Το Fw 58 σχεδιάστηκε από τον επιτυχημένο μηχανικό Kurt Tank ως αεροσκάφος ποικίλων ρόλων για να ανταγωνιστεί το περιορισμένων δυνατοτήτων Arado Ar 77. Ήταν ένα δικινητήριο χαμηλοπτέρυγο μονοπλάνο, κατασκευασμένο από ξύλο και από ελαφρά κράματα μετάλλου (κυρίως από ντουραλουμίνιο αλλά και χρωμιομολυβδαινούχο χάλυβα σε μικρότερες ποσότητες), ενώ οι πτέρυγες και οι επιφάνειες ελέγχου ήταν καλυμμένες με ύφασμα πίσω από τις δοκούς του σκελετού. Ο συνδιασμός υλικών αποσκοπούσε σε ένα σχετικά μεγάλο σε μέγεθος αεροσκάφος αλλά αρκετά ελαφρύ, αφού το συνολικό του βάρος δεν ξεπερνούσε τους δύο τόνους. Το πλήρωμα το αποτελούσαν τρία έως τέσσερα άτομα με τα καθίσματα εκπαιδευτού και εκπαιδευομένου τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Η όλη δομή της ευρύχωρης καμπίνας διακυβερνήσεως βοηθούσε στην άμεση επικοινωνία μεταξύ των μελών του. Διέθετε υδραυλική ανάσυρση του συμβατικού συστήματος προσγειώσεως εντός των ατρακτιδίων των κινητήρων και οι τροχοί έφεραν προφυλακτήρες για ασφαλή τροχοδρόμηση.
Τροφοδοτείτο από δύο αερόψυκτους Argus-10-C ανάστροφης διατάξεως V8, των 240 ίππων έκαστος, όπου ξεκινούσαν είτε χειροκίνητα είτε με πεπιεσμένο αέρα και περιέστρεφαν ξύλινες δίφυλλες έλικες σταθερού βήματος. Εναλλακτικά, μπορούσε να δεχτεί και αερόψυκτους οκτακύλινδρους Hirth НМ 508D της ιδίας ιπποδύναμης. Οι συγκεκριμένοι μάλιστα κινητήρες τοποθετήθηκαν για πρώτη φορά στο Fw 58 V13 των οκτώ θέσεων, το οποίο πρωτοδοκιμάστηκε στις 19 Νοεμβρίου του 1936. Οι δεξαμενές καυσίμου, χωρητικότητας 170 λίτρων, ήταν τοποθετημένες στο σταθερό τμήμα των πτερύγων προς τη βάση τους. Το αεροσκάφος έφτανε σε μήκος τα 14 μέτρα, είχε ύψος 3,9 μέτρα και άνοιγμα πτερύγων 21 μέτρα.
Στο ρύγχος της ατράκτου υπήρχε πρύμνη θέση για τον πυροβολητή, ο οποίος εκτελούσε και χρέη βομβαρδιστού. Πίσω από τον πιλότο και τον εκπαιδευόμενο ήταν η θέση του ασυρματιστού, ενώ ακόμη πιο πίσω αυτή του αμυντικού πυροβολητού. Το FW-58B ήταν εξοπλισμένο με δύο κινούμενα πολυβόλα MG-15 των 225 φυσιγγίων για το οπίσθιο και των 375 για το εμπρόσθιο. Ο τύπος του βομβαρδιστικού δεχόταν βόμβες συνολικού βάρους 120-150 κιλών με το σκόπευτρο τύπου GV-219 να βρίσκεται κάτω από το συρόμενο δάπεδο. Διέθετε επίσης και πομποδέκτη ενδοεπικοινωνίας, καθώς και όργανα νυχτερινής προηγήσεως και τυφλής προσγειώσεως. Στη δεύτερη έκδοση FW-58C δεν υπήρχαν πολυβόλα ή μηχανισμοί βομβαρδισμού, αλλά διπλό πιλοτήριο και δύο πρόσθετες δεξαμενές καυσίμων, χωρητικότητος 60 λίτρων εκάστη.
H παρθενική του πτήση του πρώτου πρωτοτύπου (Fw 58 V1) έλαβε χώρα την 18η Ιανουαρίου του 1935. Δοκιμάστηκε για τυφλή πορεία (έφερε μεταλλικό αδιάφανο ρυγχαίο κώνο) και για εκπαίδευση χειρισμού ασυρμάτου. Το Fw 58 V2 πέταξε τον Ιούνιο του ιδίου έτους και τον Νοέμβριο ακολούθησε το V3 τροποποιημένο για εκπαίδευση βομβαρδιστών και πυροβολητών, έχοντας διαφανή κώνο και δύο πολυβόλα (ένα ρυγχαίο και ένα ραχιαίο) MG-15 των 7,9 χιλ. To V4 ήταν αυτό που αποτέλεσε και τον πρόδρομο της στρατιωτικής εκδόσεως.
Εν τω μεταξύ είχε ήδη ξεκινήσει και η παραγωγή δέκα Fw 58A-0, τα οποία παραδόθηκαν κατά την περίοδο 1936-1937 ως ελαφρά εξαθέσια επιβατικά και μεταφορικά. Ακολούθησαν δεκατέσσερα Fw 58A-1 για εκπαιδευτική χρήση. Στη διάρκεια των δοκιμών, το αεροσκάφος κρίθηκε πλήρως κατάλληλο για το ρόλο του ως εκπαιδευτικού όλων ανεξαιρέτως των πληρωμάτων, με σταθερότητα, αξιοπιστία και ευκολία χειρισμού. Η καμπίνα διακυβερνήσεως προσέθετε στα θετικά χαρακτριστικά του, καθώς ήταν λίαν ευρύχωρη με πλήρη ορατότητα και άμεση επαφή με τα ατρακτίδια των κινητήρων.
Κατόπιν ξεκίνησε η σειρά B με επανασχεδιασμένο διαφανές ρύγχος. Το Fw 58B-1 στόχευε σε εκπαίδευση και πλοήγηση, ενώ το Fw 58B-2 ήταν για εξάσκηση σκοπευτών που επρόκειτο να ενσωματωθούν σε Μοίρες βαρέων βομβαρδιστικών. Η σειρά C κατασκευάστηκε σε αριθμούς μεγαλύτερους από κάθε άλλον τύπο και προοριζόταν ως επιβατικό ή αεροσκάφος επικοινωνίας, έχοντας μάλιστα και μεγαλύτερες δεξαμενές καυσίμου. Κάποιοι τύποι παρήχθησαν για εκπαίδευση ασυρματιστών και πιλότων αεροσκαφών ημέρας και νυχτός. Τα περισσότερα Fw 58C εστάλησαν στη Luftwaffe για την επικοινωνία μεταξύ σχηματισμών και μονάδων, την παράδοση επειγόντων φορτίων, όπως και τη μεταφορά τραυματιών. Πιο λίγα από αυτά κατέληξαν και στην Lufthansa. Στο πιλοτήριο υπήρχαν δύο θέσεις με διπλά χειριστήρια και πιο πίσω θέσεις για έξι επιβάτες.
1.350 αεροσκάφη της σειράς Β και 4.500 της σειράς C φτιάχτηκαν συνολικά μέχρι το οριστικό τέλος της παραγωγής το 1942, αλλά τα πιο πολλά αγοράστηκαν από ξένες χώρες . Το Fw 58 υπήρξε το πιο εξαγώγιμο είδος της γερμανικής αεροβιομηχανίας έως εκείνη τη στιγμή. Τα πρώτα άρχισαν να στέλνονται το 1937 στις ένοπλες δυνάμεις και τις πολιτικές αεροπορικές εταιρείες της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Τουρκίας και της Ουγγαρίας. Ακολούθησαν εξαγωγές στις Δανία, Σουηδία, Ολλανδία, Αυστρία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Κίνα και Αργεντινή. Εκτός των όσων αγόρασαν η Ουγγαρία και η Βραζιλία, κατασκεύασαν και κάποια επί του εδάφους τους κατόπιν αδείας παραγωγής. Τουλάχιστον 14 από αυτά που παρήχθησαν στη Βραζιλία, διαμορφώθηκαν για ανθυποβρυχιακή χρήση από τις Μοίρες ναυτικού, ενώ υπάρχει και μία τουλάχιστον περίπτωση επιθέσεώς τους σε U-Boat κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.