Η απόφαση για την αγορά μαχητικών F-35A Lightning II σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη συμφωνία αγοράς οπλικού συστήματος στην ιστορία της Φινλανδίας. Έχει επίσης σημαντικές πολιτικές συνέπειες που σηματοδοτούν την αυξημένη βαρύτητα που θέλει να ασκήσει η Ουάσιγκτον στην περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας.
Η συμφωνία των 8,4 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αντικατάσταση του τρέχοντος στόλου των F-18 Hornet που χρησιμοποιείται από το 1992 περιλαμβάνει 64 μαχητικά «πέμπτης γενιάς», «προσαρμοσμένα» όπλα, λύσεις εκπαίδευσης και υποστήριξης, καθώς και υπηρεσίες συντήρησης και βιομηχανική συνεργασία. Η παραγωγή εξαρτημάτων, οι εργασίες συναρμολόγησης και οι δοκιμές θα φέρουν χιλιάδες θέσεις εργασίας στη Φινλανδία.
Σχολιάζοντας τη συμφωνία στο Φινλανδικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Πρόεδρος, Sauli Niinistö, είπε ότι δεν έχει «σημαντικές» συνέπειες στη θέση της Φινλανδίας όσον αφορά την πολιτική ασφαλείας. Ωστόσο, η συμφωνία θα φέρει την άμυνα της χώρας πιο κοντά με τις ΗΠΑ και η Φινλανδία θα βρεθεί εγγύτερα του ΝΑΤΟ, δίχως να έχει ενταχθεί σε αυτό.
Κερδίζοντας τους αντιπάλους της (Boeing F/A-18 με το Super Hornet, Dassault με το Rafale, Eurofighter με το Typhoon και την Saab με το Gripen), η Lockheed Martin με το F-35 ξεκίνησε τον αγώνα προσφορών όντας ο πιο ακριβός υποψήφιος. Η ζητούμενη τιμή μειώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ένδειξη του αυξανόμενου ενδιαφέροντος της Ουάσιγκτον για την περιοχή και της ανάγκης να συμπεριληφθεί η Φινλανδία στον κατάλογο χωρών όπως η Νορβηγία και η Πολωνία που διαθέτουν ήδη F-35. Οι ΗΠΑ έκαναν μια προσφορά που η Φινλανδία δεν μπορούσε να αρνηθεί, λένε οι αναλυτές.
Η Saab χαρακτήρισε την απόφαση της Φινλανδίας ως βαθιά απογοητευτική, ενώ η Dassault σημείωσε ότι «για άλλη μια φορά, παρατηρούμε και λυπούμαστε για μια αμερικανική προτίμηση που επικρατεί στην Ευρώπη».