Οι ακριβείς αιτίες και τα κίνητρα της Δ’ Σταυροφορίας δεν έχουν πλήρως αποσαφηνιστεί, με την ακαδημαϊκή κοινότητα να διχάζεται ως προς το πως το αρχικό πλάνο της κατακτήσεως των Αγίων Τόπων κατέληξε στην κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως και τον ακόλουθο διαμελισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τα ευρέως αποδεκτά στοιχεία είναι: α) η αισθητή παρακμή του Βυζαντίου του δωδεκάτου αιώνος σε όλους τους τομείς και δη στο στρατό και την οικονομία, β) το έντονο μίσος μεταξύ Δυτικών και Βυζαντινών που ξεκίνησε να καλλιεργείται κατά το τελευταίο τέταρτο του ενδεκάτου αιώνος, γ) η εξαιρετική καχυποψία των Βυζαντινών ως προς τα δυτικά συμφέροντα στην Ανατολή και δ) η αδυναμία των Σταυροφόρων να αντιληφθούν την απροθυμία των Βυζαντινών για τις Σταυροφορίες και το δισταγμό τους να παράσχουν ενεργή βοήθεια.
Στα άνωθεν να συμπεριλάβουμε και τις σοβαρές θρησκευτικές αντιπαραθέσεις που προϋπήρχαν από τα μέσα του ενάτου αιώνος, καθώς ο παπισμός και η Ανατολική Εκκλησία ανταγωνίζονταν για την αποκλειστικότητα της εκπροσωπήσεως του Θεού επί της γης. H αντιπαλότητα των δύο Εκκλησιών για τη διεύρυνση της σφαίρας επιρροής τους στα Βαλκάνια μέσω ιεραποστολικών αποστολών συνεχιζόταν αδιαλείπτως. Όμως για κάποιους Πάπες, όπως τον Ιννοκέντιο Γ’, ο πρωτεύων στόχος ήταν η τελική αποδοχή της παπικής κυριαρχίας από τη «σχισματική» Εκκλησία του Βυζαντίου.
Να προσθέσουμε τέλος και το διακαή πόθο των εμπορικών δημοκρατιών της Ιταλίας, κυρίως των Ενετών, να αποκτήσουν τον πλούτο του Βυζαντίου που ακόμη δεν ήταν αμελητέος. Από τα τέλη του ενδέκατου αιώνος, οι Ενετοί είχαν περισσότερα εμπορικά πλεονεκτήματα εντός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά τέτοιες συμφωνίες έπρεπε να ανανεώνονται με κάθε νέα ενθρόνιση, καθώς μερικοί αυτοκράτορες ήταν απρόθυμοι να τις δεχτούν. Η εχθρότητα προς τους Ενετούς και όλους τους Δυτικούς, ήταν εμφανής στο Βυζάντιο. Οι ταραχές και οι σφαγές του 1171 και του 1182 οπωσδήποτε ενέτειναν αυτές τις εντάσεις.
Στα γεγονότα που οδήγησαν στην «εκτροπή» της Δ’ Σταυροφορίας, ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ και ο Ενετός Δόγης Ενρίκο Ντάντολο σίγουρα έπαιξαν ρόλο, αλλά πολλοί ιστορικοί δεν αναγνωρίζουν προκαθορισμένο σχέδιο σκευωρίας. Αναμφιβόλως, πολλοί Δυτικοί (ειδικά οι Νορμανδοί και μερικοί Ενετοί) είχαν μιλήσει ανοιχτά για επίθεση στο Βυζάντιο, αλλά τα κύρια αίτια που επέφεραν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μάλλον περιστρέφονται γύρω από τα αμοιβαία πάθη μίσους, την απληστία, καθώς και τις αδυναμίες του Βυζαντίου.
ο Ιννοκέντιος Γ’ κήρυξε την έναρξη της Σταυροφορίας το 1202. Οι Σταυροφόροι, υπό την ηγεσία του Βονιφάτιου του Μομφερατικού, συγκεντρώθηκαν στη Βενετία από όπου θα έπλεαν για την Αίγυπτο. Ελλείψει χρημάτων για το ταξίδι, έγινε συμφωνία περί μεταφοράς τους στη Ζάρα (στις δαλματικές ακτές), η οποία είχε επαναστατήσει και τάχθηκε με τους Ούγγρους. Οι Σταυροφόροι θα βοηθούσαν τους Ενετούς να ξαναπάρουν τον έλεγχο της πόλεως, όπερ και εγένετο το 1202. Εν τω μεταξύ, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Δ’ Άγγελος (γιος του εκπτώτου Ισαακίου Β’) ταξίδεψε στη Δύση για να ζητήσει βοήθεια πρώτα από τον Ιννοκέντιο Γ’ και εν συνεχεία από τον επ’ αδελφή γαμπρό του, Φίλιππο της Σουαβίας. Μεταξύ των γενναιόδωρων προσφορών του ήταν και η υπόσχεση αποδοχής της παπικής κυριαρχίας με αντάλλαγμα τη συνδρομή των Σταυροφόρων στην προσπάθειά του να ανακτήσει το θρόνο του στην Κωνσταντινούπολη. Οι προτάσεις του έγιναν δεκτές και ο νεαρός Αλέξιος ενετάχθη στη Σταυροφορία το 1203.
Με την άφιξη των Σταυροφόρων έξω από τα τείχη, ο Αλέξιος Γ’ (θείος του Αλεξίου Δ’) έφυγε από την πόλη. Έτσι ο Ισαάκιος Β ‘ και ο γιος του Αλέξιος Δ’ ανακηρύχθηκαν αυτοκράτορες. Ο Αλέξιος προσπάθησε να συλλέξει χρήματα και να προβεί στις απαραίτητες εσωτερικές διαβουλεύσεις ώστε να προλειάνει το έδαφος για την αποδοχή της παπικής κυριαρχίας. Γρήγορα όμως κατέστη εμφανές πως ούτε η οικονομικώς αποδυναμωμένη αυτοκρατορία ούτε ο ίδιος ήταν σε θέση να εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας του. Η όλη κατάσταση επέφερε μια γενική ανησυχία στην Κωνσταντινούπολη, όπου εξελίχθηκε σε γενικευμένη στάση τον Ιανουάριο του 1204. Οι αναταραχές υποκινήθηκαν κατά βάση από τον Αλέξιο Ε’ Δούκα το Μούρτζουφλο, ο οποίος υπεσχέθη την εκδίωξη των Σταυροφόρων. Το αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος του Αλεξίου Δ’ και η φυλάκιση του πατρός του.
Έτσι ο θρόνος περιήλθε στον Αλέξιο Ε’ ο οποίος έθεσε σε απόλυτη προτεραιότητα την ενίσχυση των τειχών από όπου θα πραγματοποιούνταν επιδρομές εναντίον των Σταυροφόρων. Αυτό φυσικά προκάλεσε την αντίδραση των τελευταίων, οι οποίοι σχεδίασαν πλέον ανοιχτή επίθεση εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως με σκοπό την άλωσή της. Το Μάρτιο του 1204 συνέταξαν το λεγόμενο Partitio Romaniae που περιείχε όλες τις λεπτομέρειες για την ίδρυση Λατινικής Αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινές δυνάμεις κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν την πρώτη επίθεση της 9ης Απριλίου, αλλά όχι αυτήν της 12ης του ιδίου μηνός, όταν οι Σταυροφόροι πέρασαν στον Κεράτιο Κόλπο, επιτιθέμενοι στα ασθενέστερα θαλάσσια τείχη.
Παρά τη σφοδρή αντίσταση των πολιορκουμένων, οι εχθροί εισήλθαν στην πόλη και ακολούθησε μία άνευ προηγουμένου λεηλασία. Χειρόγραφα, χριστιανικά κειμήλια και γλυπτά που υπήρχαν από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έπειτα καταστράφηκαν ή μεταφέρθηκαν στη Δύση, κυρίως τη Βενετία. Υπολογίζεται πως το 95% των βυζαντινών χειρογράφων κάηκε στη συγκεκριμένη λεηλασία, η οποία σε μέγεθος καταστροφών ξεπερνούσε κατά πολύ εκείνη των Οθωμανών του 1453.