Έχουμε φθάσει στο 2025 και η Ελλάδα, ως ναυτική δύναμη με ιστορική κληρονομιά και με ισχυρή απειλή απέναντι της στη θάλασσα, παραμένει με επείγουσα ανάγκη ενίσχυσης του Πολεμικού Ναυτικού της, όπως πολλές φορές έχουμε γράψει και θα επανερχόμαστε συνεχώς. Βήματα και υψηλής αξίας έχουν γίνει βέβαια, με κυριότερη (έως και μοναδική προς το παρόν σε ότι αφορά μεγάλου εκτοπίσματος σκάφη), την αγορά των 3 φρεγατών FDI HN. Περιμένουμε τουλάχιστον την 4η και την υπογραφή του εκσυγχρονισμού των φρεγατών ΜΕΚΟ (ο οποίος έχει συρρικνωθεί στα 290 εκατ. ευρώ), ενώ οι συζητήσεις για την απόκτηση μεταχειρισμένων ιταλικών φρεγατών Bergamini είναι μπροστά μας.
Όμως η αγορά κορβετών έχει παγώσει, και η φιλόδοξη ιδέα της συνδιαμόρφωσης μιας «ελληνικής» φρεγάτας Constellation παραμένει στάσιμη, με την υπογραφή μιας αρχικής σύμβασης για τον αρχικό σχεδιασμό (planning case), κόστους μόλις 3 εκατομμυρίων δολαρίων, να μην έχει ακόμη προχωρήσει. Οπότε ακόμη κι αν το πρόγραμμα Constellation υλοποιηθεί, για αυτές οι φρεγάτες δεν θα ξεκινήσουν παραδόσεις πριν από το 2035.
Το ζήτημα είναι πως τώρα στο Πολεμικό Ναυτικό πυκνώνουν οι αποσύρσεις παλαιών σκαφών: Αρχικά είναι δεδομένη η σταδιακή απόσυρση των 9 φρεγατών κλάσης S τα επόμενα χρόνια (οι 3 μη εκσυγχρονισμένες θα “φύγουν” μόλις έρθουν οι FDI) και ήδη βγαίνουν από υπηρεσία παλαιές πυραυλάκατοι, υποβρύχια και άλλα σκάφη. Οπότε η αριθμητική δύναμη του Στόλου μειώνεται, ενώ στην… αντίπερα όχθη τα πάντα αυξάνονται. Και ποιοτικά και αριθμητικά.
Ο Τουρκικός στόλος δεν σταματά τις νέες ναυπηγήσεις
Έτσι, η Τουρκία, όπως έχουμε αναφέρει και σε πολλά ακόμη δημοσιεύματα μας, μέσω των προγραμμάτων MILGEM/ΜUGEM/MILDEN και άλλων εγχώριων ναυπηγικών πρωτοβουλιών, έχει θέσει ως στόχο τη δημιουργία ενός ισχυρού ναυτικού εκτεταμένων ικανοτήτων, ικανού να προβάλλει ισχύ όχι μόνο στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά και σε ευρύτερες περιοχές, όπως ο Ινδικός Ωκεανός. Οπότε στην επόμενη δεκαετία ο τουρκικός στόλος προβλέπεται να έχει εξελιχθεί σε μια πιο πολυάριθμη και σύγχρονη δύναμη, με έμφαση στην τοπική σχεδίαση και παραγωγή σε σχεδόν όλα τα συστήματα (κύτος, όπλα, ηλεκτρονικά, λογισμικό κ.α.), που μειώνει την εξάρτηση από ξένες τεχνολογίες.
- Είναι ήδη σε υπηρεσία το ελικοπτεροφόρο/μικρό αεροπλανοφόρο TCG Anadolu, με στόχευση μεταφοράς drones Bayraktar TB3 και Kizilelma. Και προχωρεί και πρόγραμμα για δεύτερο αεροπλανοφόρο (πρόγραμμα ΜUGEM), αλλά πολύ μεγαλύτερο, τάξης 60.000 τόνων, με παράδοση προγραμματισμένη για το 2032, το οποίο εφόσον ολοκληρωθεί θα είναι πρωτοφανούς ισχύος για την περιοχή μας.
- Επιπλέον, το πρόγραμμα κορβετών Hisar προχωρά με ταχείς ρυθμούς, με δύο σκάφη ήδη ναυπηγημένα, τέσσερα υπό κατασκευή, και τέσσερα ακόμη σε παραγγελία, οπότε θα φθάσει συνολικά τα 10 πλοία μέχρι το 2030. Αυτές οι κορβέτες, αν και χαρακτηρίζονται ως «περιπολικά ανοιχτής θαλάσσης», είναι ουσιαστικά μια μεγεθυμένη εκδοχή της κλάσης Ada, εξοπλισμένες με ραντάρ AESA και θα λάβουν πυραύλους επιφανείας-αέρος Hisar και αντιπλοϊκούς πυραύλους Atmaca, προσφέροντας ευελιξία και ισχύ πυρός.
- Στον τομέα των φρεγατών, η Τουρκία προχωρά με την κλάση Istif (Ιstanbul), στο πλαίσιο του προγράμματος MILGEM. Η πρώτη φρεγάτα έχει ήδη παραδοθεί, ενώ τρεις ακόμη αναμένονται έως το 2027 καθώς έχει ξεκινήσει η ναυπήγηση τους, και άλλες 4 ήδη έχουν παραγγελθεί και βρίσκονται σε φάση συλλογής υλικών. Οι Istif, αν και υστερούν σε ανθυποβρυχιακές δυνατότητες σε σύγκριση με τις ελληνικές FDI, λόγω του σόναρ γάστρας FERSAH 100N/MF έναντι του συνδυασμού Kingpin Mk2 και CAPTAS 4 των FDI, είναι εξοπλισμένες με προηγμένα συστήματα, όπως το ραντάρ AESA CENK 400-N και τον πύραυλο επιφανείας-αέρος Hisar.
- Παράλληλα, η Τουρκία έχει εκσυγχρονίσει τις υπάρχουσες φρεγάτες κλάσης Barbaros (4 πλοία, τύπου ΜΕΚΟ 200), ενισχύοντας τα συστήματα αεράμυνας και ηλεκτρονικού πολέμου, με στόχο τη διατήρησή τους σε επιχειρησιακή ετοιμότητα μέχρι το 2040.
- Το πρόγραμμα αντιτορπιλικών TF-2000 (και αυτό επόμενο στάδιο του MILGEM) αποτελεί τη ναυαρχίδα της τουρκικής ναυτικής φιλοδοξίας από πλευράς πολεμικού φόρτου. Η κατασκευή του πρώτου πλοίου ξεκινά τον Νοέμβριο 2025, με παράδοση το 2030+, και σχέδια για επτά πλοία έως το 2038. Τα TF-2000, με 96 κελιά κάθετης εκτόξευσης, θα φέρουν αντιαεροπορικούς πυραύλους Hisar/Siper, αντιπλοϊκούς Atmaca και βαλλιστικούς GEZGIN, προσφέροντας πρωτοφανείς δυνατότητες προβολής ισχύος.
- Η Τουρκία επενδύει επίσης σε υποβρύχια, με το πρόγραμμα MILDEN να στοχεύει στην ανάπτυξη εγχώριων, με τεχνολογία αναερόβιας πρόωσης(AIP). Το πρώτο έχει ήδη ξεκινήσει να ναυπηγείται από τον Ιανουάριο 2025, με παράδοση προγραμματισμένη για το 2030, και φιλόδοξα σχέδια για έξι συνολικά σκάφη. Ήδη τρέχει το πρόγραμμα κατασκευής των 6 νέων υποβρυχίων Type 214TN και εκείνο της αναβάθμισης 8 υποβρυχίων Type 209.
- Το τουρκικό Nαυτικό διαθέτει ήδη 18 πυραυλακάτους (κλάσεις Doğan, Rüzgar, Yıldız, Kılıç), και έχει ξεκινήσει τη σταδιακή αντικατάστασή τους με νέες τουρκικής σχεδίασης. Το πρόγραμμα προβλέπει τη ναυπήγηση 3+4 νέων σκαφών έως το 2030, εξοπλισμένων με τον εγχώριο πύραυλο Atmaca, που διαθέτει εμβέλεια 200+ χιλιομέτρων και προηγμένες δυνατότητες καθοδήγησης.
- Επιπλέον, η Τουρκία αναπτύσσει μη επανδρωμένα σκάφη επιφανείας (USVs), με πολλά μοντέλα, που μπορεί να φέρουν πυραύλους κατά πλοίων, Cakir ή και Atmaca, ελαφριές τορπίλες και ρουκέτες, πυργίσκους με πολυβόλα, κάμερες, συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, ή ακόμα να δράσουν ως “καμικάζι” φορτωμένα με εκρηκτικά. Οπότε προσθέτουν μια νέα διάσταση ευελιξίας και χαμηλού κόστους στις επιχειρήσεις της. Εδώ να προσθέσουμε και ένα “στόλο” από μη επανδρωμένα αεροσκάφη που θα έχουν ναυτική δράση, είτε επιτήρησης/στοχοποίησης είτε και επιθετικό με εξαπόλυση ποικιλίας πυρομαχικών.
- Συν βέβαια την ανάπτυξη παράκτιων συστοιχιών αντιπλοϊκών πυραύλων Kara Atmaca, εμβελείας έως 400 χιλιομέτρων.
- Ακόμη ήδη υπηρετεί το πλοίο συλλογής πληροφοριών UFUK, με συστήματα SIGINT, και τα αρματαγωγά κλάσης Bayraktar ενισχύουν την ικανότητα επιτήρησης και αμφίβιων επιχειρήσεων.
- Ενώ πολλά ακόμη προγράμματα μικρότερων σκαφών, αποβατικών, βοηθητικών, ναρκοθηρευτικών, Λιμενικού-Ακτοφυλακής, διάσωσης υποβρυχίων, πετρελαιοφόρων είναι σε εξέλιξη, συμπληρώνοντας ένα στόλο περιφερειακής δύναμης.
Τουρκικό Ναυτικό: Ξεσκαρτάρει 8 σκάφη, ανάμεσα τους φρεγάτες και υποβρύχια… γιατί χτίζει συνεχώς νέα
Αυτή η ραγδαία ανάπτυξη του Τουρκικού Ναυτικού θα δημιουργήσει στα επόμενα χρόνια ένα χάσμα ισχύος που η Ελλάδα δεν μπορεί να αγνοήσει. Στις αρχές του 2030, ο τουρκικός στόλος θα περιλαμβάνει κατ’εκτίμηση κάπου 10 κορβέτες Hisar, 4 κορβέτες Ada, τέσσερις φρεγάτες Istif (με άλλες 4 να ολοκληρώνονται σύντομα), τις εκσυγχρονισμένες φρεγάτες Barbaros, ίσως και τις Yavuz, θα κοντεύει να παραδοθεί το πρώτο αντιτορπιλικό TF-2000, θα έχουν νέες πυραυλακάτους, 6 υποβρύχια 214ΤΝ και 8 Type 209, ένα μεγάλο στόλο από μη επανδρωμένα σκάφη επιφανείας αλλά και αεροσκάφη, δύο μεγάλα πλοία υποστήριξης αποβάσεων και δεκάδες αποβατικά. Και όλα τα υπόλοιπα προγράμματα να συνεχίζουν.
Η Τουρκία έχει βάλει εμπρός για αεροπλανοφόρο 60.000 τόνων, διπλάσιο του Anadolu!
Αυτή η ποσοτική και ποιοτική αύξηση, σε συνδυασμό με την εγχώρια παραγωγή όπλων και συστημάτων, αν δεν αντιμετωπιστεί, θα επιτρέψει στην Τουρκία να αμφισβητήσει σε μεγάλο βαθμό την ελληνική θαλάσσια παρουσία και κυριαρχία.
Έτοιμη στο μεγαλύτερο μέρος μέχρι το 2027 η «Ασπίδα του Αχιλλέα» – ποιο το κόστος
Οι ελληνικές επιλογές και προτεραιότητες
Είναι δεδομένο πως η χώρα μας, με περιορισμένους πόρους λόγω της διαφοράς σε πληθυσμό και ΑΕΠ, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την Τουρκία σε απόλυτους αριθμούς στη θάλασσα. Αλλά η επένδυση σε ποιότητα, καινοτομία και με έμφαση σε ευελιξία δράσης και υψηλή εκπαίδευση είναι κρίσιμη.
Εδώ εισέρχεται ο σχεδιασμός της «Ασπίδας του Αχιλλέα», που αναφέρεται στην ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος αεράμυνας και αντι-drone ικανοτήτων, αλλά και δυνατότητας εντοπισμού και αντιμετώπισης θαλασσίων απειλών. Μια επένδυση σαφώς σημαντική επιχειρησιακά και υψηλού κόστους (είχε δηλωθεί ότι θα φθάσει 2 δις ευρώ, αλλά θα είναι όπως φαίνεται μεγαλύτερο το κονδύλι).
Η συγκεκριμένη όμως, εκτιμούμε πως πρέπει να επανεξεταστεί χρονικά σε σχέση με τις ανάγκες του Ναυτικού, για τους εξής λόγους:
- Αρχικά η θάλασσα είναι το πρωταρχικό πεδίο μάχης για την Ελλάδα, καθώς τα χιλιάδες νησιά, η εκτεταμένη ακτογραμμή και η ΑΟΖ μας, υπαρκτή και διεκδικούμενη, αποτελούν τον πυρήνα της εθνικής μας ασφάλειας, ενώ ήδη εκεί δεχόμαστε τις περισσότερες “πιέσεις”. Άρα μια “Ασπίδα του Αχιλλέα”, καλύπτει μεν αυτή τη ζώνη υψηλής έντασης και διαρκούς απειλής, αλλά όχι με μοναδική εστίαση και πλήρη προστασία, μιας και θα υπερασπίσει και τον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο.
- Στη συνέχεια η “Ασπίδα του Αχιλλέα” αν και απαραίτητη σε βάθος χρόνου, αποτελεί μια “αμυντικογενή” επίλυση. Διατυπώνεται βέβαια πως η αποτελεσματικότητα της θα είναι τέτοια που θα επιτρέψει αλλαγή δόγματος στο Πολεμικό Ναυτικό, το οποίο υποτίθεται “δεν θα χρειάζεται να ασχολείται ιδιαίτερα με την άμυνα του Αιγαίου”. Μια αντίληψη ενδιαφέρουσα, αλλά ιδιαίτερα υψηλών στόχων και επιδιώξεων που όμως δεν υπάρχει αντίστοιχο διεθνές παράδειγμα (άρα αναζητάμε και διατρανώνουμε κάτι που κανείς άλλος δεν έχει καταφέρει). Που δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί με ένα κονδύλι 2-3 δις ευρώ, πόσο μάλλον να προσφέρει τέτοια “ολική προστασία” που να… απελευθερώσει και Ναυτικό και Αεροπορία (όπως επίσημα σκιαγραφείται). Ειδικά όταν έχουμε δει πως ακόμη και οι πιο σύγχρονες αεράμυνες, αντιμετωπίζουν προβλήματα στοχοποίησης, κορεσμού αλλά και εξάρτησης από ακριβά βλήματα αναχαίτισης.
- Ακόμη η “Ασπίδα του Αχιλλέα” δεν απαντά στην ανάγκη ελέγχου, παρουσίας και τελικά και επιχειρήσεων σε πολύ πιο ανοιχτά πεδία, όπως το Λιβυκό και η Ανατολική Μεσόγειος. Εκεί το Ναυτικό, θα υποχρεωθεί να επιβληθεί χωρίς “Ασπίδα”, αλλά μόνο με την κάλυψη της Πολεμικής Αεροπορίας.
- Σε επόμενο βήμα η “Ασπίδα του Αχιλλέα”, παρότι θα έχει αποτρεπτική ισχύ, δεν μπορεί να ακυρώσει την πιθανότητα διαρραγής-καταστροφής του πλέγματος της, σε ένα τομέα κάλυψης, όπου θα ακολουθήσει μετά εχθρική επιθετική ενέργεια. Εκεί, το υποτίθεται “κάπου αλλού” Πολεμικό Ναυτικό που θα έχει “στρατηγικά όπλα” (δηλαδή ικανότητα εξαπόλυσης λίγων δεκάδων πυραύλων cruise…), θα πρέπει να προστρέξει για να σταματήσει την εξέλιξη της ναυτικής εχθρικής δράσης.
- Περαιτέρω, η αντίληψη της “Ασπίδας του Αχιλλέα” εμπεριέχει σε κάθε περίπτωση το μεγάλο ζήτημα της ημιστατικής άμυνας εντός νησιών Αιγαίου. Όσο και να υιοθετηθούν κινητοί εκτοξευτές πυραύλων, η ανάπτυξη τους, η δυνατότητα μετακίνησης τους, θα παραμένει περιορισμένη εντός συγκεκριμένων κυρίως μικρής έκτασης νησιών και οδικών δικτύων. Ενώ η δράση τους, δύο διαστάσεων στην ξηρά, δίπλα στα τουρκικά παράλια (όσοι από αυτούς είναι εγκατεστημένοι κοντά στην πρώτη γραμμή), θα γίνεται αντιληπτή από ηλεκτρονικές εκπομπές, εκτοξεύσεις των πρώτων πυραύλων κ.ο.κ. Κι αυτό σε ένα εναέριο χώρο που θα βαρύνεται από κύματα εχθρικών drone που θα αναζητούν στόχους. Εδώ φαίνεται το προτέρημα των ναυτικών μονάδων που έχουν δυνατότητα κίνησης και μάχης σε πολύ μεγαλύτερα χωρικά πεδία και βέβαια σε τρεις διαστάσεις, αν υπολογίσουμε και τα υποβρύχια.
- Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε, πέρα από τα επιχειρησιακά ζητήματα, και την ιστορική εμπειρία. Η οποία μας διδάσκει πως για τον ελλαδικό χώρο (που περιλαμβάνει και την Κύπρο), η ελλιπής ναυτική ισχύς είναι επιλογή ιδιαίτερα υψηλού ρίσκου, έως και καταστροφική.
Οπότε για να αντιμετωπιστεί η τουρκική απειλή, φανερώνεται κατά την ανάλυση μας, πως πιο επείγουσα, πιεστική και ειδική ανάγκη, είναι η ενίσχυση του Ναυτικού. Το οποίο παραμένει με βαρύ φόρτο αποστολών που συνεχώς αυξάνονται, μιας και πλέον καλείται να υπερασπίσει ένα πολλαπλάσιας έκτασης θαλάσσιο χώρο, από ότι στο παρελθόν, εφόσον η Ελλάδα διεκδικεί τεράστιας έκτασης υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ.
Πιο συγκεκριμένα η αγορά της τέταρτης φρεγάτας FDI HN οφείλει να είναι μόνο το πρώτο βήμα, με επόμενο κάποιο πρόγραμμα μεγάλων σκαφών, επιφανείας και υποβρυχίων, το οποίο πρέπει να ξεκινήσει άμεσα και χωρίς τις γνωστές αέναες χρονοτριβές, μελέτες και αναθεωρήσεις. Αν τα οικονομικά μας δεν επαρκούν για νέες φρεγάτες, ένας τύπος κορβέτας πρέπει να επιλεγεί με εθνική ναυπήγηση, είτε αυτός είναι ιταλικός, είτε γαλλικός, είτε το σχέδιο της Ευρωκορβέτας. Παράλληλα, η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες υψηλής απόδοσης…
Η συνέχεια στο Naval Defence