Το δικινητήριο αυτό νυχτερινό βομβαρδιστικό σχεδιάστηκε από τον αεροναυπηγό και πιλότο δοκιμαστικών πτήσεων Kurt Tank και παρήχθη προς το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιστορία του ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1942, ως Τa-211, επειδή θα έφερε το συμβατικό ελικοειδή κινητήρα Jumo 211.
Δύο σχέδια παραδόθηκαν στις 22 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους: το ένα ως ελαφρύ βομβαρδιστικό χωρίς οπλισμό και το άλλο ως νυχτερινό μαχητικό. Ενώ αρχικώς δόθηκε προτεραιότητα στο πρώτο σχέδιο, κατά το τέλος Οκτωβρίου αποφασίστηκε η υλοποιήση του δευτέρου. Το όνομά του Focke Wulf Τa-154 Moskito (κουνούπι) επικράτησε μετά την επίσημη έγκριση του προγράμματος από το Υπουργείο Αεροπορίας του Ράϊχ στις 13 Νοεμβρίου του 1942. Ήταν εμπνευσμένο από το βρετανικό μαχητικό de Havilland DH.98 «Mosquito» το οποίο, όταν πρωτοεμφανίστηκε, αποτέλεσε το γρηγορότερο ως τότε αεροσκάφος στην υπηρεσία της RAF λόγω της ξύλινης κατασκευής του.
Στο νέο ελαφρύ Τa-154 θα τοποθετούνταν δύο εξελιγμένοι κινητήρες Jumo 213 και πτέρυγες στην κορυφή της ατράκτου. Στην αρχή σχεδιάστηκε με το κλασσικό σύστημα του ουραίου τροχού – όπως και το de Havilland «Mosquito» της βασιλικής αεροπορίας –αλλά τελικώς αποφασίστηκε η τοποθέτησή του στο ρύγχος του αεροσκάφους, θεωρώντας πως αυτό θα διευκόλυνε τη νυχτερινή του προσγείωση. Θα ήταν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από φύλλα ξύλου επικολλημένα με μια εξειδικευμένη ρητίνη φαινόλης, ενώ τα μεταλλικά του μέρη περιορίζονταν στην περιοχή του cockpit. Σημειωτέον δε ότι αργότερα στο αεροσκάφος ενσωματώθηκαν εκτοξευόμενα καθίσματα και προηγμένο ραντάρ.
Οι πρώτες πτητικές δοκιμές – αλλά με τον αρχικό Jumo 211 – ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1943, όπου το Τa-154 έφτασε σχεδόν τα 700 χλμ/ώρα. Προχώρησαν όμως αρκετά αργά από το τέλος του 1943 και έπειτα, μέχρι που τον Αύγουστο του 1944 ο ανώτατος διοικητής της Luftwaffe, Erhard Milch, ανακοίνωσε την οριστική διακοπή του όλου προγράμματος, προειδοποιώντας μάλιστα πως οποιαδήποτε χρήση καυσίμων για περαιτέρω δοκιμές θα αντιμετωπιζόταν ως σαμποτάζ.
Αν και κάποια νέα tests επανεκκίνησαν μεταξύ του Φθινοπώρου του 1944 και Απριλίου του 1945, το πλάνο μαζικής παραγωγής του ουδέποτε τελεσφόρησε και κανένα από τα αεροσκάφη δεν χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακώς. Πέραν των άνωθεν, η αλήθεια είναι πως το γερμανικό «Moskito» εμφάνισε μια σειρά βασικών προβλημάτων. Το πρώτο ήταν η εξαιρετικά αργή παραγωγή του κινητήρα Jumo 213 με τον οποίον υπολόγιζαν να έφτανε σε αποδόσεις ανάλογες του βρετανικού «Mosquito». Υπήρχε επίσης έλλειψη ειδικευμένων ξυλουργών που απαιτούνταν για την κατασκευή του σκελετού του. Το τρίτο πρόβλημα αφορούσε τα υδραυλικά συστήματα προσγείωσης όπου προκάλεσαν και συντριβές κάποιων πρωτοτύπων. Το σοβαρότερο όμως όλων είχε να κάνει με τη ρητίνη φαινόλης η οποία σταδιακά κατέστρεφε το ξύλο και αποκολλούνταν τα φύλλα, κυρίως στις πτέρυγες.
Νέες λύσεις προτάθηκαν, μέχρις ότου βρετανικά βομβαρδιστικά κατέστρεψαν το εργοστάσιο παραγωγής στις 29 Μαΐου 1944. Από τα 23 πρωτότυπα που κατασκευάστηκαν, μόνο ένα αιχμαλωτίστηκε από τους Συμμάχους και μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου και βρίσκεται σήμερα στο Smithsonian Institution της Πολιτείας Washington D.C.