφηναν τα καταφύγιά τους στο Βίτσι σπεύδοντας προς βοήθειά τους.
Υποστηριζόμενος από δύο Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού και την Αεροπορία, ο Εθνικός Στρατός όχι μόνο πέτυχε τον αντικειμενικό του σκοπό καταλαμβάνοντας τον βορειοανατολικό και νότιο Γράμμο αλλά κατέλαβε και τα οχυρά σημεία «1425» (Ταμπούρι) και «1356». Από απλοί αριθμοί στον χάρτη, τα σημεία αυτά θα γίνονταν ισχυρές βάσεις εξορμήσεως για την κυρία επίθεση κατά του Γράμμου που θα ακολουθούσε.
Ο ΠΥΡΣΟΣ Β΄ (10-16 Αυγούστου 1949) χαρακτηρίσθηκε από τις πιο λυσσώδεις μάχες του Εμφυλίου. Τα προπαρασκευαστικά πυρά του Πυροβολικού και οι βομβαρδισμοί της Αεροπορίας ήταν μόνο η αρχή. Στις 06:30 πμ της 10ης Αυγούστου, η 22α Ταξιαρχία εξαπολύει επίθεση καταλαμβάνοντας μετά από πέντε ώρες σκληρού αγώνα τα οχυρά σημεία «1585» και Πολενάτα. Οι αντάρτες αιφνιδιάζονται βλέποντας δυνάμεις της ΧΙ Μεραρχίας και της Ε΄ Μοίρας Ορεινών Καταδρομών να βρίσκονται στην θέση Τσούκα και κοντά στο ύψωμα Λέσιτς, ακριβώς πίσω τους.
Οι μάχες συνεχίζονται μαινόμενες μέχρι τις 16 του μηνός, οπότε οι αντάρτες «σπάνε» και το Βίτσι πέφτει στα χέρια του Στρατού μαζί με τον μεγαλύτερο μέρος του βαρέως πολεμικού υλικού του «Δημοκρατικού Στρατού» και τις εγκαταστάσεις της «κυβέρνησής» του. Οι περισσότεροι αντάρτες καταφεύγουν βιαστικά σε αλβανικό έδαφος, ωστόσο, πολλοί ιστορικοί εκτιμούν ότι με την κατάληψη του «φρουρίου» Βίτσι ο πόλεμος είχε ήδη κριθεί.
«Αύριο θα κατέβουν τα υψόμετρα στον χάρτη» έλεγαν στους Λοκατζήδες οι αξιωματικοί τους πριν αρχίσει η τρίτη φάση της Επιχείρησης «Πυρσός». Το συντριπτικό πυρ που εξαπέλυσε το Πυροβολικό και τα καθέτου εφορμήσεως Helldivers της 336 Μοίρας Ελαφρού Βομβαρδισμού θα φρόντιζαν γι’ αυτό.
Δυο σπανιότατα ντοκουμέντα από την παράδοση των Helldiver βρίσκονται σε μορφή δοκιμής (trial) ΕΔΩ και ΕΔΩ (ίσως δεν λειτουργούν με κάποιους browser)
Διαβάστε στο Β΄μέρος: Η καταλυτική συμμετοχή των Helldivers στην μάχη που έκρινε την έκβαση του Εμφυλίου
Πρώτη δημοσίευση 15/2/2019